Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αοριστία αγωγής, Κυριότητα.
Περίληψη:
Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας. Λόγοι αναίρεσης: Πρώτος από 560 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ. Δεύτερος: αναφέρεται σε ποσοτική αοριστία της αγωγής. Απαράδεκτος
Αριθμός 1176/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Μ. του Δ. και 2) Π. Μ. του Π., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Της αναιρεσίβλητης: Α. συζ. Π. Ν., το γένος Σ. Μ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πέτρο Κασιμάτη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/9/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ιωαννίνων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 848/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 185/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12/10/2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσίβλητη, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 24/10/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1,2 και 3 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί κα, δεν λάβε, μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποίος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με το τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί.. Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 δε. 3 και 4 Κ.Πολ.Δ., αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδριάσεως να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου, όταν ο απολειπόμενος κατά την μετ' αναβολή νέα δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση ή είχε παραστεί νομίμως κατά την ίδια δικάσιμο και επομένως με τη νόμιμη παράσταση του και τη μη εναντίωσή του καλύφθηκε η μη νόμιμη κλήτευσή του κατά την αρχική δικάσιμο.
Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν εμφανίσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι αναιρεσείοντες.
Από τις 3704γ/29-2-2012 και 3705γ/29-2-2012 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ιωαννίνων ..., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η επισπεύδουσα τη συζήτηση αναιρεσίβλητη, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης με την κάτω από αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 7-11-2012, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε από το πινάκιο για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας διάσιμο της 17-4-2013, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσείοντες, οι οποίοι δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά τους από το πινάκιο, ενόψει του ότι δεν απαιτείται νέα κλήτευση των κατά την μετ'αναβολή δικάσιμο, αφού η αναβολή από το πινάκιο επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων, πρέπει η συζήτηση της υπόθεσης να προχωρήσει παρά την απουσία τους.
Σύμφωνα με το άρθρο 288 παρ.1 και 2 του Αγροτικού Κώδικα (Β.Δ/τος της 29-10/6-12-1949 περί κωδικοποιήσεως των αγροτικών νόμων), αντίστοιχο του άρθρου 283 του κωδικοποιηθέντος με το Δ/μα της 9/10 Ιουλίου 1941 Αγροτικού Νόμου "η μεταβίβασις της κυριότητος των κλήρων των δημοσίων κτημάτων της Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας (Ιμλιάκα), τα οποία παρεχωρήθησαν εις τους συνεταιρισμούς των κληρονομικών νομέων (μπασταινούχων) κατά το άρθρο 24 του Αγροτικού Νόμου 2052 και 27 του Νομού 2922, γίνεται μετά την ολοσχερή εξόφληση του καθορισθέντος τιμήματος δια παραχωρητηρίου εγγράφου υπό του αρμοδίου προϊσταμένου εποικισμού, "το παραχωρητήριον τούτο, συντεταγμένον κατά τύπον εγκεκριμένον υπό του Υπουργού Γεωργίας, μεταγράφεται επιμέλεια του ενδιαφερομένου εις τα οικεία βιβλία των μεταγραφών και αποτελεί τον οριστικόν τίτλον κυριότητος του κλήρου". Περαιτέρω κατά το άρθρο 290 παρ.1 του ιδίου Αγροτ. Κώδικα "εις απαλλοτριούμενα κτήματα αι μεν καλλιεργούμεναι, επ' εμφυτεύσει γαίαι παραχωρούνται κατά προτίμησιν εις τους κληρούχους εμφυτευτάς αυτών, αι δε καλλιεργούμεναι κατά το κρατούν εν Ηπείρω και Μακεδονία σύστημα της κληρονομικής νομής (μπάσταινα) εις τους κληρονόμους νομής (μπασταινούχους) ...". Εξάλλου κατά το άρθρο 79 παρ.2 του Αγροτ. Κώδικα "οι κατά τον Αγροτικόν Νόμον ως και οι υπό της Επιτροπής Αποκαταστάσεως προσφύγων ή του Δημοσίου ως διαδόχου ταύτης εν γένει αποκατασταθέντες και αποκαθιστάμενοι κληρούχοι γηγενείς και πρόσφυγες από της εγκαταστάσεως των εις τον χορηγηθέντα ή χορηγούμενον αυτοίς κλήρον θεωρούνται? ως καλής πίστεως νομής του κλήρου τούτου και προστατεύονται κατά πάσης διαταράξεως ή αποβολής είτε διοικητικώς ... είτε και δια των περί νομής παραγγελμάτων και αγωγών ασκουμένων υπό του κληρούχου". Επακολούθησε ο ν. 431/1968 (που άρχισε να ισχύει από της δημοσιεύσεως του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από της 23/5/1968), και σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 "από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, επιφυλασσομένης της ισχύος του άρθρου 27 του ν.δ. 2185/... ... επιτρέπεται εις τους κατά την επικοιστικήν εν γένει νομοθεσίαν κληρούχους η δια δικαιοπραξιών εν ζωή εκποίησις ή οπωσδήποτε διάθεσις των πάσης φύσεως κλήρων των (γαιών, οικοπέδων κλπ) υπό τον περιορισμόν μόνον της μη κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής, όστις ισχύει και επί πάσης περαιτέρω μεταβιβάσεως" του ν. ΔΞΗ/1912, των διαταγμάτων περί δικαιοστασίου που εκδόθηκαν σ' εκτέλεση του νόμου αυτού, του άρθρου 21 του από 22.4/16.5.1926 ν.δ/τος "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης" και του άρθρου 4 του α.ν. 1539 1938, βάσει των οποίων αποκλείεται η χρησικτησία επί δημοσίων κτημάτων, σαφώς προκύπτει: α) ότι υπό την ισχύ των άνω διατάξεων οι κατά τον αγροτικό Νόμο ή τον Αγροτικό Κώδικα αποκατασταθέντες κληρονομικοί νομείς (μπασταινούχοι) καθίστανται κύριοι του παραχωρηθέντος, σ' αυτούς κλήρου από της μεταγραφής του παραχωρητηρίου, β) ότι προ του χρόνου τούτου, εφόσον πρόκειται περί δημόσιων κτημάτων, ήταν υπό την ισχύ των άνω διατάξεων αδύνατη η κτήση της κυριότητος των απαρτιζόντων τον κλήρο αγροτεμαχίων υπό του αποκατασταθέντος κληρονομικού νομέως (μπασταινούχου) ή των κληρονόμων του ή των ειδικών διαδόχων αυτών, με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο δέχτηκε τα εξής: "Με την υπ' αριθμ. 33/1925 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Ιωαννίνων έγινε διανομή του αγροκτήματος Σερβιανών Ιωαννίνων και ειδικότερα καθορίστηκαν οι προς διανομή εκτάσεις του εν λόγω αγροκτήματος, καθώς και οι δικαιούχοι των ακινήτων που προέκυψαν με τη διανομή. Στη συνέχεια εκδόθηκαν παραχωρητήριοι τίτλοι των εν λόγω εκτάσεων. Έτσι. με τον υπ' αριθμ. 119816/1958 τίτλο της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, που μεταγράφηκε νόμιμα, παραχωρήθηκε κλήρος, αποτελούμενος από 18 ακίνητα, συνολικής έκτασης 38.312 στρεμμάτων, κατ' ισομοιρίαν, στους Ν. Μ., K. Μ. του Φ., (παππού της ενάγουσας) και τον Π. Μ.. πρώτο των εναγομένων. Με την ανωτέρω υπ' αριθμ. 33/1925 απόφαση δεν ορίστηκε η τύχη των κτημάτων, τα οποία ήταν μπασταινουχικά, καλλιεργούνταν δηλαδή από την εποχή της Τουρκοκρατίας με το σύστημα της κληρονομικής νομής, μεταξύ δε αυτών και του υπ' αριθμ. ... αγρού, το οποίο ως μπάσταινα δεν είχε περιληφθεί στον ανωτέρω με αριθμό 119816/1958 τίτλο. Το υπ' αριθμ. ... ακίνητο (μπάσταινα), το οποίο αποτελεί και το επίδικο, βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας Σερβιανών, έχει έκταση 6.000 τ.μ. και ήδη συνορεύει περιμετρικά με ακίνητα επί πλευράς Α-Β μήκους 44,97 μ. με ακίνητο ιδιοκτησίας Λ. Χ., επί πλευράς Β-Γ μήκους 87,29 μ. εν μέρει με ακίνητο ιδιοκτησίας Α. Κ. και εν μέρει με ακίνητο ιδιοκτησίας Κ. Φ., επί πλευρών Δ-Ε μήκους 45,31 μ. και Ε-Ζ μήκους 44,69 μ. με ακίνητο ιδιοκτησίας Ε. Μ. και επί πλευράς Ζ-Α μήκους 58,35 μ. με ακίνητο ιδιοκτησίας Χ. Μ.. Το ανωτέρω κληροτεμάχιο καλλιεργούσε ήδη από το 1925 ως μπασταινούχος καλλιεργητής (κληρονομικός νομέας) ο Κ. Μ. του Φ., παππούς της ενάγουσας, ο οποίος με τον τρόπο αυτό θεωρείτο νομέας του κλήρου, παραχωρήθηκε δε σ" αυτόν δυνάμει της υπ' αριθμ. 15/1998 απόφασης της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Ιωαννίνων, η οποία επανήλθε μετά από την υπ' αριθμ. 7775/27.08.1998 απόφαση του Νομάρχη Ιωαννίνων, που ανέπεμψε την υπ' αριθμ. 33/1925 αρχική απόφαση της ίδιας ως άνω Επιτροπής προς συμπλήρωση των κενών της και καθορισμό των μπασταινουχικών κτημάτων. Στο μεταξύ ο Κ. Μ. απεβίωσε το έτος 1965, καταλείποντας την υπ' αριθμ. .../03.07.1962 δημόσια διαθήκη, συνταχθείσα ενώπιον του άλλοτε συμβολαιογράφου Ιωαννίνων, Χριστόφορου Γκαστή, η οποία δημοσιεύτηκε νόμιμα με τα υπ' αριθμ. 15/25.01.1978 πρακτικά συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Με την ανωτέρω διαθήκη ο διαθέτης, αφού περιόρισε κατά κύριο λόγο τα τέκνα του στη νόμιμη μοίρα τους, πλην της θυγατέρας του Γ., στην οποία κατέλειπε δύο αγρούς, όλη την υπόλοιπη περιουσία του άφησε τον υιό του, Σ. Μ., πατέρα της ενάγουσας. Ο τελευταίος μετά το θάνατο του αρχικού κληρούχου, το 1965, εγκαταστάθηκε, ως κληρονόμος του μπασταινούχου, στη νομή, μεταξύ άλλων, και του εν λόγω κληροτεμαχίου (με αριθμό ...). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο Σ. Μ., ο όποιος συνέχισε να νέμεται το εν λόγω κληροτεμάχιο ως κληρονόμος του μπασταινούχου, παραχώρησε άτυπα το έτος 1968, ως προίκα, το εν λόγω ακίνητο στην θυγατέρα του, Α. συζ. Π. Χ. (ενάγουσα), έκτοτε η τελευταία το καλλιεργούσε. Η ανωτέρω, όμως, δεν απέκτησε τη νομή του πιο πάνω κληροτεμαχίου, καθώς, όπως, εκτέθηκε στη νομική σκέψη, μόνον ο κληρούχος και οι κληρονόμοι του θεωρούνταν πλασματικοί νομείς του κληροτεμαχίου (άρθρα 79, 26, 74,180, 203 και 290 Αγροτικού Κώδικα) και συνεπώς αυτό ήταν ανεπίδεκτο νομής άλλου, έστω κι αν έλαβε χώρα ειδική διαδοχή, ενώ δεν απέκτησε τη νομή του ούτε μετά τη θέση σε ισχύ του α.ν. 431/1968, ήτοι την 23.05.1968, οπότε έπαυσαν ο κληρούχος και οι κληρονόμοι του να θεωρούνται πλασματικοί νομείς του κλήρου, διότι πριν την απόκτηση της κυριότητας του κλήρου από τον κληρούχο ο τελευταίος δεν μπορεί να διαθέσει τον κλήρο σε τρίτο και, επομένως, ο τρίτος δεν μπορεί να αποκτήσει τη νομή του κλήρου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω παρά την προαναφερθείσα άτυπη αυτή μεταβίβαση του κλήρου στην ενάγουσα, νομέας αυτού εξακολουθούσε να είναι ο πατέρας της (κληρονόμος του αρχικού κληρούχου της μπάσταινας), καθώς αυτός δεν είχε εισέτι καταστεί κύριος (του ακινήτου) με την έκδοση και μεταγραφή του σχετικού παραχωρητηρίου. Ο τελευταίος, ο οποίος απεβίωσε στις 30.06.2006. άφησε την από 07.04.1997 ιδιόγραφη διαθήκη, δημοσιευθείσα με τα υπ' αριθμ. 10/2001 πρακτικά συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων και κηρυχθείσα κυρία με την υπ' αριθμ. 1/2001 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Στην εν λόγω διαθήκη μνημονεύεται ότι ο διαθέτης καταλείπει στην θυγατέρα του (ενάγουσα) τα με αριθμ. 61 και 62 ακίνητα, καθώς και "όσα άλλα της έδωσε κατά το γάμο της και μεταγενέστερα". Μεταξύ των ακινήτων που ο διαθέτης είχε παραχωρήσει εν ζωή στη θυγατέρα του με αφορμή το γάμο της (προίκα) ήταν και το επίδικο κληροτεμάχιο, στο οποίο, όμως ήταν κατά νομικό πλάσμα νομέας. Για τους λόγους που εκτενώς αναφέρθηκαν (έλλειψη κυριότητας στο πρόσωπο του κληρούχου), η ανωτέρω εν ζωή διάθεση ήταν ανίσχυρη, επομένως, η συγκεκριμένη διάταξη διαθήκης, με την οποία ο διαθέτης κατέλειπε στην θυγατέρα του τη νομή επί του επίδικου κλήρου (εφόσον δεν είχε εισέτι αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας) είναι ισχυρή, καθότι δεν αφορά περιουσιακό στοιχείο που κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης και επαγωγής της κληρονομιάς ανήκε στην ενάγουσα, απορριπτόμενου του επαναφερόμενου με τον πρώτο λόγο εφέσεως σχετικού ισχυρισμού των εκκαλούντων. Συνακόλουθα. με την εν λόγω διάταξη ο Σ. Μ. περιέλαβε και το επίδικο κληροτεμάχιο (με αριθμό ...), εγκαθιστώντας τοιουτοτρόπως την ενάγουσα θυγατέρα του εκ διαθήκης κληρονόμο και ως προς αυτό. Ενόψει των ανωτέρω, και εφόσον δεν καταλείπεται αμφιβολία στο Δικαστήριο ότι με την εν λόγω διάταξη ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο του την ενάγουσα και ως προς το επίδικο περιουσιακό στοιχείο (νομή επί του κλήρου), δεν τίθεται θέμα προσφυγής του Δικαστηρίου στην ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ και αναζήτησης της αληθούς βούλησης του διαθέτη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με την υπ' αριθμ. 7775/27.08.1997 απόφαση του ο Νομάρχης Ιωαννίνων ανέπεμψε στην Επιτροπή Απαλλοτριώσεων Νομού Ιωαννίνων την υπ' αριθμ. 33/1925 απόφαση για συμπλήρωση των κενών και προκειμένου να καθορίσει αυτή (Επιτροπή) τα μπασταινουχικά τμήματα που αναγράφονται στον πίνακα της οριστικής διανομής του έτους 1935 του αγροκτήματος "Σερβιανά" καθώς και τους δικαιούχους αυτών. Έτσι, η εν λόγω Επιτροπή με την υπ' αριθμ. 15/1998 απόφαση της χαρακτήρισε ως μπασταινουχικό το επίδικο με αριθμό ... κληροτεμάχιο. το οποίο και παραχώρησε προνομιακά στον κληρονομικό νομέα αυτού, Κ. Μ. του Φ. (παππού της ενάγουσας), κατ' εφαρμογή και της διάταξης του άρθρου 290 Αγροτικού Κώδικα, καθότι διαπιστώθηκε ότι κατά το έτος 1925 το κατείχε και το καλλιεργούσε ως κληρονομικός νομέας (μπασταινούχος). Ακολούθως εκδόθηκε ο υπ' αριθμ. 16395/1999 τίτλος της Διεύθυνσης Γεωργίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ιωαννίνων, με τον οποίο παραχωρήθηκε το υπ' αριθμ. ... κληροτεμάχιο στον αρχικό κληρούχο Κ. Μ. του Φ., ο τίτλος δε αυτός μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιωαννίνων στις 29.06.2006 (στον τόμο ... και α.α 6). Ο ως άνω υπ' αριθμ. 16395/1999 τίτλος, ο οποίος εκδόθηκε στο όνομα του αρχικού νομέα (Κ. Μ.) και μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιωαννίνων στις 25.06.2006 (στον τόμο ... και αριθμ. 6), αποτελεί και τον οριστικό τίτλο κυριότητας του επίδικου ακινήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 288 επ. του Αγροτικού Κώδικα, που διέπουν το καθεστώς των δημοσίων κτημάτων (ιμλιακίων) της Ηπείρου. Περαιτέρω, με την υπ' αριθμ. .../2006 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Σταματικής Φράγκα - Ζαχαρία, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιωαννίνων (στον τόμο ... και αριθμό 8), η ενάγουσα αποδέχθηκε την επαχθείσα από τον πατέρα της κληρονομιά (μεταξύ δε των κληρονομιαίων περιλαμβάνεται και το υπ' αριθμ. ... κληροτεμάχιο), προηγουμένους δε αποδέχθηκε με την υπ' αριθμ. .../2006 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα (στον τόμο ... και αριθμό 7), για λογαριασμό του πατέρα της, την επαχθείσα στον τελευταίο δυνάμει της με αριθμ. .../1962 δημόσιας διαθήκης, κληρονομία. Μετά την έκδοση και μεταγραφή, επομένως, του οριστικού τίτλου κυριότητας στο όνομα του αρχικού κληρονομικού νομέα (μπασταινούχου), Κ. Μ., αυτός κατέστη κύριος του επιδίκου (πριν δε την ημερομηνία αυτή ο ίδιος και ο κληρονόμος του, ήτοι ο υιός του Σ. Μ. και μετέπειτα η κληρονόμος του, ενάγουσα, είχαν πλασματική νομή επ' αυτού), ενώ μετά την αποδοχή κληρονομίας εκ μέρους της ενάγουσας και την σχετική μεταγραφή της πράξης αποδοχής, η τελευταία κατέστη κυρία αυτού κατά τρόπο παράγωγο. Περαιτέρω και σε σχέση με τον επαφερόμενο με τον τρίτο λόγο εφέσεως ισχυρισμό των εκκαλούντων περί συγκυριότητάς τους κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου, την οποία απέκτησαν με τη συνεχή και αδιάλειπτη άσκηση διακατοχικών πράξεων διάνοια κυρίου από το 1950 μέχρι και το 2006 (καλλιέργεια σε τμήμα του επιδίκου εκτάσεως τριών στρεμμάτων), δηλονότι με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, τούτος αλυσιτελώς προβάλλεται, καθώς ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί στην ένδικη υπόθεση. Και τούτο, διότι, αληθή υποτιθέμενα τα ως άνω επικαλούμενα, μέχρι την ημερομηνία μεταγραφής του εκδοθέντος υπέρ του απώτατου δικαιοπαρόχου της ενάγουσας οριστικού τίτλου κυριότητας (16395/1999) της Διεύθυνσης Γεωργίας της Ν. Α. Ιωαννίνων την 25.06.2006, το επίδικο ακίνητο ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο (ιμλιάκιο) και δεν μπορούσε ως τότε να χρησιδεσποθεί από τους εναγομένους". Ακολούθως το Εφετείο, απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκανε δεκτή την ένδικη διεκδικητική αγωγή της αναιρεσίβλητης. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, που ήσαν εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση, η δε περιεχομένη στον πρώτο λόγο αναίρεσης αιτίαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ με την οποία ψέγεται το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, ότι παραβίασε τις διατάξεις των νόμων που αναγράφονται στο ανωτέρω παραχωρητήριο και την απόφαση του Υπουργού που κύρωσε την οριστική διανομή του αγροκτήματος, Σερβιανών Ιωαννίνων, είναι απορριπτέα, πέραν της αοριστίας της, αφού δεν αναφέρονται οι διατάξεις αυτές και δεν είναι δυνατή η παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ως αβάσιμη, αφού οι αορίστως φερόμενες ως παραβιασθείσες διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα δεν ήσαν εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου ..., 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος ..., 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρμοδιότητα και 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Από την αμέσως πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι η απαρίθμηση των λόγων αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων είναι περιοριστική. Οι λόγοι αναίρεσης είναι μόνο τέσσερις και αντιστοιχούν προς τους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται από τους αριθμούς 1, 2, 4, 5 και 7, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ προς τους οποίους όμως δεν ταυτίζονται απολύτως. Έτσι, δεν ιδρύεται ο λόγος όταν το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή παρά το νόμο δεν κήρυξε ακυρότητα ή απαράδεκτο. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 216 παράγραφος 1 στοιχ. α' και β' ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της - αγωγής-, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκηση της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου για αγωγή αναγνωριστική ή διεκδικητική της κυριότητας ακινήτου απαιτείται για το ορισμένο αυτής, από απόψεως περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς, ο καθορισμός κατά τρόπο σαφή της θέσεως στην οποία κείται το ακίνητο και οπωσδήποτε των ορίων του, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητάς του. Η έλλειψη των αμέσως πιο πάνω στοιχείων στην αναγνωριστική και διεκδικητική αγωγή κυριότητας ακινήτου καθιστά το δικόγραφο της αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, η αοριστία δε αυτή δεν είναι νομική, ως συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρμοστεί, οπότε η παραβίαση της ελέγχεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ, αλλά είναι ποσοτική, εφόσον στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της - αγωγής, οπότε η παραβίαση της ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση κατ' επίφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, με το να δεχτεί την ένδικη διεκδικητική αγωγή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της, αφού ο ενάγων δεν ενσωμάτωσε στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα που αναφέρει σ' αυτήν για την περιγραφή του επιδίκου ακινήτου, αναφερόμενη σε ποσοτική αοριστία της αγωγής, η οποία, ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμ. 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, που αναφέρεται στην νομική αοριστία της αγωγής, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει οι ηττηθέντες αναιρεσείοντες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-10-2010 αίτηση των Π. Μ. κλπ για αναίρεση της 185/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, που δίκασε ως Εφετείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ