Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δασικά αδικήματα.
Περίληψη:
Άρθρ. 71 Ν. 998/1979. Παράνομη Εκχέρσωση Δασικής Έκτασης (ΑΠ1990/2007) χωρίς άδεια Δασαρχείου. (Εγκατάσταση βάσης κεραίας κινητής τηλεφωνίας σε δασική έκταση). 1) Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου με εκ πλαγίου παράβαση και έλλειψη νόμιμης βάσεως. 2) Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και παραβίαση της αρχής της προφορικότητας της διαδικασίας, λόγω λήψης υπόψη δύο εγγράφων, που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, αλλά δεν προσδιοριζόταν επαρκώς η ταυτότητά τους και εκ τούτου αποστέρηση του από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να ασκήσει το από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαίωμά του να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο των εγγράφων, που ο ίδιος προσκόμισε και επομένως εγνώριζε το περιεχόμενό τους και μπορούσε να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις (ΑΠ 31, 129, 600, 909/2008).
Αριθμός 36/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Πρωτέκδικο, για αναίρεση της ΑΤ7036/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 657/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 71 παρ. 3 του ν. 998/1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας", όπως (η παρ. 3) αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 παρ. 2 του ν. 2145/1993, "όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος ή δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή παραβλάπτει καθ' οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση του δάσους ή δασικής εκτάσεως, καθώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσης παράνομα εκτάσεως πράξεις διακατοχής, τιμωρείται με τις ποινές της παρ. 1 του παρόντος άρθρου (φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 ν. 998/1979, "ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας αποτελούντων, ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεων, οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλλει εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος" και κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "ως δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχράς υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως ή και ασκεπής έκταση, χορτολιβαδική ή μη, με βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτους χώρους και δυναμένη να εξυπηρετήσει μίαν ή περισσοτέρας των εν προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος είναι η παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιές τους προσδιορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, η καλλιέργεια της έκτασης που εκχερσώθηκε παράνομα, η πρόκληση βλάβης καθ' οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής έκτασης και η ενέργεια σε εκχερσωθείσα έκταση πράξεων διακατοχής. Στοιχείο της έννοιας του δάσους και της δασικής έκτασης αποτελεί το ότι μπορεί να προσφέρουν προϊόντα εξαγόμενα από τα αναφερόμενα ανωτέρω φυτά ή να συμβάλλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει τη διαβίωση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Οι ανάγκες αυτές, που είναι αυτονόητες υπό τις σημερινές συνθήκες διαβίωσης του ανθρώπου, αποτέλεσαν το νομοθετικό λόγο προστασίας του δάσους και της δασικής έκτασης και είναι, ακριβώς, το αποτέλεσμα της προστασίας αυτής, μιας ισορροπίας που εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος, όπως είναι οι λίμνες και τα ποτάμια, οι παράκτιες περιοχές και η θάλασσα γενικότερα και η αποφυγή της ρύπανσης του ατμοσφαιρικού αέρα. Κατ' ακολουθία τα στοιχεία αυτά δεν είναι από εκείνα που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Ολ ΑΠ 1/2005).
Για την πληρότητα της αιτιολογίας σχετικά με το έγκλημα της παράνομης εκχέρσωσης δάσους ή δασικής εκτάσεως, δεν απαιτείται να αναφέρεται στην απόφαση βάσει ποίας πράξεως ή αποφάσεως της Διοικήσεως η έκταση αυτή, επί της οποίας ο κατηγορούμενος προέβη στην ανωτέρω αξιόποινη πράξη έχει χαρακτηρισθεί ως δασική, γιατί οποιαδήποτε έκταση της επιφάνειας του εδάφους της Ελληνικής Επικράτειας, δημόσια ή ιδιωτική, που καλύπτεται από αραιά ή πενιχρή βλάστηση, οποιασδήποτε διαπλάσεως, ξυλώδους βλαστήσεως ή και ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, με βραχώδεις εξάρσεις και γενικώς ακάλυπτους χώρους, χαρακτηρίζεται ως δασική από το άρθρο 3 παρ. 2,3 του ν. 998/1979. Ούτε άλλωστε απαιτείται ο καθ' όρια προσδιορισμός της εκχερσωθείσης εκτάσεως, εφόσον δεν ανακύπτει ζήτημα ταυτότητας της δασικής εκτάσεως. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας .
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 26-3-2007 αίτηση του αναιρεσείοντος πλήττεται η με αριθμό ΑΤ-7036/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, που δίκασε ως εφετείο, με την οποία ο αναιρεσείων, ως νόμιμος εκπρόσωπος ανώνυμης εταιρείας, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ μηνών με τριετή αναστολή και σε χρηματική ποινή 3.000 ευρώ, για παράνομη εκχέρσωση δασικής εκτάσεως. Από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφασή του αποδεικτικών μέσων, (αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων και καταθέσεως των στο ακροατήριο εξετασθέντων μαρτύρων υπερασπίσεως), του απουσιάζοντος αναιρεσείοντος εκπροσωπηθέντος δια συνηγόρου, στο αιτιολογικό του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "VODAFONE-ΠΑΝΑΦΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ" συνήψε την 3η-5-1999, μετά από πλειοδοτική δημοπρασία, και με σκοπό την εγκατάσταση και λειτουργία σταθμού βάσης κινητής τηλεφωνίας στη νήσο ....., το από την ίδια ημεροχρονολογία ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης με το Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία "Επιτροπή Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων-Αντικυθήρων", δυνάμει του οποίου (συμφωνητικού) μίσθωσε μία έκταση εμβαδού 500 τετρ. μέτρων κειμένη στη θέση "....." της νήσου των ....., η οποία ανήκε ιδιοκτησιακά στην επιτροπή Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων-Αντικυθήρων. Στις 22-9-1998 καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών το από 27-4-1998 πρακτικό του Δ.Σ της ανωτέρω ανώνυμης Εταιρείας, σύμφωνα με το οποίο (πλην άλλων) την εταιρεία εκπροσωπούν από 27-4-1998 οι Α, Πρόεδρος του Δ.Σ, Β, Αντιπρόεδρος του Δ.Σ και Γ, Διευθύνων Σύμβουλος, "οι οποίοι έχουν την εντολή, την εξουσία και το δικαίωμα, όπως ενεργούντες είτε ατομικώς είτε από κοινού, εκπροσωπούν εξωδίκως και δικαστικώς την εταιρεία, κατά τα άρθρα 20 και 21 του καταστατικού της, σε όλες τις σχέσεις τις συναλλαγές και τις δίκες της θέτοντας δε την υπογραφή του κάτωθι της εταιρικής επωνυμίας και σφραγίδας δεσμεύοντας και υποχρεώνοντας έναντι τρίτων την εταιρεία απεριόριστα". Η ανακοίνωση του Νομάρχη Αθηνών για την ανωτέρω καταχώρηση δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τεύχος Α.Ε και ΕΠΕ υπ' αριθμ. 7809/2-10-1998. Στις 17-5-1999 συνήλθε σε έκτακτη συνεδρίαση το Διοικητικό Συμβούλιο της εν λόγω εταιρείας και με το από την ίδια ημεροχρονολογία πρακτικό του, ομόφωνα ανέθεσε στον κατηγορούμενο την εντολή, την εξουσία και το δικαίωμα, όπως εκπροσωπεί την εταιρεία ενώπιον παντός αρμοδίου δικαστηρίου, για όλες τις υποθέσεις που αφορούν την εγκατάσταση Σταθμών Βάσης κινητής τηλεφωνίας. Το εν λόγω πρακτικό του ΔΣ της εταιρείας, καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών στις 12-10-1999, η δε ανακοίνωση του Υπουργού Ανάπτυξης για την καταχώρηση αυτή, δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τεύχος Α.Ε και ΕΠΕ υπ' αριθμ. 8247/14-10-1999. Όμως ανεξαρτήτως του χρόνου καταχώρησης του ως άνω πρακτικού του Δ.Σ της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "VODAFONE-ΠΑΝΑΦΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ" στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών και του χρόνου δημοσίευσης της καταχώρησής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο κατηγορούμενος ουσιαστικά εκπροσωπούσε της Εταιρεία για όλες τις υποθέσεις που αφορούν την εγκατάσταση Σταθμών Βάσης Κινητής τηλεφωνίας, από το χρόνο ανάθεσης σ' αυτόν της ως άνω εκπροσώπησης από το Δ.Σ αυτής, ήτοι από 17-5-1999. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος υπό την ως άνω ιδιότητά του κατά μήνα Μάΐο 1999 και ειδικότερα από τις 17 έως το τέλος του ανωτέρω μηνός, από πρόθεση, παράνομα, ήτοι χωρίς να έχει εφοδιασθεί με την απαιτούμενη από το αρμόδιο Δασαρχείο Πειραιώς άδεια ή έγκριση, προέβη σε εκχέρσωση έκτασης εμβαδού 2.000 τ.μ., τμήμα της οποίας αποτελεί και η εκμισθωθείσα έκταση των 500 τ.μ. που προαναφέρθηκε, κειμένης στη θέση "....." της νήσου των ....., η οποία (έκταση των 2.000 τ.μ.) είναι δασική χαρακτηριζόμενη από ημιβραχώδες έδαφος με κλίση 5% και με έκθεση νοτιοδυτική, καλυπτομένη μέχρι τότε από άγρια δασική βλάστηση (σχίνα, πουρνάρια, ασπαλάθους, σε ποσοστό 10% - 20%) και εντός αυτής κατασκεύασε περίφραξη με σιδηροπασσάλους και δικτυωτό σύρμα μήκους 68 μ. και ύψους 2,50 μ., βάση τσιμεντένια διαστάσεων 8,50μ Χ 8,50μ Χ 0,20μ, επί της οποίας εγκατέστησε δύο (2) Κοντέϊνερ, δύο (2) ηλεκτρογεννήτριες, δύο (2) μεταλλικά κιβώτια και τέσσερα (4) πλαστικά βυτία παραβλάπτοντας έτσι την κατά προορισμό χρήση της δασικής αυτής έκτασης. Πρέπει επομένως ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της παράβασης του άρθρου 71 παρ. 3, 1 Ν. 998/1979". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που ισχύουν και εφαρμόστηκε και δη στις διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1 του ΠΚ, 3παρ.1,3 και 71 παρ.1,3 του ν. 998/1979, όπως η παρ.3 αντικ. από το άρθρο 46 παρ.2 του ν.2145/1993, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από το σύνολο του παραπάνω αιτιολογικού συνάγεται, επαρκώς και πλήρως αιτιολογείται ότι ο κατηγορούμενος, εκπροσωπώντας ουσιαστικά την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία " VODAFON - ΠΑΝΑΦΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ", από 17-5-1999, που ορίστηκε με σχετική απόφαση της 17-5-1999 του ΔΣ αυτής, ως νόμιμος εκπρόσωπός της, για υποθέσεις που αφορούν εγκατάσταση Σταθμών Βάσης Κινητής Τηλεφωνίας, ανεξάρτητα του ότι αργότερα στις 12-10-1999 έγινε η καταχώρηση της άνω αποφάσεως του ΔΣ στο οικείο ΦΕΚ και το Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών, με πρόθεση, υπό την άνω ουσιαστική ιδιότητά του, κατά το χρονικό διάστημα από 17-5-1999 έως το τέλος του άνω μήνα, προέβη παράνομα, χωρίς να εφοδιασθεί προηγουμένως σχετική άδεια από το αρμόδιο Δασαρχείο Πειραιά, σε εκχέρσωση εκτάσεως 2.000 τ.μ., κειμένης στην τοποθεσία "....." της νήσου ....., που είναι δασική, ως χαρακτηριζόμενη από ημιβραχώδες έδαφος με κλίση 5%, καλυπτόμενη μέχρι τότε από άγρια δασική βλάστηση (σχίνα, πουρνάρια, ασπάλαθους), κατασκευάσας τσιμέντινη βάση κινητής τηλεφωνίας, διαστάσεων 8,50μ Χ 8,50μ Χ 0,20μ και εγκαθιστώντας σε αυτή, μετά περίφραξη με σιδηροπασσάλους και συρματόπλεγμα, δύο οικίσκους τύπου ΚΟΝΤΕΪΝΕΡ, 4 πλαστικά βυτία, κιβώτια κλπ., παραβλάπτοντας έτσι την κατά προορισμό χρήση της δασικής αυτής εκτάσεως. Επομένως, ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ σχετικούς λόγους αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Η αιτίαση διότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν στις 17-5-1999, νόμιμος εκπρόσωπος της άνω ανώνυμης εταιρείας προ της δημοσιεύσεως της σχετικής αποφάσεως του ΔΣ περί ορισμού του, στο ΜΑΕ και στο οικείο ΦΕΚ και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση "με λογικό άλμα" δέχεται ότι ουσιαστικά εκπροσωπούσε την εταιρεία, πλήττει την περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329,331,333, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η αρχή της προφορικότητας της δίκης και το κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται για ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ πιο πάνω δικαιώματά του δεδομένου, μάλιστα, ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου, που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης, ως προς το αν το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που αναγνώσθηκε και αν στήριξε ή όχι και σε αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης 7036/2006 αποφάσεως, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, δηλαδή, εκείνα που υπήρχαν στη δικογραφία και εκείνα που προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους, τα οποία όλα αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων, περιλαμβάνεται και το "από 18-10-2006 έγγραφο και το από 28-11-2006 έγγραφο". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, όπως το περιεχόμενο, ο συντάκτης, η τα πρόσωπα στα οποία αφορούν, αφού αυτά τα δύο έγγραφα, σημειώνεται στα παραπάνω πρακτικά του Δικαστηρίου, ότι τα προσκόμισε για ανάγνωση ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, οπότε αυτός, παριστάμενος και εκπροσωπούντας τον αναιρεσείοντα, σαφώς γνώριζε την πλήρη ταυτότητα και το περιεχόμενό τους, αλλά και με την ανάγνωση του κειμένου τους κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους και σε αυτόν, συνεπώς ο τελευταίος, είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο των δύο αυτών αναγνωσθέντων εγγράφων, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Άρα, ο σχετικός για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, από το άρθρο 171 παρ.1 περ.δ και άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Συνεπώς, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26-3-2007 αίτηση του Χ για αναίρεση της με αριθμό ΑΤ- 7036/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ