Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 775 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Πολιτική αγωγή.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμιση. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για απόλυτη ακυρότητα εκ της φερομένης μη νόμιμης παράστασης της πολιτικής αγωγής.




ΑΡΙΘΜΟΣ 775/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Βασίλειο Φράγγο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Προκόπιο Εξαρχάκο περί αναιρέσεως της 5761/2009 αποφάσεως Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Καραγιάννη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1351/09.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, με την προβλεπόμενη σ' αυτό ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του δι' αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για κάποιον άλλον ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν, τη γνώση του δράστη, με την έννοια της πλήρους βεβαιότητος, ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικάσια, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής, για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμιση, αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως, απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική της υπόσταση και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού, πράγμα που συμβαίνει και στα εγκλήματα της ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημίσεως, ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, όπως στην περίπτωση της ψευδούς καταμηνύσεως, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο την γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετικής γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με την γνώση, περιστατικών. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 5761/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμιση σε φυλάκιση πέντε μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή επτά (7) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, εκτίθεται ότι, από την εκτίμηση των μνημονευόμενων αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα εξής: "Ο κατηγορούμενος την 24-1-2003 στην ... υπέβαλε κατά της Ψ την από 22-1-2003 μήνυση για πλαστογραφία δύο εγγράφων - ιατρικών βεβαιώσεων που εκδόθηκαν από το 251 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αεροπορίας και ειδικότερα η μια εκδόθηκε από το Συνταγματάρχη Υ.Γ ..., Διευθυντή της Οφθαλμολογικής κλινικής (που έχει ημερομηνία 3-11-1998) και η άλλη τον Επιλ/γο ..., Διευθυντή ΕΠ του 251 ΓΝΑ με ημερομηνία 3-11-1998. Τις δύο αυτές βεβαιώσεις η ως άνω μηνύτρια τις επικαλέσθηκε και προσκόμισε στο Δικαστήριο προς απόδειξη μηνύσεως κατά του κατηγορουμένου για σωματικές βλάβες από πρόθεση. Με το υπ' αριθ. 3196/2003, ήδη αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κων Αθηνών, κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατ' αυτής κατηγορία για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση καθόσον κρίθηκε ότι δύο ως άνω ιατρικές βεβαιώσεις δεν ήταν πλαστές αλλά γνήσιες, όσον αφορά δε την υπογραφή που φέρουν και οι δύο στο άκρο δεξιό μέρος προέρχεται από τον διενεργήσαντα την επικύρωση των φωτοαντιγραφικών, εκ των γνωσίων, Ανθυπαστυνόμου ... Επίσης, όπως προκύπτει από την με αριθμό 3176/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, απορρίφθηκε έφεση του κατηγορουμένου κατά της με αριθμό 5880/2000 αποφάσεως του Μον. Πρωτ. Αθηνών. Δια της ως άνω αποφάσεως υποχρεώθηκε ο ήδη κατηγορούμενος να καταβάλει στην ενάγουσα και ήδη πολιτικώς ενάγουσα, το ποσό των 2.000.000 δραχμών για τη σωματική βλάβη που αυτή υπέστη εκ μέρους του κατηγορουμένου την 24-10-1998. Προς απόδειξη της σωματικής βλάβης η ενάγουσα, μεταξύ άλλων, προσκόμισε και επικαλέσθηκε και τα με αριθμούς ... και ... ιατρικά πιστοποιητικά του 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας, σε συνδυασμό με την υπ' αριθ. 1073/20-11-1998 ιατροδικαστική ..., που πιστοποιούν την σωματική της βλάβη. Κατ' ακολουθίαν η υποβληθείσα εκ μέρους του κατηγορουμένου καταμήνυση έγινε με σκοπό να προκαλέσει την καταδιωξή της καίτοι τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του περιεχομένου της. Επίσης με την αναφορά στην μήνυσή του όλων των ως άνω περιστατικών, όπως αυτά αναλυτικά αναφέρονται στη μήνυση του, που έλαβαν χώρα τόσο ενώπιον του Εισαγγελέα, όσο και του γραμματέα της Εισαγγελίας, που έλαβαν γνώση, τα οποία ήταν ψευδή αλλά και προσφορά να βλάψουν την τιμή και υπόληψη της εγκαλούσας, έβλαψε πράγματι την τιμή και υπόληψη αυτής, όπως και απέβλεπε αυτός..."Ακολούθως το δικαστήριο, με βάση τις παραδοχές αυτές, κήρυξε ένοχο, ως ανωτέρω, τον ήδη αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο.
Με αυτά που δέχθηκε το άνω Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως, για τα οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στις προαναφερθείσες ποινικές ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 229 και 362, 363 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και δεν παρεβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, εκτίθεται ο τρόπος με τον οποίο τελέσθηκαν οι άνω πράξεις, η υποβολή δηλαδή της μηνύσεως καθώς και τα περιστατικά που αναφέρονται στη μήνυση και ήταν ψευδή, αιτιολογείται ο σκοπός του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος να προκληθεί η καταδίωξη της καταμηνυθείσας - εγκαλούσας, ο ενώπιον τρίτων, (Εισαγγελέως, γραμματέας της Εισαγγελίας) ισχυρισμός των ψευδών γεγονότων, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψη της εγκαλούσας, όπως και την θέληση αυτού να ισχυρισθεί τα άνω γεγονότα ενώπιον τρίτων. Περαιτέρω, η γνώση του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος αιτιολογείται πλήρως, με την παραδοχή ότι αυτός υποχρεώθηκε να καταβάλει, δυνάμει αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων, στην εγκαλούσα, τότε ενάγουσα, το ποσό των 2.000.000 δρχ για την σωματική βλάβη που προκάλεσε σ' αυτήν, σωματική βλάβη που βεβαίωναν οι άνω ιατρικές γνωματεύσεις, οπότε γνώριζε εξ ιδίας αντιλήψεως ότι αυτές δεν ήταν πλαστές, με τις παραδοχές δε αυτές, δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων, σχετικά με την γνώση των περιστατικών. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως πρέπει αν απορριφθεί ως αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις, υπό την επίφασιν της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν, την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατά το άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται και αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 68 παρ. 2 ΚΠΔ "Κατ' εξαίρεση, εκείνος που κατά τον αστικό κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλλει την απαίτηση του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία" και κατά το άρθρο 66 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η πολιτική αγωγή που έχει ασκηθεί σε πολιτικό δικαστήριο μπορεί να εισαχθεί στο ποινικό δικαστήριο, αν δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση με τη πολιτική διαδικασία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν η πολιτική αγωγή αυτού που ζημιώθηκε από αξιόποινη πράξη εισαχθεί στο πολιτικό δικαστήριο και αυτό εξέδωσε οριστική απόφαση επ' αυτής και στη συνέχεια ο δικαιούχος της αξιώσεως παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για την Ίδια απαίτηση, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, που θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ αν το δικαστήριο της ουσίας δεχθεί την παράσταση αυτή, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι προεβλήθη αντίρρηση για το λόγο αυτό κατά της παραστάσεως αυτής ή ότι ετέθησαν υπόψη του Δικαστηρίου τα πραγματικά εκείνα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η παράσταση δεν είναι νόμιμη, αφού, άλλως, το Δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει και να λάβει υπόψη στοιχεία που καθιστούν παράνομη την παράσταση εφ' όσον αυτά δεν προκύπτουν από τη διαδικασία (Ολ. ΑΠ 1282/1992). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων κηρύχθηκε, όπως προεκτέθηκε, ένοχος ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως της Ψ. Κατά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου συζήτηση, η τελευταία δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα και ζήτησε να της επιδικασθεί το ποσόν των 44 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, από τις σε βάρος της πράξεις του αναιρεσείοντος, με επιφύλαξη ασκήσεως παντός δικαιώματός της κατ'αυτού ενώπιον των Πολιτικών Δικαστηρίων. Με την υπ' αριθ. 68097/2007 απόφαση του Τριμελούς Ππλημμελειοδικείου Αθηνών, έγινε δεκτή η πολιτική αγωγή, χωρίς να προβάλει αντιρρήσεις ο αναιρεσείων και επιδικάσθηκε στην πολιτικώς ενάγουσα το αιτηθέν ποσό των 44 ευρώ. Κατά την ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η παθούσα επανέλαβε την δήλωσή της περί περιστάσεώς της ως πολιτικώς ενάγουσας και ζήτησε να της επιδικασθεί το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό των 44 ευρώ, με επιφύλαξη και πάλι των δικαιωμάτων της. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Αρείο Πάγο, για την έρευνα της βασιμότητος του προβαλλόμενου λόγου, ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων δεν αντέλεξε στην παράσταση πολιτικής αγωγής, ούτε ανέφερε ότι η αξίωση της πολιτικώς ενάγουσας είχε κριθεί με απόφαση των πολιτικών δικαστηρίων, αλλά ούτε ετέθησαν υπόψη στο Δικαστηρίου τέτοια πραγματικά περιστατικά. Κατόπιν, το εκδόσαν την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο, αφού κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα, επεδίκασε στην πολιτικώς ενάγουσα το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό των 44 ευρώ.
Συνεπώς, δεν παρέστη παρά το νόμο κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο η πολιτικώς ενάγουσα, ούτε εκ της παραστάσεως της δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα, και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Ποιν.Δ πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα, εκ της παρά το νόμο παράστασης της πολιτικώς ενάγουσας, διότι είχε εκδοθεί η υπ' αριθ. 2015/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο επεδίκασε σε βάρος του αναιρεσείοντος χρηματική ικανοποίηση λόγου ηθικής βλάβης που είχε υποστεί η πολιτικώς ενάγουσα από τις άνω πράξεις, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά ταύτα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθ. 336/25-9-2009 αίτηση του Χ, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 5761/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Απριλίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή