Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ποινή, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
Περίληψη:
Σωματική βλάβη από αμέλεια. Επάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως. Εάν δεν δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο επί της μετατροπής και του ποσού της μετατροπής της ποινής δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα. Αναίρεση και παραπομπή ως προς την διάταξη περί μετατροπής και καθορισμού του ποσού της μετατροπής. Αναιρεί εν μέρει. Παραπέμπει.
Αριθμός 1784/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Χαράλαμπο Παπαηλιού (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βασιλάκο, περί αναιρέσεως της 10/2008 αποφάσεως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3.3.2008 αίτησή του αναιρέσεως και στο από 21.4.2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 533/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά το άρθρο 314 τταρ.Ί εδάφ. α' του Π.Κ. "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών". Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνη του άρθρου 28 του ΠΚ, κατά την οποία "από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποίαν όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα το οποίο προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν", προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός, ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, και, αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικά αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή παράλειψη. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρεται τι ακριβώς προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο. Δεν αποτελούν, επίσης, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο (Πενταμελές) με την προσβαλλόμενη 10/2008 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο και παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο στρατιώτης (ΚΔ) Ψ1, την 14-7-2000 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης λεμφαδένων (ΑΡ) τραχηλικής χώρας, στο 401 ΓΣΝΑ, προκειμένου να εκτελεσθεί στη συνέχεια ανοικτή βιοψία λεμφαδένων, καθόσον ο ανωτέρω στρατιώτης είχε εμφανίσει λεμφαδενίτιδα (φλεγμονή λεμφαδένων) πιθανώς ως επιπλοκή αντιφυματικού εμβολιασμού του με το ΒCG εμβόλιο. Την επέμβαση πραγματοποίησε ο κατηγορούμενος, ο οποίος υπηρετούσε τότε στο 401 ΓΣΝΑ ως ιατρός ειδικότητος χειρουργού, επιμελητής της χειρουργικής κλινικής του εν λόγω Νοσοκομείου. Ως εκ της υπηρεσίας του αυτής ήταν συνεπώς υπόχρεος σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή και ακριβώς λόγω της υπηρεσίας του αυτής (ένεκα της οποίας, και του ανετέθη από το 401 ΓΣΝΑ η πραγματοποίηση της εν λόγω επέμβασης) είχε θέση εγγυητού του εννόμου αγαθού της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας του ως άνω στρατιώτη, λόγος για τον οποίο είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την επέλευση βλάβης στην υγεία και σωματική ακεραιότητα τούτου, (στρατιώτη). Συνεπεία της ως άνω ιδιότητος και ειδικότητός του, αν και γνώριζε ότι πίσω ή ανάμεσα από τους λεμφαδένες αυτούς διέρχεται το παραπληρωματικό νεύρο και όφειλε συνεπώς, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης (lege artis) να προβεί σε αναζήτηση, εντοπισμό και παραμερισμό του εν λόγω νεύρου ώστε, στη συνέχεια, να προχωρήσει στην των λεμφαδένων, αυτός προέβη στην προαναφερθείσα χειρουργική επέμβαση χωρίς καμία απολύτως ενέργεια από τις ως άνω αναφερθείσες ως προς το παραπληρωματικό νεύρο, οι οποίες αποσκοπούν ακριβώς στο να το προστατεύσουν από ενδεχόμενο τραυματισμό του, με αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια των χειρουργικών χειρισμών να τρωθεί το νεύρο αυτό, να κοπεί ο κάτω κλάδος αυτού, να καταστραφεί η αρχιτεκτονική του υπολοίπου νεύρου, να ανασταλεί η λειτουργικότητά του και να παραλύσει ο τραπεζοειδής μυς (μεγάλος μυς της ωμοπλάτης), ο οποίος νευρώνεται από αυτό και μόνο το νεύρο, συνεπεία δε αυτού να παρουσιάσει ο ασθενής στρατιώτης μετά την χειρουργική επέμβαση σοβαρότατα λειτουργικά-κινητικά προβλήματα στο (ΑΡ) άνω άκρο και στην ωμοπλάτη, καθώς και ασυμμετρία των δύο ώμων. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι κατά την επέμβαση τήρησε όλους τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και το επελθόν αποτέλεσμα δεν οφείλετο σε δικό του εσφαλμένο χειρισμό. Σύμφωνα όμως με την κατάθεση του εξετασθέντος ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ιατρού Γ1, χειρουργού-ορθοπεδικού, με εξειδίκευση στη μικροχειρουργική, lege artis, ο χειρουργός που διενεργεί επέμβαση, όπως αυτή που διενήργησε ο κατηγορούμενος, οφείλει πρώτα να αναζητήσει το παραπληρωματικό νεύρο, να το βρει και να το παραμερίσει για να αφαιρέσει ακολούθως τους λεμφαδένες, (βλ. κατάθεσή του). Αυτή τη διαδικασία όμως δεν την ακολούθησε ο κατηγορούμενος, ο οποίος παραδέχεται πράγματι ότι δεν ασχολήθηκε καθόλου με το συγκεκριμένο νεύρο, διότι κατά την άποψή του δεν απαιτείται κάτι τέτοιο. Άλλωστε και ο παριστάμενος στην επέμβαση αυτή ειδικευόμενος (τότε) ιατρός ....., καταθέτει ότι δεν "παρασκευάσθηκε" οποιοδήποτε νεύρο, διότι κατά την άποψη και αυτού κάτι τέτοιο δεν απαιτείται. Οι ισχυρισμοί αυτοί όμως, τόσο του κατηγορουμένου, όσο και του ανωτέρω μάρτυρα ιατρού, θεωρούνται αίωλοι και αστήρικτοι. Έτσι κατά την χειρουργική διερεύνηση που διεξήγαγε την 13-1-2001 ο ιατρός Γ1, διευθυντής της Κλινικής Χειρουργικής του χεριού-Μικροχειρουργικής του ΚΑΤ, προς αποκατάσταση της λειτουργίας του εν λόγω νεύρου, διαπιστώθηκε διακοπή της συνέχειας του κάτω κλάδου του παραπληρωματικού νεύρου με έλλειμμα νευρικής ουσίας 4 εκατοστών το οποίο και γεφυρώθηκε με νευρικό μόσχευμα του αισθητικού κλάδου (βλ. σχετική ιατρική βεβαίωση του ΚΑΤ). Ο κλάδος αυτός του νεύρου, σύμφωνα με την κατάθεσή του είχε κοπεί. Ο κύριος κορμός του νεύρου ήταν βέβαια σε βαριά ίνωση, πλην όμως η πάθηση αυτή (ίνωση) οφειλομένη σε άλλα αίτια, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να κόψει έστω και ένα κλάδο νεύρου. Η τρώση συνεπώς και η αποκοπή του ως άνω κλάδου του παραπληρωματικού νεύρου έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επεμβάσεως που διενήργησε ο κατηγορούμενος στον παθόντα στρατιώτη χωρίς να προβεί, ως όφειλε, στις περιγραφείσες προ της αφαιρέσεως των λεμφαδένων ενέργειες, κάτι που αποδείχθηκε από την συνεκτίμηση και συναξιολόγηση όλων των προαναφερθέντων αποδεικτικών μέσων. Σημειώνεται όμως στο σημείο αυτό ότι ο κατηγορούμενος, όπως ισχυρίζεται, έλαβε το πρώτον γνώση περί του προβλήματος του παθόντος στρατιώτη τον Αύγουστο του 2001, οπότε και διετάχθη η διενέργεια σχετικής ένορκης διοικητικής εξετάσεως (ΕΔΕ) και συνεπώς δεν αποσιώπησε το γεγονός της βλάβης του νεύρου με αποτέλεσμα, όπως εδέχθη η πρωτόδικη απόφαση, να χαθεί πολύτιμος χρόνος επτά (7) μηνών μέχρι την υποβολή του παθόντος σε επέμβαση μικροχειρουργικής στο ΚΑΤ, κατά τα προαναφερθέντα. Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου κρίνεται βάσιμος, καθόσον, όπως και ο ίδιος ο παθών αλλά και ο πατέρας του ....... καταθέτουν, ουδέποτε συνάντησαν τον κατηγορούμενο μετά την επέμβαση, ενώ ήδη από τον Οκτώβριο του ιδίου έτος (2000), ο κατηγορούμενος μετετέθη στο ΝΙΜΤΣ. Άλλωστε ο κατηγορούμενος ουδέποτε εκλήθη στα ιατρικά συμβούλια που πραγματοποιήθηκαν στο 401 ΓΣΝΑ με πρωτοβουλία του διευθυντή του εν λόγω Νοσοκομείου για να αποφασισθεί πώς θα μπορούσε να βοηθηθεί ο παθών στρατιώτης ως προς την αποκατάσταση της υγείας του. Αντίθετα κλήθηκε και συμμετείχε ο ιατρός Γ1 ως ο πλέον ειδικός επί του θέματος, γεγονός που τονίζει έτι περαιτέρω την βαρύτητα της ιατρικής απόψεώς του, όπως αυτή έχει περιγραφεί. Με βάση συνεπώς τα προαναφερθέντα, θα πρέπει, κατά την κρατήσασα γνώμη των μελών του Δικαστηρίου, να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της αποδιδομένης σ' αυτόν πράξεως, βελτιούμενης όμως της κατηγορίας ως προς το παραπάνω τμήμα της (ενώ δηλαδή η εκκαλουμένη απόφαση δέχεται ότι αποσιώπησε ο κατηγορούμενος το γεγονός της βλάβης του νεύρου, με αποτέλεσμα να χαθεί χρόνος επτά μηνών μέχρι την υποβολή του παθόντος για αποκατάσταση του προβλήματος σε επέμβαση στο ΚΑΤ, αντιθέτως το παρόν Εφετείο δέχεται, κατά τα προεκτεθέντα, ότι ο κατηγορούμενος δεν αποσιώπησε την βλάβη αυτή του νεύρου, καθόσον το πρώτον έλαβε γνώση του προβλήματος του παθόντος τον Αύγουστο του 2001, η δε ως άνω σωματική βλάβη του παθόντος οφείλεται σε μη συνειδητή αμελή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ο οποίος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης του και έτσι το επέφερε, αν και λόγω της υπηρεσίας του ήταν υπόχρεος σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή)...".
Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, και του επέβαλε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία. Περαιτέρω δε, στο διατακτικό του, για την περίπτωση της άρσης ή ανακλήσεως της αναστολής, την άνω επιβληθείσα ποινή μετέτρεψε και όρισε το ποσό της μετατροπής στο ποσό των 4,40 ευρώ ημερησίως. Με αυτά που δέχθηκε το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εφόσον εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα τα οποία το δικαστήριο έλαβε υπόψη και στα οποία στήριξε την ανέλεγκτη για τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά κρίση του, όπως και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28, 315 παρ.1α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές, ώστε να στερήσει την απόφασή του νομίμου βάσεως. Η αιτίαση ότι η απόφαση αναφέρεται μόνο στην κατάθεση του μάρτυρα Γ1 και δεν αξιολογείται η κατάθεση των λοιπών μαρτύρων είναι αβάσιμη. Από το γεγονός ότι εξαίρεται η κατάθεση του ανωτέρω, δεν συνάγεται ότι αγνοήθηκαν οι καταθέσεις των άλλων μαρτύρων και δεν αξιολογήθηκαν τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω δε, με τις εκ του πράγματος παραδοχές της, αιτιολογεί για ποιόν λόγο θεωρεί περισσότερο αξιόπιστο τον μάρτυρα αυτόν και τέλος με τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, αλλά και ρηματικώς, την αμέλεια του αναιρεσείοντος χαρακτηρίζει ως μη συνειδητή.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. Ί στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλιπούς αιτιολογίας και εκ πλαγίου παραβιάσεως των άνω ουσιαστικών διατάξεων και που προβάλλονται με τον τρίτο λόγο του κυρίως δικογράφου και με τους προσθέτους λόγους, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
ΙΙ.- Από τα άρθρα 170 παρ. 2, 171 παρ. 1δ του ΚΠΔ, προκύπτει ότι στην διαδικασία στο ακροατήριο, μόνον η έλλειψη ακροάσεως του κατηγορουμένου και του εισαγγελέα όχι δε και του πολιτικώς ενάγοντος ιδρύουν τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Β' λόγο αναιρέσεως της σχετικής ακυρότητας. Επομένως ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, προβαλλόμενος με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως του κυρίως δικογράφου, ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον πολιτικώς ενάγοντα κατά το άρθρο 369 ΚΠΔ, είναι κατά τα ανωτέρω απαράδεκτος αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι ελλείπει στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος το έννομο συμφέρον για την προβολή του, δεν θεμελιώνει δε έννομο συμφέρον η επικαλούμενη "ενδεχόμενη" παραίτηση του πολιτικώς ενάγοντος ή την από τον τελευταίο συνομολόγηση της έλλειψης ευθύνης του κατηγορουμένου.
III.- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369 παρ. 1 και 3 και 371 παρ. 3 εδ. β' του ΚΠΔ, σαφώς προκύπτει ότι, μετά την κήρυξη ενόχου του κατηγορουμένου, γίνεται ευθύς αμέσως συζήτηση για την ποινή και τη μετατροπή ή μη αυτής, κατά την οποία ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να λάβει το λόγο τελευταίος. Από την παράβαση των διατάξεων αυτών, που αφορούν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των παρεχομένων σε αυτόν δικαιωμάτων, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, η οποία ιδρύει λόγον αναιρέσεως της αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα. Ο κατηγορούμενος, στον οποίο δεν δόθηκε από τον διευθύνοντα τη συζήτηση ο λόγος επί της μετατροπής ή μη της στερητικής της ελευθερίας της ποινής και του ποσού της μετατροπής, έχει το κατά άρθρο 463 του ΚΠΔ έννομο συμφέρον να ζητήσει την αναίρεση και όταν ακόμη η προσβαλλομένη απόφαση μετέτρεψε την ποινή σε χρηματική με το προβλεπόμενο στην παρ. 3 του άρθρου 82 του ΠΚ κατώτατο ποσό των 4,40 ευρώ, αφού έτσι στερείται του δικαιώματος να ζητήσει τη μείωση του κατωτάτου ποσού της μετατροπής μέχρι του ενός τρίτου, αν, ενόψει της οικονομικής του καταστάσεως, αδυνατεί να καταβάλει το κατώτατο ποσό της μετατροπής και το έγκλημά του δεν οφείλεται σε φιλοκέρδεια. Στην ένδικη υπόθεση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο, ενόψει της επιβληθείσης ποινής των οκτώ (8) μηνών και των παραδοχών του περί της συνδρομής των ουσιαστικών όρων του άρθρου 99 του ΠΚ, ανέστειλε την ποινή επί τριετία. Ακολούθως, όμως, και για την περίπτωση άρσης ή ανάκλησης της χορηγηθείσας αναστολής, μετέτρεψε την ποινή και καθόρισε το ποσό της μετατροπής σε 4,40 ευρώ ημερησίως, χωρίς από τα πιο πάνω πρακτικά να προκύπτει ότι, για την μετατροπή και τον προσδιορισμό του ποσού της μετατροπής, δόθηκε προηγουμένως ο λόγος στον συνήγορο του κατηγορουμένου. Επομένως η απόφαση, κατά μέρος αυτό, πρέπει να αναιρεθεί, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ και τον βάσιμο δεύτερο αναιρέσεως του κυρίως δικογράφου, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ). Το δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να ασχοληθεί με το ζήτημα της τυχόν παραγραφής του εγκλήματος κατά την ενώπιόν του επανασυζήτηση της υποθέσεως, καθόσον η προσβαλλόμενη, κατά το κεφάλαιο της ενοχής του κατηγορουμένου, έχει καταστεί αμετάκλητη μετά την απόρριψη της αναιρέσεως ως προς το κεφάλαιο αυτό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ. 10/2008 απόφαση του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών και μόνον κατά τη διάταξη αυτής περί μετατροπής και του ύψους της μετατροπής της επιβληθείσας ποινής στον κατηγορούμενο και απορρίπτει την αναίρεση κατά τα λοιπά. Και
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρεθέν μέρος στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ