Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2653 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Εξαιρέσεως αίτηση.




Περίληψη:
Αίτηση εξαιρέσεως Εισαγγελέα που υπέβαλε την πρόταση. Δεν διαλαμβάνει στοιχεία, ικανά να προκαλέσουν υπόνοιες μεροληψίας του Εισαγγελικού Λειτουργού. Απορρίπτει ως απαράδεκτη.




Αριθμός 2653/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Κωνσταντίπουλο - Εισηγητή και Παναγιώτη Ρουμπή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αιτούσας - πολιτικώς ενάγουσας Ψ, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Κων/νο Δρούγκα και Νικόλαο Κοντοζαμάνη, περί εξαιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή. Με κατηγορούμενο τον Χ, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Αλέξανδρο Λυκουρέζο και Νικόλαο Πατεράκη.
Η αιτούσα ζητεί την ως άνω εξαίρεση, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.12.2008 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1957/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 563/10.12.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας την από 10/12/2008 αίτηση της πολιτικώς ενάγουσας Ψ περί εξαιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή και εκθέτω τα ακόλουθα:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 15 "όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου είναι εξαιρετέα, αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Ο τρόπος γενικά που διευθύνεται η διαδικασία ή υποβάλλονται ερωτήσεις στους μάρτυρες και τους κατηγορούμενους δεν μπορεί (μόνος του) να θεμελιώσει αυτό το λόγο για εξαίρεση". Εξ άλλου κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Κ.Π.Δ. "Δικαίωμα να προτείνουν την εξαίρεση έχουν ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος, ο πολιτικώς ενάγων και ο αστικώς υπεύθυνος. Περαιτέρω κατά την παράγραφο 2 της ιδίας διατάξεως "Η αίτηση για εξαίρεση υποβάλλεται: ... στη διαδικασία του δικαστικού συμβουλίου πριν από την έκδοση του βουλεύματος ...". Ακόμη για το παραδεκτό της αίτησης (άρθρο 17 παράγραφος 1 Κ.Π.Δ.), "... πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους λόγους της εξαίρεσης, να μνημονεύει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζονται οι λόγοι αυτοί και να αναφέρει τα μέσα της απόδειξής τους. Την αίτηση πρέπει να την υπογράφει ο ίδιος ο αιτών ή ο ειδικός πληρεξούσιός του στο έγγραφο της πληρεξουσιότητας πρέπει να αναφέρονται ειδικά και συγκεκριμένα οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η εξαίρεση διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη".
Στην προκειμένη περίπτωση ο καθού στρέφεται η αίτηση εξαίρεσης Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπέβαλε στο Δικαστήριό σας την υπ' αριθ. 500/23-10-2008 πρότασή του επί της υπ' αριθ. 137/2008 αιτήσεως αναιρέσεως, κατά του υπ' αριθ. 1044/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που άσκησε ο σ' αυτό κατηγορούμενος Χ και πρότεινε να γίνει τυπικά και κατ' ουσία δεκτή η εν λόγω αίτηση αναίρεσης.
Ήδη η αιτούσα ζητεί την εξαίρεση του Αντεισαγγελέα αυτού, διότι κατά τη γνώμη της έπρεπε να προτείνει την απόρριψη της πιο πάνω αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης. Είναι δε η πρότασή του κύρια και συμπληρωματική, μετά το από 4/12/2008 υπόμνημα της αιτούσας, κατ' αυτήν, πλήρως αναιτιολόγητη. Ουδόλως αντιμετωπίζει τα κρίσιμα νομικά ζητήματα τα οποία τέθηκαν με το παραπάνω υπόμνημα, με συνέπεια "το πόρισμα" αυτής περί "τύποις δεκτού" της αιτήσεως αναιρέσεως να μη θεμελιώνεται σε ουδεμία αιτιολογία και να εκφέρεται "αξιωματικώς" ..... Ο τρόπος δε με τον οποίον "αντιμετωπίσθηκαν" (κατ' ουσίαν δεν αντιμετωπίσθηκαν) αναφέρει η αιτούσα τα εγειρόμενα και εξεταζόμενα κατά το νόμο αυτεπαγγέλτως νομικά και πραγματικά ζητήματα ότι προκάλεσαν εύλογες εξ αντικειμένου υπόνοιες μεροληψίας, εξαιτίας των οποίων υποχρεούμαι να υποβάλω την παρούσα αίτηση εξαιρέσεως.
Στο περιεχόμενο της αιτήσεως αυτής δεν αναφέρονται γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία του πιο πάνω Αντεισαγγελέα, ο οποίος σαφώς προκύπτει ότι τόσο με την υπ' αριθ. 500/23-10-2008 πρότασή του, όσο και την συμπληρωματική υπ' αριθ. 500Α/9-12-2008 πρότασή του, που ακολούθησε το από 4-12-2008 υπόμνημα της αιτούσας, εξέφρασε τις περί του παραδεκτού της πιο πάνω αιτήσεως επιστημονικές του απόψεις ερμηνεύοντας σχετικά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που προβλέπουν το παραδεκτό της ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, χωρίς πρόθεση από την εκφραζόμενη επιστημονική του εν προκειμένω θέση να ωφελήσει τον αναιρεσείοντα όπως υπαινίσσεται η αιτούσα με την κρινόμενη αίτησή της.
Κατ' ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως απαράδεκτη.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 10-12-2008 αίτηση της Ψ περί εξαιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή.
Αθήνα 10/12/2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΥΡΟΣ
Αφού άκουσε τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος, αφού αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση, ζήτησε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, άλλως ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, η προκειμένη αίτηση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την ΚΠΔ 15, όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου είναι εξαιρετέα αν συντρέχουν οι λόγιο αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Ο τρόπος γενικά που διευθύνεται η διαδικασία ή υποβάλλονται ερωτήσεις στους μάρτυρες και τους κατηγορουμένους δεν μπορεί (μόνος του) να θεμελιώσει αυτό το λόγο για εξαίρεση. Κατά δε την ΚΠΔ 16 παράγραφος 1, δικαίωμα να προτείνουν την εξαίρεση έχουν ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος, ο πολιτικώς ενάγων και ο αστικός υπεύθυνος. Κατά την παράγραφος 2 του αυτού άρθρου, η αίτηση για εξαίρεση υποβάλλεται στη διαδικασία του δικαστικού συμβουλίου πριν από την έκδοση του βουλεύματος. Τέλος, κατά την ΚΠΔ 17 παράγραφος 1, η αίτηση εξαιρέσεως πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους λόγους της εξαιρέσεως, να μνημονεύει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζονται οι λόγοι αυτοί και να αναφέρει τα μέσα αποδείξεώς τους. Την αίτηση πρέπει να την υπογράφει ο ίδιος ο αιτών ή ο ειδικός πληρεξούσιός του' στο έγγραφο της πληρεξουσιότητας πρέπει να αναφέρονται ειδικά και συγκεκριμένα οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η εξαίρεση' διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο καθ' ού στρέφεται η αίτηση εξαιρέσεως, Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Αθανάσιος Κονταξής, υπέβαλε στο Δικαστήριο αυτό τη με αριθμό 500/23.10.2008 πρότασή του επί της, με αριθμό 137/2008, αιτήσεως αναιρέσεως κατά του 1044/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που άσκησε ο κατηγορούμενος Χ και πρότεινε να γίνει τυπικά και κατ' ουσία δεκτή η εν λόγω αναίρεσή του. Ήδη, η πολιτικώς ενάγουσα, Ψ, με την από 10.12.2008 αίτησή της ζητεί την εξαίρεση του άνω Αντεισαγγελέα, προκειμένου να απόσχει αυτός από τα καθήκοντά του και συγκεκριμένα, από την υπόθεση που αφορά την προεκτεθείσα αναίρεση του άνω κατηγορουμένου, που εκκρεμεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (σε Συμβούλιο), γιατί στο πρόσωπο του άνω Εισαγγελικού Λειτουργου', υπάρχουν υπόνοιες μεροληψίας. Η εν λόγω αίτηση, ασκούμενη από την, έχουσα την ιδιότητα της πολιτικώς ενάγουσας, αιτούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 παράγραφος 1 ΚΠΔ, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Από τα έγγραφα του φακέλλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι κατά του Χ ασκήθηκε ποινική δίωξη για την πράξη της διαταράξεως της ασφάλειας της αεροπλοΐας με πρόθεση, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο (ΠΚ 291 παράγραφος 1 εδ. β' ). Μετά το πέρας της ανακρίσεως που διενεργήθηκε, εκδόθηκε το 2699/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο το Συμβούλιο αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του για την πιο πάνω πράξη. Κατά του βουλεύματος αυτού η ήδη αιτούσα άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο με την αναίρεση βούλευμα και με το οποίο έγινε τυπικά και κατ' ουσίαν δεκτή η έφεσή της, εξαφανίστηκε το πρωτόδικο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και παραπέμφθηκε ο άνω κατηγορούμενος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, για να δικαστεί για την πιο πάνω πράξη. Κατά του βουλεύματος αυτού ο κατηγορούμενος άσκησε αναίρεση, ζητώντας την παραδοχή της. Στη συνέχεια, η αίτηση αναιρέσεως περιήλθε δια της υπηρεσιακής οδού στον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αθανασίου Κονταξή, για να την επεξεργαστεί. Ο τελευταίος υπέβαλε προς το Δικαστήριο αυτό τη με αριθμό 500/23.10.2008 γραπτή πρότασή του, προτείνοντας με αυτή την τυπική και κατ' ουσίαν παραδοχή της αναιρέσεως, δικάσιμος της οποίας για συζήτησή της ορίστηκε η 10.12.2008. Όμως, από την παραδεκτή επισκόπηση της κρινόμενης αιτήσεως (εξαιρέσεως), προκύπτει ότι δεν διαλαμβάνονται σε αυτή τα αναγκαία εκείνα στοιχεία, τα οποία είναι ικανά να προκαλέσουν, έστω και υπόνοιες μεροληψίας, ούτε και στο περιεχόμενο της αιτήσεως αυτής αναφέρονται γεγονότα, που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία του παραπάνω Αντεισαγγελέα. Το γεγονός ότι ο καθ' ού η αίτηση εξαιρέσεως διέλαβε στην πρόταση που υπέβαλε προς το Δικαστήριο αυτό (σε Συμβούλιο) νομικές σκέψεις, οι οποίες δεν ταυτίζονται με αυτές της αιτούσας, δεν μπορούν να δημιουργήσουν υπόνοιες μεροληψίας σε βάρος του. Εξάλλου, όπως προκύπτει τόσο από την 500/23.10.2008 πρότασή του, όσο και από τη συμπληρωματική με αριθμό 500Α'/9.12.2008 πρότασή του, που ακολούθησε το από 4.12.2008 υπόμνημα της αιτούσας, εξέφρασε αυτός τις περί του παραδεκτού της άνω αιτήσεως επιστημονικές του απόψεις, ερμηνεύοντας σχετικά τις διατάξεις του ΚΠΔ, που προβλέπουν το παραδεκτό της ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, χωρίς πρόθεση από την εκφραζόμενη επιστημονική του εν προκειμένω θέση να ωφελήσει τον αναιρεσείοντα, όπως υπαινίσσεται η αιτούσα με την κρινόμενη αίτησή της. Άλλωστε, στο Συμβούλιο παρέχεται η δυνατότητα, ενδεχομένως, να αποδεχθεί στο σύνολο ή κατά ένα μέρος την άνω πρόταση του Εισαγγελέα, αλλά και το Συμβούλιο κυριαρχικά μπορεί ακόμη και ναι καταλήξει σε κρίση διαφορετική από εκείνη που πρότεινε ο ως άνω Εισαγγελικός Λειτουργός. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση εξαιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί η αιτούσα στα δικαστικά έξοδα ΚΠΔ 21 παράγραφος 2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 10.12.2008 αίτηση της Ψ για εξαίρεση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αθανασίου Κονταξή, από την άσκηση των καθηκόντων του στην υπόθεση της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ κατά του 1044/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Καταδικάζει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή