Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1114 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση απλη.




Περίληψη:
Απλή δυσφήμηση. Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Αιτιολογείται επαρκώς η απόρριψη του αιτήματος για εφαρμογή του άρθρου 367 ΠΚ. Απορρίπτει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1114/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων: 1. Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Αλεξόπουλο, 2. Χ3 που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Αλεξόπουλο και 3. Χ2 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Αλεξόπουλο, περί αναιρέσεως της 6342/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ1 και 2. Ψ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σταύρο Πέτρου.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10 Νοεμβρίου 2008 (τρεις) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1841/2008.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν η προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι υπ' αρ. 371/2008, 372/2008 και 373/2008 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1, Χ2 και Χ3 αντίστοιχα, οι οποίες στρέφονται κατά της αυτής υπ' αρ. 6342/2008 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας.
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 367 του Π.Κ. προκύπτει ότι αίρεται κατ' αρχήν ο άδικος χαρακτήρας της εξυβρίσεως και απλής δυσφημήσεως, εκτός από άλλες περιπτώσεις, και όταν η προσβλητική της τιμής και της υπόληψης άλλου εκδήλωση γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος του δράστη ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, με τον απαραίτητο όμως όρο ότι η εκδήλωση αυτή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο για τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος μέτρο, χωρίς τη χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η προστασία τους με άλλον τρόπο και ότι ο δράστης κινήθηκε στην προσβλητική εκδήλωση αποκλειστικά προς το σκοπό αυτό. Κατ' εξαίρεση, όμως, δεν αίρεται στις περιπτώσεις αυτές ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδηλώσεως και παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, όταν συντρέχουν τα συστατικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης, ή στις ως άνω περιπτώσεις, από τον τρόπο εκδήλωσης ή τις περιστάσεις από τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής άλλου. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψα χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 6342/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείουσες καταδικάστηκαν σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, ανασταλείσαν επί τριετίαν, για απλή δυσφήμηση κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση, ήτοι για παράβαση των άρθρων 1, 14, 26 παρ. 1α, 27, 46 παρ. 1α, 94 παρ. 1, 98, 362 Π.Κ., δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου, ανελέγκτως, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Με βάση την από 23-3-2001 μήνυση της πρώτης κατηγορουμένης Χ2 ασκήθηκε κατά των εγκαλούντων Ψ2 και Ψ1 καθώς και κατά των Ψ3 και Ψ4 ποινική δίωξη για απάτη στο δικαστήριο ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών από κοινού και για υπεξαίρεση αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού. Ειδικότερα στην ως άνω μήνυσή της η πρώτη κατηγορουμένη, αφού προηγουμένως ανέφερε ότι ο ήδη αποβιώσας σύζυγός της είχε αγοράσει από την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "... Ο.Ε." με προσύμφωνο ένα ισόγειο κατάστημα με αποθήκη ευρισκόμενο επί της κειμένης στην οδό ... πολυκατοικίας, ισχυρίσθηκε ότι οι εγκαλούντες προέβησαν σε συμπαιγνία με τους ομόρρυθμους εταίρους της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας Ψ3 και Ψ4 στην κατάρτιση των με αριθμούς ...και ...εικονικών προσυμφώνων της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελισάβετ Παπαγιαννάκη που αφορούσαν σε μεταβίβαση δύο διαμερισμάτων της κειμένης επί της οδού ... πολυώροφης οικοδομής, στα οποία φέρονταν να έχουν προκαταβάλει το 95% της αξίας του συμφωνηθέντος τιμήματος. Επίσης η πρώτη κατηγορουμένη ισχυρίσθηκε για τους εγκαλούντες ότι με βάση τα δύο ανωτέρω εικονικά προσύμφωνα ζήτησαν και πέτυχαν αυτά να εκδοθεί η υπ' αριθ. 625/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτράπηκε σ' αυτούς για την εξασφάλιση των εικονικών απαιτήσεών τους η συντηρητική κατάσχεση του παραπάνω ισόγειου καταστήματος και αποθήκης επί της οδού ..., την κυριότητα των οποίων διεκδικούσε αυτή από την ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία, καθώς, και ότι οι εγκαλούντες για να νομιμοποιήσουν τις εικονικές δικαιοπραξίες άσκησαν τακτική αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας και των ομορρύθμων εταίρων της. Τα ίδια κατέθεσε η πρώτη κατηγορουμένη στην από 14-2-2003 χωρίς όρκο κατάθεσή τη ενώπιον της 1845 Τακτικής Ανακρίτριας, η οποία διεξήγαγε τακτική ανάκριση επί της μηνύσεως που είχε υποβάλει η πρώτη κατηγορουμένη. Επίσης οι δεύτερη και τρίτη κατηγορούμενες, εξεταζόμενες ως μάρτυρες ενώπιον της ως άνω Ανακρίτριας, επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς αυτούς της πρώτης κατηγορουμένης και ισχυρίσθηκαν για τους εγκαλούντες τα παραπάνω αναφερόμενα γεγονότα. Επί της μηνύσεως που υπέβαλε η πρώτη κατηγορουμένη, ύστερα από τη διενέργεια κύριας ανακρίσεως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθ. 5934/2003 βούλευμα αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των εγκαλούντων και των ομορρύθμων εταίρων της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας. Επί της έφεσης που άσκησε κατά του βουλεύματος αυτού η πρώτη κατηγορουμένη εκδόθηκε το υπ' αριθ. 398/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε η έφεση κατ' ουσίαν και επικυρώθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα. Οι εγκαλούντες έλαβαν γνώση των παραπάνω ισχυρισμών των κατηγορουμένων στις αρχές Μαΐου 2003 και στις 19-5-2003 κατέθεσαν εμπροθέσμως στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών την από 19-5-2003 έγκλησή τους. Ολοι όμως οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων, που αποτελούσαν γεγονότα, ήταν δυνατόν κατ' αντικειμενική κρίση να βλάψουν την τιμή κα την υπόληψη των εγκαλούντων, δεδομένου ότι οι εγκαλούντες εμφανίζονταν ως απατεώνες, οι οποίοι ως σκοπό είχαν να προκαλέσουν ζημία στην περιουσία της πρώτης κατηγορουμένης ματαιώνοντας με την προβολή εκ μέρους τους εικονικών απαιτήσεων την ικανοποίηση της απαίτησης της πρώτης κατηγορουμένης κατά της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας. Οι απαιτήσεις όμως των εγκαλούντων κατά της ομόρρυθμης ως άνω εταιρείας αποδείχθηκε ότι ήταν αληθείς. Επομένως, εφόσον αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενες τέλεσαν σε βάρος των εγκαλούντων το αδίκημα της απλής δυσφήμησης, όπως δέχθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να κηρυχθούν ένοχες της αξιόποινης αυτής πράξης. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι ενήργησαν από δικαιολογημένη αιτία και έτσι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης τους πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, διότι οι κατηγορούμενες δεν ενήργησαν από δικαιολογημένο ενδιαφέρον ισχυριζόμενοι για τους εγκαλούντες τους παραπάνω ισχυρισμούς τους. Ακόμη και στην περίπτωση, που οι κατηγορούμενες πίστευαν ότι οι εγκαλούντες είχαν καταρτίσει εικονικές συμβάσεις με την ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης τους δεν αίρεται αφού από τις εν γένει περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη τους προκύπτει σκοπός εξύβρισης, αφού οι εγκαλούντες χαρακτηρίζονται ως εγκληματίες και άνθρωποι με εγκληματική συμπεριφορά. Στις κηρυχθείσες ένοχες κατηγορούμενες πρέπει όμως να αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' Π.Κ., καθόσον αυτές μέχρι την τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή".
Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διέλαβε στην πληττόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων τους ως άνω εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή των αναιρεσειουσών κατηγορουμένων, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό προμνησθέντα περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94, 98 και 362 του Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες ισχυρίσθηκαν αντίστοιχα, ενώπιον των μνημονευομένων στο σκεπτικό και το διατακτικό αυτής τρίτων, αναληθή γεγονότα, τα οποία ήταν δυνατόν, κατ' αντικειμενική κρίση, να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων Ψ2 και Ψ1 και των οποίων (γεγονότων) έλαβαν οι ως άνω εγκαλούντες γνώση στις αρχές Μαΐου 2003 και στις 19-5-2003, δηλαδή εμπρόθεσμα, κατέθεσαν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, την από 19-5-2003 κοινή έγκλησή της κατά των αναιρεσειουσών. Περαιτέρω, αιτιολογείται επαρκώς στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, γιατί δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της απλής δυσφήμησης, για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείουσες, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 367 του Π.Κ., την εφαρμογή του οποίου ζήτησε, με αυτοτελή ισχυρισμό, ο συνήγορος των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων, αλλά ορθώς απέκρουσε το ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, προκύπτει ότι δεν ενήργησαν από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, αφού οι απαιτήσεις των εγκαλούντων κατά της ομόρρυθμης εταιρείας "... Ο.Ε." ήταν αληθινές, επικουρικώς δε, γιατί, από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες τέλεσαν την πράξη της απλής δυσφήμησης, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής των εγκαλούντων. Τέλος, είναι αβάσιμη η αιτίαση των αναιρεσειουσών, ότι υφίσταται αντίφαση μεταξύ της διαλαμβανόμενης, στην αρχή της 11ης σελίδας του σκεπτικού της προσβαλλομένης, παραδοχής ότι " ...οι εγκαλούντες εμφανίζονται ως απατεώνες... " και της διαλαμβανόμενης στο τέλος της ίδιας σελίδας του σκεπτικού παραδοχής ότι " ...αφού οι εγκαλούντες χαρακτηρίζονται ως εγκληματίες και άνθρωποι με εγκληματική συμπεριφορά... ", με αποτέλεσμα να καθίσταται, κατά τους ισχυρισμούς τους, ασαφής και ελλιπής η αιτιολογία της αποφάσεως, καθόσον, η λέξη "χαρακτηρίζονται", στην προκειμένη περίπτωση, έχει την έννοια της σκιαγραφήσεως των εγκαλούντων ως εγκληματιών με βάση την αποδοθείσα αναληθώς σ' αυτούς, από τις αναιρεσείουσες, αξιόποινη συμπεριφορά και όχι τον κατά κυριολεξία χαρακτηρισμόν αυτών, προφορικώς ή εγγράφως, ως εγκληματιών από τις αναιρεσείουσες, όπως υποστηρίζεται από την πλευρά των τελευταίων.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'και Ε'του Κ.Π.Δ. πρώτος και δεύτερος λόγοι και των τριών ενδίκων αιτήσεων αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει οι συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναίρεσης να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) και στη δικαστική δαπάνη των νομίμως παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (άρ. 176 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ' αρ. 371/2008, 372/2008 και 373/2998 αιτήσεις της Χ1, Χ2, Χ3 για αναίρεση της υπ' αρ. 6342/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει κάθε μία από τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειουσών τη δικαστική δαπάνη των νομίμως παραστάντων πολιτικώς εναγόντων εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Μαΐου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή