Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση. Αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως τυπικής, γιατί το σκεπτικό αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού, χωρίς να διαλαμβάνονται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, και παραπομπή.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1873/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Χατζίκου (κωλυομένου του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και τον Γραμματέα Χρήστο Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Κοψαχείλη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1951/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας,
με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Μαρτίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 396/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτη-ση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1α του ΠΚ, στην οποία ορίζεται ότι "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών...", προκύπτει ότι για την ύπαρξη της υπεξαιρέσεως απαιτείται α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, και ε) προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση στερείται την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ιδρύεται εκ τούτου λόγος αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγω-γής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν αυτή είναι εντελώς τυπική, προς την οποία εξομοιώνεται και εκείνη που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού. Και ναι μεν είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, πλην η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στα περι-στατικά που περιγράφονται στο διατακτικό της αποφάσεως, το οποίο, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, δεν περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση σε βάρος του Ψ και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως 4 μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης από-φάσεως, το δίκασαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "...αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατ/νος Χ α) στις 4-7-2003 ενώ ήταν κτηματομεσίτης και του είχε ανατεθεί από τον εγκαλούντα Ψ η πώληση ενός οικοπέδου του, εμβαδού 250 τ.μ., που βρίσκεται στην ... στη θέση ..., και ενώ έλαβε χρηματικό ποσό 7.000 ευρώ ως προκαταβολή από τον υποψήφιο αγοραστή Λ, εντούτοις απέδωσε στον ανωτέρω εγκαλούντα μόνον χρηματικό ποσό 5.500 Ευρώ, αποκρύπτοντάς του τη είσπραξη του επιπλέον ποσού 1.500 Ευρώ και εξωτερικεύοντας έτσι την βούλησή του και να το ιδιοποιηθεί παράνομα και β) περί τα τέλη Ιουλίου 2005 με την ίδια ως άνω ιδιότητά του και μετά την ματαίωση της πώλησης του ανωτέρω οικοπέδου στον Λ ενώ είχε εισπράξει χρηματικό ποσό 5.000 Ευρώ ως προκαταβολή από τους υποψήφιους αγοραστές δεύτερο, τρίτο και τέταρτο κατηγορούμενους Α1, Α2 και Α3, δεν απέδωσε αυτό στον εγκαλούντα Ψ εξωτερικεύοντας έτσι την βούλησή του να το ιδιοποιηθεί παράνομα".
Η αιτιολογία, όμως, αυτή, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά είναι καθαρά τυπική, αφού δεν διαλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, ούτε τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έγινε η υπαγωγή εκείνων στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ το σκεπτικό αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού (μνημονεύ-οντας, μάλιστα, ως κατηγορουμένους και τους Α1, Α2 και Α3, οι οποίοι είχαν αθωωθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο). Ειδικότερα, δεν αναφέρεται α) αν ο μηνυτής Ψ ζήτησε από τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο την επιστροφή των χρηματικών ποσών των 1.500 ευρώ, που φέρεται ότι παρακράτησε αυτός από την προκαταβολή για την πώληση του οικοπέδου στον Λ, καθώς και των 5.000 ευρώ που φέρεται ότι παρακράτησε αυτός από την προκαταβολή για την πώληση του οικοπέδου στους αδελφούς Α1-Α2-Α3, β) αν ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση του οικοπέδου στους αδελφούς Α1-Α2-Α3 ή αν ματαιώθηκε αυτή και γ) τι είχε συμφωνηθεί μεταξύ αναιρεσείοντος και μηνυτή σχετικά με τη μεσιτική αμοιβή του πρώτου, ήτοι εάν μέρος ή το σύνολο των ποσών των προκαταβολών, που φέρεται ότι παρακρα-τήθηκαν, είχε συμφωνηθεί ως αμοιβή του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο πρώτος από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, κατά το σημείο με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστα-τωμένης αιτιολογίας ως προς τα ανωτέρω περιστατικά, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγου-μένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 1951/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Και
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην 1η Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ