Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 94 / 2015    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
παραβιάσεις κανόνων του δικονομικού δικαίου.




Περίληψη:

Αν κάποιος από τους απλούς ομοδίκους δεν κλητεύθηκε νόμιμα η δίκη χωρίζεται ως προς αυτόν και ερευνάται για τους λοιπούς παρισταμένης η κλητευθέντες νομίμως (αρθ. 576 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολΔικ). Κατά το άρθρο 524 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολΔικ όπως ισχύει μετά το Ν.3994/2011 στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, εάν η υπόθεση είχε συζητηθεί αντιμωλία στον πρώτο βαθμό, οι προτάσεις κατατίθενται έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης έως τη δωδεκάτη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση. Αν όμως η συζήτηση στο πρώτο βαθμό σε υποθέσεις του Πολυμελούς έχει διεξαχθεί ερήμην κάποιου από τους διαδίκους, και επί ομοδικίας, όλων ή κάποιων από τους ομοδίκους, όλοι οι διάδικοι στο Εφετείο οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις τους στις προθεσμίες του άρθρου 237, δηλαδή 20 ημέρες πριν από τη δικάσιμο, την δε προσθήκη 15 ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Ο αναιρετικός λόγος του αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναφέρεται σε ακυρότητες του δικονομικού δικαίου, ενώ οι ακυρότητες του ουσιαστικού δικαίου ελέγχονται με τους αναιρετικούς λόγους των αριθμών 1 και 19.Τι είναι δικονομικές ακυρότητες. Η γραμματική ερμηνεία, του 524 είναι σαφής, η δε απαγγελία ακυροτήτων λόγω μη τηρήσεως την από το νόμο προθεσμιών για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων δεν εδραιώνει τους από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντ. και 6 της ΕΣΔΑ ισχυρισμούς περί μη παροχής δικαστικής προστασίας στον πολίτη και περί μη τηρήσεως των αρχών της δίκαιης δίκης. Η υποχρέωση του 524 παρ. 4 αφορά μόνο τους εκκαλούντες.





Αριθμός 94/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014 με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Κ. συζ. Χ. Γ., το γένος Σ. Δ., κατοίκου ..., 2)Α. συζ. Μ. Μ., το γένος Σ. Δ., κατοίκου ..., ατομικά και ως κληρονόμων των Ε. Δ., 3)Γ. Χ. του Ι., κατοίκου ..., 4)Ε. συζ. Π. Φ., το γένος Ι. Χ., 5)Γ. συζ. Χ. Γ., το γένος Ι. Χ., 6)Α. συζ. Χ. Κ., το γένος Ι. Χ., κατοίκων ..., 7)Μ. συζ. Κ. Α., το γένος Β. Τ., κατοίκου ..., 8)Α. συζ. Ν. Π., το γένος Β. Τ., κατοίκου ..., 9)Κ. συζ. Θ. Π., το γένος Β. Τ., κατοίκου ..., 10)Β. Κ. του Α., 11)Α. Κ. του Α., 12)Λ. Κ. του Α., 13)Α. συζ. Γ. Φ., το γένος Α. Κ., και 14)Β. συζ. Π. Π., το γένος Α. Κ., κατοίκων .... Οι 3ος και 10ος δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και οι λοιποί (1η, 2η, 4η, 5η, 6η, 7η, 8η, 9η, 11ος, 12η, 13η και 14η) εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Σωτηρία Νικολάου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Χ. του Σ., 2)Κ. Χ. του Β., 3)Σ. Χ. του Β., κατοίκων ..., 4)Α. Μ. του Δ., 5)Α. Μ. του Α., 6)Α. Μ. του Α., 7)Σ. Μ. του Α., 8)Δ. Μ. του Α., κατοίκων ..., 9)Γ. Γ. του Σ., κατοίκου ..., 10)Δ. Ν. του Λ., κατοίκου ..., 11)Α. Γ. του Β., κατοίκου ..., 12)Κ. Σ. του Σ., που συνεχίζει τη δίκη του αποβιώσαντος Σ. Κ., 13)Σ. Κ. του Σ., κατοίκου ..., 14)Κ. Χ. του Σ., κατοίκου ..., 15)Α. συζ. Α. Γ., το γένος Λ. Π., κατοίκου ..., 16)Π. Τ. συζ. Π. Τ., το γένος Ν. Λ., κατοίκου ..., 17)Π. Π. του Γ., 18)Χ. Κ. του Ν., 19)Ε. Π. του Π., 20)Ι. Π. του Π., 21)Θ. Μ. του Χ., κατοίκων ..., 22)Μ. Μ. του Η., κατοίκου ... και 23)Π. Μ. του Μ., συζ. Σ. Μ., κατοίκου .... Οι 1ος, 9ος, 19ος και 21ος παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Βαγιανό, οι 14ος, 18ος και 23η εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος δήλωσε ότι ο 22ος (Μ. Μ.) απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τις α)Α. χήρα Μ. Μ., το γένος Γ. Φ., β)Α. Μ. του Γ. και γ)Α. Μ. του Γ., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο. Οι 3ος, 10ος, 12ος και 13ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Αγγελόπουλο. Οι λοιποί (2ος, 4ος, 5η, 6η, 7η, 8η, 11ος, 15ος, 16η, 17η και 20ος) δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/5/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 883/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 2402/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20/9/2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 15/10/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο 'Αρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Κατά την παρ. 3 εδ. β του ίδιου άρθρου (που προστέθηκε σ' αυτό με το άρθρο 62 του ν.4139/20-3-2013), αν στη δίκη μετέχουν περισσότεροι συνδεόμενοι με απλή ομοδικία και κάποιος από αυτούς είτε δεν κλητεύθηκε, είτε δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔικ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104, για τη συζήτηση στο ακροατήριο, απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας καθώς και την υπέρβασή της. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση από το σχετικό πινάκιο, τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι αναιρεσείοντες, πλην του τρίτου (Γ. Χ. του Ι.) και του δέκατου (Β. Κ. του Α.) εκπροσωπήθηκαν από την προς τούτο ειδικώς εξουσιοδοτηθείσα πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σωτηρία Νικολάου, η οποία κατέθεσε δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ, καθώς και οι αναιρεσίβλητοι πλην των δεύτερου (Κ. Χ. του Β.), τέταρτου (Α. Μ. του Δ.), πέμπτης (Α. Μ. του Α.), έκτης (Α. Μ. του Α.), έβδομης (Σ. Μ. του Α.), όγδοης (Δ. Μ. του Α.), ενδέκατης (Α. Γ. του Β.), δεκάτης πέμπτης (Α. συζ. Α. Γ., το γένος Λ. Π., δεκάτης έκτης (Π. συζ. Π. Τ., το γένος Ν. Λ., δεκάτου (Π. Π. του Γ.), εικοστού (Ι. Π. του Π.) - με τους ειδικούς προς τούτο εξουσιοδοτηθέντες πληρεξούσιους δικηγόρους τους Στυλιανό Βαγιανό (μετά οι 1ος, 9ος, 19ος, 21ος και δια οι 14ος, 18ος και 23η καθώς και οι συνεχίζοντες τη δίκη κληρονόμοι του αποβιώσαντος 22ου) και Γεώργιο Αγγελόπουλο (οι 3ος, 10ος, 12ος και 13ος). Οι απολιπόμενοι αναιρεσίβλητοι, πλην των δεύτερου, δέκατου έβδομου και εικοστού, κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση δέκατο όγδοο αναιρεσίβλητο Χ. Κ. του Ν., με τη νόμιμη επίδοση σ' αυτούς τόσο αντιγράφου της αναιρέσεως, όσο και κλήσεως για συζήτηση. Ειδικότερα η κλήτευση των εν λόγω αναιρεσιβλήτων που είναι αγνώστου διαμονής - τηρηθείσας ως προς αυτούς της διαδικασίας του άρθρου 135 παρ. 1 ΚΠολΔικ - έχει γίνει επίδοση στον Εισαγγελέα του παρόντος δικαστηρίου, όπως τούτο προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 8899Γ, 8900Γ, 8901Γ, 8902Γ, 8903Γ, 8904Γ, 8905Γ και 8906Γ/16-7-2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ι. Α. Μ. (άρθρ. 134 παρ. 1 και 2 σε συνδ. με 135 παρ. 1 ΚΠολΔικ ως προς την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 135 ΚΠολΔικ για τη βεβαίωση του αγνώστου της διαμονής τους βλ. υπ' αριθμ. 8840Γ, 8841Γ, 8842Γ, 8843Γ, 8845Γ, 8846Γ και 8844Γ/2-7-2014 εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ι. Α. Μ. περί μη ανευρέσεώς τους στην έως τότε γνωστή κατοικία τους και μετοικήσεώς τους σε άγνωστη διεύθυνση και τα από 30-7-2014 και 2-8-2014 φύλλα των εφημερίδων Αυγή και Εστία με τις κατά το άρθρο 135 παρ. 1 δημοσιεύσεις).
Συνεπώς εφόσον αυτοί δεν παραστάθηκαν, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία αυτών (άρθρ. 576 παρ. 2 ΚΠολΔικ) όμως ως προς τους απολιπομένους 3ο και 10ο των αναιρεσειόντων δεν προκύπτει νόμιμη κλήτευση, αφού δεν αποδεικνύεται ότι η υπογράψασα το αναιρετήριο δικηγόρος Σωτηρία Νικολοπούλου, προς την οποία έγινε, για λογαριασμό της η κλήση για συζήτηση (άρθρ. 143 παρ. 3 ΚΠολΔικ) είχε την προς τούτο, κατά τα άρθρα 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 ΚΠολΔικ απαιτουμένη πληρεξουσιότητα (βλ. 8837 Γ/2-7-2014 έκθεση επιδόσεως του ίδιου δικαστικού επιμελητή). Επίσης ως προς τους απολιπομένους 2ο, 17ο και 20ο δε αποδεικνύεται η κλήτευσή τους, είτε με την προσκομιδή των οικείων εκθέσεων επιδόσεως, είτε της αιτήσεως αναιρέσεως, με την επ' αυτής επισημείωση του κατά το άρθρο 193 παρ. 3 ΚΠολΔικ διενεργήσαντος την επίδοση δικαστικού επιμελητή. Εφόσον όμως δεν αποδεικνύεται η κλήτευση των εν λόγω απολιπομένων αναιρεσειόντων και αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους και με τους παρισταμένους αναιρεσείοντες και αναιρεσίβλητους αντίστοιχα, με το δεσμό της απλής αμοδικίας (άρθρ. 74 παρ. 1 ΚΠολΔικ), καθόσον η ένδικη διαφορά αφορά σε διεκδικητική αγωγή συγκυριότητας των αναιρεσειόντων-εναγόντων επί ακινήτου, πρέπει, κατά τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔικ, να χωρισθεί η υπόθεση και αφού κηρυχθεί η συζήτηση απαράδεκτη ως προς τους εν λόγω απολιπομένους διαδίκους (3ο και 10ο των αναιρεσειόντων, 2ο, 17ο και 20ο των αναιρεσιβλήτων), να προχωρήσει αυτή (συζήτηση, ως προς τους νομίμως παρισταμένους διαδίκους. Επειδή κατά το άρθρο 524 παρ. 1,2 και 3 ΚΠολΔικ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 1 και Ν.3994/2011 και εφαρμόζεται και επί των εκκρεμών κατά την έναρξη ισχύος του (2-5-2011) εκκρεμών δικών (άρθρο 72 παρ. 4 εδ. β και 2), στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 269, 270 παρ. 2, 4, 5 εδ. α, β, 6 και 271 έως 312. Η προφορική συζήτηση, κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528, στην οποία και εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις του άρθρου 270. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος και άρθρου 272 παρ. 1 και 2 του ίδιου κώδικα, κατά τις οποίες η έφεση απορρίπτεται αν ο εκκαλών, είτε δεν εμφανίζεται κατά τη συζήτηση που επισπεύδει ο ίδιος ή ο εφεσίβλητος, είτε εμφανίζεται και δεν λαμβάνει μέρος στη συζήτηση κανονικά (δεν παρίσταται προσηκόντως). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων 524 παρ. 2 εδ β που ορίζει ότι "εφόσον η δίκη στον πρώτο βαθμό διεξήχθη αντιμωλία των διαδίκων, η κατάθεση των προτάσεων γίνεται έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση" και 237 παρ. 1 και 3 όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 του Ν.3994/2011 "ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου πρέπει να καταθέσουν το αργότερο είκοσι ημέρες πριν από τη δικάσιμο προτάσεις, επί των οποίων ο γραμματέας σημειώνει τη χρονολογία κατάθεσης. Εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη ... Οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις, η οποία κατατίθεται το αργότερο δεκαπέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο ...", προκύπτει ότι αν η συζήτηση σε υπόθεση της τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε διεξαχθεί κατ' αντιμωλία οι προτάσεις στο Εφετείο κατατίθενται το αργότερο στο ακροατήριο έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση. Αν όμως η συζήτηση στο πρωτοβάθμιο είχε διεξαχθεί ερήμην κάποιου από τους διαδίκους, δηλαδή του ενάγοντος ή του εναγομένου και επί ομοδικίας, όλων ή κάποιων από τους ομοδίκους, όλοι οι διάδικοι οφείλουν, στο Εφετείο, να καταθέσουν προτάσεις στις προθεσμίες του άρθρου 237, δηλαδή 20 ημέρες πριν από τη δικάσιμο, οι δε προσθήκες και αντικρούσεις γίνονται 15 ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Εξάλλου από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 94 παρ. 1 του ΚΠολΔικ που ορίζει ότι "στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο", σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 115 παρ. 3 του ίδιου κώδικα που ορίζει ότι "οι διάδικοι ενώπιον του Ειρηνοδικείου έχουν δικαίωμα, ενώ ενώπιον των άλλων δικαστηρίων έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν προτάσεις", προκύπτει ότι οι διάδικοι ενώπιον των εφετείων - δευτεροβαθμίων δικαστηρίων πρέπει να παρίστανται μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου και να καταθέτουν γραπτές προτάσεις, διαφορετικά, αν δηλαδή αυτοί δεν παρίστανται μετά η δια πληρεξουσίου δικηγόρου ή παρίστανται με δικηγόρο αλλά δεν καταθέτουν καθόλου ή εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους, θεωρείται ότι δεν λαμβάνουν μέρος κανονικά στη συζήτηση και ως δικονομικά απόντες δικάζονται ερήμην κατά τις διατάξεις των άρθρων 271 και 272. Δηλαδή η παράλειψη κατάθεσης ή η μη εμπρόθεσμη κατάθεση των προτάσεων συνεπάγεται την ακυρότητα παράστασης του διαδίκου και την ερήμην αυτού διεξαγωγή της δίκης. Τέλος κατά τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο, ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου του αριθμού 1 αλλά και 19 (Ολ. ΑΠ 2/2001, ΑΠ 174/2014, ΑΠ 1001/2004) Δικονομικές ακυρότητες που ιδρύουν τον παραπάνω λόγο είναι εκείνες που αποτελούν νόμιμες κυρώσεις απαγγελλόμενες για παράβαση διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία και κυρίως τον τύπο διαδικαστικών πράξεων (ΑΠ 1249/2013). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο επί της ασκηθείσας στις 9-3-2009 από 6-3-2009 εφέσεως των αναιρεσειόντων, επί της οποίας ήταν εφαρμοστέες οι διατάξεις του Ν. 3994/2001, εφόσον ήταν εκκρεμής κατά τον χρόνο ισχύος του (25-7-2011) - άρθρ. 72 παρ. 4 εδ. β και 2 του ίδιου νόμου - το Εφετείο ως προς τους αναιρεσείοντες και τους παρασταθέντες στο Εφετείο αναιρεσίβλητους, ήτοι τους 1ο, 3ο, 9ο, 10ο, 12ο, 13ο, 14ο, 18ο έως 23ο (καθώς και τους 2ο, 17ο και 20ο ως προς οποίους χωρίζεται η υπόθεση), εναντίον των οποίων υφίστανται λόγοι αναιρέσεως δέχθηκε τα ακόλουθα, ενώ ως προς τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους 4ο, 5η, 6η, 7η, 8η, 11ο, 15η και 16η, η εναντίον τους απεύθυνση της αναιρέσεως, δεδομένου του ότι υφίσταται απλή ομοδικία, είναι απαράδεκτη, αφού, κατά τα ιστορούμενα στο αναιρετήριο, δεν επιδιώκεται ως προς αυτούς η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, μετ' αναβολή από τη δικάσιμο της 29-3-2012, η ένδικη από 6-3-2009 (αρ. κατ. δικ.2307/9-3-2009), έφεση των εναγόντων, Κ. Γ., κλπ. (σε σύνολο 15 φυσικά πρόσωπα), στη δικονομική θέση της δεύτερης των οποίων, μετά το θάνατό της, που επήλθε στις 28-4-2009, δηλαδή μετά την άσκηση της έφεσης, και μετά από νομότυπη γνωστοποίηση τούτου ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, υπεισήλθαν και συνεχίζουν τη δίκη οι κληρονόμοι αυτής, πρώτη και τρίτη των εκκαλούντων. Η έφεση στρέφεται κατά της 883/2008 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην των τέταρτου, πέμπτης, έκτης, έβδομης, όγδοης, ενδέκατου, δέκατης πέμπτης και δέκατης έκτης των εναγομένων, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και ήδη εφεσιβλήτων (σε σύνολο 23 φυσικά πρόσωπα, (εναγόμενοι - εφεσίβλητοι), στη δικονομική θέση του δωδέκατου των οποίων, μετά το θάνατό του, που επήλθε στις 3-11-2010, δηλαδή μετά την άσκηση της έφεσης, και μετά από νομότυπη γνωστοποίηση τούτου ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, υπεισήλθε και συνεχίζει τη δίκη ο κληρονόμος του Κ. Σ. του Σ., επί της από 25-5-2006 (αρ. κατ. δικ. 5148/2006) αγωγής των ήδη εκκαλούντων κατά των ήδη εφεσιβλήτων (περί αναγνώρισης της συγκυριότητας των εναγόντων στο αναφερόμενο μείζον ακίνητο και απόδοση σε αυτούς καταληφθέντων, από τους εναγόμενους, τμημάτων του), που απορρίφθηκε κατ' ουσίαν με την εκκαλουμένη. Ωστόσο, οι εκκαλούντες, οι οποίοι, με επίσπευση μερικών από τους εφεσίβλητους, κλητεύθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα να παραστούν κατά τη συζήτηση κατά την αρχική δικάσιμο της 29-3-2012, με την επίδοση αντιγράφου της έφεσης και κλήση για συζήτηση προς τον υπογράψαντα το εφετήριο πληρεξούσιο δικηγόρο, κατ' άρθρο 143 παρ. 3 ΚΠολΔ, (βλ 6890Γ/10-1-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ι. Μ.), και παραστάθηκαν κατά τη συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, μετ' αναβολή, δικάσιμο,, εκπροσωπούμενοι από πληρεξούσιους δικηγόρους, δεν κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις γραπτές προτάσεις τους για τη συζήτηση της έφεσής τους. Ειδικότερα, κατέθεσαν τις από 23-1-2013 προτάσεις τους, στις 23-1-2013, δηλαδή την παραμονή της δικασίμου, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση σε αυτές της Γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου, ενώ έπρεπε να τις είχαν καταθέσει είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι πρόκειται για έφεση κατ' απόφασης πολυμελούς πρωτοδικείου, κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε ερήμην μερικών από τους εναγόμενους και ήδη εφεσίβλητους, όπως αυτοί προαναφέρθηκαν και κατά τους βάσιμους ισχυρισμούς των δεύτερου, τρίτου, δέκατου, δωδέκατου, και δέκατου τρίτου από τους παραστάντες εφεσίβλητους. Επομένως, οι εκκαλούντες, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν έλαβαν μέρος κανονικά στη συζήτηση, θεωρούμενοι δικονομικά απόντες και δικάζονται ερήμην. Συνακόλουθα, η έφεσή τους, έναντι των αμέσως παραπάνω παραστάντων εφεσιβλήτων, καθώς και των επίσης παραστάντων, πρώτου, ένατου, δέκατου τέταρτου, δέκατου έβδομου έως και εικοστής τρίτης των εφεσιβλήτων, που παρέστησαν όλοι προσηκόντως, εκπροσωπούμενοι κατά δύο ομάδες, από πληρεξούσιους δικηγόρους και κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους κατά τα παραπάνω, (στις 3-1-2013) δηλαδή είκοσι ημέρες πριν από τη συζήτηση, σύμφωνα με τη σχετική επισημείωση σε αυτές της Γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει να απορριφθεί". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, νόμιμα και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 524, 272, 271 θεώρησε άκυρη την παράσταση των αναιρεσειόντων, λόγω εκπρόθεσμης υποβολής των προτάσεων τους, που είχε ως δικονομική συνέπεια την ερημοδικία τους και την εξ αυτής απόρριψη της εφέσεώς τους ως αβάσιμης. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τις διατάξεις των αριθμών 14 και 6 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ τρίτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, αφού δεν συντρέχουν ούτε η επικαλούμενη, παρά το νόμο κήρυξη ακυρότητας, ούτε παράβαση των περί ερημοδικίας διατάξεων ενώ ο επικαλούμενος αναιρετικός λόγος της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου δεν ιδρύεται από παραβιάσεις κανόνων του δικονομικού δικαίου. Εξάλλου οι ισχυρισμοί, κατά τους οποίους συντρεχούσης, όπως στην προκειμένη περίπτωση ομοδικίας κατά την οποία στο πρωτοβάθμιο κάποιοι είχαν δικασθεί ερήμην και κάποιοι αντιμωλία η 20ήμερη προθεσμία του άρθρου 237 αφορά μόνο τους ερήμην δικασθέντες είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη νομικά αβάσιμος, ως contra legum, ούτε εξ ετέρου η αρχή της αναλογικότητας μπορεί να θέσει εκποδών τη διάταξη αυτή και να δικαιολογήσει διαφορετική προθεσμία καταθέσεως προτάσεων στην ίδια δευτεροβάθμια δίκη για τους ερήμην και κατ' αντιμωλία δικασθέντες στον πρώτο βαθμό, ούτε η απαγγελία ακυροτήτων λόγω μη τηρήσεως των από το νόμο προθεσμιών για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, μπορεί να εδραιώσει ισχυρισμούς από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος περί μη παροχής δικαστικής προστασίας στον πολίτη και περί μη τηρήσεως των αρχών της δίκαιης δίκης, κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω ο πρώτος λόγος της αναίρεσης κατά τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι περιέχει αντιφατικές διατάξεις ως προς την παράσταση των εκκαλούντων-αναιρεσειόντων και του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, καθόσον στο προεισαγωγικό της αναφέρει ότι παραστάθηκε στο ακροατήριο του Εφετείου ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσειόντων και κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του, ενώ αντίθετα στο σκεπτικό καταλήγει στο αποδεικτικό πόρισμα ότι η παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου και συνακόλουθα των εκκαλούντων ήταν άκυρη λόγω εκπρόθεσμης υποβολής προτάσεων, είναι απαράδεκτος γιατί τυχόν ανακρίβειες του προεισαγωγικού της αποφάσεως δεν ιδρύουν λόγο αναιρέσεως, αλλά ενδεχόμενα είναι αντικείμενο διορθωτικής κατά τα άρθρα 315 επ. ΚΠολΔικ αποφάσεως, αφού αντικείμενο των αναιρετικών λόγων είναι η περιεχόμενη στο σκεπτικό της αποφάσεως ελάσσων πρόταση του νομικού συλλογισμού ενώ οι αντιφατικές διατάξεις του 559 αρ. 17 αφορούν σε διατάξεις του διατακτικού και μόνο. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ενώ προσέτι απορριπτέος είναι και ο αναφερόμενος στη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔικ, δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, καθόσον η διάταξη αναφέρεται στην ερημοδικία του εφεσιβλήτου ή αντεφεσιβλήτου και στην υποχρέωση του παρισταμένου εκκαλούντος ή αντεκκαλούντος να προσκομίσει μέσα σε προθεσμία πέντε ημερών από τη συζήτηση "αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ' αυτήν", ήτοι αναφέρεται σε περίπτωση που δεν προσήκει στην ένδικη υπόθεση, στην οποία ερήμην δικαζόμενοι ήταν οι εκκαλούντες και όχι οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι κατά την εν λόγω διάταξη δεν βαρύνονται με αντίστοιχη υποχρέωση, που εκ των πραγμάτων θα ήταν αλυσιτελής, αφού η ερημοδικία του εκκαλούντος έχει ως συνέπεια την απόρριψη της εφέσεως, ενώ αντίθετα επί ερημοδικίας του εφεσιβλήτου, η υπόθεση εξετάζεται ως να ήταν και αυτός παρών. Ενόψει τούτων και οι λόγοι αυτοί, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Οι παριστάμενοι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176 παρ.1, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Χωρίζει την υπόθεση ως προς τους απολιπομένους τρίτο και δέκατο των αναιρεσειόντων (Γ. Χ. του Ι. και Β. Κ. του Α.) και δεύτερο, δέκατο έβδομο και εικοστό των αναρεσιβλήτων (Κ. Χ. του Β., Π. Π. του Γ. και Ι. Π. του Π..
Κηρύσσει ως προς αυτούς απαράδεκτη τη συζήτηση.
Απορρίπτει την από 20-9-2013 αίτηση των Κ. συζ. Χ. Γ., το γένος Σ. Δ. κλπ κατά των Α. Χ. του Σ. κλπ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2402/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.
Καταδικάζει τους παρισταμένους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή