Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1373 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Πλειστηριασμός .




Περίληψη:
Διεκδίκηση ακινήτου που πλειστηριάστηκε (άρθρο 1020 ΚΠολΔ). Πενταετής αποκλειστική προθεσμία ασκήσεως. Χρόνος ενάρξεως. Ισχύει εμμέσως και για την αναγκαστική αγωγή αφού μετά την παρέλευση αποκλειστικής προθεσμίας δεν είναι δυνατή η διεκδίκηση του ακινήτου και ελλείπει το έννομο συμφέρον για την αναγνωριστική. Ανέλεγκτη η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Τέτοια κρίση είναι και εκείνη για την ύπαρξη ή μη συμφέροντος και εντεύθεν την εξαίρεση εξετασθέντος μάρτυρα. (Επικύρωση ΕφΠατρ 203/2012).




Αριθμός 1373/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Β. Φ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Σωτηρόπουλο.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "Χαρκιν Λιμιτεντ" (HARKIN LIMITED), που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Παπανικολάου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/4/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 579/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 203/2012 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12/7/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/2/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1020 του ΚΠολΔ αγωγή διεκδικήσεως ακινήτου που πλειστηριάστηκε πρέπει να ασκηθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε ετών από τότε που μεταγράφηκε η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης (Ολομ.ΑΠ 25/1993). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η καθιερούμενη ως άνω αποκλειστική προθεσμία αρχίζει όχι απλώς από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, αλλά και την εγκατάσταση του υπερθεματιστή στο ακίνητο, οπότε είναι δυνατή η άσκηση της διεκδικητικής, κατ' άρθρο 1094 του ΑΚ. αγωγής κατά του υπερθεματιστή (ΑΠ 512/1992), καλύπτει δε η ίδια αυτή αποκλειστική προθεσμία όχι μόνο τη διεκδικητική, αλλά και την αντίστοιχη αναγνωριστική αγωγή, η οποία και είναι απορριπτέα για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος τρίτου, εφόσον αποσβέστηκε η διεκδικητική αγωγή του λόγω παρελεύσεως της ανωτέρω προθεσμίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αρ. 19 και 20. Αναιρετικώς ανέλεγκτη κατά τη διάταξη αυτή, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγμάτων, είναι και η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή ή όχι στο πρόσωπο εξετασθέντος μάρτυρα περιπτώσεως συμφέροντος που τον καθιστά εξαιρετέο, σύμφωνα με τα άρθρα 400 περ. 3 και 403 παρ. 4 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1821/2008, 162/1996). Ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ που προαναφέρθηκε δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου που εφάρμοσε το δικαστήριο.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι την 27-7-1994 εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικώς το επίδικο ακίνητο, ήτοι ένα αγρόκτημα συνολικής εκτάσεως 541 στρεμμάτων που βρίσκεται στη θέση "..." ή "..." του δ.δ. ... Δήμου Λαρισού Ν. Αχαΐας και το οποίο ανήκε στην κυριότητα του καθ' ου η εκτέλεση-οφειλέτη Μ. Κ., ότι το ακίνητο αυτό κατακυρώθηκε στην αναιρεσίβλητη-εναγομένη εταιρεία, που εδρεύει στο ... της Ιρλανδίας και η οποία μετέγραψε νομίμως στις 13-3-1998 την οικεία υπ' αριθμ. 2/11-3-1998 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, ότι η αναιρεσίβλητη αλλοδαπή εταιρεία, επιδιώκοντας να αξιοποιήσει τουριστικώς το επίδικο, λόγω της γειτνιάσεώς του με τη θάλασσα, εγκαταστάθηκε στο ακίνητο αμέσως μετά την διενέργεια του πλειστηριασμού (θέρος 1994), πριν δηλαδή τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, κατόπιν εξουσίας, εκ μέρους του κυρίου και νομέα του πλειστηριασθέντος ακινήτου Μ. Κ. παράδοσης της νομής, προβαίνοντας έκτοτε στις αναφερόμενες στην απόφαση ενέργειες για την κατά τα ανωτέρω αξιοποίηση του επιδίκου (τακτικές, δια των ανθρώπων της εμπιστοσύνης της, επισκέψεις και επίβλεψη του ακινήτου, εκπόνηση τοπογραφικών διαγραμμάτων, υποβολή των οικείων φορολογικών δηλώσεων των επομένων ετών κ.λ.π.), ότι ο αναιρεσείων-ενάγων, στον οποίο η αναιρεσίβλητη είχε παραχωρήσει με σύμβαση χρησιδανείου και κατόπιν παρακλήσεώς του μέρος του επιδίκου για καλλιέργεια και τη βόσκηση του ποιμνίου του, ουδέποτε είχε τη νομή και την κυριότητα του (μείζονος) ακινήτου μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, η οποία έλαβε χώραν την 27-4-2007, ήτοι κατά πολύ μετά την μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης (13-3-1998) και την εγκατάσταση της αναιρεσίβλητης στο ακίνητο που είχε προηγηθεί (1994). Και βάσει των παραδοχών αυτών και της σχετικής ένστασης της αναιρεσίβλητης, με επικύρωση δε της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος ως απαράδεκτη, κατά μεν το διεκδικητικό της μέρος, που αφορούσε τμήμα του όλου επιδίκου, εκτάσεως 107 στρεμμάτων, λόγω της ασκήσεώς της μετά την παρέλευση της αποκλειστικής ως άνω πενταετούς προθεσμίας του άρθρου 1020 του ΚΠολΔ, κατά δε το αναγνωριστικό της μέρος, που αφορούσε το όλον ακίνητο, λόγω αποσβέσεως της διεκδικητικής αγωγής μετά τη συμπλήρωση της ειρημένης αποκλειστικής προθεσμίας. Με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου, από τους αρ. 1 και 19 (όχι και 17) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, υποστηρίζεται ότι το Εφετείο εσφαλμένα απέρριψε την ένσταση του αναιρεσείοντος περί μη εξετάσεως του μάρτυρα Δ. Ζ., δεχόμενο (το Εφετείο) ότι ο μάρτυρας αυτός δεν προσδοκά συμφέρον από την έκβαση της δίκης, όπως είχε ισχυρισθεί ο αναιρεσείων. Σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, η σχετική αυτή κρίση του δικαστηρίου, περί μη υπάρξεως δηλ. συμφέροντος του μάρτυρα, είναι ανέλεγκτη, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγμάτων, κατά συνέπειαν δε ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, σύμφωνα με την προαναφερθείσα επίσης διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Με τους λοιπούς, δεύτερο και τρίτο λόγους του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση των αρ. 1, 17 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται ότι το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι η εγκατάσταση της αναιρεσίβλητης στο επίδικο έγινε το έτος 1994, ενώ αποδεικνυόταν ότι η εγκατάσταση αυτή έγινε μόλις το έτος 2006, εκτιμώντας (το Εφετείο) εσφαλμένα τα προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα, ιδίως δε τις μαρτυρικές καταθέσεις, ως προς τον χρόνο της εγκαταστάσεως της αναιρεσίβλητης και την παραχώρηση στον αναιρεσείοντα (και στον αδελφό του Α.) του προειρημένου τμήματος του επιδίκου λόγω χρησιδανείου. Ενόψει του περιεχομένου αυτού των ανωτέρω λόγων αναιρέσεως είναι προφανές ότι προσβάλλεται με αυτούς η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου σχετικά με το ως άνω ζήτημα της εγκατάστασης της αναιρεσίβλητης στο επίδικο, επομένως δε και αφού από τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής της οικείας ως άνω διατάξεως του άρθρου 1020 του ΚΠολΔ (σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70 του ΚΠολΔ), και οι προβαλλόμενοι αυτοί λόγοι είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Κατ' ακολουθίαν πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12-7-2012 αίτηση του Β. Φ. για αναίρεση της υπ' αριθ. 203/2012 απόφασης του Εφετείου Πατρών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 28 Μαΐου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, 18 Ιουνίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή