Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Δικαστικά έξοδα, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Εξαιρετέος μάρτυρας. Προσδιορισμός αμέσου συμφέροντος. Μόνο η ιδιότητα του συζύγου δεν αρκεί. Μεταβίβαση ακινήτου παράγωγος και πρωτότυπος τρόπος. Προϋποθέσεις πράξεις νομής. Ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος λογίζεται ότι νέμεται για λοιπούς. Αντιποίηση νομής. Γνωστοποίηση. Γνώση συγκυρίου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ. Πότε ιδρύεται επίφαση εκ πλαγίου παραβιάσεως 559 αρ. 8 εδ. β. Πράγμα και ο λόγος έφεσης. Δεν ιδρύεται αν ο λόγος εφέσεως απορρίφθηκε ούτε αν λήφθηκαν υπόψη περιστατικά προκύψαντα από αποδείξεις. Δικαστικά έξοδα εις βάρος του αποδεχομένου την αγωγή. Η καταψήφιση είναι συνέπεια της αρχής της ήττας και δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας.
Αριθμός 1272/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Διονυσία Μπιτζούνη και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Π. Γ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Ναούμ Τζίφρα.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. συζύγου Π. Ν., το γένος Δ. Τ., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Σπυρίδωνα Τσιώτα
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-9-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Γυθείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 35/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 36/2014 του Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16-9-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 14-1-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 400 εδ. 3, 401 εδ. 2 και 403 Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται ότι η ιδιότητα του μάρτυρα ως συζύγου ή συγγενούς κάποιου διαδίκου δεν αποτελεί λόγο εξαιρέσεως, εφόσον δεν συνδέεται και με συγκεκριμένο συμφέρον του μάρτυρα, το οποίο εξαρτάται από το αποτέλεσμα της δίκης και είναι αναγκαία συνέπεια αυτής, η συνδρομή δε τούτου εναπόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αρκούσης γι’ αυτό και της πιθανολογήσεως. Ειδικότερα με τον ισχυρισμό περί εξαιρέσεως του μάρτυρα ή μη λήψεως υπόψη της καταθέσεώς του, πρέπει να προσδιορίζεται ποιο ακριβώς είναι το συμφέρον του από την σύμβαση της δίκης στην συγκεκριμένη περίπτωση ώστε να δύναται το δικαστήριο να εκτιμήσει και διαπιστώσει την ύπαρξή του, αλλιώς η ένσταση είναι αόριστη και απορριπτέα. Εξετέρου το συμφέρον του μάρτυρα πρέπει να είναι άμεσο με την έννοια ότι το δεδικασμένο η εκτελεστότητα ή οι αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης αφορούν και τον μάρτυρα, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει όταν ο μάρτυρας είναι απλώς συγγενής ή σύζυγος του διαδίκου, ακόμη δε και αναγκαίος κληρονόμος του. Το τελευταίο ισχύει και όταν μετά την εξέτασή του ο μάρτυρας, λόγω κληρονομικής διαδοχής, κατέστη διάδικος. Τέλος για να μη ληφθεί υπόψη η κατάθεση εξαιρετέου μάρτυρα θα πρέπει να έχει προταθεί εγκαίρως η ένσταση εξαιρέσεως πριν από την όρκισή του. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια των διατάξεων των αριθμών 8 εδ. β και 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., καθόσον το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την προταθείσα, από τον αναιρεσείοντα, ιδιότητα του μάρτυρα αποδείξεως, ως συζύγου της αναιρεσίβλητης και την λόγω της ιδιότητάς του αυτής αυτεπάγγελτη μη εξέτασή του ως εξαιρετέου μάρτυρα, ενώ στη συνέχεια και μετά τη διαπίστωση της ιδιότητας αυτής δεν κήρυξε άκυρη την εξέταση αυτή. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος καθόσον δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο ότι η ένσταση εξαιρέσεως του εν λόγω μάρτυρα και συζύγου της αναιρεσίβλητης προτάθηκε πριν από την όρκισή του, ούτε ότι προσδιορίστηκε κατά το χρόνο αυτό το άμεσο, από την έκβαση της δίκης, συμφέρον του μάρτυρα, μη αρκούσης προς τούτο, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, της ιδιότητας του μάρτυρα ως συζύγου και μόνο της αναιρεσίβλητης. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, ενώ η αιτίαση περί αυτεπάγγελτης έρευνας του συμφέροντος του μάρτυρα από την σύμβαση της δίκης είναι, κατά τα προεκτεθέντα, αβάσιμος, οι δε περιεχόμενες και στους λοιπούς λόγους της αναιρέσεως διάσπαρτες αιτιάσεις περί αποκρύψεως από την αναιρεσίβλητη και τον πληρεξούσιό της της προαναφερθείσας ιδιότητάς του μάρτυρα και περί μη διαπιστώσεως της ιδιότητάς αυτής από το δικαστήριο, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση των οικείων πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης (35/2012 Πολυμελούς Πρωτ. Γυθείου) προκύπτει ότι από τις αναφορές του μάρτυρα και του δικαστηρίου στον πεθερό και την πεθερά του μάρτυρα, ούτε αυτός και η πληρεξούσια δικηγόρος του απέκρυψαν την ως συζύγου της ενάγουσας ιδιότητά του, ούτε το δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε την ιδιότητά του αυτή, ο δε πληρεξούσιος του εναγομένου δεν ζήτησε την εξαίρεση του εν λόγω μάρτυρα, αλλά τη στάθμιση της καταθέσεώς του, ως συζύγου της ενάγουσας, χωρίς να προσδιορίζει το τυχόν άμεσο συμφέρον του και συνακόλουθα ο ισχυρισμός του αυτός ως αόριστος και ανεπίδεκτος έρευνας βάσιμα δεν λήφθηκε υπόψη μη ιδρυομένου από την παράλειψη αυτή αναιρετικού λόγου, αφού το δικαστήριο της ουσίας δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε αλυσιτελείς και αορίστους ισχυρισμούς. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ προκύπτει ότι παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως επί ακινήτου αποτελεί και η καθολική διαδοχή, από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά το χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ’ αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1045 και 1051 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα του νομέα να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας, το χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ’ αυτά πράξεις, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του, τέτοιες δε πράξεις, μεταξύ άλλων, είναι, εφόσον πρόκειται για οικία η επίβλεψη, η επίσκεψη, η χρήση, η κατοίκηση, η συντήρηση, η επισκευή, η ανοικοδόμηση βοηθητικών χώρων και εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο η αποδοχή της κληρονομιάς και η μεταγραφή της, καθώς και η καταβολή του οικείου φόρου, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 980 ΑΚ η νομή ασκείται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 983 του ίδιου κώδικα η νομή, ως δικαίωμα, μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του νομέως, από δε τις διατάξεις των άρθρων 787, 974, 980-984, 994 και 1113 ΑΚ, συνάγεται ότι ο κοινωνός, όπως και ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος ακινήτου, αν έχει στη νομή του ολόκληρο το κοινό πράγμα, λογίζεται ότι το κατέχει στο όνομα και των λοιπών κοινωνών συγκυρίων και επομένως δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία), πριν καταστήσει σ’ αυτούς γνωστό, ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο της μερίδας του ή ολόκληρο το κοινό πράγμα, αποκλειστικά στο όνομά του, ως κύριος, για δικό του αποκλειστικά λογαριασμό. Με την ανωτέρω προϋπόθεση, δύναται ο κατέχων ολόκληρο το κοινό πράγμα να αντιτάξει κατά των λοιπών συγκυρίων την κτήση με έκτακτη χρησικτησία, της οποίας αρχίζει τρέχουσα η προθεσμία από της ως άνω γνωστοποίησης. Τέτοια γνωστοποίηση, προς τους συγκυρίους, μπορεί να γίνει είτε ρητώς, είτε σιωπηρώς, με πράξεις που φανερώνουν την ως άνω απόφαση του κατέχοντος το πράγμα συγκυρίου, ενώ η για την αντιποίηση της νομής γνώση των λοιπών συγκυρίων μπορεί να προέλθει είτε από δήλωση του αντιποιουμένου τη νομή του κοινού, είτε από οποιονδήποτε άλλον (αντιπρόσωπό τους) και αρκεί η γνώση του συγκυρίου για την αντιποίηση του κατέχοντος το κοινό από οποιονδήποτε και αν προέρχεται.
Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθεται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπταν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ο παραπάνω λόγος είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί παραβίασε εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., γιατί πλήττει την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Τέλος "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική της βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, έντασης, ή αντένστασης. (Ολ.ΑΠ 25/2003). Ως "πράγματα" νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον σ’ αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός, νόμιμος και ορισμένος. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν ο λόγος εφέσεως απορρίφθηκε, ούτε αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξειδικεύουν την ιστορική βάση της αγωγής ή αν έλαβε υπόψη τέτοια περιστατικά μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της, ούτε αν εκθέτει περιστατικά ως εκ περισσού, τα οποία δεν στηρίζουν το διατακτικό του. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ’ αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων, από τους διαδίκους, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς τη διεκδικητική αγωγή του εξ αδιαιρέτου ποσοστού μιας οικίας της αναιρεσίβλητης κατά του συγκυρίου της οικίας αυτής και αντιποιηθέντος τη νομή της αναιρεσείοντος. "Ο Π. Π. Π. Π. κατά το χρόνο του θανάτου του (16-3-1955) ήταν κύριος νομέας και κάτοχος, εκτός των άλλων δεκαοκτώ αγρών και οικοπέδων με ή χωρίς ελαιόδενδρα, και μιας ανώγειας πέτρινης οικίας, που αποτελείται από ισόγειο όροφο - κατοικία, εμβαδού 80 τ.μ. και από πρώτο όροφο - κατοικία, ομοίως εμβαδού 80 τ.μ., είναι κτισμένη σε οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, εμβαδού 361,96 τ.μ., που βρίσκεται εντός των ορίων του οικισμού Νομίων του δημοτικού διαμερίσματος ... και συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία Ν. Π., νότια με δημοτική οδό, ανατολικά με ιδιοκτησία Ν. Π. και δυτικά με ιδιοκτησία Δ. Π.. Ο ως άνω αποβιώσας κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγό του Π. και τις θυγατέρες του Μ. (μητέρα της ενάγουσας), Θ. (μητέρα του εναγομένου) και Ο., κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου από την καθεμία. Η Μ. Π. ασκούσε στην οικία της προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό της πράξεις νομής αυτοπροσώπως και δια των συγκληρονόμων της, μητρός της Π. και αδελφής της Ο. που διέμεναν σαυτήν, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου από τις 16-3-1955 έως τον χρόνο του θανάτου της μητρός της Π. (17-2-1977), που απεβίωσε αδιάθετη και κληρονομήθηκε από τις θυγατέρες της, ύστερα δε, αυτοπροσώπως και δια της συγκληρονόμου αδελφής της Ο., και έως τον χρόνο του θανάτου της (21-2-1978) κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου. Ειδικότερα συμμετείχε στις δαπάνες για τις εργασίες συντήρησης και επισκευής της οικίας. Συγκεκριμένα το 1968 αντικατέστησε τα πορτοπαράθυρα με σιδερένια, το 1977 προέβη στην κατασκευή εξωτερικής τουαλέτας, φρόντιζε για την επισκευή και συντήρηση της υδατοδεξαμενής (στέρνας) και διατηρούσε την οικία λειτουργική με την αγορά επίπλων, ειδών οικοσκευής και ειδών θέρμανσης (ξυλόσομπα). Εξάλλου, μετέβαινε από τον Πειραιά, όπου κατοικούσε, στον οικισμό Νόμια και διέμενε στην οικία με την οικογένειά της (τον σύζυγό της Δ. Τ. και την ενάγουσα θυγατέρα της) κάθε έτος κατά τις περιόδους των διακοπών (κάθε καλοκαίρι επί ένα με δύο μήνες, τις εορτές Χριστουγέννων και του Πάσχα), δεδομένου ότι αυτή και ο σύζυγός της ήταν δάσκαλοι και είχαν ελεύθερους τους χρόνους διακοπών των σχολείων. Η ως άνω Μ. Π. κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την ενάγουσα κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου και τον σύζυγό της Δ. Τ., κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, ο οποίος απεβίωσε στις 17-6-1978 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την ενάγουσα θυγατέρα του. Η ενάγουσα και ο πατέρας της από τις 21-2-1978 έως τις 17-6-1978, ύστερα δε η ενάγουσα έως τον Απρίλιο του 2008 ασκούσαν στην επίδικη οικία της ίδιες ως άνω πράξεις νομής, προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό της οικίας, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά (3/12, 1/12 και 4/12 ή 1/3 εξ αδιαιρέτου αντιστοίχως). Συγκεκριμένα η ενάγουσα συνέχισε να μεταβαίνει στον οικισμό Νόμια και να διαμένει στην οικία με τον σύζυγό της και τα δύο τέκνα της τα καλοκαίρια και άλλα διαστήματα μέσα στον χρόνο (κυρίως Χριστούγεννα και Πάσχα) έχοντας τα κλειδιά της οικίας. Εξάλλου προέβαινε στις απαραίτητες εργασίες καθαρισμού της οικίας, στις αναγκαίες εργασίες συντήρησής της και στην αγορά και τοποθέτηση διαφόρων ειδών οικοσκευής (ψυγείο το έτος 1989, το οποίο αντικατέστησε με άλλο το 1999). Ακολούθως η ενάγουσα με την υπ’ αριθμ. .../20-3-2007 δήλωση αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβ/φου Σπάρτης Γεωργίας Αθανασούλια - Δεμπεγιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα, αποδέχθηκε τις ανωτέρω κληρονομίες (πατρική και μητρική). Επομένως η ενάγουσα κατά τον άνω χρόνο (1978, ΑΚ 1199 - ΑΠ 985/08 Δνη 49-770) κατέστη κυρία της επίδικης οικίας κατά το προαναφερόμενο ποσοστό (1/3 εξ αδιαιρέτου) με παράγωγο τρόπο, ήτοι με τη μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής κληρονομίας των γονέων της, αληθινών κυρίων, οι οποίοι είχαν στη νομή τους την επίδικη οικία κατά το προαναφερόμενο ποσοστό για χρονικό διάστημα είκοσι (20) και πλέον ετών, προσμετρουμένης στη δική τους νομή και της νομής της δικαιοπαρόχου τους Π. χήρας Π. Π. ή Π. (16-3-1955 έως 17-6-1978, 1045, 1051 ΑΚ). Άλλως, ήταν κυρία με έκτακτη χρησικτησία, αφού είχε αυτή στη συννομή της κατά το ως άνω ποσοστό για χρονικό διάστημα είκοσι (20) και πλέον ετών (1978 - 2008). Κατά συνέπειαν όταν ο εναγόμενος τον Απρίλιο του 2008 προέβη στην αλλαγή της κλειδαριάς της επίκοινης οικίας προσέβαλε το δικαίωμα συγκυριότητάς της (ενάγουσας) με αποβολή. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι μετά τον θάνατο του ως άνω Π. Π. Π. ή Π. (16-3-1955) οι προαναφερόμενοι κληρονόμοι του παραχώρησαν ατύπως την επίδικη οικία στην εξ αυτών Ο. Κ., η οποία έκτοτε ασκούσε αποκλειστική νομή σαυτήν, δεν αποδείχθηκε και αναιρείται κυρίως από 1) Την από 5-4-1967 επιστολή της Ο. Κ. στη μητέρα της ενάγουσας Μ. Τ., στην οποία (επιστολή) η πρώτη αναγράφει "....διότι στο δομάτιο αυτό .... εγώ πρέπει να το σάξω κομπλέ και εσή θα σάξετε τις προσιλιακέ πόρτε όπο είτονε ξανασαγμένες.... αυτό να ξέρετε θα στιχίσου είσα με 7.300 τρακόσες όλα τα έξοδα...", ότι δηλαδή αυτή (Ο. Κ.) πρέπει να φτιάξει κομπλέ το ένα δωμάτιο και ότι η αδελφή της Μ. Τ. και ο σύζυγός της, Δ. Τ., (οι οποίοι εννοούνται με την αντωνυμία "εσή") θα φτιάξουν στις προσηλιακές πόρτες, και ότι όλα αυτά θα στοιχίσουν ίσα με 7.300 δραχμές και 2) Την από 8-6-1967 επιστολή της Ο. Κ. και της μητέρας της Π. στη μητέρα της ενάγουσας, στην οποία (επιστολή) αναφέρουν ότι έλαβαν την πόρτα και τη σιδεριά, καθώς και το καλάθι με τα πράγματα. Επομένως από τις επιστολές αυτές συνάγεται με σαφήνεια ότι η μητέρα της ενάγουσας ήταν συννομέας της οικίας, όπως και η Ο. Κ., όχι μόνο κατά το έτος 1955, αλλά και κατά το έτος 1967 και μέχρι τον θάνατό της (21-2-1978) και συμμετείχε υπό την άνω ιδιότητά της στις δαπάνες συντήρησής της. Διότι διαφορετικά, εάν δηλαδή η Ο. Κ. ασκούσε νομή στην οικία αποκλειστικά για τον εαυτό της, όπως διατείνεται ο εναγόμενος, δεν θα καλούσε την αδελφή της Μ. να κατασκευάσει τις προσηλιακές πόρτες αυτής. Κατόπιν αυτών, όταν η Ο. Κ. δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../1987 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβ/φου Πειραιά Αικατερίνης Πολιτάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε στον εναγόμενο υιό της αδελφής της Θ.ς την επίδικη οικία ήταν κυρία αυτής μόνο κατά ένα ιδανικό μερίδιο (1/3 εξ αδιαιρέτου). Επομένως ο εναγόμενος δεν κατέστη, κατά τον άνω χρόνο, κύριος της οικίας και κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου που ανήκε στην ενάγουσα, κατά τα προαναφερθέντα. Εξάλλου, ο εναγόμενος δεν είχε κατά την κτήση της νομής την πεποίθηση ότι με τον τίτλο απέκτησε την αποκλειστική κυριότητα της επίδικης οικίας. Ειδικότερα δεν πίστευε ότι είχε αποκτήσει την κυριότητα ολόκληρης της επίδικης και δη ότι η θεία του Ο. ήταν αποκλειστική κυρία της μεταβιβασθείσας προς αυτόν οικίας ενόψει κυρίως του ότι : 1) Γνώριζε ότι η οικία ανήκε στον προς μητρός πάππο του Π. Π. Π. Π. και 2) ΣΤΟ συμβόλαιο μεταβίβασης δεν αναγράφεται ότι η δικαιοπάροχός του είχε αποκτήσει την κυριότητα ύστερα από άτυπη παραχώρηση της νομής το 1955 εκ μέρους των λοιπών συγκληρονόμων. Και ναι μεν στην αναφερόμενη και επισυναπτόμενη στον παραπάνω τίτλο κτήσεως υπ’ αριθμ. ...1987 βεβαίωση του Προέδρου της Κοινότητας ... Λακωνίας αναγράφεται ότι η Ο. Κ. μετά τον θάνατο του πατρός της κατοικούσε στην οικία έχουσα την απόλυτη κυριότητα, νομή και κατοχή της έως σήμερον, πλην όμως ο συντάκτης της παρέβλεψε τα δικαιώματα συννομής και συγκυριότητας των λοιπών συγκληρονόμων επί της κληρονομιαίας περιουσίας του ως άνω Π. Π. Π. ή Π.. Περαιτέρω, ο εναγόμενος κατά το χρονικό διάστημα από το 1987 έως το 2008 ουδέποτε γνωστοποίησε, με οποιοδήποτε τρόπο, στην ενάγουσα ότι νέμεται αποκλειστικά για τον εαυτόν του, ως κύριος, ολόκληρη την επίδικη οικία, ήτοι και κατά το επ’ αυτής ποσοστό της συννομέα ενάγουσας, ούτε είχε περιέλθει σε γνώση της ενάγουσας ότι ο εναγόμενος νέμεται, ως κύριος, την επίδικη και κατά το επ’ αυτής ιδανικό μερίδιο της ιδίας, ούτε η ενάγουσα είχε εκφράσει με οποιοδήποτε τρόπο τη βούλησή της να μην είναι συννομέας της επίδικης κατά το παραπάνω ιδανικό της μερίδιο. Αντιθέτως ο εναγόμενος έβλεπε την ενάγουσα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα (1987 - 2008) να μεταβαίνει στην οικία και να διαμένει με την οικογένειά της έχοντας δικά της κλειδιά κατά τα προαναφερθέντα και δεν προέβαλε καμία εναντίωση ή διαμαρτυρία. Και ναι μεν ο εναγόμενος προέβη σε χρόνο που δεν διακριβώθηκε, πάντως όχι ενωρίτερα από τα τέλη του έτους 2007, σε εργασίες ανακαίνισης και βελτίωσης της οικίας, καθώς και του περιβάλλοντος χώρου αυτής, πλην όμως θεωρείται ότι τις εργασίες αυτές εκτέλεσε και για λογαριασμό της ενάγουσας ως αντιπρόσωπος αυτής και κατά το εξ αδιαιρέτου ποσοστό της. Τέλος είναι αλήθεια ότι ο ανωτέρω Π. Π. Π. Π., δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../1949 συμβολαίου της συμβ/φου Πειραιά Ιωάννας Λυμπεροπούλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα και λόγω πωλήσεως στη θυγατέρα του και μητέρα της ενάγουσας Μ. μία οικία, που βρίσκεται στη θέση "..." του Δήμου Πειραιά. Όμως η μεταβίβαση αυτή, και αν ακόμη γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι υπεκρύπτετο δωρεά, ουδεμία ασκεί επιρροή στην προκείμενη υπόθεση, εφόσον δεν γίνεται επίκληση, ούτε εν πάση περιπτώσει ρητή αναφορά στο συμβόλαιο, ότι η μητέρα της ενάγουσας παραιτείται του δικαιώματός της επί της επίδικης οικίας. Το πρωτοβάθμιο επομένως δικαστήριο που αναγνώρισε την ενάγουσα συγκυρία, εκτός των άλλων που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, και της επίδικης οικίας κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου και υποχρέωσε τον εναγόμενο να της την αποδώσει κατά το ποσοστό της συγκυριότητάς της, ορθώς τις προσαχθείσες αποδείξεις εκτίμησε και δεν έσφαλε, είναι δε αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου δεύτερος και τέταρτος λόγοι εφέσεως".
Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που κατά το εκκληθέν, περί διεκδικήσεως του εξ αδιαιρέτου ποσοστού της επίδικης οικίας κεφάλαιο, είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά, που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα, ήταν αρκετά για την εφαρμογή των προδιαληφθεισών, περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου αποκτήσεως συγκυριότητας, διατάξεων, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι η ενάγουσα-αναιρεσίβλητη έγινε συγκυρία της επίδικης οικίας από νόμιμα γενομένη αποδεκτή και μεταγραφείσα κληρονομιά των γονέων της, οι οποίοι κατά το χρόνο του θανάτου τους ήταν συγκύριοι της επίδικης οικίας κατά τα αναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά και δη η μητέρα της από έκτακτη χρησικτησία και ο πατέρας της ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της συζύγου του και μητέρας της ενάγουσας, άλλως ότι η ενάγουσα ήταν συγκυρία από έκτακτη χρησικτησία και ότι ο εναγόμενος-αναιρεσείων δεν απέκτησε το επίδικο ποσοστό εξ αδιαιρέτου της οικίας παραγώγως και δη από αγορά, καθόσον η μεταβιβάσασα σ’ αυτόν λόγω πωλήσεως το ποσοστό αυτό θεία του Ο. Κ., δεν ήταν συγκυρία του ποσοστού που του μεταβίβασε και ότι προσέτι αυτός ούτε πρωτοτύπως απέκτησε το ποσοστό αυτό, καθόσον δεν είχε καλή πίστη, ώστε να συντρέξουν οι προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας, ενώ οι πράξεις νομής που έκανε στο επίδικο θεωρείται ότι έγιναν και για λογαριασμό της συγκυρίας ενάγουσας, αφού αυτός ουδέποτε προ του χρόνου της αποβολής (2008) είχε γνωστοποιήσει σ’ αυτήν ότι νέμεται και το ποσοστό της, αποκλειστικά, για δικό του λογαριασμό. Ενόψει τούτων οι από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αιτιάσεις των δεύτερου και τέταρτου από τους λόγους της αναιρέσεως, με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και ελλειπών αιτιολογιών, είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω οι ίδιοι λόγοι αναίρεσης κατά το μέρος, που με αυτούς ο αναιρεσείων προβάλλει αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, για τον συσχετισμό και ανάλυση των αποδείξεων, για τη μη αιτιολόγηση της αποδοχής ή μη των αποδεικτικών μέσων και δη των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, καθώς και για την επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτες, γιατί, υπό την επίφαση της εκ πλαγίου παραβιάσεως των παραπάνω διατάξεων, πλήττουν την ανέλεγκτη, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και περί την αποδοχή πραγματικών περιστατικών, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Εξάλλου οι αιτιάσεις των ίδιων λόγων, κατά τις οποίες το Εφετείο εσφαλμένα απέρριψε τους περιεχόμενους στους οικείους λόγους εφέσεως ισχυρισμούς, δεν ιδρύουν την επικαλούμενη από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ. β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αναιρετική πλημμέλεια, η οποία, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν στοιχειοθετείται όταν ο λόγος εφέσεως ερευνήθηκε και απορρίφθηκε, ενώ οι οικείες κατά του εξαχθέντος πορίσματος αιτιάσεις πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης οι αιτιάσεις των ίδιων λόγων κατά τις οποίες το Εφετείο δέχθηκε τη διενέργεια πράξεων νομής που δεν περιείχοντο στην αγωγή και ειδικότερα ότι δέχθηκε ότι η μητέρα της ενάγουσας συμμετείχε στις δαπάνες συντήρησης και επισκευής της ένδικης οικίας, ενώ στην αγωγή αναφέρεται ότι αυτή συντηρούσε το σπίτι, καθώς ότι, χωρίς τούτο να αναφέρεται στην αγωγή, δέχθηκε ότι η εν λόγω δικαιοπάροχος κατασκεύασε εξωτερική τουαλέττα και επισκεύασε την υδατοδεξαμενή, δεν ιδρύουν τον από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ. α του ίδιου άρθρου λόγο, αφενός μεν γιατί δεν αφορούν σε "πράγματα" υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, αφετέρου δε γιατί εξειδικεύουν, ως προκύπτουσες από τις αποδείξεις τις αναφερόμενες στο ιστορικό της αγωγής πράξεις νομής. Τέλος ο ισχυρισμός περί συνεισφοράς, ανεξάρτητα από την αοριστία του και από το ότι δεν υποβάλλεται στα πλαίσια διεκδικητικής αγωγής αλλά μόνο αγωγής περί κλήρου ή διανομής, είναι απαράδεκτος προεχόντως γιατί υποβάλλεται το πρώτον στον ‘ Αρειο Πάγο (άρθρ. 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), ενώ οι αιτιάσεις περί ελλειπών αιτιολογιών ως προς τη σύσταση δωρεάς υπέρ της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας δεν ιδρύουν τον επικαλούμενο από τη διάταξη του αρ. 19 του ίδιου άρθρου, λόγο, γιατί αφορούν σε παραδοχές της αποφάσεως που δεν πλήττονται αναιρετικά, αφού έχουν γίνει ως εκ περισσού και δεν στηρίζουν το διατακτικό της απόφασης. Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι δεύτερος και τέταρτος από τους λόγους της αναιρέσεως και ως προς όλες τις αιτιάσεις τους πρέπει να απορριφθούν. Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων 188 παρ. 2 και 177 Κ.Πολ.Δικ., προκύπτει ότι επί αποδοχής της αγωγής τα έξοδα της δίκης, που εν όλω ή εν μέρει, τερματίζεται με την αποδοχή, επιβάλλονται εις βάρος του διαδίκου που αποδέχεται, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 177, δηλαδή αν συντρέχει περίπτωση επιβολής τους εις βάρος του ενάγοντα, αν ανελέγκτως κριθεί ότι ο εναγόμενος, σωρευτικά, δεν προκάλεσε με τη στάση του την άσκηση της αγωγής και αμέσως μετά την άσκησή της αποδέχεται ή ομολογεί πλήρως τη βάση της. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 19, άλλως του αριθμού 8 εδ. β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. πλημμέλεια, γιατί αναιτιολόγητα, άλλως χωρίς να λάβει υπόψη την ομολογία-αποδοχή της αγωγής για τα 18 από τα 19 επίδικα ακίνητα, δέχθηκε ότι ο εναγόμενος-αναιρεσείων, βαρυνόταν με το σύνολο της πρωτόδικης δαπάνης, που είχε προσδιορισθεί σε 3000 Ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος γιατί για τα 18 από τα 19 ένδικα ακίνητα, για τα οποία έγινε αποδοχή της αγωγής δεν υφίσταται λόγος αναιρέσεως και συνακόλουθα δεν μπορεί να πληγεί ως προς αυτά αναιρετικά, μόνο η περί δικαστικής δαπάνης διάταξη, αλλά προσέτι είναι απαράδεκτος όσο μεν αφορά το κύριο μέρος του γιατί η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε, είναι συνέπεια της αρχής της ήττας και δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, κατά δε το επικουρικό μέρος του γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι επί ομολογίας-αποδοχής της αγωγής από τον εναγόμενο τα έξοδα βαρύνουν τον αντίδικό του, πράγμα το οποίο, κατά την παραπάνω διάταξη του άρθρου 188 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ. δεν συμβαίνει και αυτά βαρύνουν τον αποδεχόμενο, ενώ ανελέγκτως, δεν συνέτρεξε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 177 Κ.Πολ.Δικ.. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί, κατά το άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δικ., η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταθέσαντος παραβόλου. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δικ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-9-2014 αίτηση του Π. Γ. του Δ. κατά της Ε. συζ. Π. Ν., το γένος Δ. Τ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 36/2014 αποφάσεως του Εφετείου Καλαμάτας.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Νοεμβρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ