Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Νόμος επιεικέστερος, Λαθρεμπορία.
Περίληψη:
Λαθρεμπορία. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για λαθρεμπορία πετρελαίου σύμφωνα με το άρθρο 155 παρ.1 περ.8 του Ν. 2960/2001, ο οποίος, ως επιεικέστερος εφαρμόζεται, καίτοι η πράξη τελέστηκε πριν από την ισχύ του. Απορρίπτεται ως αόριστος ο ισχυρισμός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 158 του ως άνω νόμου, δεν έπρεπε να ασκηθεί ποινική δίωξη διότι το ποσό των αντιστοιχούντων δασμών δεν υπερβαίνει τις 70.000 ευρώ, αφού δεν ισχυρίζεται ότι παραιτήθηκε των κατά το άρθρο 152 του παρόντα Κώδικα ενδίκων μέσων, και ότι κατέβαλε άμεσα, μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης, το καταλογιζόμενο πολλαπλό τέλος από τον υπαίτιο λαθρεμπορίας ελαφράς μορφής. Απορρίπτει.
Αριθμός 1557/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές:Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μπότση, περί αναιρέσεως της 283/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Αθανάσιο Τσιοκάνη.
Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 947/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 100 παρ.1 του ν. 1165/1918 περί Τελωνειακού Κώδικος, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 2081/1939, λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων που υπόκεινται είτε σε εισαγωγικό δασμό, είτε σε εισπραττόμενο στα τελωνεία, τέλος, φόρο ή δικαίωμα, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής, ή σε άλλον, παρά τον ορισμένο απ' αυτήν τόπο ή χρόνο και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τους δασμούς, τέλη και δικαιώματα που εισπράττονται από αυτό, επί των εισαγομένων από την αλλοδαπή, ή εξαγομένων εμπορευμάτων και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν σε χρόνο διαφορετικό από εκείνο που ορίζεται από το νόμο. Ως λαθρεμπορία, κατά την παρ.2 περ. θ του ίδιου άρθρου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 του ν. 2096/1952, θεωρείται και η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που εισήχθησαν ή τέθηκαν σε κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Στην τελευταία αυτή μορφή καθιδρύεται αυτοτελής νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται στην αγορά, πώληση ή κατοχή από πρόσωπα, εκτός του εισαγωγέα, εμπορευμάτων που υπόκεινται σε εισαγωγικό δασμό, τέλος, φόρο δικαίωμα, που έχουν εισαχθεί εντός των συνόρων του Ελληνικού Κράτους, χωρίς άδεια της τελωνειακής αρχής, υποκειμενικώς δε για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος αυτού στην περίπτωση αυτή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, απαιτείται δόλος που συνίσταται στη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, κατά τον κρίσιμο χρόνο, του υπαιτίου, ότι το εμπόρευμα που αγόρασε, πώλησε ή κατέχει είναι προϊόν λαθρεμπορίας, κατά την πιο πάνω έννοια, καθώς και τη θέληση ή αποδοχή αυτού, να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τον οφειλόμενο δασμό, τέλος ή δικαίωμα. Οι περί λαθρεμπορίας ως άνω διατάξεις ίσχυσαν μέχρι την 1-1-2002. Έκτοτε, ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 155 επ. του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, ο οποίος προβλέπει για τον ένοχο της λαθρεμπορίας τις αυτές, με τις ίδιες διακρίσεις, ποινές φυλάκισης, καθώς και υπό την αυτή προϋπόθεση, χρηματική ποινή, που όμως είναι ίση με μόνη την αξία CIF, χωρίς δηλαδή προσαύξηση με τις δασμολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας ( βλ.άρθρ.102 και 107 του καταργηθέντος νόμου 1165/1918 και 157και 160 παρ.1-2 του νόμου 2960/2001) και ως επιεικέστερος, εφαρμόζεται και για τις πράξεις που τελέστηκαν προηγουμένως, οι οποίες δεν έχουν αμετακλήτως εκδικασθεί (άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ). Και κατά το άρθρο 155 παρ. 1 του Ν.2960/2001 λαθρεμπορία είναι α) η εντός του τελωνειακού εδάφους εισαγωγή ή εξ αυτού εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία χωρίς τη γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής αρχής ή σε άλλο από τον ορισμένο παρ' αυτής τόπο και χρόνο και β)οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ' αυτής εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχτηκαν κατά τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος . Ως λαθρεμπορία κατά την παράγραφο 2 περ. ζ του ιδίου άρθρου θεωρείται και η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας.
Με το άρθρο 103 παρ. 1 του ν. 1165/1918 ορίζεται ότι "οσάκις οι εις το αντικείμενον της λαθρεμπορίας αντιστοιχούντες δασμοί, φόροι και λοιπά δικαιώματα του δημοσίου δεν υπερβαίνουν εν συνόλω τας 10.000.000 δραχμάς ( όπως το ποσό αυτό αυξήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 6 εδ. δ' του ν. 2443/1996), δεν ασκείται ποινική δίωξις ή η αρξαμένη, εφ' όσον δεν εξεδόθη οριστική απόφασις καταργείται, εάν οι υπόχρεοι ήθελαν, παραιτούμενοι των κατά το άρθρο 99 του παρόντος καθοριζομένων ενδίκων μέσων, καταβάλει το καταλογιζόμενον αυτοίς πολλαπλούν τέλος κατά τας διατάξεις του άρθρου 97 του παρόντος". Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής η δυνατότητα του υπαιτίου λαθρεμπορίας ελαφριάς μορφής να καταργήσει με την καταβολή του πολλαπλού τέλους την ποινική δίωξη που άρχισε, δεν είναι χρονικά απεριόριστη, δηλαδή δεν επεκτείνεται μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, αλλά εξικνείται μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται για πρώτη φορά της εκδικάσεως της υποθέσεως, δηλαδή του πρώτου βαθμού, αφού μόνο έτσι επιτυγχάνεται ο σκοπός που επιδιώκεται με τη διάταξη αυτή. Αλλιώς, αν δηλαδή η ανωτέρω δυνατότητα υπήρχε και μεταγενεστέρως μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, τότε θα παρεχόταν στον ενδιαφερόμενο η ευχέρεια να αναμένει την κρίση των δικαστηρίων της ουσίας και σε περίπτωση καταδίκης του να επιτυγχάνει την ανατροπή της σχετικής αποφάσεως, με την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως και την καταβολή του πολλαπλού τέλους, πράγμα που προδήλως δεν περιλαμβανόταν στις προθέσεις του νομοθέτη. Ο ν. 1165/1918, όπως αναφέρθηκε, καταργήθηκε με το ν. 2960/2001 " Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", από 1.1.2002, αφότου άρχισε η ισχύς αυτού (άρθρο 185 ν. 2960/2001). Η αντίστοιχη προς εκείνη του άρθρου 103 παρ. 1 του ν. 1165/1918 διάταξη του άρθρου 158 παρ. 1 του ν. 2960/2001 προβλέπει για τον υπαίτιο της λαθρεμπορίας, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις την μη άσκηση ποινικής διώξεως ή την κατάργηση της ήδη ασκηθείσας, με μόνη τη διαφορά οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις, που αντιστοιχούν στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας, να μη υπερβαίνουν στο σύνολο τα εβδομήντα χιλιάδες (70.000) ευρώ. Ειδικότερα ορίζεται ότι "1. όταν οι στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας αντιστοιχούντες δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις δεν υπερβαίνουν στο σύνολο τα εβδομήντα χιλιάδες (70.000) ευρώ, δεν ασκείται ποινική δίωξη ή η αρξαμένη, εφόσον δεν εξεδόθη οριστική απόφαση καταργείται, εφόσον οι υπόχρεοι, παραιτούμενοι των, κατά το άρθρο 152 του παρόντα Κώδικα, καθοριζομένων ενδίκων μέσων, καταβάλλουν άμεσα το καταλογιζόμενο σ' αυτούς, κατά τις διατάξεις του άρθρου 150 του παρόντα Κώδικα, πολλαπλό τέλος, το οποίο καθορίζεται στο διπλάσιο των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, με την επιφύλαξη των ελαχίστων ορίων του τετάρτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 150 του παρόντος Κώδικα". Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού, δέχτηκε ότι " από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο ...την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά και την απολογία του κατηγορουμένου αποδείχτηκαν τα ακόλουθα? Ο κατηγορούμενος είναι ιδιοκτήτης πρατηρίου πώλησης υγρών καυσίμων στα .... Πατρών, αγοράζοντας προς μεταπώληση υγρά καύσιμα (βενζίνη Σούπερ, πετρέλαιο κίνησης κλπ) από την εταιρεία εισαγωγής και εμπορίας πετρελαιοειδών με την επωνυμία ..... Την 10 Ιουλίου 2000 και περί ώρα 11.30 οι υπάλληλοι του σώματος δίωξης οικονομικού εγκλήματος (ΣΔΟΕ) Δυτικής Ελλάδος, ..... και ..... (εξετασθέντες μάρτυρες κατηγορίας), διενεργώντας έλεγχο στην αγορά προς ανακάλυψη λαθρεμπορίας στα υγρά καύσιμα, μετέβησαν, εκτελώντας διατεταγμένη υπηρεσία, προς έλεγχο της διακίνησης καυσίμων στο πρατήριο του κατηγορουμένου και παρουσία του αδελφού του ......, δοθέντος ότι ο ίδιος απουσίαζε, έλαβαν δείγματα εις διπλούν από δύο δεξαμενές του πρατηρίου, που περιείχαν πετρέλαιο κίνησης, χωρητικότητας εκάστης 7.000 λίτρων. Κατά τη δειγματοληψία οι δεξαμενές αυτές περιείχαν 5300 λίτρα πετρέλαιο κίνησης η μία και 3600 λίτρα πετρέλαιο κίνησης η άλλη. Τα πρωτόκολλα δειγματοληψίας με αύξοντες αριθμούς 90 και 91 απεστάλησαν στο Γενικό Χημείο του Κράτους προς έλεγχο και το τελευταίο γνωμάτευσε ότι " πρόκειται για πετρέλαιο κίνησης μη κανονικό, γιατί έχει θειάφι 0,10 % η/η αντί του μέγιστου επιτρεπόμενου 0,035 % Μ/Μ", ότι" απαγορεύεται η διάθεση στην κατανάλωση του προϊόντος ως πετρέλαιο κίνησης, λόγω της περιεκτικότητάς του σε θειάφι" και ότι "πρόκειται για δείγμα πετρελαίου άγνωστης προέλευσης που διακινείται παράνομα". Την ως άνω ποσότητα των 14,000 λίτρων πετρελαίου κίνησης μη κανονικού, μέρος της οποίας διέθεσε στην αγορά σε πελάτες της επιχείρησής του, ο κατηγορούμενος, την προμηθεύτηκε και κατείχε χωρίς τα νόμιμα παραστατικά κτήσης της (δελτία αποστολής-τιμολόγια πώλησης), είχε δε αυτή εισαχθεί εντός των συνόρων του Ελληνικού Κράτους από τρίτο, χωρίς την άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής και χωρίς να καταβληθούν οι νόμιμοι δασμοί, τέλη και φόροι προς το Δημόσιο, γεγονός που το γνώριζε ο κατηγορούμενος κατά την κτήση και την κατοχή της ως άνω ποσότητας. Η γνώση του αυτή προκύπτει και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, έχοντας γνώση και πείρα των συναλλαγών που αφορούν την εισαγωγή στην Ελληνική Επικράτεια υγρών καυσίμων και της εν γένει διακίνησης τους στην εσωτερική αγορά, γνωρίζοντας δηλαδή ότι τα υγρά καύσιμα υπόκεινται σε καταβολή εισαγωγικών δασμών, και τελών, καθώς και ότι η όλη διαδικασία τους, (εισαγωγή, επεξεργασία, διάθεση στην εσωτερική κατανάλωση), γίνεται μόνο από νομίμως συνεστημένες εταιρίες, οι οποίες προμηθεύουν τα κατά τόπους νομίμως λειτουργούντα πρατήρια εμπορίας υγρών καυσίμων με διάφορα πετρελαιοειδή προϊόντα και με νόμιμα παραστατικά έγγραφα (τιμολόγια κ. ά.), εν τούτοις αυτός προμηθεύτηκε την ως άνω ποσότητα υγρών καυσίμων (14,000 λίτρα πετρέλαιο κίνησης μη κανονικό) από πρόσωπο ή πρόσωπα που την κατείχαν παράνομα ως προϊόν λαθρεμπορίας, χωρίς κανένα απολύτως νομιμοποιητικό έγγραφο κατοχής, έχοντας τη βούληση με την ενέργειά του αυτή να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τους οφειλόμενους και στην προαναφερθείσα ποσότητα υγρών καυσίμων, αναλογούντες δασμούς, φόρους και τέλη, (ειδικός φόρος κατανάλωσης, ειδικό τέλος κ.λ.π.), που ανέρχονταν τότε (10 Ιουλίου 2000) σε 1.666.971 δρχ. 4892,06 ευρώ, με βάση την από 24 Ιανουαρίου 2001 έκθεση προσδιορισμού διαφυγόντων δασμών και λοιπών φόρων για κατοχή και πώληση πετρελαίου μη κανονικού ως πετρελαίου κίνησης της υπηρεσίας ΣΔΟΕ Δυτικής Ελλάδος, (ειδικότερος προσδιορισμός στην απόφαση του προσώπου που είχε εισαγάγει λαθραίως την ποσότητα των υγρών αυτών καυσίμων και την είχε προμηθεύσει στον κατηγορούμενο παράνομα, καθώς και του χρόνου εισαγωγής της ποσότητας αυτής, δεν είναι απαραίτητος για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης, για την οποία, εν προκειμένω, αρκεί ο προσδιορισμός της κατοχής και διάθεσης αυτής από τον κατηγορούμενο, τελώντας εν γνώσει ότι πρόκειται για λαθρεμπορικά εμπορεύματα και αποσκοπώντας ν' αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από εισαγωγικούς δασμούς, φόρους και τέλη. Άλλωστε, η γνώση του κατηγορουμένου για τη λαθρεμπορική προέλευση της συγκεκριμένης ποσότητας καυσίμων, την οποία, όπως προαναφέρθηκε, διέθεσε στη συνέχεια στην εσωτερική κατανάλωση ως πετρέλαιο κίνησης χωρίς παραστατικά αγοράς, ενισχύεται και από το γεγονός ότι καύσιμα που τελωνίστηκαν και καταβλήθηκαν γι αυτά δασμοί και φόροι, θα ήταν παράλογο να διακινούνται χωρίς τα νόμιμα παραστατικά αγοράς, Ο κατηγορούμενος, αποκρούοντας την κατηγορία, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι αποκλειστικός προμηθευτής του πρατηρίου του με υγρά καύσιμα είναι η εταιρία πετρελαιοειδών "....." , η οποία, πριν από τον έλεγχο και τη λήψη των δειγμάτων πετρελαίου κίνησης από τις δύο δεξαμενές του πρατηρίου του, που έγινε την ... από τους προαναφερθέντες υπαλλήλους του ΣΔΟΕ, του είχε παραδώσει στις δεξαμενές αυτές πετρέλαιο κίνησης με βυτιοφόρο οδηγούμενο από το ..... , τη μια φορά την 16 Ιουνίου 2000 ποσότητα 4100 λίτρων πετρέλαιο κίνησης και την άλλη, την 30 Ιουνίου 2000 ποσότητα 2850 λίτρων, εκδοθέντων από την προμηθεύτρια εταιρία των υπ' αριθ. .... και ..... Δ.Α.-Τ.Μ. παραστατικών, τα οποία ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε με το απολογητικό του υπόμνημα προς τη Γ' Ανακρίτρια Πατρών, και προσκόμισε για να δικαιολογήσει ότι για την επίδικη ποσότητα πετρελαίου κίνησης είχε νόμιμα παραστατικά αγοράς από την προμηθεύτρια εταιρία πετρελαιοειδών. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός δεν είναι βάσιμος και τα προσκομισθέντα από αυτόν (κατηγορούμενο) παραστατικά αγοράς δεν έχουν καμιά σχέση με την ποσότητα των 14.000 λίτρων πετρελαίου κίνησης, από την οποία λήφθηκαν τα δείγματα προς έλεγχο από τους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ, διότι ο κατηγορούμενος, καίτοι του ζητήθηκαν, δεν παρέδωσε για τον έλεγχο και τη διασταύρωση των ισχυρισμών του και τα αντίστοιχα δείγματα του βυτιοφόρου των ως άνω προσκομισθέντων από αυτόν παραστατικών (ΔΑ-ΤΜ), τα οποία (δείγματα) υποχρεωτικώς αναγράφονται στα παραστατικά αυτά, απεικονιζόμενα με αριθμό, και παραδίδονται από την προμηθεύτρια των καυσίμων στον πρατηριούχο κατά την παράδοση προς κατοχύρωση τούτου. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, όπως και πρωτοδίκως, για την πράξη της λαθρεμπορίας κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας".
Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά, και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις προδιαληφθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε και εκ πλαγίου, και ως εκ τούτου, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ. Κατά τα λοιπά, κατά το μέρος που σε αυτήν, με την επίκληση κατ' επίφαση ελλείψεως της επιβαλλόμενης αιτιολογίας, πλήττει την ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο ουσιαστική κρίση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί.
Ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δια του συνηγόρου του ότι η πράξη που του αποδίδεται δεν υπάγεται στις διατάξεις με τις οποίες κατηγορείται, διότι δεν εισήγαγε ο ίδιος την ανωτέρω ποσότητα πετρελαίου και επομένως δεν συντρέχει το στοιχείο της προϋπόθεσης λαθρεμπορίας. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός και δεν ήταν υποχρεωμένο το Δικαστήριο να διαλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψή του. Παρά ταύτα όμως με την περί ενοχής του αναιρεσείοντα κρίση του αιτιολογημένα απήντησε στον ισχυρισμό αυτόν και αιτιολόγησε την απόρριψή του.
Περαιτέρω ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, ότι παραπέμπεται με τις διατάξεις του νόμου 2960/2001, από την έναρξη εφαρμογής του οποίου (1-1-2002) καταργήθηκαν οι διατάξεις του Ν. 1165/1918, υπό το καθεστώς των οποίων φέρεται τελεσθείσα η πράξη της λαθρεμπορίας και επομένως, αφού εφαρμόστηκαν οι νεότερες διατάξεις, δεν έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 158 του Ν. 2960/2001 να ασκηθεί ποινική δίωξη, αφού αυτή ασκήθηκε μετά την ισχύ του νέου νόμου και το ποσό των αντιστοιχούντων δασμών δεν υπερβαίνει τις 70.000 ευρώ. Ο ισχυρισμός όμως αυτός ήταν αόριστος και το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, αφού ο αναιρεσείων δεν ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε άμεσα το καταλογιζόμενο σ' αυτόν πολλαπλό τέλος, ούτε ότι προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σχετική βεβαίωση περί τούτου της αρμοδίας τελωνιακής υπηρεσίας, ενώ δεν χωρεί η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 158 παρ.1 για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη.
Για τους λόγους αυτούς είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα.
Τέλος, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 2408/1996, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται, για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέρα από τα τρία έτη για πλημμελήματα. Σύμφωνα δε με το άρθρο 320 του ΚΠΔ η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία αρχίζει με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδάφ. β', 370 στοιχ. β' και 511, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003, του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναίρεσης, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, και περιέχεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509, ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναίρεσης, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, ο οποίος κρίθηκε και βάσιμος. Περαιτέρω, το δικαστήριο που κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο για πλημμέλημα, δεχόμενο χρόνο τέλεσης της πράξης, ο οποίος απέχει από το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης, περισσότερο από πέντε χρόνια και λιγότερο από οκτώ, εφόσον δεν υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο αυτοτελής ισχυρισμός περί παραγραφής, δεν έχει υποχρέωση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρει στην απόφασή του, ότι επήλθε αναστολή της παραγραφής, κατά τα συνδυαζόμενα άρθρα 113 του ΠΚ και 320 του ΚΠΔ και άρα, ότι δεν εξαλείφθηκε με την παραγραφή το αξιόποινο της πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος.
Στην εξεταζόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, κατά το κατηγορητήριο και την πρωτόδικη υπ' αριθμ. 86/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, το ως άνω έγκλημα τελέστηκε τον Ιούλιο του 1999 και μέχρι τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης στις 2-2-2004 δεν είχε συμπληρωθεί πενταετία, ούτε υποβλήθηκε ένσταση περί εξαλείψεως του αξιοποίνου λόγω παραγραφής. Είχε προηγηθεί μέσα στην πενταετία η επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος στις ....., όπως φαίνεται από το αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα .... και συνεπώς άρχισε η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία. Κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ύστερα από ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και ιδίως της από .... έκθεσης ελέγχου του ΣΔΟΕ, το ως άνω έγκλημα τελέστηκε τον Ιούλιο του έτους 2000. Η μεταβολή του χρόνου παραγραφής σε μεταγενέστερο χρόνο δεν είναι ανεπίτρεπτη, αφού δεν επηρεάζει το χρόνο της παραγραφής. Η πληττόμενη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 6-2-2007 και κατά τη δημοσίευσή της δεν είχε συμπληρωθεί οκταετία. Από τα πρακτικά της ως άνω απόφασης προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δεν υπέβαλε ισχυρισμό περί εξαλείψεως του αξιοποίνου λόγω μη αναστολής της παραγραφής και συνεπώς το Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την αναστολή της, είναι δε αβάσιμη και απορριπτέα η υπό στοιχείο 2 σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος που υποστηρίζει τα αντίθετα.
Μετά από αυτά, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της, ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 22 του Ν. 3693/1957 και 183 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-5-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ.283/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος Ελληνικού Δημοσίου, που ορίζει σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ