Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Τοκογλυφία.
Περίληψη:
Έννοια τοκογλυφίας. Τρόποι τέλεσης τοκογλυφίας. Πότε η τοκογλυφία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα. Η τοκογλυφία μετά την ισχύ του Ν. 2721/1999 (3-6-1999) διώκεται αυτεπαγγέλτως. Ορθή και αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων για τοκο-γλυφία κατ’ εξακολούθηση κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή ο χαρακτηρισμός με τον οποίο είναι γνωστή στην νομική ορολογία καθιστά αόριστο τον ισχυρισμό και το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε ένα τέτοιο ισχυρισμό και μάλιστα με ειδική αιτιολογία. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.
Αριθμός 793/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1. που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Ρομποτή, για αναίρεση της με αριθμό 241/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταύρο Μακαρώνα.
Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 366/2007.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 404 Π.Κ., όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν.2721/3.6.1999, "1. Όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιαδήποτε πίστωσης, ανανέωσής της ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα, την απειρία ή την ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή. 2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και: α) όποιος, ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, β) Όποιος απαλλοτριώνει παραπέρα ή δίνει ως ενέχυρο κάποια απαίτηση που απέκτησε και που είναι του είδους που αναφέρεται στην παρ. 1 ή στην παρ. 2 στοιχ. α' ή επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν απ' αυτήν την απαίτηση.3 Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις των παρ. 1 και 2, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή. 5. Η ποινική δίωξη των πράξεων των παρ. 1 και 2 ασκείται ύστερα από έγκληση". Με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν.2721/3.6.1999 επήλθε νομοθετική μεταβολή στις ποινικές κυρώσεις του ανωτέρω εγκλήματος της τοκογλυφίας και ειδικότερα, στη μεν παράγραφο 1 του άρθρου 404 Π.Κ. η φράση "με φυλάκιση μέχρι δύο ετών" αντικαταστάθηκε με τη φράση "με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών", στη δε παράγραφο 3 του άρθρου αυτού η φράση "με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών" αντικαταστάθηκε με τη φράση "με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών", ενώ η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου καταργήθηκε. Όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις για την ποινική δίωξη της πράξεως της τοκογλυφίας με την επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσής της πριν από την τροποποίηση του άρθρου 404 του ΠΚ με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν.2721/1999 δεν απαιτούνται έγκληση. Η έγκληση προβλεπόταν μόνο για τις πράξεις της τοκογλυφίας στις παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού (αυτές δηλαδή που δεν τελούνταν κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια κατά την παράγραφο 3) από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, η οποία καταργήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 8 εδ. γ' του ως άνω νόμου 2721/3.6.199, από της ισχύος του οποίου για την ποινική δίωξη, κάθε μορφής τοκογλυφίας δεν απαιτείται πλέον έγκληση. Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 1 και 2 εδ. α' του Π.Κ. σαφώς προκύπτει ότι σ' αυτές προβλέπονται δύο αυτοτελείς και διακεκριμένες πράξεις τοκογλυφίας. Ειδικότερα στην πρώτη παράγραφο προβλέπεται η υπό στενή έννοια αισχροκέρδεια ή καταπλεονέκτηση, η οποία συνίσταται, πλην άλλων, στην κατά τη σύναψη πιστωτικής δικαιοπραξίας εκμετάλλευση της ανάγκης κ.λ.π. εκείνου που λαμβάνει την πίστωση. Στην δε παράγραφο 2 εδ. α' προβλέπεται η κυρίως τοκογλυφία, η οποία συνίσταται στη συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου κατά τη σύναψη, παράταση προθεσμίας ή ανανέωση συμβάσεως δανείου χρημάτων και όχι άλλης πιστωτικής δικαιοπραξίας, χωρίς να προσαπαιτείται στην περίπτωση αυτή η εκμετάλλευση της ανάγκης κ.λ.π. του λαμβάνοντος το δάνειο. Περαιτέρω, το έγκλημα της κυρίως τοκογλυφίας, όπως συνάγεται από το άρθρο 404 παρ. 2 εδ. α' Π.Κ., θεωρείται συντελεσμένο και αποπερατωμένο με τη συνομολόγηση της τοκογλυφικής συμβάσεως και μάλιστα κατά την αρχική σύναψη ή τη μεταγενέστερη παράταση ή και την ανανέωση, έστω και αν στο οφειλόμενο κεφάλαιο συμποσούνται και οι μέχρι τότε παράνομοι τόκοι και εμφανίζονται ενιαίως στο νέο οριστικοποιηθέν κεφάλαιο. Λαμβανομένου δε υπόψη, ότι είναι έγκλημα διακινδυνεύσεως περιουσίας, δεν είναι αναγκαίο να επέλθει πραγματική ουσιαστική βλάβη στον φερόμενο ως παθόντα, ήτοι δεν επιβάλλεται η λήψη των τοκογλυφικών ωφελημάτων. Ως λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται όχι μόνον η είσπραξη χρημάτων, αλλά και η παραλαβή αξιογράφων, τα οποία ενσωματώνουν τόκους μη νομίμους, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη ή η επιδίωξη αυτών. Οι ανωτέρω τρόποι τελέσεως του εγκλήματος της τοκογλυφίας, δηλαδή η με συνομολόγηση, με λήψη ή με επιδίωξη τοκογλυφικών ωφελημάτων, είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους και τελούν, εφόσον πραγματωθούν, σε αληθινή πραγματική και όχι φαινομένη συρροή, δυνάμενοι να εμφανισθούν και με τη μορφή του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, κατά την έννοια του άρθρου 98 Π.Κ., εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του τελευταίου, δηλαδή περισσότερες πράξεις που περιέχουν πλήρη τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως κάθε εγκληματικής πράξης από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 404 Π.Κ. και απέχουν χρονικώς μεταξύ τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καλύπτονται από την ενότητα του δόλου του δράστη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' Π.Κ. "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει,. Όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, δηλαδή τέλεση του εγκλήματος με περισσότερες από μια φορές, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπό του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση της πράξεως υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την αξιούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τί προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση επίσης εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσεις ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 241/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς και την απολογία του κατηγορουμένου), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά μήνα Ιανουάριο του έτους 1998 ο εκκαλών κατηγορούμενος, ο οποίος διατηρεί στην ....... κατάστημα εμπορίας υδραυλικών ειδών και ειδών υγιεινής, χορήγησε στην εγκαλούσα Ψ1 δάνειο ύψους 1.200.000 δραχμών, χωρίς να ορίσουν συγκεκριμένη ημερομηνία απόδοσης αυτού, αλλά με τη συμφωνία, ότι μέχρι την εξόφληση του ως άνω ποσού η εγκαλούσα θα του κατέβαλε το ποσό των 100.000 δραχμών το μήνα ως τόκο, ήτοι συμφωνήθηκε ετήσιο επιτόκιο 100% ενώ το νόμιμο επιτόκιο δικαιοπρακτικού τόκου κυμάνθηκε από 9.1.1998 έως 30.3.1998 σε ποσοστό 25%, από 31.3.1998 έως 31.1.1999 σε ποσοστό 21% και από 4.1.1999 έως το Μάρτιο του έτους 1999 σε ποσοστό 19% ετησίως. Σε εκπλήρωση της ως άνω συμφωνίας τους η εγκαλούσα κατέβαλε στον εν λόγω κατηγορούμενο, δια μέσου του υπ' αυτού και ως οργάνου του χρησιμοποιουμένου Γ1, α)στις 3.10.1998, ποσό 100.000 δραχμών, β) στις 16.11.1998, ποσό 100.000 δραχμών, γ) στις 17.1.1999, το ποσό 100.000 δραχμών και δ) στις 22.2.1999, το ποσό 100.000 δραχμών. Ακολούθως, στις 13.3.1999 οι ανωτέρω συμφώνησαν τα εξής: Ο κατηγορούμενος εχορήγησε επιπλέον δάνειο στην εγκαλούσα ύψους 2.000.000 δραχμών, στο οποίο συνυπολογίσθηκε και το αρχικό δάνειο ύψους 1.200.000 δραχμών, όπως προαναφέρθηκε και έτσι, το όλο δάνεισμα ανήλθε στο συνολικό ποσό των 3.200.000 δραχμών, το οποίο και έπρεπε να αποδοθεί κατά την 20.3.2000. Ως τόκος του ως άνω ποσού συμφωνήθηκε το ποσό των 2.260.000 δραχμών, ο οποίος υπερέβαινε το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, αφού αυτός αντιστοιχούσε σε επιτόκιο άνω του 70% ετησίως ενώ το νόμιμο επιτόκιο δικαιοπρακτικού τόκου ανήρχετο από 13.3.1999 έως 16.1.2000 σε 19% ετησίως, από 17.1.2000 έως 26.1.2000 σε 15,5% ετησίως, από 27.1.2000 έως 28.3.2000 σε 16% και από 9.3.2000 έως 28.3.2000 σε ποσοστό 15,25% ετησίως και ως εκ τούτου ο νόμιμος τόκος για το από 13.3.1999 ως 20.3.2000 χρονικό διάστημα για το ως άνω κεφάλαιο των 3.200.000 δραχμών ανήρχετο στο ποσό των 596.778 δραχμών. Χάριν της καταβολής του συνολικού ποσού των 5.460.000 δραχμών η εγκαλούσα αποδέχθηκε 11 συναλλαγματικές σε διαταγή του κατηγορουμένου λήξεως όλων την 20.3.2000, εκ των οποίων οι 10 συναλλαγματικές ήταν ποσού 500.000 δραχμών η καθεμία και η 11η ποσού 460.000 δραχμών, ήτοι συνολικού ποσού 5.460.000 δραχμών. Ακολούθως ο κατηγορούμενος, στις 23.3.2000 κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου αίτηση με την οποία εζήτησε και επέτυχε την έκδοση της υπ' αριθμό 136/2000 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου με την οποία υποχρεώθηκε η εγκαλούσα να του καταβάλει το ως άνω χρηματικό ποσό, νομιμοτόκως από της λήξεως των ως άνω συναλλαγματικών κ.λ.π. Με βάση την ως άνω διαταγή πληρωμής ο κατηγορούμενος επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση και εν συνεχεία εκπλειστηριασμό ενός διαμερίσματος κατοικίας που βρίσκεται στην επί της .... αρ. .... κειμένη πολυκατοικία, το οποίο και κατακυρώθηκε στον ίδιο. Η εκ μέρους της εγκαλούσας υπογραφή της από ...... έγγραφης σύμβασης δανείου, με την οποία αυτή παραδέχεται, ότι στις 13.3.1999 έλαβε από τον κατηγορούμενο ως δάνειο ποσό 5.200.000 δραχμών αποδοτέο στις 20.3.2000 με ετήσιο επιτόκιο 5%, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και έλαβε χώρα προς αποτροπή του εκπλειστηριασμού του ως άνω περιουσιακού της στοιχείου. Τον κατηγορούμενο ως παρέχοντα δάνεια σε κατοίκους του Ν.Κορινθίας εγνώρισε - συνέστησε ο εξετασθείς μάρτυρας ......., ο οποίος λογικώς και αναγκαίως εγνώριζε ότι ο κατηγορούμενος επιδιδόταν στη χορήγηση δανείων, ύψους πολλών εκατομμυρίων σε διάφορους Κορίνθιους με αντάλλαγμα τη λήψη υπερβολικών τόκων. Η δραστηριότητα αυτή του κατηγορουμένου καθίσταται εμφανής και ως εκ του ότι κατόπιν αιτήσεών του έχουν εκδοθεί αρκετές διαταγές πληρωμής σε βάρος ατόμων που αυτός είχε δανείσει σοβαρά χρηματικά ποσά. Από την προεκτεθείσαν προς την εγκαλούσα επιδειχθήσαν συμπεριφορά του κατηγορουμένου, τη χορήγηση υπ' αυτού δανείων σοβαρών χρηματικών ποσών σε τρίτα πρόσωπα, τη χρησιμοποίηση υπ' αυτού παρενθέτου προσώπου (Γ1) για την είσπραξη χρημάτων από τους οφειλέτες του κ.λ.π., προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ενεργούσε κατ' επάγγελμα, και με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, έχοντας μετατρέψει το ως άνω κατάστημά του σε τόπο συνομολόγησης δανείων, χρησιμοποιούσε παρένθετο πρόσωπο για την είσπραξη καταβαλλομένων σ' αυτόν από τους δανειολήπτες χρημάτων, εδάνειζε υπέρογκα χρηματικά ποσά κ.λ.π. και ακόμη είχε αποκτήσει σταθερή ροπή προς τέλεση παρομοίων πράξεων ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Κατ' ακολουθίαν όλων των παραπάνω πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της αποδιδομένης σ' αυτόν πράξεως εκ της οποίας η λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων στις 16.11.1998, 17.1.1999 και 22.2.1999 ποσού 100.000 δραχμών την κάθε φορά και η συνομολόγηση και λήψη στις 13.3.1999 τοκογλυφικών ωφελημάτων ύψους 2.260.000 δραχμών αντί των νομίμων εκ δραχμών 596.778, διώκονται και τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, αφού τελέσθηκαν προ της 3.6.1999 (ημεροχρονολογία ισχύος του Ν.2721/1999), η δε επιδίωξη της εκπλήρωσης του ποσού των 5.460.000 δραχμών στις 23.3.2000 σε βαθμό κακουργήματος....Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί κηρύξεως ως απαράδεκτης της κατ' αυτού ασκηθείσας ποινικής δίωξης ελλείψει εκπροθέσμου υποβολής της σχετικής εγκλήσεως είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού για τις πράξεις αυτές που τελέσθηκαν κατ' επάγγελμα, δεν απαιτείτο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 3 και 5 Π.Κ., όπως αυτές ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους από το Ν.2721/1999 (βλ. Α.Π. 967/2004)...." έγκληση. Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ειδικότερα για δύο μερικότερες πράξεις τελεσθείσες κατά το χρονικό διάστημα από 3.10.1998 έως 22.2.1999 και 13.3.1999 σε βαθμό πλημμελήματος και για μία μερικότερη πράξη σε βαθμό κακουργήματος τελεσθείσα στις 23.3.2000, επέβαλε δε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης 8 μηνών για κάθε μια από τις δύο πλημμεληματικές πράξεις της τοκογλυφίας και ποινή φυλάκισης 3 ετών για την κακουργηματική πράξη της τοκογλυφίας και συνολική ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών και οκτώ (8) μηνών μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' Π.Κ. Από τις προαναφερόμενες παραδοχές και από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αυτή περιέχει τ' απαιτούμενα κατά την προπαρατεθείσα μείζονα νομική σκέψη στοιχεία για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του, καθώς, επίσης και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ', 98 και 404 του Π.Κ., τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Περαιτέρω σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: 1) αναφέρονται στην αιτιολογία της απόφασης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη καταδικαστική κρίση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τί προκύπτει από το καθένα, αρκεί ότι τα εξετίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των από ..., ...., .... και ...... αποδείξεων ποσού 100.000 δραχμών της κάθε μίας που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, αναγόμενη στην ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν μπορεί να δημιουργήσει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, 2) αιτιολογούνται με σαφήνεια και πληρότητα οι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της τοκογλυφίας, καθόσον αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ακόλουθη αιτιολογία "Από την προεκτεθείσαν προς την εγκαλούσα επιδειχθείσαν συμπεριφορά του κατηγορουμένου, η χορήγηση υπ' αυτού δανείων σοβαρών χρηματικών ποσών σε τρίτα πρόσωπα, τη χρησιμοποίηση υπ' αυτού παρενθέτου προσώπου (Γ1) για την είσπραξη χρημάτων από τους οφειλέτες του προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ενεργούσε κατ' επάγγελμα και με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, έχοντας μετατρέψει το ως άνω κατάστημά του σε τόπο συνομολογήσεως δανείων, χρησιμοποιούσε παρένθετο πρόσωπο για την είσπραξη καταβαλλομένων σ' αυτόν από τους δανειολήπτες χρημάτων, εδάνειζε υπέρογκα χρηματικά ποσά κ.λ.π. και ακόμη είχε αποκτήσει σταθερή ροπή προς τέλεση παρομοίων πράξεων ως στοιχείο της προσωπικότητάς του", με την οποία δια της αναφοράς σ' αυτήν των ανωτέρω συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, θεμελιώνονται πλήρως οι παραπάνω επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθειαν τελέσεως του εγκλήματος της τοκογλυφίας. Εξάλλου, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκτίθενται αν κατά τη σύναψη της σύμβασης παροχής του δανείου ή την ανανέωσή της ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής υπήρξε εκ μέρους του εκμετάλλευση της ανάγκης ή της απειρίας της εγκαλούσας, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, διότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κυρίως τοκογλυφίας για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων δεν προσαπαιτείται σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσας, η εκμετάλλευση της ανάγκης κ.λ.π. του λαμβάνοντος το δάνειο. Εξάλλου η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το Δικαστήριο της ουσίας καταδικάζοντας αυτόν αντί να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη για τις δύο πλημμεληματικές πράξεις της τοκογλυφίας που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα από 3.10.1998 έως 22.2.1999 η μιά και στις 13.3.1999 η άλλη, ήτοι πριν από τις 3.6.1999 που άρχισε να ισχύει ο Ν.2721/1999 και με το άρθρο 14 παρ. 8 εδ. γ' αυτού καταργήθηκε η παρ. 5 του άρθρου 404 του Π.Κ., διότι για την ποινική δίωξη των πράξεων αυτών απαιτούνταν έγκληση, η οποία, όμως, υποβλήθηκε από την εγκαλούσα μετά την πάροδο της υπό του άρθρου 117 παρ. 1 του Π.Κ. οριζόμενης τρίμηνης προθεσμίας, υπερέβη την εξουσία του είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, οι ανωτέρω πράξεις της τοκογλυφίας τελέστηκαν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και επομένως, για τη δίωξη αυτών, όπως προαναφέρθηκε, δεν απαιτούνταν έγκληση. Σημειώνεται ότι η ιδιαίτερη μνεία στο τέλος του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η πράξη της τοκογλυφίας που έλαβε χώρα στις 23.3.2000, και για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τελέσθηκε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, έγινε ως εκ περισσού και δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή όσον αφορά την παραδοχή της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια των προαναφερθέντων δύο πλημμεληματικών πράξεων της τοκογλυφίας. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Η' του ΚΠοινΔ πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και έκτος λόγοι αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της υπέρβασης εξουσίας είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι λοιπές σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην ένδικη αίτηση αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απορριπτέες ως απαράδεκτες. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή, εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση της ποινής, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ισχυρισμός για τη συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων κατά το άρθρο 84 παρ. 2 του Π.Κ., αφού η παραδοχή της, οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 Π.Κ., ποινής. Προϋπόθεση όμως της έρευνας ενός τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή αυτού κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με παράθεση δηλαδή όλων των πραγματικών περιστατικών που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του. Μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή ο χαρακτηρισμός με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά αόριστο το σχετικό ισχυρισμό, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Δικαστηρίου της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ο εκ των συνηγόρων του κατηγορουμένου Βασίλειος Ρομποτής ζήτησε την αναγνώριση (εκτός άλλων) και των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2δ' και ε' του Π.Κ. Έτσι, όμως χωρίς την ταυτόχρονη επίκληση και των περιστατικών που θεμελιώνουν τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου των από το άρθρο 84 παρ. 2 εδαφ. δ' και ε' του Π.Κ. ελαφρυντικών περιστάσεων (της επιδείξεως ειλικρινής μετάνοιας και επιδιώξεως να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, καθώς και της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του αντιστοίχως) το σχετικό ως άνω αίτημα είναι αόριστο και γι'αυτό το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε αυτό, πράγμα που, ως εκ περισσού έπραξε απορρίπτοντάς του. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ πέμπτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει, ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ο άνω αυτοτελής ισχυρισμός του, είναι αβάσιμο, και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας, Ψ1 (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 241/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, την οποίαν προσδιορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2007.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ