Θέμα
Αγωγή διεκδικητική.
Περίληψη:
Διεκδικητική αγωγή ακινήτου. Δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. για παραβίαση δικονομικού δικαίου διατάξεις Λόγοι από αριθμ. 1 και 19 άρθ. 559 Κ.Πολ.Δ. Απορρίπτει. Λόγος από 11 περ. γ'. Απορρίπτει. Λόγος από αριθμό 12. Απορρίπτει.
Αριθμός 616/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Β. Δ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καλλίγερο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Μ. - Σ. Τ. του Ί., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μάριο Ανδρικόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/6/1983 αγωγή του αρχικού διαδίκου Ί. Τ. του ’. και την από 3/12/1996 κύρια παρέμβαση της εταιρείας "Μεντιτεράνιαν Μπίλντινγκ αντ Τουριστιγκ Κόμπανυ Α.Ε.", που δεν είναι διάδικος στην προκειμένη δίκη, οι οποίες κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και συνεκδικαστήκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4483/2006 του ιδίου Δικαστηρίου, 360/2008 μη οριστική και 800/2009 οριστική του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12/1/2010 αίτηση και τους από 23/3/2011 προσθέτους λόγους του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 21/4/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και του δικογράφου των προσθέτων λόγων.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων, καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α', 287, 291 και 292 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η δίκη διακόπτεται, αν μετά την άσκηση της εφέσεως και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Εφετείου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης. Η δίκη που διακόπηκε μπορεί να επαναληφθεί, είτε εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, είτε αναγκαστικά με πρόσκληση του αντιδίκου του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ο οποίος μπορεί να επισπεύσει την επανάληψη της δίκης, κοινοποιώντας στο διάδικο υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή δικόγραφο για επανάληψη της δίκης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 221 ΚΠολΔ, με την άσκηση της αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 215, η κατάθεσή της έχει ως συνέπεια και την εκκρεμοδικία, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 225 ΚΠολΔ, η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή να συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα. Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη. Ο ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση. Εξάλλου, κανόνες ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως, είναι αυτοί που ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων, επιβάλλοντας κυρώσεις για τη μη τήρηση αυτών. Αντίθετα, ως δικονομικοί κανόνες, η παραβίαση των οποίων ελέγχεται με τον από τον αριθμό 14 του ιδίου άρθρου λόγο αναιρέσεως, θεωρούνται εκείνοι που καθορίζουν τον τρόπο (τη διαδικασία), τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας για την πραγμάτωση των από το ουσιαστικό δίκαιο αναγνωριζομένων στα πρόσωπα δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, οι κανόνες που αναφέρονται στη βιαία διακοπή της δίκης και στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, όπως είναι και η έγερση της αγωγής κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και τα αποτελέσματα ασκήσεως αυτής (άρθρα 286-292 και 221, 224, 225 ΚΠολΔ) αποτελούν δικονομικούς κανόνες (ΑΠ 785/2007). Επομένως, δοθέντος, ότι λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ συνιστά η παράβαση κανόνων ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου, οι πρώτος λόγος της αναιρέσεως, καθώς και ο πρώτος πρόσθετος λόγος, με τους οποίους προβάλλεται ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 286 έως 292 και 225 ΚΠολΔ, το Εφετείο έκρινε ότι επήλθε βιαία διακοπή της δίκης από το θάνατο του αρχικού ενάγοντος και δέχθηκε επανάληψη αυτής (δίκης) από τους αναφερόμενους κληρονόμους του, και ότι οι δύο από τους συγκληρονόμους μεταβίβασαν με τα αναφερόμενα συμβόλαια κατά πλήρη κυριότητα τα επικαλούμενα από αυτούς δικαιώματα επί του επίδικου ακινήτου στον έτερο συγκληρονόμο Μ.-Σ. Τ., ήδη αναιρεσίβλητο, ο οποίος συνεχίζει νομίμως τη δίκη, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Επειδή, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 εδάφ. α' του ισχύσαντος μέχρι της εισαγωγής του ν.δ. 86/1969 από 11 Μαΐου 1929 ν.δ. "περί δασικού Κώδικος", κυρωθέντος διά του ν.δ. 4173/1929, απαγορεύεται η κατάτμηση της δασικής ιδιοκτησίας είτε δια διανομής μεταξύ των εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτητών ή κατόχων είτε δια πωλήσεως ή οιασδήποτε άλλης πράξεως άνευ προηγουμένης αδείας του Υπουργού της Γεωργίας, επί ποινή απολύτου ακυρότητας της σχετικής δικαιοπραξίας. Ο χαρακτηρισμός της δασικής ιδιοκτησίας δίδεται με το άρθρο 46 παρ. 1 του αυτού ν.δ., κατά το οποίο δασική ιδιοκτησία που μπορεί να είναι δημόσια ή και ιδιωτική συνιστούν τα δάση, τα δασικά εδάφη και οι δασικές εκτάσεις όπως η έννοιά τους προσδιορίζεται με το άρθρο 45 του αυτού ν.δ. στα οποία περιλαμβάνονται τα δάση, οι δασικές εκτάσεις ή τα δασικά εδάφη (ΑΠ 602/2004, ΑΠ 1330/2008, ΑΠ 330/2002). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1041, 1042, 1043 και 1044 ΑΚ προκύπτει, ότι για να αποκτήσει κάποιος κυριότητα σε ακίνητο με τακτική χρησικτησία, απαιτούνται φυσική εξουσίαση του πράγματος με διάνοια κυρίου (νομή), καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο που αποκτάται η νομή, νόμιμος τίτλος, που πρέπει να υποβληθεί σε μεταγραφή (άρθρα 1192 περίπτ. α', και 1198 ΑΚ), πράγμα δεκτικό χρησικτησίας και παρέλευση δεκαετίας. Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει, όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει, κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1043 παρ.1 ΑΚ, προς χρησικτησία αρκεί και νομιζόμενος τίτλος, εφόσον δικαιολογείται καλή πίστη του νομέα. Είναι δε νομιζόμενος ο τίτλος, ο οποίος, κατά την πεποίθηση του νομέα, που δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, υπολαμβάνεται απ' αυτόν ότι υπάρχει, ενώ πράγματι δεν υπήρξε καθόλου. Δεν αρκεί συνεπώς μόνη η πεποίθηση του νομέα ότι απέκτησε την κυριότητα, αλλά προσαπαιτείται και η καλή πίστη που αφορά τον τίτλο, δηλαδή η πεποίθηση στη συγκεκριμένη περίπτωση για την ύπαρξη του τίτλου. Νομιζόμενος τίτλος υπάρχει και όταν ο αγοραστής, κατά την εφαρμογή του τίτλου του, από συγγνωστή πλάνη, υπολαμβάνει ότι ο τίτλος του καταλαμβάνει έκταση μεγαλύτερη από αυτή που του πωλήθηκε ή συνεχόμενο ακίνητο. Ο επικαλούμενος τέτοιο τίτλο πρέπει να αποδείξει τα στοιχεία που τον θεμελιώνουν, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να χρησιδεσπόσει (ΑΠ 35/2008). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με την ένδικη διεκδικητική αγωγή και την ανταγωγή, δέχτηκε τα ακόλουθα: Το έτος 1963, ο Ιταλός διπλωμάτης Ρ. Μ. (R. M.) προέβη σε συμφωνία με τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα Β. Δ., δυνάμει της οποίας ο τελευταίος ανέλαβε την υποχρέωση να αγοράσει για λογαριασμό του παραπάνω Ρ. Μ. ή τρίτου προσώπου, απ' αυτόν (Ρ. Μ.) υποδειχθησομένου, εδαφικές εκτάσεις, στην Ελλάδα και μάλιστα στα νησιά αυτής, οι αγορές δε αυτές θα συνάπτονταν επ' ονόματι του αναιρεσείοντος ή τρίτου προσώπου, που θα υποδεικνύονταν από τον Ρ. Μ.. Όσες δε αγορές θα συνάπτονταν στο όνομα του αναιρεσείοντος, ο τελευταίος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει περαιτέρω τα αγορασθέντα ακίνητα στον Ρ. Μ. ή άλλον τρίτον, απ' αυτόν υποδειχθησόμενον, ο οποίος θα κατέβαλε και το τίμημα της αγοράς. Στα πλαίσια της ως άνω συμφωνίας και εντεύθεν της γενικής εκπροσώπησης, ο αναιρεσείων συμφώνησε και ενεργούσε πάντοτε ως εκπρόσωπος του Ρ. Μ., υπό τις εντολές και οδηγίες του και σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, ο μεν Ρ. Μ. απέστειλε διάφορα χρηματικά ποσά στον αναιρεσείοντα, ο δε τελευταίος αγόρασε από διάφορους κτηματίες της νήσου των Κυθήρων σημαντικό αριθμό και σημαντικής έκτασης ακίνητα στη νήσο αυτή. Αυτά δε τα ακίνητα επέβλεπε από την απόκτησή τους ο αναιρεσείων, ως βοηθός νομής, ήτοι ως επιστάτης του χρηματοδότη Ρ. Μ., σημαντικός δε αριθμός εξ αυτών μεταβιβάσθηκε κατ' εντολήν του (Ρ. Μ.) σε φυσικά πρόσωπα της επιλογής του και σε νομικά πρόσωπα απ' αυτόν (Ρ.Μ.) συστηθέντα, ένα εκ των οποίων είναι και η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Μεντιτεράνιαν Μπίλντινγκ εντ Τούρινγκ Κόμπανυ ΑΕ" με νόμιμο εκπρόσωπο αυτής τον ανωτέρω Ρ. Μ., μέχρι του έτους 1991. Περαιτέρω, ένα εκ των φυσικών προσώπων, στα οποία μεταβιβάσθηκε, κατ' εντολήν του Ρ. Μ. και στο όνομα του αναιρεσείοντος, εδαφική έκταση εκ των ως άνω αγορασθέντων στη νήσο των Κυθήρων, ήταν και ο αρχικός ενάγων Ί. Τ., ομοεθνής και φίλος του ως άνω Μ., διπλωμάτης ομοίως, μετά τον θάνατο του οποίου υπεισήλθε στη δικονομική του θέση ο ήδη αναιρεσίβλητος γιός του. Ο αρχικός ενάγων, επιθυμώντας να αποκτήσει εξοχική κατοικία στη νήσο των Κυθήρων και μετά από συνεννοήσεις με τον Ρ. Μ. και υποδείξεις, αποφάσισε να οικοδομήσει αυτήν επάνω σε μία χέρσα και βραχώδη εδαφική έκταση, στη θέση ... της περιφέρειας της πόλης και κοινότητας Κυθήρων της ομώνυμης νήσου, άρχισε δε τις εργασίες κατασκευής της από το έτος 1966 και προς τούτο συντάχθηκε, στις 10-6-1966, το υπ' αριθμ. .../10-6-1966 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Παν. Νικηφοράκη, στο οποίο ο αναιρεσείων, ως πωλητής, μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα στον αρχικό ενάγοντα την ως άνω εδαφική έκταση, η οποία σύμφωνα με το εν λόγω συμβόλαιο, βρίσκεται στην ως άνω θέση "..." της περιφέρειας της πόλης και Κοινότητας Κυθήρων, εκτείνεται σε τρία (3) στρέμματα και ορίζεται ανατολικώς και νοτίως με αυτήν και δυτικώς και αρκτικώς με ιδιοκτησία του αναιρεσείοντος και νυν, ιδιοκτησία της κυρίως παρεμβαίνουσας εταιρείας επί πλευράς 50 μέτρων και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Οβερσής Μερκαντάϊλ Κορπορέϊσον", εδρεύουσας στη Νέα Υόρκη Η.Π.Α. Το παραπάνω συμβόλαιο νομίμως μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Κυθήρων στον τόμο ... και αύξοντα αριθμό 404 και από το έτος αυτό (1966) ο αρχικός ενάγων άρχισε να διενεργεί πράξεις νομής επί της εδαφικής έκτασης, που αυτός αγόρασε, προσιδιάζουσες στη φύση της και ειδικότερα, επισκεπτόταν τακτικά αυτήν και την επέβλεπε, όταν βρισκόταν στην αλλοδαπή, δια του εναγομένου-αναιρεσείοντος, ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, είχε την ιδιότητα του επιστάτη-βοηθού νομής. Εν τω μεταξύ, ο αρχικός ενάγων εξακολουθούσε τις οικοδομικές εργασίες στην παραπάνω εδαφική έκταση, αποστέλλοντας για τον σκοπό αυτό διάφορα χρηματικά ποσά στον εναγόμενο, ο οποίος επέβλεπε τις εργασίες αυτές υπό την ως άνω ιδιότητά του πάντοτε, ήτοι του επιστάτη-βοηθού νομής, οι εργασίες δε αυτές αποπερατώθηκαν το έτος 1967 και έτσι ανεγέρθηκε διώροφη κατοικία, εξ υπογείου, ισογείου και πρώτου ορόφου, επιφανείας εκάστου ορόφου 115 τ.μ., συνολικού εμβαδού 345 τ. μ., πλέον των προβόλων (βεραντών), αποτελούμενης στον μεν υπόγειον όροφο εκ τεσσάρων βοηθητικών χώρων, ήτοι αποθηκών, κελλαριών, κλιμακοστασίου, κατά τον ισόγειο όροφο εκ κλιμακοστασίου, καθιστικού (σαλονιού), τραπεζαρίας, κουζίνας, διαδρόμου, λουτρού (W.C.) και προβόλων (βεραντών) και κατά τον πρώτον όροφο υπέρ το ισόγειο εκ κλιμακοστασίου, τεσσάρων δωματίων (4) υπνοδωματίων, διαδρόμου, λουτροκαμπινέ, προθαλάμου (χωλλ) και βεραντών. Εξάλλου, από τις υπ' αριθμ. 2/1992 και 108/2003 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων, τοπογράφου-μηχανικού Ι. Κ. και τοπογράφου - μηχανικού Μ. Β. Α. αποδείχθηκε, ότι η παραπάνω επίδικη οικία, καθώς επίσης και η περιβάλλουσα αυτήν εδαφική έκταση, εμβαδού 750 ως έγγιστα τ.μ., εμφαινομένη υπό τα στοιχεία 8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-8 στο από 13-1-1992 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Ι. Κ., σαφώς δεν περιλαμβάνεται στον ως άνω τίτλο του αρχικού ενάγοντος, ήτοι το υπ' αριθμ. .../1966 συμβόλαιο, αλλά περιλαμβάνεται κατά το μείζον τμήμα αυτής (502 ως έγγιστα τετραγωνικών μέτρων) στο υπ' αριθμ. .../19-1-1967 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Παν. Νικηφοράκη, που καταρτίσθηκε μεταξύ του αρχικού ενάγοντος Ί. Τ., υπό την ιδιότητα του πληρεξουσίου αντιπροσώπου της ως άνω παρεμβαίνουσας ανώνυμης εταιρείας, ως αγοράστριας και του αναιρεσείοντος Β. Δ., ως πωλητή. Ανεξαρτήτως τούτου όμως ο αρχικός ενάγων, από το έτος 1967, όπως προαναφέρθηκε, νεμόταν εκτός από την αναφερόμενη στον ως άνω τίτλο εδαφική έκταση των τριών (3) στρεμμάτων, την όμορη προς την εν λόγω εδαφική έκταση παραπάνω οικία μαζί με την περιβάλλουσα αυτήν έκταση των 750 ως έγγιστα τ.μ., με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, ότι περιλαμβάνεται στον προαναφερθέντα τίτλο (υπ' αριθμ. .../1966 συμβόλαιο)}ασκώντας τις παραπάνω πράξεις νομής και επιπροσθέτως διαμένοντας στην παραπάνω οικία μαζί με την οικογένειά του και προσκεκλημένα τρίτα πρόσωπα, το καλοκαίρι κάθε έτους συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι του έτους 1982, όταν ο εναγόμενος απέβαλε αυτόν από τη νομή της ως άνω οικίας μετά του ως άνω περιβάλλοντος αυτήν χώρου. Ειδικότερα, ο ενάγων, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, τελούσε με την πεποίθηση ότι η παραπάνω κατοικία μαζί με την περιβάλλουσα αυτήν έκταση των 750 , ως έγγιστα, τετραγωνικών μέτρων περιλαμβάνεται στην απ' αυτόν αγορασθείσα, δυνάμει του ως άνω τίτλου (υπ' αριθμ. .../1966 συμβολαίου) εδαφική έκταση, όπως αυτή αναγράφεται στο εν λόγω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο. Επίστευε δε τούτο άνευ βαρείας αμελείας του, πεπλανημένως και με καλή πίστη, καθόσον κατά την κατάρτιση του ως άνω συμβολαίου (μεταβιβαστικού τίτλου) δεν μετρήθηκε η μεταβιβασθείσα σ' αυτόν εδαφική έκταση με ειδικά όργανα, ούτε και από επιστήμονες μηχανικούς, αλλά καθορίσθηκε μόνο γεωγραφικώς, με σκοπό να ανεγερθεί σ' αυτήν η ως άνω παραθεριστική κατοικία του αρχικού ενάγοντος, δοθέντος μάλιστα και του ότι η παραπάνω εδαφική έκταση υποδείχθηκε για την αγορά της από τον ενάγοντα παρά του ανωτέρω Ρ. Μ.. Η παραπάνω δε οικία δεν αναγράφηκε στον ως άνω τίτλο, διότι κατά την κατάρτιση του παραπάνω συμβολαίου, μόλις είχαν αρχίσει, όπως προαναφέρθηκε, οι εργασίες κατασκευής αυτής και για το λόγο τούτο στο εν λόγω συμβόλαιο αναφέρεται, ότι παραχωρείται στον ενάγοντα κατά κυριότητα η ως άνω εδαφική έκταση (χέρσος αγρός) μετά τυχόν υπάρχοντος παραρτήματος και παρακολουθήματος. Επιπλέον δε, ο αρχικός ενάγων προέβη στις ως άνω πράξεις νομής, το επίδικο χρονικό διάστημα με διάνοια κυρίου, ήτοι νεμόταν και κατείχε την ως άνω οικία μαζί με τον ως άνω περιβάλλοντα αυτήν χώρο, εμβαδού 750, ως έγγιστα, τετραγωνικών μέτρων, έχοντας την εδραία πεποίθηση, ότι είναι κύριος αυτής. Επομένως, ο αρχικός ενάγων απέκτησε την κυριότητα με τακτική χρησικτησία του ως άνω επίδικου ακινήτου, ήτοι της παραπάνω οικίας μετά της ανωτέρω περιβάλλουσας αυτήν εδαφικής έκτασης των 750 ως έγγιστα τ.μ. Αντιθέτως, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε, ότι ο εναγόμενος-αναιρεσείων, από το έτος 1968, κατέλαβε το επίδικο ακίνητο, ήτοι την οικία και την περιβάλλουσα αυτήν εδαφική έκταση και ότι νεμόταν αυτήν με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μείζον της εικοσαετίας και ότι, έκτοτε είχε γνωστοποιήσει την κατάληψη αυτή στον ενάγοντα Ί. Τ. και τον Ρ. Μ., νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας Μεντιτεράνιαν, αλλά αντίθετα, αποδείχθηκε, ότι αυτός, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, υπήρξε επιστάτης (βοηθός νομής) και μόνο του ενάγοντος Ί. Τ. στο επίδικο, αλλά και των άλλων εταιρειών (Μεντιτεράνιαν και Οβερσής) στις όμορες εκτάσεις, την δε νομή του επιδίκου μέχρι το έτος 1982, είχε μόνον ο ενάγων Ί. Τ.. Πάντα τα ανωτέρω αναφερθέντα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα: Α) Η διάνοια κυρίου νομή του αρχικού ενάγοντος Ί. Τ., από το έτος 1966 μέχρι το έτος 1982, επί της επίδικης εδαφικής λωρίδας των 750 τ.μ. ως έγγιστα,, μετά της επ' αυτής διώροφης οικίας, εμβαδού 345 τ.μ., αποδεικνύεται: 1) Από την περιεχόμενη στην υπ' αριθμ. 660/1/ΑΣ 278/21-2-2000 έκθεση εξετάσεως μαρτύρων του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Αμβούργο σαφή και κατηγορηματική κατάθεση της μάρτυρος του ενάγοντος Μ. σύζ. Ο. Π. Μ. του Γ. και Ρ. Μ. ενώπιον του εντεταλμένου Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Αμβούργο. 2) Την περιεχόμενη στην υπ' αριθμ. 660/1/ΑΣ 278/22-2-2000 έκθεση εξετάσεως μαρτύρων του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Αμβούργο κατάθεση του μάρτυρος του αρχικού ενάγοντος Ο.-Π. Μ. του Γ. και Ρ. Μ. ενώπιον του εντεταλμένου Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Αμβούργο. 3) Την περιεχόμενη στην υπ' αριθμ. 661/ΑΣ 2732/8-12-1999 έκθεση εξετάσεως μαρτύρων του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Λονδίνο σαφή κατάθεση του μετόχου της κυρίως παρεμβαίνουσας εταιρείας "Μεντιτεράνιαν Μπίλντιγκ Εντ Τούριγκ Κόμπανυ" Ρ. Μ., ο οποίος σημειωτέον καταθέτει τα ίδια και στην επικαλούμενη και νομίμως προσαγόμενη υπ' αριθμ. πρωτ. 660/ΑΣ 2746/9-12-1999 ένορκη βεβαίωση του ενώπιον του Προξένου της Ελλάδος στο Λονδίνο, στα πλαίσια της (όμοιας) δίκης μεταξύ, αφενός της ως άνω εταιρείας και αφετέρου του Β. Δ. (εναγομένου ήδη αναιρεσιβλήτου) και της θυγατέρας του Σ. Δ. και ειδικότερα επί της από 17-9-1996 αγωγής της πρώτης κατ' αυτών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. 4) Την περιεχόμενη στην υπ' αριθμ. 421/1991 Εισηγητική Έκθεση της Εισηγήτριας Δικαστού κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης Ι. Ξ. του Γ. και 5) Την περιεχόμενη στην υπ' αριθμ. 1/1992 Εισηγητική Έκθεση του Ειρηνοδίκη Κυθήρων, ως εντεταλμένου Δικαστή, κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης Ν. Σ. του Α., μονίμου κατοίκου .... Από τις ανωτέρω σαφείς, κατηγορηματικές και εμπεριστατωμένες καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων απόδειξης, οι οποίοι έχουν άμεση, ιδία και σαφή αντίληψη των όσων καταθέτουν και για την αξιοπιστία των οποίων το Δικαστήριο δεν βρίσκει λόγους για να αμφιβάλλει, εν αντιθέσει με τους μάρτυρες του αναιρεσείοντος, των οποίων οι καταθέσεις εν πολλοίς κρίνονται αόριστες και αντιφατικές, προκύπτει, ότι ο αρχικός ενάγων Ί. Τ., πιστεύοντας ότι το επίδικο και η εντός αυτού οικία, που είχε κτισθεί βάσει των προσκομιζομένων σχεδίων του αρχιτεκτονικού γραφείου Jesinghous und Conrad, με έδρα το Αμβούργο της Γερμανίας, με χρήματα, που εκείνος είχε στείλει και σε έκταση που από κοινού με τον Ρ. Μ. είχε επιλέξει, νεμόταν και κατείχε αυτό αδιαλείπτως από τη σύνταξη (10-6-1966) και μεταγραφή (18-6-1966) του ως άνω υπ' αριθμ. .../10-6-1966 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Κυθήρων Ν. Νικηφοράκη (έχοντας μάλιστα αρχίσει τις εργασίες ανοικοδόμησης, της οικίας του πριν καν του μεταβιβασθεί το επίδικο), μέχρι και το έτος 1982, όταν παρανόμως αποβλήθηκε από τη νομή και κατοχή του από τον εναγόμενο Β. Δ.. Συγκεκριμένα, ο αρχικός ενάγων ανήγειρε την εντός αυτού οικία του με δαπάνες του, επόπτευε την ανέγερσή της, που γινόταν με επιμέλεια του αναιρεσείοντος Β. Δ., κάτω από τις οδηγίες του αρχικού ενάγοντος και με τα χρήματα, που του απέστελνε εκείνος ή του έδινε με τα ίδια τα χέρια του, το επίπλωσε με έπιπλα, που μετέφερε πολλές φορές από τη Γερμανία και την Ιταλία, το επισκεπτόταν τακτικά κάθε έτος (τόσο για παραθερισμό όσο και κατά τα χρονικά διαστήματα, που ερχόταν για την επίβλεψη των υποθέσεων των εταιρειών Μεντιτεράνιαν και Οβερσής) και διέμενε σ' αυτό εκείνος και η οικογένειά του (η σύζυγος και τα δύο τέκνα του), φιλοξενούσε σ' αυτό φιλικά του πρόσωπα (Ρ. Μ., ζεύγος Μ., ζεύγος Γ., ζεύγος Κ., Ι. Ξ. κλπ) και γενικά ενεργούσε κάθε πράξη, που προσιδιάζει σε κύριο, νομέα και κάτοχο, ενώ αντιθέτως ο αναιρεσείων Β. Δ., ο οποίος ήταν επιστάτης του, περιοριζόταν στη συντήρηση της οικίας (που παρέμενε κλειστή κατά την απουσία του αρχικού ενάγοντος) και σε βοηθητικές εργασίες, όταν ο αρχικός ενάγων, η οικογένειά του και οι φιλοξενούμενοι του βρίσκονταν σ' αυτήν. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά επιρρωνύονται και από: 1) Τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από 9-11-1966, 4-7-1967, 14-8-1969, 20-2-1969, 25-5-1974, 10-6-1975 και 20-3-1977 ιδιόχειρες επιστολές του αναιρεσείοντος Β. Δ. απευθυνόμενες προς τον αρχικό ενάγοντα Ί. Τ. στο εξωτερικό, στην ιταλική γλώσσα, γραφείσες απ' αυτόν στα Κύθηρα. Από τις επιστολές αυτές αποδεικνύεται, ότι ο αρχικός ενάγων Ί. Τ. διέμενε σχεδόν κάθε καλοκαίρι με την οικογένειά του στην επίδικη κατοικία, την οποία ο ίδιος ο αναιρεσείων αποκαλεί "σπίτι εκείνου (του Ί. Τ.)", ότι εκείνος (ενάγων) φιλοξενούσε σ' αυτήν φιλικά του πρόσωπα, ότι, όταν ο αρχικός ενάγων δεν βρισκόταν σ' αυτήν, η οικία του παρέμενε κλειστή και ότι περαιτέρω μόνον ο αρχικός ενάγων διέμενε σ' αυτό και ο αναιρεσείων ελάμβανε από εκείνον οδηγίες για το πότε και πώς θα το ετοιμάσει, ότι ο αναιρεσείων ελάμβανε οδηγίες γι' αυτό από τον αρχικό ενάγοντα και ζητούσε και χρήματα για εργασίες και ότι ουδέποτε ανέφερε ή υπαινίχθηκε ο,τιδήποτε για μίσθωμα ή για έλλειψη κυριότητας ή νομής του αρχικού ενάγοντος επ' αυτού. Αντίθετα, σ' όλες τις επιστολές του, ο τόνος του αναιρεσείοντος είναι πολύ φιλικός και μάλιστα δεν παραλείπει σε κάποιες απ' αυτές να αποστείλει μέσω του αρχικού ενάγοντος (αντιπροσώπου συγχρόνως και των εταιρειών "Μεντιτεράνιαν" και "Οβερσής") χαιρετισμούς στον μεγαλομέτοχο των ως άνω εταιρειών (των οποίων τα ακίνητα, σημειωτέον, ότι επίσης επιστατούσε ο αναιρεσείων) και προσωπικό του αρχικού ενάγοντος φίλο Ρ. Μ.. 2) Τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες ενδεικτικά από 15-1-1967, 19-1-1967, 16-5-1967, 17-7-1967 και 20-7-1967 αποδείξεις του αναιρεσείοντος, από τις οποίες πιστοποιείται η είσπραξη απ' αυτόν των ποσών των 50.000 δρχ, 100.000 δρχ, 50.000 δρχ, 50.000 δρχ και 40.000 δρχ, αντίστοιχα. Είναι προφανές, βεβαίως, ότι το ανωτέρω συνολικό ποσό των 290.000 δρχ (για το οποίο υφίστανται οι παραπάνω αποδείξεις)t δεν είναι δυνατόν να αφορούσε το μίσθωμα του έτους 1967, αλλά σε δαπάνες για την αποπεράτωση της οικίας του αρχικού ενάγοντος. Οι αποδείξεις δε αυτές πρέπει να συνδυασθούν και με την από 9-11-1966 επιστολή του αναιρεσείοντος, στην οποία αυτός αναφέρει ότι: "Τα απαραίτητα ποσά για να τελειώσει το σπίτι εντελώς είναι ... 64.000 δρχ", επιβεβαιώνει την αποστολή 230.000 δρχ και ζητά άλλες 100.000 δρχ (από τις οποίες επειγόντως θέλει να του αποστείλει ο αρχικός ενάγων 5.000$), για εργασίες (περιμετρικές εργασίες και διαμόρφωση του δρόμου μέχρι το σπίτι, δεξαμενή κλπ), αλλά και με την επιστολή του στις 4-6-1967, στην οποία αναφέρει ότι: "για την δουλειά των μαρμάρων στις σκάλες και τα πατώματα, συνολικώς επλήρωσα 78.000 και τα ρύθμισα με τους τεχνίτες από την Αθήνα." Και είναι απορίας άξιον, για ποιόν λόγο να δίνει ο αναιρεσείων Β. Δ. στον αρχικό ενάγοντα Ί. Τ. ακριβή λογαριασμό για τα ποσά, που εδαπανούντο για τις εργασίες της επίδικης οικίας (άλλωστε ούτε έκανε για λογαριασμό του, ούτε επικαλείται, ότι έκανε εργασίες σε οποιαδήποτε άλλη οικία) και να του ζητεί να τα καλύψει εκείνος, αλλά και λεπτομερή αναφορά των εργασιών, αν ο αρχικός ενάγων δεν ήταν πράγματι κύριος και νομέας αυτής και ο αναιρεσείων επιστάτης της, που ζητεί μάλιστα την επιβράβευση εκείνου. Και επίσης, ποιος ήταν ο λόγος να αποστείλει ο αρχικός ενάγων στον εναγόμενο-αναιρεσείοντα το ποσό των 520.000 δραχμών (290.000 + 230.000 δρχ για το οποίο βρέθηκαν έγγραφες αποδείξεις) τα έτη 1966-1967 και εκτός τούτου και άλλα ποσά, που ο αρχικός ενάγων του έδωσε προσωπικώς άνευ αποδείξεων κατά τις αφίξεις του στην Ελλάδα και πέραν εκείνων, που του απέστειλε μέσω φίλων του παραθεριστών και πέραν των λοιπών πάσης φύσεως εξόδων κατασκευής της οικίας του μετά των εγκαταστάσεων ηλεκτρικού ρεύματος, ύδατος και αποχέτευσης, των προς τη ΔΕΗ παροχών, μετά του μανδροτοίχου της, περιλαμβανομένων και των εξόδων διαμόρφωσης του γύρωθεν κήπου της και πάσα εν γένει δαπάνη αυτής. 3) Το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο υπ' αριθμ. .../10-6-1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Νικηφοράκη, με βάση το οποίο ο αρχικός ενάγων νεμόταν και κατείχε, από τη σύνταξη και μεταγραφή του μέχρι και το έτος 1982, το επίδικο ακίνητο και την επ' αυτού οικία και αποτελεί σε κάθε περίπτωση νομιζόμενο τίτλο. Με το εν λόγω συμβόλαιο, το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κυθήρων στον τόμο ... και με αύξ. αριθμό 98, ο αναιρεσείων πωλεί, παραχωρεί και μεταβιβάζει στον αρχικό ενάγοντα κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή "Το ανωτέρω περιγραφέν τεμάχιον αγρού χέρσου, μετά παντός τυχόν υπάρχοντος παραρτήματος και παρακολουθήματος αυτού, μετά δικαιώματος χρήσεως της παρακείμενης ιδιωτικής οδού, ως είναι και ευρίσκεται". Η αναφορά σε τυχόν υπάρχοντα παραρτήματα και στην κατάσταση του μεταβιβαζομένου ακινήτου ως είναι και ευρίσκεται έγινε προφανώς, επειδή είχε ήδη αρχίσει η ανέγερση της επίδικης οικίας του αρχικού ενάγοντος επί του ακινήτου, ενώ η μνεία της παρακείμενης (διερχόμενης δια μέσω του μετέπειτα μεταβιβασθέντος στην κυρίως παρεμβαίνουσα ομόρου ακινήτου) ιδιωτικής οδού δεν θα είχε καμμία αξία, αν το μεταβιβαζόμενο ακίνητο δεν εφάπτετο σ' αυτήν, όπως πράγματι συμβαίνει, ήτοι η ιδιωτική αυτή οδός καταλήγει στην επίδικη οικία. Β) Η καλή πίστη, δηλαδή η χωρίς βαριά αμέλεια πεποίθηση του αρχικού ενάγοντος, ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα μετά της επ' αυτής διώροφης οικίας περιλαμβάνονται στο ως άνω υπ' αριθμ. .../10-6-1966 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Ν. Νικηφοράκη, νομίμως μεταγραφέν, δυνάμει του οποίου αυτός κατέστη κύριος ενός αγρού, στη θέση "..." της Κοινότητας Κυθήρων, έκτασης 3.000 τ.μ., αποδεικνύεται από τις ως άνω αναφερόμενες ένορκες καταθέσεις των Ρ. Μ., 1 και Ι. Ξ., αλλά και από τις ανωτέρω αναφερθείσες από 9-11-1966, 4-7-1967, 14-8-1969, 20-2-1969, 25-5-1974, 10-6-1975 και 20-3-1977 ιδιόχειρες επιστολές του αναιρεσείοντος προς τον αρχικό ενάγοντα, στις οποίες αυτός αναφέρεται στο "σπίτι του Ί. Τ.", του δίνει αναφορά για διάφορες εργασίες, που εκτέλεσε σ' αυτό και του ζητεί οδηγίες και στις οποίες επιστολές ουδέποτε αμφισβήτησε ο αναιρεσείων, ότι αυτό έχει κτισθεί στο ακίνητο, που μεταβιβάσθηκε στον αρχικό ενάγοντα Ί. Τ., ούτε επικαλέσθηκε κάποια άλλη συμφωνία τους. Επομένως, αφού ο ίδιος ο αναιρεσείων δεν αμφισβητούσε, ότι ο αρχικός ενάγων νεμόταν με διάνοια κυρίου, δυνάμει του ως άνω υπ' αριθμ. .../1966 συμβολαίου, το επίδικο ακίνητο με την επ' αυτού οικία και ότι αυτή ήταν "η οικία του" (δηλ. του αρχικού ενάγοντος), δεν ήταν δυνατόν σε καμία περίπτωση να δημιουργηθούν στον αρχικό ενάγοντα αμφιβολίες (τόσο κατά την έναρξη της νομής του επ' αυτού όσο και στη συνέχεια) περί του γεγονότος, ότι αυτό του ανήκε και εντεύθεν να τον βαρύνει οποιαδήποτε αμέλεια ως προς το σχηματισμό και την διατήρηση αυτής της εδραίας καλόπιστης πεποίθησής του. Επομένως, από όλα τα αμέσως ανωτέρω αποδείχθηκε, ότι ο αρχικός ενάγων νεμόταν και κατείχε το επίδικο ακίνητο, επί του οποίου είχε κτισθεί η επίδικη οικία, με διάνοια κυρίου, ήτοι με την εδραία πεποίθηση, ότι νεμόταν αυτό βάσει του υπ' αριθμ. .../10-6-1966 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Νικηφοράκη, νομίμως μεταγραφέντος, η πεποίθησή του δε αυτή είχε σχηματισθεί και διατηρήθηκε καθ' όλη την επίδικη χρονική περίοδο (1966-1982) καλόπιστα, ήτοι χωρίς να βαρύνεται με οποιαδήποτε αμέλεια ως προς αυτήν και σε καμία περίπτωση νομέας του επιδίκου δεν ήταν ο αναιρεσείων. Ήτοι, ο αναιρεσείων επί 16 έτη περιοριζόταν στα καθήκοντά του ως επιστάτη του αρχικού ενάγοντος Ί. Τ., κατά την ανέγερση και την συντήρηση της επίδικης οικίας επί της επίδικης εδαφικής λωρίδας, είχε άριστες φιλικές σχέσεις μαζί του, αφού δεν αμφισβητούσε την εγκυρότητα του ως άνω πωλητηρίου συμβολαίου του έτους 1966 και την κυριότητα και νομή του αρχικού ενάγοντος επί του επιδίκου, και είχε δημιουργήσει σε εκείνον (αρχικό ενάγοντα) την εντύπωση, ότι δεν θα αμφισβητούσε την πώληση αυτή και τα εξ αυτής πηγάζοντα δικαιώματα εκείνου, αφού μάλιστα δεν είχε υπάρξει καμία διαφωνία του τελευταίου με τον Ρ. Μ., ουσιαστικό ιδιοκτήτη της υπόλοιπης όμορης έκτασης και μεγαλομέτοχο της άνω εταιρείας, και την εταιρεία "Μεντιτεράνιαν", που ήταν ιδιοκτήτρια της όμορης έκτασης και είχε, μεταξύ άλλων, τον αρχικό ενάγοντα ως αντιπρόσωπο και τον εναγόμενο-αναιρεσείοντα Β. Δ., ως επιστάτη των ακινήτων της. Στο σημείο τούτο πρέπει να λεχθούν τα εξής: Ο εκκαλών-εναγόμενος με την ένδικη έφεσή του αμφισβητεί την γνησιότητα των από 20-6-1974 και 18-7-1974 επιστολών, που αντηλλάγησαν μεταξύ του εναγομένου-αναιρεσείοντος και του Ρ. Μ., υποστηρίζοντας ότι, κατά τη μετάφραση από την ιταλική στην ελληνική γλώσσα των επιστολών αυτών, δεν έγινε ακριβής μετάφραση, αλλά ανακριβής, με αλλοίωση μάλιστα, κατά προφανή τρόπο, του περιεχομένου των επιστολών αυτών και μάλιστα, ότι παραποιήθηκε σκόπιμα και με δόλιο τρόπο η έννοια και το περιεχόμενο ορισμένων, καταλυτικής σημασίας, εκφράσεων και λέξεων, παρασύροντας κατ' αυτόν τον τρόπο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένες κρίσεις και συμπεράσματα. Ο ως άνω όμως ισχυρισμός του εκκαλούντος-εναγομένου είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος και ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης. Εξάλλου, ο εναγόμενος-αναιρεσείων ισχυρίζεται, ότι εμίσθωνε το επίδικο ακίνητο, από το έτος 1971 έως το 1976 στον Σ. Α., από το 1976 έως το 1978 στον Α. Π. και από το 1978 μέχρι τουλάχιστον την άσκηση της ένδικης αγωγής στον Ν. Χ. και ότι την επίδικη οικία από την αποπεράτωσή της (1966) αρχικά τη χρησιμοποιούσε, ως κύρια κατοικία του και στη συνέχεια την εκμεταλλευόταν κατά τη θερινή περίοδο για την άσκηση σ' αυτήν επιχείρησης ενοικιαζόμενων δωματίων. Ο ως άνω, όμως, ισχυρισμός του εναγομένου είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος κατ' ουσίαν, καθόσον από τις παραπάνω αναφερόμενες μαρτυρικές καταθέσεις, αλλά και από τις ως άνω από 9-11-1966, 4-7-1967, 14-8-1969, 20-2-1969, 25-5-1974, 10-6-1975 και 20-3-1977 ιδιόγραφες επιστολές του αναιρεσείοντος απευθυνόμενες προς τον αρχικό ενάγοντα στο εξωτερικό, στην ιταλική γλώσσα αποδεικνύεται, ότι ο αρχικός ενάγων διέμενε σχεδόν κάθε καλοκαίρι με την οικογένειά του στην επίδικη οικία, την οποία ο ίδιος ο αναιρεσείων αποκαλεί "σπίτι εκείνου (του Ί. Τ.)" και δεν διέμενε σ' αυτήν ούτε ο αναιρεσείων ούτε οποιοσδήποτε άλλος μισθωτής του, ότι ο αρχικός ενάγων φιλοξενούσε σ' αυτήν φιλικά του πρόσωπα, ότι όταν ο αρχικός ενάγων δεν βρισκόταν σ' αυτήν, η οικία του παρέμενε κλειστή και ότι ο αναιρεσείων ελάμβανε από εκείνον οδηγίες για το πότε και πώς θα το ετοιμάσει, καθώς επίσης και ότι ζητούσε και χρήματα για εργασίες και ότι ουδέποτε ανέφερε ή υπαινίχθηκε ο,τιδήποτε για μίσθωμα ή για έλλειψη κυριότητας ή νομής του αρχικού ενάγοντος στην επίδικη εδαφική έκταση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε από τις παραπάνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων Ι. Κ. και Μ. Α., ότι η επίδικη οικία και ο περιβάλλων αυτήν χώρος των 750 τ.μ., δεν συμπεριλαμβάνονται στον τίτλο κτήσης του ενάγοντος Ί. Τ., ήτοι στο νομίμως μεταγεγραμμένο στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κυθήρων, υπ' αριθμ. .../1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Νικηφοράκη και άρα αυτός σε κάθε περίπτωση δεν κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο. Ωστόσο, ο ενάγων Ί. Τ., όπως προαναφέρθηκε, τελούσε, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1966 μέχρι το έτος 1982, με την πεποίθηση, και ήταν εύλογο να πιστεύει, με βάση τα όσα αποδεικνύονται, ότι η οικία μαζί με την περιβάλλουσα αυτήν έκταση των 750 τ.μ., ως έγγιστα, περιλαμβάνεται στην απ' αυτόν αγορασθείσα δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1966 συμβολαίου εδαφική έκταση, όπως αυτή αναγράφεται στο εν λόγω μεταβιβαστικό πωλητήριο συμβόλαιο και πίστευε αυτό χωρίς βαρεία αμέλεια, πεπλανημένως και με καλή πίστη. Ειδικότερα, ο ενάγων Ί. Τ. ήταν διπλωμάτης καριέρας, πρόξενος της Ιταλίας στο Αμβούργο της Γερμανίας και δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ποια θα έπρεπε να είναι η ακριβής διατύπωση ενός συμβολαίου, που συντάσσεται στα Ελληνικά και τι θα έπρεπε να αναφέρεται κατά λέξη σ' αυτό για να μην αμφισβητηθεί η κυριότητά του επί ενός οικήματος, που ήταν υπό κατασκευή στο ακίνητο που, όπως τότε καλόπιστα πίστευε, αγόραζε. Εμπιστεύθηκε γι' αυτό τον εναγόμενο-αναιρεσείοντα και τον τότε πληρεξούσιο δικηγόρο τόσο του ίδιου όσο και των εταιρειών "Μεντιτεράνιαν" και "Οβερσής", προσωπικό φίλο του αναιρεσείοντος και καθηγητή της Νομικής Σχολής Γ. Κ.. ’λλωστε δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος ο αρχικός ενάγων να αγοράσει ένα χέρσο ακίνητο τριών στρεμμάτων στα Κύθηρα, αν σ' αυτό δεν συμπεριλαμβανόταν και η οικία, η οποία ανεγείρετο με δαπάνες του. Εξάλλου, αν η αναφορά ή μη της επίδικης οικίας στο πωλητήριο συμβόλαιο αποτελούσε απόδειξη για το αν πράγματι ο ενάγων θεωρούσε καλόπιστα, ότι αυτή συμπεριλαμβάνεται στο μεταβιβασθέν σ' αυτόν με το υπ' αριθμ. .../1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Νικηφοράκη ακίνητο, τότε θα έπρεπε η οικία αυτή να αναφέρεται στο υπ' αριθμ. .../1967 συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, με το οποίο ο αναιρεσείων μεταβίβασε στην εταιρεία "Μεντιτεράνιαν", εκπροσωπούμενη από τον αρχικό ενάγοντα Ί. Τ., όποια έκταση είχε απομείνει στη θέση "..." μετά τις μεταβιβάσεις προς τον αυτόν και την εταιρεία "Οβερσής". Αν δηλαδή ο αρχικός ενάγων Ί. Τ. δεν θεωρούσε, ότι του μεταβιβάστηκε η επίδικη οικία με το ανωτέρω υπ' αριθμ. .../1966 συμβόλαιο και ταυτόχρονα γνώριζε, ότι πρέπει να αναφέρεται στο συμβόλαιο ρητά αυτή, τότε, κατά τη λογική ακολουθία των πραγμάτων, αυτός γνώριζε, ότι η οικία αυτή βρίσκεται εντός της μεταβιβασθείσας στην εταιρεία "Μεντιτεράνιαν" υπόλοιπης έκτασης, στη θέση "...", οπότε, λογικώς, θα έπρεπε να ζητήσει, ως εκπρόσωπος της εταιρείας "Μεντιτεράνιαν", στο υπ' αριθμ. .../1967 συμβόλαιο να αναγραφεί η οικία σ' αυτό, κάτι που δεν έκανε όμως, ακριβώς επειδή, αφενός θεωρούσε καλόπιστα, ότι η οικία βρισκόταν εντός του μεταβιβασθέντος σ' αυτόν ακινήτου και αφετέρου, ότι δεν απαιτείται η ρητή μνεία της, αλλά αρκεί η μνεία περί συμμεταβίβασης παραρτημάτων και παρακολουθημάτων. Το γεγονός, βεβαίως, ότι η ως άνω επίδικη οικία δεν ήταν αποπερατωμένη, αποδεικνύεται, όπως ήδη προαναφέρθηκε, τόσο από τις ως άνω μαρτυρικές καταθέσεις, όσο κυρίως από τις ίδιες τις επιστολές του αναιρεσείοντος προς τον αρχικό ενάγοντα Ί. Τ.. Σημειωτέον, ότι ο τότε μεγαλομέτοχος της εταιρείας "Μεντιτεράνιαν" Ρ. Μ. κατέθεσε σχετικά, ότι τόσο ο Ί. Τ. όσο και η ίδια η εταιρία και κάθε τρίτος θεωρούσαν καλόπιστα, ότι η επίδικη οικία, που νεμόταν ο αρχικός ενάγων, του ανήκει κατά κυριότητα και άρα θεωρούσαν, ότι το επίδικο ακίνητο, επί του οποίου έκτισε εκείνος την οικία του ήταν αυτό, που αγόρασε από τον αναιρεσείοντα Β. Δ. κατόπιν υπόδειξης του ιδίου, με το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ' αριθμ. .../10-6-1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Ν. Νικηφοράκη. Αυτός, άλλωστε, ήταν ο λόγος που το ακίνητο αυτό αποχωρίστηκε από την υπόλοιπη έκταση, που ο εναγόμενος αγόρασε με χρήματα και καθ' υπόδειξη του Ρ. Μ., στη θέση "..." Καψαλίου Κυθήρων και μεταβιβάστηκε η υπόλοιπη έκταση στις εταιρείες συμφερόντων του Μ. "Μεντιτεράνιαν Μπίλντιγκ εντ Τούριγκ Κόμπανυ ΑΕ" και "Οβερσής Μερκαντάιλ Κορπορέισιον ΑΕ". Ενώ, δηλαδή, η υπόλοιπη έκταση προοριζόταν για τουριστική αξιοποίηση από τις ανωτέρω εταιρείες, το ακίνητο που μεταβιβάσθηκε στον αρχικό ενάγοντα ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που προσέφερε στο φίλο του Ρ. Μ., προοριζόταν για να κτίσει σ' αυτό την οικία του, όπως και έπραξε. Είναι δε προφανές, ότι, αφού το ακίνητο, που του μεταβιβάστηκε το "είχαν διαλέξει μαζί" με τον Ρ. Μ., όπως και ο ίδιος καταθέτει και θεωρούσε και αυτός ότι ο αρχικός ενάγων έκτισε το σπίτι του στο ακίνητό του, άπαντες, και φυσικά και ο αρχικός ενάγων, ανεξάρτητα από το αν το πράγματι μεταβιβασθέν με το υπ' αριθμ. .../10-6-1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Ν. Νικηφοράκη ακίνητο ταυτιζόταν με αυτό, επί του οποίου έκτισε τελικά την οικία του, θεωρούσαν ότι ο αρχικός ενάγων έκτισε αυτήν στο ακίνητο, που του μεταβιβάσθηκε με το ανωτέρω συμβόλαιο και νεμόταν την έκταση αυτή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη. Ακόμη δε και στην περίπτωση, που δεν μπορούσε να κτισθεί η έκταση, που τόσο ο αρχικός ενάγων όσο και η εταιρεία "Μεντιτεράνιαν" θεωρούσαν, ότι μεταβιβάστηκε στον πρώτο, λόγω της κλίσης του εδάφους και του βραχώδους χαρακτήρα της, ο αρχικός ενάγων θα είχε διαλέξει μία άλλη θέση, αφού ο φίλος, συμπατριώτης και συνάδελφός του Ρ. Μ. δεν είχε καμία αντίρρηση, όπως ο ίδιος κατέθεσε, να επιλέξει ο αρχικός ενάγων μία έκταση κατάλληλη για ανοικοδόμηση, εκείνος δε (ο ενάγων) ήταν που διευθέτησε τα θέματα της μεταβίβασης δια συμβολαίων και για την εταιρεία "Μεντιτεράνιαν". Ουδεμία δε βαρεία αμέλεια βάρυνε τον αρχικό ενάγοντα για την πεποίθησή του εκείνη, αφού είχε προβεί στην σύνταξη και μεταγραφή ενός συμβολαίου, που πίστευε ακράδαντα, σύμφωνα και με τις διαβεβαιώσεις του αναιρεσείοντος, στον οποίο τότε είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, ότι αφορά στο ακίνητο, επί του οποίου έκτισε την οικία του και νεμόταν αδιατάρακτα όλα τα χρόνια ήτοι, από το έτος 1966 μέχρι και το έτος 1982. Έτσι, με δεδομένο, ότι το επίδικο ακίνητο δεν ήταν αυτό, που πωλήθηκε και μεταβιβάστηκε στον ενάγοντα από τον αναιρεσείοντα με το υπ' αριθμ. .../10-6-1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Νικηφοράκη, νομίμως μεταγεγραμμένο, αλλά με εκείνο το συμβόλαιο πωλήθηκε στον αρχικό ενάγοντα και του μεταβιβάσθηκε όμορη, βραχώδης και άγονη έκταση προς νότια-νοτιοανατολικά, ο αρχικός ενάγων επικουρικά είχε καταστεί κύριος του ακινήτου αυτού με τακτική χρησικτησία, παρότι αυτό μεταβιβάστηκε στη συνέχεια από τον αναιρεσείοντα στην εταιρεία "Μεντιτερανιαν" με το υπ' αριθμ. .../19-1-1967 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Νικηφοράκη, που νόμιμα μεταγράφηκε, αφού εκείνος (ενάγων) το νεμόταν επί 16 έτη (1966-1982) με καλή πίστη και διάνοια κυρίου και με νομιζόμενο τίτλο. Ειδικότερα δε, καθ' όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα των 16 ετών (1966-1982) ο αρχικός ενάγων νεμόταν το επίδικο ακίνητο πιστεύοντας καλόπιστα και δικαιολογημένα, ότι το επίδικο ακίνητο, που περιήλθε στη νομή εκείνου, περιλαμβανόταν στον τίτλο, που είχε, ενώ στην πραγματικότητα και σύμφωνα με τις ως άνω σχετικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, ο νομιζόμενος αυτός τίτλος (το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ'αριθμ. .../10-6-1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Νικηφοράκη) αφορούσε όμορο ακίνητο και το επίδικο, που νεμόταν ο αρχικός ενάγων, είχε περιέλθει στην κυριότητα της εταιρείας "Μεντιτεράνιαν" με έτερο συμβόλαιο (το υπ' αριθμ. .../19-1-1967 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Νικηφοράκη), την οποία μάλιστα εκπροσωπούσε σε αρκετές περιπτώσεις και ο αρχικός ενάγων, χωρίς η εκπροσώπηση αυτή να εκτείνεται και στο επίδικο ακίνητο, που και η εταιρεία αυτή δια των αρμοδίων οργάνων της και του μεγαλομετόχου της Ρ. Μ. θεωρούσε ότι δεν ανήκει σ' αυτήν, αλλά στον αρχικό ενάγοντα. Τέλος, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ουσιαστικά βάσιμος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο το επίδικο ακίνητο ανήκει σε ευρύτερη δασική έκταση, επειδή αυτό κατά το χρόνο της ως άνω μεταβίβασής του καλυπτόταν από πυκνή βλάστηση (σχοίνους, πρίνους, ασπαλάθους, πεύκα, θάμνους κλπ) δυνάμενα να παράγουν με δασική εκμετάλλευση δασικά προϊόντα και ότι, συνεπώς, δεν ήταν δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο μεταβίβασης, η οποία (μεταβίβαση) ήταν απολύτως άκυρη, σύμφωνα με το άρθρο 216 του Ν. 4173/1929 σε συνδυασμό με το άρθρο 29 του ίδιου νόμου, δεδομένου ότι η ως άνω αναφερόμενη πώληση είχε ως συνέπεια την κατάτμηση δασικής έκτασης, τμήμα της οποίας αποτελεί το επίδικο, χωρίς την προηγούμενη άδεια του Υπουργείου Γεωργίας.
Στην κρίση αυτή καταλήγει το Εφετείο τούτο ύστερα από συνεκτίμηση όλων των πιο πάνω αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων. Η κρίση δε αυτή ενισχύεται ιδιαίτερα από την από 12-6-1973 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των Σ. Μ. και Α. Χ., Αγρονόμων-Τοπογράφων-μηχανικών ΕΜΠ, η οποία διενεργήθηκε στα πλαίσια σχετικής ποινικής δίκης στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο με την υπ' αριθμ. 373-374/17-9-1973 απόφασή του απήλλαξε τον εναγόμενο της κατηγορίας για απάτη σε βάρος του Δημοσίου σε βαθμό κακουργήματος. Με την πραγματογνωμοσύνη τους αυτή οι ως άνω πραγματογνώμονες αποφάνθηκαν, ότι η έκταση, που βρίσκεται το επίδικο, είναι πετρώδης, μη καλλιεργήσιμη με αραιά θαμνώδη βλάστηση και δεν δύναται να υπαχθεί σε κάποια από τις περιπτώσεις του δασικού Κώδικα. Είναι γεγονός ότι με την υπ' αριθμ. πρωτ. 7952/19-10-2000 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν της από 11-11-1999 αίτησης του αναιρεσείοντος, η επίδικη έκταση (ευρύτερη περιοχή "...") χαρακτηρίσθηκε ως δασική. Η απόφαση αυτή, όμως, που εκδόθηκε βάσει έκθεσης που συνέταξε ο υπάλληλος της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς μετά την εκ μέρους του διενεργηθείσα, το έτος 2000 αυτοψία της επίμαχης περιοχής, ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της άσκησης της ένδικης αγωγής, αλλά και της συντέλεσης της αγοράς εκ μέρους του αρχικού ενάγοντος του επίδικου ακινήτου. Μάλιστα, ο εναγόμενος προσέβαλε την ανωτέρω πράξη χαρακτηρισμού ασκώντας ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων την από 11-6-2001 (με αριθμό πρωτοκόλλου 68/12-6-2001) ένστασή του, ενώ η ανωτέρω πράξη χαρακτηρισμού έχει προσβληθεί και από όλους τους ιδιοκτήτες της περιοχής (αρχικό ενάγοντα, Μεντιτεράνιαν και εταιρεία "ΟΒΕΡΣΗΣ"), αμέσως μόλις έλαβαν γνώση αυτής. Ειδικότερα, από τον αρχικό ενάγοντα ασκήθηκαν εντός διμήνου από την κοινοποίηση, οι από 15-3-2002 και με αριθμ. πρωτ. κατάθεσης 35/15-3-2002 αντιρρήσεις ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Νομαρχίας Πειραιώς, προκειμένου να εξαφανιστεί η ως άνω πράξη χαρακτηρισμού του Δασαρχείου Πειραιώς και ήδη κατά της υπ' αριθμ. 68/2002 απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Νομαρχίας Πειραιώς έχει ασκηθεί από τον αρχικό ενάγοντα η επικαλούμενη και προσαγόμενη από 21-2-2003 προσφυγή ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Νομαρχίας Πειραιώς, η συζήτηση της οποίας ακόμη εκκρεμεί. Περαιτέρω, με τις υπ' αριθμ. 2126/2001 και 675/2002 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και του Εφετείου Πειραιώς αντίστοιχα, αλλά και με την υπ' αριθμ. 602/2004 απόφαση του Αρείου Πάγου, που εκδόθηκαν στα πλαίσια δίκης επί της από 15-5-1991 αγωγής της εταιρείας "Οβερσής Μερκαντάιλ Κορπορέϊσον ΑΕ" κατά του αναιρεσείοντος αλλά και από τις υπ' αριθμ. 668/2008 και 669/2008 αποφάσεις του Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκαν σε δίκη μεταξύ της εταιρείας "Μεντιτεράνιαν" και του εναγομένου-αναιρεσείοντος, και αφορούν άλλα ακίνητα, κρίθηκε αμετάκλητα στην πρώτη περίπτωση, ότι οι περιοχές στη θέση "...", "’γιος Σπυρίδων" ή "Σπαραγορείου" δεν έχουν δασικό χαρακτήρα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση κρίθηκε τελεσίδικα, ότι η περιοχή "Πίσω Γιαλός" της περιφέρειας Καψαλίου της Κοινότητας Κυθήρων δεν αποτελεί δασική έκταση". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχτηκε, ότι ναι μεν το επίδικο ακίνητο δεν ήταν αυτό που πωλήθηκε και μεταβιβάστηκε στον αρχικό ενάγοντα από τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα με το αναφερόμενο συμβόλαιο, που μεταγράφηκε νόμιμα, αλλά με εκείνο το συμβόλαιο πωλήθηκε σ' αυτόν και του μεταβιβάστηκε όμορη, βραχώδης και άγονη έκταση προς νότια-νοτιοανατολικά, ότι ο αρχικός ενάγων καθόλο το χρονικό διάστημα των 16 ετών (1966-1982) νεμόταν το επίδικο, πιστεύοντας καλόπιστα και δικαιολογημένα, ότι το επίδικο, που περιήλθε στη νομή του, περιλαμβανόταν στον τίτλο που είχε, ενώ στην πραγματικότητα ο νομιζόμενος αυτός τίτλος αφορούσε όμορο ακίνητο και το επίδικο, που νεμόταν ο αρχικός ενάγων, είχε περιέλθει με έτερο συμβόλαιο στην κυριότητα της αναφερόμενης εταιρείας, ότι ουδεμία βαριά αμέλεια βάρυνε τον αρχικό ενάγοντα για την πεποίθησή του εκείνη, ότι ουδόλως αποδείχθηκε, ότι ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων από το 1968 κατέλαβε το επίδικο ακίνητο και νεμόταν αυτό με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας και ότι έκτοτε είχε γνωστοποιήσει την κατάληψη αυτή στον αρχικό ενάγοντα και το νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας, που ήταν κυρία αυτού, ότι ο αναιρεσείων κατά το άνω επίδικο χρονικό διάστημα υπήρξε βοηθός νομής και μόνο του αρχικού ενάγοντος και των αναφερόμενων εταιρειών στις όμορες εκτάσεις και ότι δεν αποδείχθηκε, ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει σε ευρύτερη δασική έκταση. Ακολούθως, το Εφετείο, αφού απέρριψε τις ενστάσεις του αναιρεσείοντος περί ιδίας κυριότητας και περί ακυρότητας του τίτλου κτήσης της κυριότητας του αρχικού ενάγοντος επί του επιδίκου, διότι το επίδικο ανήκει σε ευρύτερη δασική έκταση, δέχτηκε την ένδικη διεκδικητική αγωγή και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που έχει κρίνει όμοια. Με αυτά, που δέχτηκε, και, έτσι, που έκρινε, το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 216 του ν. 4173/1929, σε συνδυασμό με το άρθρο 29 του ίδιου νόμου, και των άρθρων 1041, 1042 και 1043 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ' αυτή πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης κυριότητας του επιδίκου από τον αρχικό ενάγοντα με τακτική χρησικτησία βάσει νομιζόμενου τίτλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ότι το επίδικο ακίνητο κατά το χρόνο της επίμαχης μεταβίβασης δεν ανήκει σε ευρύτερη δασική έκταση και ότι ο αναιρεσείων ουδέποτε απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, οι συναφείς δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, τρίτος, κατά το πρώτο μέρος του, τέταρτος λόγοι της αναίρεσης, και τέταρτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς και δεύτερος, κατά το τέταρτο μέρος του, και τρίτος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγοι της αναίρεσης από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Επειδή, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ., κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (ΑΠ 2058/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, με τους δεύτερο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, καθώς και δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, και τρίτο πρόσθετους λόγους, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι "δεν αποδείχθηκε ουσιαστικά βάσιμος ο ισχυρισμός του εναγομένου (ήδη αναιρεσείοντος), κατά την οποία το επίδικο ανήκει σε ευρύτερη δασική έκταση", δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα κατωτέρω έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων, ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις του της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί ακυρότητας του τίτλου κτήσης της κυριότητας του αναιρεσείοντος επί του επιδίκου, για το λόγο ότι το επίδικο ανήκει σε ευρύτερη δασική έκταση, γιατί αυτό κατά το χρόνο της επίμαχης μεταβίβασής του καλυπτόταν από πυκνή βλάστηση, ήτοι 1) την με αριθμό Δ. 246859/5-10-1977 απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς, 2) το με αριθμό 18182/1968 αρ. β 164 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής του Δασάρχη Αθηνών, 3) τα με αριθμούς 5943, 5944, 6176 και 6178/1968 εκδοθέντα σε βάρος του αναιρεσείοντος πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής, 4) την 3/1969 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Γυθείου και την 157/1970 απόφαση του Αρείου Πάγου, 5) την 7952/19-10-2000 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πειραιώς, 6) την από 26-2-1974 επιστολή του τότε πληρεξούσιου δικηγόρου του Γεώργιου Κασιμάτη, που απευθυνόταν προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αρχικού ενάγοντος Παναγιώτη Παπανικολάου, 7) την από 12-3-1975 επιστολή του δικαιοπαρόχου του αναιρεσιβλήτου, που απευθυνόταν προς τον αναιρεσείοντα και 8) την 1814/1975 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από τα έγγραφα, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι", δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα ανωτέρω έγγραφα. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται από την παραβίαση των ορισμών του νόμου αναφορικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που, δεσμευτικά για το δικαστήριο, καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση, κατά την οποία το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, τα αποδεικτικά μέσα που κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη, αποδίδει μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε ένα από αυτά. Εξάλλου, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο αυτό ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Κατά δε το άρθρο 440 ΚΠολΔ τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 438 αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους, τόσον ως προς όσα βεβαιώνονται στα έγγραφα αυτά, ότι έγιναν από πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, όσον και ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, και ότι στην πρώτη περίπτωση δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη, εκτός αν το έγγραφο προσβληθεί ως πλαστό, στη δεύτερη δε περίπτωση χωρεί ανταπόδειξη χωρίς τις διατυπώσεις αυτές (ΑΠ 1152/2008, ΑΠ 259/2007). Έτσι, η διαπίστωση των αρμοδίων διοικητικών οργάνων περί του δασικού χαρακτήρα ακινήτων σε παρωχημένο χρόνο, ήτοι τον κρίσιμο χρόνο της μεταβιβάσεως, ως αναγομένη σε γεγονός την αλήθεια του οποίου όφειλε να διαπιστώσει ο συντάκτης του δημοσίου εγγράφου, παράγει πλήρη απόδειξη σύμφωνα με το άρθρο 440 ΚΠολΔ, επιτρεπομένης ανταποδείξεως, χωρίς την ανάγκη προσβολής του εγγράφου ως πλαστού, αφού δεν συντρέχει περίπτωση εκ των αναφερομένων στο άρθρο 438 ΚΠολΔ, δεν προκύπτει δε δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου της ουσίας, δικάζοντας επί ιδιωτικής διαφοράς, να συμμορφωθεί προς τις διαπιστώσεις των διοικητικών οργάνων κατά το σχηματισμό της αποδεικτικής του κρίσεως περί της συνδρομής περιστατικών, προσποριστικών ιδιωτικών δικαιωμάτων (ΑΠ 602/2004).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον δεύτερο, κατά το τρίτο μέρος του λόγο της αναίρεσης, καθώς και τον δεύτερο, κατά το δεύτερο μέρος του και τελευταίο εξεταζόμενο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν απέδωσε την αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων 1) στην 7952/19-10-2000 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πειραιώς και 2) στην με αριθμό Δ/246857 απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς, που έχει δημοσιευθεί στο με αριθμό 571/31-12-1977 Τεύχος Δ' ΦΕΚ, περί κηρύξεως ως αναδασωτέων διαφόρων εκτάσεων, μεταξύ των οποίων και αυτής στη θέση "...", όπου και το επίδικο, και ότι προσέδωσε μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη στην από 12-6-1973 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των αγρονόμων-τοπογράφων Σ. Μ. και Α. Χ., που διενεργήθηκε στα πλαίσια σχετικής ποινικής δίκης στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών και στην οποία έκθεση οι άνω πραγματογνώμονες αποφάνθηκαν, ότι η έκταση, που βρίσκεται το επίδικο, είναι πετρώδης, μη καλλιεργήσιμη, με αραιά θαμνώδη βλάστηση και δεν δύναται να υπαχθεί σε κάποια από τις περιπτώσεις του Δασικού Κώδικα. Από το περιεχόμενο, όμως, της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο δέχτηκε, ότι "η 7952/19-10-2000 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πειραιώς εκδόθηκε βάσει έκθεσης, που συνέταξε ο υπάλληλος της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς μετά την εκ μέρους του διενεργηθείσα το έτος 2000 αυτοψία της επίμαχης περιοχής, ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της άσκησης της ένδικης αγωγής, αλλά και της συντέλεσης της αγοράς εκ μέρους του αρχικού ενάγοντος του επίδικου ακινήτου και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεσμευτική για το Δικαστήριο", ήτοι ότι ως προς την άνω διαπίστωση των αρμοδίων διοικητικών οργάνων περί του δασικού χαρακτήρα ακινήτων σε παρωχημένο χρόνο, ήτοι τον κρίσιμο χρόνο της μεταβιβάσεως, επιτρέπεται ανταπόδειξη, και ότι δεν προκύπτει δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου της ουσίας, δικάζοντας επί ιδιωτικής διαφοράς, να συμμορφωθεί προς τις διαπιστώσεις των διοικητικών οργάνων κατά το σχηματισμό της αποδεικτικής του κρίσεως περί της συνδρομής περιστατικών, προσποριστικών ιδιωτικών δικαιωμάτων. Επομένως, το Εφετείο αχθέν σε αποδεικτική κρίση αντίθετη προς το κατά τον αναιρεσείοντα περιεχόμενο των προαναφερομένων δημοσίων εγγράφων, δεν παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων και γι' αυτό οι ερευνώμενοι λόγοι από το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-1-2010 αίτηση και το από 23-3-2011 δικόγραφο προσθέτων λόγων του αναιρεσείοντος Β. Δ. για αναίρεση της 800/2009 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ