Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 853 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Αναίρεση μερική, Ποινής αναστολή, Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμιση - αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού. Αιτιολογία καταδικαστικής απόφασης. Χειροτέρευση θέσης εκκαλούντος - κατηγορουμένου με τη μη αναστολή της ποινής κατ' άρθρ. 99 ΠΚ, που είχε δοθεί πρωτοδίκως στον κατηγορούμενο, καίτοι του επιβλήθηκε μικρότερη ποινή φυλάκισης. Αίτηση αναίρεσης κατά της δευτεροβάθμιας απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας. Απόρριψη λόγου για έλλειψη αιτιολογίας και παραδοχή λόγου για υπέρβαση εξουσίας. Αναιρεί εν μέρει απόφαση ως προς τη διάταξη περί μετατροπής της διάτα-ξης περί ποινής και αναστέλλει την εκτέλεσή της, χωρίς παραπομπή της υπόθεσης στο Δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη εν μέρει απόφαση. Αναιρεί εν μέρει. Αναστέλλει την ποινή επί τριετία. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.




Αριθμός 853/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή- Εισηγητή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Αρχιμανδρίτου..... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σαράντο Θεοδωρόπουλο, περί αναιρέσεως της 1523/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη.

Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιανουαρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 200/10.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημίσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν επί την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα επισυναπτόμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ'αριθ.1523/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου, προκύπτει ότι το ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση του αποδεικτικών μέσων (κατάθεσης πολιτικώς ενάγοντος, αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων και πρακτικών της πρωτόδικης αποφάσεως) στο αιτιολογικό που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνεται με το διατακτικό της ίδιας απόφασης, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά "Ο κατηγορούμενος με την από 13-5-2002 αναφορά του που συνέταξε και απέστειλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Σπάρτης ισχυρίστηκε και διέδωσε ενώπιον απροσδιορίστου αριθμού προσώπων για τον εγκαλούντα Ψ1 ότι δήθεν αυτός εκφοβίζει τους εγκαταβιούντας στην Μονή ...ιερομονάχους, τους απειλεί και τους συκοφαντεί, ενώ η αλήθεια είναι ότι ο τελευταίος ουδέποτε προέβη σε απειλές και οι καταγγελίες είναι ψευδείς. Τα παραπάνω προκύπτουν από την κατάθεση του Ψ1, ο οποίος αναφέρει ότι εκ συστήματος ο κατηγορούμενος στρεφόταν εναντίον της ερανικής επιτροπής και ότι όταν έγινε διαχειριστικός έλεγχος στα βιβλία της Μονής ουδέν αξιόποινο ευρέθη, μη αναιρούμενο από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
Συνεπώς ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, όπως στο διατακτικό". Ακολούθως το ίδιο ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, που νόμιμα εκπροσωπήθηκε στη δευτεροβάθμια δίκη από το συνηγορό του- δικηγόρο Αθηνών Σαράντο Θεοδωρόπουλο, για συκοφαντική δυσφήμηση του πολιτικώς ενάγοντος και επέβαλε σ'αυτόν ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική, προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας, όσο αφορά την περί ενοχής και επιβολής της ως άνω ποινής φυλάκισης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς κύρωση της περί ενοχής αυτού κρίσεως του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε τα εν λόγου πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1, 362 και 363 του ΠΚ και του άρθρου 79 του ιδίου Κώδικα ως προς τον καθορισμό της ως άνω ποινής τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δεν στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα παρατίθεται στην απόφαση τα γεγονότα τα οποία είναι ψευδή και συκοφαντικά και πόσα είναι τα αληθή, αιτιολογεί δε το Δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο του κατηγορουμένου, με την έκθεση στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό, των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαίωσης τους του κατηγορούμενου για την αναλήθεια των άνω γεγονότων, τα οποία είναι γεγονότα και όχι αξιολογικές κρίσεις και τα οποία διέδωσε ενώπιον τρίτων (Εισαγγελέα Πρωτοδικών Σπάρτης Γραμματέα της ίδιας Εισαγγελίας και απροσδιορίστου αριθμού άλλων προσώπων) και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος. Επομένως ο προβαλλόμενος από το άρθρο 500 παρ.1 στοιχ.Δ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρο 470 εδ.α' του Κ.Π.Δ. "στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο, εναντίον καταδικαστικής απόφασης, από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται ". Περίπτωση χειροτέρευσης της θέσεως του καταδικασθέντος συνιστά και η μετατροπή, από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σε χρηματική, κατά το άρθρο 82 του Π.Κ., στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία όμως πρωτοδίκως είχε ανασταλεί, κατά το άρθρο 99 του ιδίου Κώδικα, αφού το μέτρο της αναστολής της ποινής είναι προδήλως ευμενέστερο από εκείνο της μετατροπής της. Έτσι, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο , επιλαμβανόμενο μετά από έφεση του καταδικασθέντος κατηγορούμενου, μετατρέψει έστω και τη επιβληθείσα μικρότερη, από εκείνη που είχε επιβάλλει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στερητική της ελευθερίας ποινή, καίτοι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε αναστείλει την επιβληθείσα μεγαλύτερη, επίσης στερητική της ελευθερίας ποινή, υπερβαίνει θετικά την εξουσία του και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ. Θ'(ήδη Η) του Κ.Π.Δ., για υπέρβαση εξουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, επιληφθέντος κατόπιν εφέσεως του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, κατά της υπ'αριθμό 278/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης, με την οποία αυτός είχε κηρυχθεί ένοχος για την προαναφερόμενη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης και του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης πέντε μηνών, η οποία ανεστάλη επι τριετία, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε επίσης ένοχος και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών μηνών η οποία όμως μετετράπη σε χρηματική, προς 5 ευρώ την ημέρα. Έτσι όμως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατέστησε χειρότερη τη θέση του εκκαλούντος κατηγορουμένου και υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας. Η πλημμέλεια αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλεται με τον πρώτον εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ.Η'του Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως, ο οποίος είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τη διάταξη αυτής, για τη μετατροπή της ποινής φυλάκισης τριών μηνών που είχε επιβληθεί στον αναιρεσείοντα και να ανασταλεί από τον Άρειο Πάγο η ποινή αυτή επί τριετία, αφού δεν είναι αναγκαία η παραπομπή και νέα συζήτηση της υπόθεσης. Και ναι μεν η εξουσία αυτή του Αρείου Πάγου δεν προβλέπεται ρητά από τις διατάξεις των άρθρων 516 μέχρι 519 του Κ.Π.Δ. , όμως προκύπτει από ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων αυτών, οι οποίες του επιτρέπουν, εκτός από την αναίρεση της απόφασης, να αποφαίνεται και για την κήρυξη απαράδεκτης της ποινικής δίωξεως και την κήρυξη αθώου του κατηγορούμενου, όταν δεν υπάρχει στάδιο για νέα συζήτηση, πράγμα που συμβαίνει και στην προκείμενη περίπτωση, που η ποινή είχε ανασταλεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, οπότε, μετά την άσκηση εφέσεως από τον κατηγορούμενο και την νέα καταδίκη του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το τελευταίο όφειλε να αναστείλει και πάλι την ποινή . Τέλος, πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ'αριθμ.1523/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου, ως προς την περί μετατροπής της ποινής διάταξή της.
Αναστέλλει την ποινή φυλάκισης των τριών (3) μηνών που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα με την πιο πάνω απόφαση επί μία τριετία . Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 26 Ιανουαρίου 2010 αίτηση (δήλωση) του αρχιμανδρίτου ..., εκ τω κόσμο ...., για αναίρεση της πιο πάνω αποφάσεως .
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Απριλίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή