Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 740 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική, Δόλος.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Λόγοι της αιτήσεως η έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αιτίαση για έλλειψη αιτιολογίας διότι στο σκεπτικό δεν αναφέρεται ότι λήφθηκε υπόψη η χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος. Αιτίαση για εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 363 ΠΚ, διότι δεν πρόκειται για γεγονός. Αιτίαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς το δόλο του αναιρεσείοντος. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως.




Αριθμός 740/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο- Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, Χ, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Καλαμπαλίκη, περί αναιρέσεως της 8454/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα των Ψ, που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαρτίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 488/09.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως προϋποθέτει είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια, Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ,' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, κατά τα ανωτέρω, επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Επίσης, για την ύπαρξη της άνω αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικούστοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, ηεπιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚποινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 8454/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος συκοφαντικής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία (3) χρόνια. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε , κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής : " Ο κατηγορούμενος, στην ..., στις 28-1-2004 και στις 4-5-2004, ενεργώντας με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ισχυρίστηκε για άλλον ενώπιον τρίτων εν γνώσει του ψευδή γεγονότα που μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του. Ειδικότερα στον ως άνω τόπο ο κατηγορούμενος κατέθεσε στην αρμόδια υπηρεσία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών στις 28-1-2004 έγγραφη καταγγελία εναντίον του εγκαλούντος Δικηγόρου Αθηνών Ψ, της οποίας έλαβαν γνώση υπάλληλοι του Δικηγορικού Συλλόγου κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους και η οποία έχει επί Λέξει ως εξής: "Προς τον ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΑΘΗΝΩΝ Αθήνα, 28-01-2004 ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ Την 16-12-2003 ανέθεσα στον δικηγόρο Ψ, να μου συντάξει ένα εξώδικο και να το επιδώσει με Δικαστικό Επιμελητή, αφού το υπέγραψα, συμφωνήσαμε ότι το πολύ σε 10 ημέρες θα το είχε επιδώσει. Αρχική συμφωνία αμοιβής ήταν 145 € για σύνταξη εξωδίκου και αμοιβή Δικαστικού Επιμελητή. Τελική συμφωνία 125 €. Του πλήρωσα 60 € στις 16-12-2003 δίχως να μου κόψει απόδειξη παροχής υπηρεσιών, τα υπόλοιπα 65 € το πρώτο ΙΟήμερο του ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2004 θα μου έδινε ταυτόχρονα το αντίγραφο επιδόσεως και εγώ θα τον εξοφλούσα, έτσι ήταν η συμφωνία μας. Του τηλεφωνώ τον ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ 2004 για να μάθω αν τελείωσε την δουλειά που είχαμε συμφωνήσει, μου απήντησε ότι "δεν ξέρω τι έχει κάνει ο επιμελητής, δεν τον βρίσκω". Χθες 27-01-2004 συναντηθήκαμε στο γραφείο του το μεσημέρι και δεν είχε κάνει τίποτα από όσα είχαμε συμφωνήσει, Ζήτησα τα στοιχεία του Δικαστικού Επιμελητή και δεν μου τα έδωσε, είναι απόρρητα ( μου είπε, ΓΕΝΙΚΑ ΜΕ ΚΟΡΟΙΔΕΨΕ - ΜΕ ΕΚΛΕΨΕ. Του ζήτησα να μου επιστρέψει το εξώδικο που είχα υπογράψει ή να μου επιστρέψει τα 60 €, από αυτά δεν έκανε τίποτα, κάλεσε την ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ώρα 14:30 για να δοθούν αμοιβαίες εξηγήσεις. Τα αστυνομικά όργανα μου είπαν να του καταθέσω μήνυση. Ο ΚΑΤΑΓΤΕΛΩΝ Χ". Στη συνέχεια, στις 4-5-2004, ο κατηγορούμενος ανέπτυξε και προφορικά το περιεχόμενο της ως άνω έγγραφης καταγγελίας του ενώπιον των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου που επιλήφθηκε της υπόθεσης. Έτσι, κατά τις ως άνω ημερομηνίες, με την έγγραφη καταγγελία του και με την προφορική ανάπτυξη της, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ενώπιον των υπαλλήλων του Δ.Σ.Α. που χειρίστηκαν την καταγγελία του και ενώπιον των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Α. ψευδή γεγονότα που γνώριζε ότι είναι αναληθή και που ήταν πρόσφορα και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την επαγγελματική υπόληψη του εγκαλούντος δικηγόρου Αθηνών Ψ και συγκεκριμένα ισχυρίστηκε ψευδώς και εν γνώσει της αναλήθειάς τους ότι στις 16-12-2003 αυτός ανέθεσε στον εγκαλούντα δικηγόρο τη σύνταξη εξωδίκου και ότι τον Ιανουάριο του 2004 ο εγκαλών σε τηλεφωνική συνομιλία που είχαν του απάντησε πώς δε γνώριζε τι είχε κάνει με την επίδοση του εξωδίκου ο δικαστικός επιμελητής και πως δεν τον βρίσκει και ότι ο εγκαλών δικηγόρος τον κορόιδεψε και τον έκλεψε, διότι του είχε καταβάλει 60 ευρώ και δεν είχε συντάξει το εξώδικο δικόγραφο, ενώ τα αληθή γεγονότα ήταν πως η συμφωνία για τη σύνταξη του εξώδικου δικογράφου είχε γίνει περί τα τέλη Ιουλίου 2003, ότι το δικόγραφο είχε συνταχθεί τον Ιανουάριο του έτους 2004, ότι ο εγκαλών ποτέ δεν ανέφερε κάτι σχετικό για τον δικαστικό επιμελητή και ότι δεν παρέδωσε το εξώδικο στον κατηγορούμενο όταν του το ζήτησε, διότι δεν είχε εξοφληθεί το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής του ανερχόμενο σε 40 ευρώ. Τα ως άνω δε ψευδή γεγονότα που εν γνώσει της αναλήθειάς τους ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος ενώπιον των ως άνω υπαλλήλων του Δ.Σ.Α. μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος ως δικηγόρου και ως ανθρώπου, αφού τον παρουσίαζαν ως μη τηρούντα τις συμφωνίες του και ως απατεώνα και κλέπτη. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της κατ' εξακολούθηση συκοφαντικής δυσφημήσεως του εγκαλούντος που κατηγορείται και γιαυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής, σύμφωνα με το διατακτικό." Στη συνέχεια, το δικάσαν Δικαστήριο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κήρυξε ένοχο της προαναφερόμενης αξιόποινης πράξεως και ειδικότερα , του ότι : "Στην ... στις 28-1-2004 και στις 4-5-2004 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος ενώπιον τρίτων ισχυρίστηκε για άλλον γεγονότα εν γνώσει του ψευδή που μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του. Ειδικότερα στον παραπάνω τόπο ο κατηγορούμενος κατέθεσε στην αρμόδια υπηρεσία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών στις 28-1-2004 καταγγελία εναντίον του Δικηγόρου Αθηνών Ψ, της οποίας έλαβαν γνώση υπάλληλοι του Δικηγορικού Συλλόγου κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, ακολούθως δε στις 4-5-2004 ανέπτυξε προφορικά το περιεχόμενο της καταγγελίας του ενώπιον των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου που επελήφθη της υπόθεσης. Κατά τις παραπάνω ημερομηνίες ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε γεγονότα που γνώριζε ότι. είναι αναληθή και πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την επαγγελματική υπόληψη του εγκαλούντα Ψ και ειδικότερα ότι στις 16-12-2003 του ανέθεσε τη σύνταξη εξωδίκου και ότι τον Ιανουάριο του 2004 ο εγκαλών σε τηλεφωνική συνομιλία με τον κατηγορούμενο του απάντησε πώς δε γνώριζε τι είχε κάνει με την επίδοση του εξωδίκου ο δικαστικός επιμελητής και πως δεν τον βρίσκει, τον κατήγγειλε δε ότι τον κορόιδεψε και τον έκλεψε, διότι του είχε καταβάλει 60 ευρώ και δεν είχε συντάξει το εξώδικο δικόγραφο, ενώ το αληθές είναι πως η συμφωνία για τη σύνταξη του εξώδικου δικογράφου είχε γίνει περί τα τέλη Ιουλίου 2003, ότι το δικόγραφο είχε συνταχθεί τον Ιανουάριο του έτους 2004, ότι ο εγκαλών ποτέ δεν ανέφερε κάτι σχετικό για τον δικαστικό επιμελητή και ότι δεν παρέδωσε το εξώδικο στον κατηγορούμενο όταν του το ζήτησε, διότι δεν είχε εξοφληθεί το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής του ανερχόμενο σε 40 ευρώ. Η ψευδής κατά περιεχόμενο καταγγελία έχει ως ακολούθως: "την 16-12-2003 ανέθεσα στον δικηγόρο Ψ, να μου συντάξει ένα εξώδικο και να το επιδώσει με Δικαστικό Επιμελητή, αφού το υπέγραψα, συμφωνήσαμε ότι το πολύ σε δέκα ημέρες θα το είχε επιδώσει. Αρχική συμφωνία αμοιβής ήτανε για τη σύνταξη εξωδίκου και αμοιβή Δικαστικού Επιμελητή. Τελική συμφωνία 125 ευρώ. Του πλήρωσα 60 ευρώ στις 16-12-2003 δίχως να μου κόψει απόδειξη παροχής υπηρεσιών, τα υπόλοιπα 65 ευρώ το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου 2004 θα μου έδινε ταυτόχρονα το αντίγραφο επιδόσεως και εγώ θα τον εξοφλούσα, έτσι ήταν η συμφωνία μας. Του τηλεφωνώ τον Ιανουάριο 2004 για να μάθω αν τελείωσε τη δουλειά που είχαμε συμφωνήσει, μου απάντησε ότι δεν ξέρω τι έχει κάνει ο επιμελητής, δεν τον βρίσκω. Χθες 27-1-2004 συναντηθήκαμε στο γραφείο του το μεσημέρι και δεν είχε κάνει τίποτα από όσα είχαμε συμφωνήσει. Ζήτησα τα στοιχεία του Δικαστικού Επιμελητή και δεν μου τα έδωσε, είναι απόρρητα μου είπε, γενικά με κορόιδεψε-με έκλεψε. Του ζήτησα να μου επιστρέψει το εξώδικο που είχα υπογράψει ή να μου επιστρέψει τα 60 ευρώ απ'αυτά δεν έκανε τίποτα...." Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, 363-362 ΠΚ,τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 8454/2008 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία, κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας: 1)... και 2)..., την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα υπερασπίσεως, ..., καθώς και την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, Ψ ο οποίος, όπως προκύπτει από τα ίδια πρακτικά, εξετάσθηκε χωρίς να ορκιστεί στο ίδιο ακροατήριο. Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: 1)το δικάσαν Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του αποδείχτηκαν "από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία" Όμως από την περικοπή αυτή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης δεν προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε προς σχηματισμό της κρίσης του και την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, Ψ, ούτε δε από το όλο περιεχόμενο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης συνάγεται ότι λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε η κατάθεση αυτή.Και ότι έτσι, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιβάλλεται από το άρθρο 93 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του ΚΠΔ. Αβάσιμα όμως, διότι η χωρίς όρκο κατάθεση του Πολιτικώς ενάγοντος, δεν είναι ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο ώστε να μνημονεύεται ρητά αλλά και διότι ο πολιτικώς ενάγων είναι ο κατ'εξοχήν μάρτυρας κατηγορίας και συνεπώς, αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη, στην προκείμενη δε περίπτωση, η απόφαση αναφέρει ότι έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν η δε μνεία "που εξετάσθηκαν ενόρκως" οφείλεται σε προφανή παραδρομή, αφού με την απόφαση έγιναν δεκτές οι απόψεις του (πολ.ενάγοντος). 2)ότι υπάρχει έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας, σε σχέση με το δόλο του κατηγορουμένου που, στην παρούσα περίπτωση, απαιτείται να είναι άμεσος αφού πρόκειται για συμπεριφορά του ιδίου του αναιρεσείοντος και δεν απαιτείται ειδική αιτιολόγηση, αλλά προκύπτει από τα δεκτά γενόμενα στο σκεπτικό της αποφάσεως. Και 3) ότι το δίκασαν δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι οι χαρακτηρισμοί που φέρεται ότι απηύθυνε προς τον εγκαλούντα συνιστούσαν την αντικειμενική υπόσταση της συκοφαντικής δυσφήμισης καίτοι αυτοί δεν αποτελούν "γεγονός" αλλά έκφραση γνώμης και αξιολογικής κρίσης οι οποίοι και αποτελούν εξύβριση, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι αυτής. Αβάσιμα όμως, αφού πρόκειται για συγκεκριμένη συμπεριφορά αλλά και για κρίση, που συνάπτεται με συγκεκριμένη συμπεριφορά του εγκαλούντος. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσειων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23 Μαρτίου 2009 (υπ'αριθμ.πρωτ.112/2009 ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών) αίτηση του Χ, για αναίρεση της με αριθμό 8454/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Απριλίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή