Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1474 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αρπαγή, Μαστροπεία.




Περίληψη:
Αρπαγή και μαστροπεία κατ' εξακολούθηση. Αντίσταση. Απορριπτέος ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, ως προς την ενοχή και ως προς την παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου, που απέρριψε το υπό του κατηγορουμένου υποβληθέν αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, για να κλητευθεί η αλλοδαπή παθούσα. Απορρίπτει.




Αριθμός 1474/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθ. 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Τσαντήλα, περί αναιρέσεως της 424/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3.6.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1285/2008.

Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή, αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Ολ. ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά πρέπει να επεκτείνεται και στις παρεμπίπτουσες αποφάσεις, όπως είναι και η απόφαση περί απορρίψεως αιτήματος αναβολής.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο κατηγορούμενος, δια του συνηγόρου του, ζήτησε την αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, "προκειμένου να κλητευθεί και να εξετασθεί ως μάρτυρας στο ακροατήριο η παθούσα αλλοδαπή Π1" .
Το Δικαστήριο, μετά την αποδεικτική διαδικασία, και αφού πρότεινε ο εισαγγελέας της έδρας να απορριφθεί το άνω αίτημα του κατηγορουμένου και να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, με ενιαία απόφασή του, απέρριψε το αίτημα αναβολής και κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο των αποδοθέντων σε αυτόν τριών εγκλημάτων, αρπαγής και μαστροπείας κατ' εξακολούθηση και αντιστάσεως κατά της αρχής, με το παρακάτω αιτιολογικό: "Επειδή, από την κατάθεση του μάρτυρα της κατηγορίας, που εξετάστηκε ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, και ο οποίος αναφέρεται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά (δεν αναγνώσθηκαν ούτε λήφθηκαν υπόψη οι από 2-12-2000 προανακριτικές απολογίες της συγκατηγορουμένης του στον πρώτο βαθμό και στην υπόθεση, επί της οποίας εκδόθηκε η αθωωτική γι αυτήν και καταδικαστική για τον κατηγορούμενο 1703/2005 απόφαση, Π1, αναγνώσθηκε όμως η από 4-12-2000 ανακριτική απολογία της, όπως αυτός ζήτησε), αναγνώσθηκε επίσης, παρά τις αντιρρήσεις του, η 1295/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Α' Βαθμού Αθηνών, παρότι δεν προκύπτει το αμετάκλητο αυτής (ΑΠ 155/2007), την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε ότι: Ο κατηγορούμενος είναι Αλβανός υπήκοος και διαμένει από πολλών ετών στην Ελλάδα και πρέπει να γνωρίζει επαρκώς την αλβανική γλώσσα, γι αυτό και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η 4588/2007 απόφαση δεν ζήτησε τον διορισμό διερμηνέως, αλλά επικοινωνούσε καλά με το Δικαστήριο και απολογήθηκε, απάντησε δε στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, στο παρόν όμως Δικαστήριο δήλωσε ότι αγνοεί την ελληνική γλώσσα και κατόπιν τούτου το Δικαστήριο προέβη στον διορισμό διερμηνέως, ο οποίος διερμήνευσε από την ελληνική στην αλβανική και αντιστρόφως όσα έλαβαν χώρα κατά την αποδεικτική διαδικασία. Μέσω κάποιου κοινού γνωστού, ονόματι "..." α.λ.σ. αυτού και της Πολωνίδας υπηκόου Π1, ηλικίας τότε (Νοέμβριος 2000) 20 ετών γνώρισε την τελευταία. Ο κοινός γνωστός "...." είχε καταβάλει το ποσό των 3.000 δολαρίων ΗΠΑ σε άτομο πολωνικής υπηκοότητας, ονόματι "...." α.λ.σ., ο, οποίος είχε πείσει την ως άνω συμπατριώτισσά του να μεταναστεύσει στην Ελλάδα, τρεις μήνες περίπου, πριν από την κατά τα κατωτέρω σύλληψή της, προκειμένου να εργασθεί ως σερβιτόρα, την πήγε δε στην ... όπου, μετά εργασία λίγων ημερών σε καφετέρια του νησιού, της ζήτησε να εκδίδεται με χρήματα, επειδή όμως αυτή αρνήθηκε, την οδήγησε στην ... και εκεί την γνώρισε και παρέδωσε στον κατηγορούμενο, ο οποίος εμφανίσθηκε σ αυτήν με το όνομα "...". Αυτός, αφού παρακράτησε το διαβατήριό της, ώστε να μη μπορεί να φύγει, ούτε να επικαλεσθεί τη συνδρομή και προστασία της πολιτείας, την εξανάγκασε να ζει σε διαμέρισμα επί της οδού ... στη ..., όπου διέμενε και ο ίδιος και κάποιος συμπατριώτης του με το όνομα "...." α.λ.σ. Από εκεί την έπαιρνε ο ίδιος ή με πρόσωπα της εμπιστοσύνης του με ΙΧΕ, την μετέφερε σε ξενοδοχεία της περιοχής ..., όπου και την εξανάγκαζε, εξακολουθητικά, κατά το διάστημα από 23-11-2000 μέχρι ότου, κατά τα κατωτέρω, συνελήφθη από αστυνομικούς του τμήματος ηθών, διότι εκδίδονταν σε άνδρες, εισπράττοντας 7.000 δραχμές για κάθε συνάντηση, ποσό το οποίο έδιδε σ' αυτόν ή στον οδηγό του αυτοκινήτου, ο οποίος την περίμενε και την οδηγούσε εκ νέου στο διαμέρισμα. Οι συναντήσεις κανονίζονταν, τηλεφωνικώς, μέσω μικρής αγγελίας που είχε δημοσιευθεί σε εφημερίδα, όπως αυτή φωτοτυπία της οικείας σελίδας της οποίας και αναγνώσθηκε. Ο κατηγορούμενος της είχε δώσει και ένα κινητό τηλέφωνο, με το οποίο απαντούσε στις κλήσεις των υποψηφίων πελατών, που είχαν βρει τον αριθμό από την μικρή αγγελία. Ο κατηγορούμενος στο σπίτι όπου διέμεναν κατείχε ένα μεγάλο μαχαίρι στρατιωτικού τύπου, με το οποίο απειλούσε την ως άνω Πολωνή υπήκοο ότι θα της προξενήσει, κακό, όπως επίσης την προειδοποιούσε ότι, αν τολμήσει και τον καταγγείλει σε κάποιον, θα έκανε κακό τόσο στην ίδια, όσο και στους δικούς της, που βρίσκονταν στην Πολωνία, τους οποίους και θα ανεύρισκε, με την βοήθεια του "....". Υπό το κράτος των απειλών αυτών, η παθούσα αναγκαζόταν, χωρίς βέβαια να έχει υποχρέωση σε τούτο και χωρίς να είναι πόρνη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται αυτός, αφού από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε κάτι τέτοιο, να εκδίδεται σε άνδρες και τα χρήματα, που κατά τα άνω εισέπραττε, να τα παραδίδει στον κατηγορούμενο, ο οποίος ενεργούσε κατά τον τρόπο αυτό προκειμένου να κερδίζει τα ανωτέρω ποσά, που του παρέδιδε το θύμα, αλλά και κατ' επάγγελμα, αφού, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως και την ανωτέρω υποδομή που είχε δημιουργήσει, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης αυτής, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Η δραστηριότητα του κατηγορουμένου όμως διακόπηκε στις 2-12-2000, πρώτες πρωινές ώρες, όταν ο αστυνομικός Μ2 όπως ο ίδιος καταθέτει και η κατάθεσή του περιέχεται στα πρακτικά της 4588/2007 αποφάσεως που αναγνώσθηκαν, εμφανίσθηκε ως υποψήφιος πελάτης, έκλεισε ραντεβού με την ως άνω Πολωνή υπήκοο σε ξενοδοχείο και εκεί, αφού της έδωσε το ως άνω χρηματικό ποσό και αυτή άρχισε να γδύνεται, της δήλωσε την ιδιότητά του και με την συνδρομή συναδέλφων του την συνέλαβε (βλ. από 2-12-2000 έκθεση συλλήψεώς της) για παράβαση του άρθρου 5 παρ. 1α σε συνδυασμό με άρθρο 1 του Ν. 2734/1999, πράξη για την οποία παραπέμφθηκε μαζί με τον κατηγορούμενο, αλλά αθωώθηκε με την 1703/2005 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Πριν την οδηγήσουν στο αστυνομικό τμήμα, η εν λόγω συλληφθείσα περιέγραψε στους αστυνομικούς λεπτομερώς όλα τα ανωτέρω και επειδή στην κατοικία, όπου, κατά τα ανωτέρω, την κρατούσε παρανόμως, δεν υπήρχε κανείς και η πόρτα ήταν κλειδωμένη, τους είπε να πάνε στο μέρος όπου αυτός σύχναζε και εκεί τον είδε από μακριά και τον υπέδειξε στους αστυνομικούς, μεταξύ των οποίων και ο μάρτυρας Μ1, όταν δε αυτοί τον πλησίασαν, του δήλωσαν την ιδιότητά τους και επιχείρησαν να τον συλλάβουν, αυτός άρχισε να τους κλωτσά και τους κτυπά με τα χέρια και ιδίως τον μάρτυρα Μ1, προκειμένου να αποφύγει την σύλληψη. Όταν τελικά κατόρθωσαν και τον συνέλαβαν, σε σωματική έρευνα που του διενήργησαν, βρήκαν στην τσέπη του το με αριθμό ... διαβατήριο της Πολωνής υπηκόου, το οποίο αυτός, όπως τους είχε δηλώσει η ίδια, κατακρατούσε, φωτοτυπία του οποίου αναγνώσθηκε. Η αλλοδαπή τους ζήτησε τότε να πάνε στο σπίτι, προκείμενου να πάρει τα πράγματα της, πλην όμως ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι αυτός δεν διέμενε εκεί. Έτσι οι αστυνομικοί αναγκάσθηκαν να παραβιάσουν την θύρα με τη βοήθεια κλειδαρά και σε έρευνα που διενήργησαν βρήκαν το στρατιωτικό μαχαίρι, για το οποίο τους είχε μιλήσει η Πολωνή, κάτω από το κρεβάτι, φωτογραφίες του κατηγορουμένου με γυναίκες και φίλους του, 1.5 γραμ. χασίς (για την πράξη κατοχής του κηρύχθηκε αθώος με την 4588/2007 απόφαση), μία κάμερα Πανασόνικ για την οποία, όταν επιχείρησαν να κατασχέσουν, ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι είναι δική του, συνομολογώντας εμμέσως πλην σαφώς ότι διέμενε εκεί, χαρτάκια με τον αριθμό τηλεφώνου, στο οποίο καλούσαν αυτοί που ήθελαν να κανονίσουν ραντεβού μαζί της. Όλα τα ανωτέρω ανευρεθέντα και κατασχεθέντα στο σπίτι πράγματα, σε συνδυασμό και με την κάτω από τις ανωτέρω συνθήκες σύλληψη της αλλοδαπής στο ξενοδοχείο μετά από το ραντεβού που είχε κλείσει με τον αστυνομικό δήθεν πελάτη και τέλος το στα θυλάκια του κατηγορουμένου ανευρεθέν και κατασχεθέν διαβατήριο της Πολωνής υπηκόου, η αντίσταση που πρόβαλε κατά την σύλληψή του και η προσπάθειά του να εμφανίσει εαυτόν ως μη διαμένοντα στο εν λόγω διαμέρισμα, επιβεβαιώνουν τα όσα ανέφερε η παθούσα στους αστυνομικούς και στον μάρτυρα Μ1, σε σχέση με τις συνθήκες της παράνομης κατακρατήσεώς της στο εν λόγω διαμέρισμα, του εξαναγκασμού της να εκδίδεται σε άνδρες και της προαγωγής στην πορνεία από τον κατηγορούμενο, τα οποία τόσον αυτός, όσον και ο μάρτυρας Μ2 στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως λέχθηκε, καταθέτουν και δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση το τμήμα αυτό των καταθέσεών τους να μη ληφθεί υπόψη, κατ εφαρμογή του άρθρου 211 Α ΠΚ, όπως αβάσιμα ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται, αφού η τέλεση των πράξεων προκύπτει όχι μόνον από τα όσα είπε στους αστυνομικούς η παθούσα - συγκατηγορουμένη στη μία των δύο δικών, αλλά και από τα λοιπά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδεικνύουν δε πλήρως την τέλεση απ αυτόν των πράξεων που, κατά τα ανωτέρω, του αποδίδονται και δεν κρίνεται αναγκαία για την κατ' ουσία έρευνα της υποθέσεως η κλήτευση της ανωτέρω αθωωθείσης Πολωνής υπηκόου ως μάρτυρος, κάτι άλλωστε το οποίο είναι και ανέφικτο, διότι έχει απελαθεί από τη Χώρα, σε κάθε δε περίπτωση η διεύθυνση της κατοικίας της είναι άγνωστη, το δε σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί. Βέβαια, η ως άνω αλλοδαπή, κατά την απολογία της στις 4-12-2000 στον Ανακριτή, υπό το κράτος του φόβου που της προκάλεσε ο συγκρατούμενός της και των πιέσεων που δέχθηκε μετά την σύλληψή του, ανακάλεσε τα όσα είχε πει στους αστυνομικούς και δήλωσε ότι με την θέλησή της εκδίδονταν σε άνδρες και το ποσό που εισέπραττε το κρατούσε αυτή και δεν την κατακρατούσε παρανόμως ο κατηγορούμενος στο ανωτέρω διαμέρισμα, πλην όμως το Δικαστήριο κρίνει ότι η μεταγενέστερη αυτή απολογία της δεν αποδίδει την πραγματικότητα, αλλά είναι προϊόν των ανωτέρω πιέσεων, απειλών και εκφοβισμών εκ μέρους του κατηγορουμένου, ο οποίος δεν μπόρεσε να δώσει πειστική απάντηση στο εύλογο ερώτημα, για ποιο λόγο κατακρατούσε και μάλιστα έφερε επάνω του το διαβατήριο της παθούσης. Πρέπει να σημειωθεί, ότι ο κατηγορούμενος με την 1295/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Α' Βαθμού Αθηνών κηρύχθηκε ένοχος της τέλεσης, από κοινού με συμπατριώτες του των εγκλημάτων της συμμορίας, κατά συρροή ληστειών, παράνομης οπλοφορίας και του επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης 11 ετών και 6 μηνών, το γεγονός δε τούτο καταδεικνύει την έκταση της πολυσχιδούς εγκληματικής δραστηριότητάς του. Κατ' ακολουθία τούτων, που προκύπτουν από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα και δεν αναιρούνται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, πλήρως στοιχειοθετούνται οι πράξεις της αρπαγής, της μαστρωπείας και της αντίστασης που αποδίδονται στον κατηγορούμενο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών, χωρίς να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2α και 2ε ΠΚ, όπως ζητάει, διότι, ανεξάρτητα από την αοριστία του αιτήματός του, δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις που τάσσουν προς τούτο οι εν λόγω διατάξεις (βλ. για το δεύτερο των ελαφρυντικών αυτών ΑΠ 405/2007), κατά το διατακτικό".
Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 94, 98, 167, 349 παρ.1, 3 και 322 περ. β του ΠΚ, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση, όπως από το σύνολο του παραπάνω αιτιολογικού συνάγεται, επαρκώς και πλήρως αιτιολογείται η εκ μέρους του κατηγορουμένου αρπαγή - με απειλή βίας και παράνομη κατακράτηση και προαγωγή σε πορνεία σε διάφορα ξενοδοχεία της Αθήνας της αλλοδαπής Πολωνίδας Π1, από 23-11-2000 μέχρι 2-12-2000 που συνελήφθησαν, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος προς βιοπορισμό του, κατ' εξακολούθηση, ως και αντιστάσεως κατά της Αστυνομικής Αρχής και δη του αστυνομικού για να αποφύγει την επιχειρούμενη σύλληψή του, ότι η Πολωνίδα αυτή γυναίκα, την οποία μετέφερε με ΙΧΕ αυτοκίνητο ο ίδιος και κάποιος φίλος του σε συναντήσεις που καθόριζε βάσει αγγελιών σε εφημερίδα, τηλεφωνικά, με άνδρες πελάτες, για σαρκική συνάφεια έναντι αμοιβή 7.000 δραχμών για κάθε συνάντηση, δεν ήταν προηγουμένως πόρνη, βρισκόταν υπό τον έλεγχο, την απειλή και την καθοδήγηση του κατηγορουμένου, ο οποίος ελάμβανε ολόκληρη την αμοιβή και ότι η ως άνω γυναίκα πρώτη φορά μετερχόταν την πορνεία, αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο την προήγαγε σε πορνεία, η υποδομή που είχε δημιουργήσει ο ίδιος και η άσκηση της εκπορνεύσεως κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία, σε διάφορα ξενοδοχεία της Αθήνας με επανειλημμένη τέλεση της εν λόγω πράξεως. Επίσης, στο αιτιολογικό αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους δεν έκρινε το Δικαστήριο δυνατή και αναγκαία για την κατ' ουσία έρευνα της υποθέσεως, την κλήτευση της ανωτέρω αλλοδαπής, ως μάρτυρος και με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον υποβληθέντα σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, ήτοι για το λόγο ότι αυτή, αφού κατηγορήθηκε για παράνομη (χωρίς άδεια) έκδοσή της, με αμοιβή σε μεγάλο αριθμό ανδρών και αθωώθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απελάθηκε από τη χώρα και ήταν ανέφικτη η κλήτευσή της, η δε διεύθυνση της κατοικίας της ήταν άγνωστη.
Συνεπώς οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του ΠΚ, με εκ πλαγίου παράβαση και για έλλειψη νόμιμης βάσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Εξάλλου, το Δικαστήριο, με το να απορρίψει αιτιολογημένα, ως άνω, το υποβληθέν αίτημα αναβολής της δίκης, δεν παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου και δεν υπερέβη την εξουσία του, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων.
Συνεπώς, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παράγραφος 1 του ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 3-6-2008 Αίτηση του ..., για αναίρεση της με αριθμό 424/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή