Θέμα
Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Χειροτέρευση θέσεως κατηγορουμένου σε βούλευμα κατ΄έφεση. Υπεξαίρεση κακουργηματική από ασφαλιστικό πράκτορα.
Αριθμός 2472/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού - Εισηγητή και Παναγιώτη Ρουμπή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιο Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 3 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 66/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Εταιρεία με την επωνυμία "EUROSTATUS ΜΕΣΙΤΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Α.Ε.", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Φεβρουαρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 475/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Κολιοκώστας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 189/21.05.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ. την υπ' αριθμ. 24/18-2-2009 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... κατά του υπ' αριθμ. 66/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ' αριθμ. 2055/2006 βούλευμά του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για να δικασθεί για υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (αρ. 98, 375 § 1 εδ. τελ. ΠΚ, όπως πρόστ. με αρ. 14 § 3α του Ν.2721/99). Μετά από έφεση που άσκησε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 1776/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, το οποίο απέρριψε κατ' ουσία την έφεση αυτού και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1648/2008 απόφαση του δικαστηρίου σας, με την οποία αναιρέθηκε το υπ' αριθμ. 1776/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, λόγω ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης και η υπόθεση παραπέμφθηκε για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Μετά ταύτα το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 66/2009 βούλευμά του, δέχθηκε εν μέρει την έφεση του κατηγορουμένου και έπαυσε οριστικά την κατά αυτού ποινική δίωξη για την πράξη της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, που φέρεται ότι τέλεσε στην ... κατά το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο 1999 μέχρι 2-6-1999. Στην συνέχεια δε επικύρωσε το εκκαλούμενο 2055/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών κατά τις λοιπές του διατάξεις, αφού προηγουμένως επαναδιατύπωσε, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, τις παραπεμπτικές του διατάξεις ως ακολούθως: "Στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 3/6/1999 μέχρι 31/12/2002 με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος ιδιοποιήθηκε παρανόμως ξένο ολικά κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, η αξία του οποίου είναι ιδιαίτερα μεγάλη, και το έχουν εμπιστευθεί σ' αυτόν λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, το δε συνολικό αντικείμενο αυτής υπερβαίνει σε ποσό τα 73.000 ευρώ. Συγκεκριμένα κατά τον ως άνω τόπο και χρονικό διάστημα ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΩΝ INSURANCE COVER" ενώ είχε αναλάβει την υποχρέωση, βάσει της από 28/2/99 συμβάσεως, μεταξύ της εταιρείας του και της εγκαλούσας εταιρείας, με την επωνυμία "EUROSTATUS ΜΕΣΙΤΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ΑΕ" ως εντολοδόχος και διαχειριστής, να εισπράττει για λογαριασμό της ασφάλιστρα που αντιστοιχούσαν σε ισχύοντα ασφαλιστήρια συμβόλαια πελατών της, κλάδου πυρός και αυτοκινήτων, και να τα αποδίδει στην τελευταία, καίτοι κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα εισέπραξε το ιδιαίτερα μεγάλο χρηματικό ποσό, ανερχόμενο συνολικά σε 446.511,14 ευρώ, που υπερβαίνει αυτό των 73.000 ευρώ ουδέποτε το απέδωσε παραβιάζοντας συμβατική του υποχρέωση, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της εγκαλούσας εταιρείας, αλλά αντιθέτως το ενσωμάτωσε χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο στην περιουσία του ως δικό του αγαθό.
Κατά του ανωτέρω 66/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε από τον ίδιο στις 18-2-2009 με δήλωσή του ενώπιον της αρμοδίας γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως, εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον κατηγορούμενο με θυροκόλληση στις 17-3-2009 και στον αντίκλητό του δικηγόρο Αθηνών Νικόλαο Μαυρομάτη στις 9-2-2009 επίσης με θυροκόλληση (βλ. σχετικά αποδεικτικά). Περιέχει δε ως λόγους αναιρέσεως την υπέρβαση εξουσίας και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρ. 484 § 1 στοιχ. δ' και στ' Κ.Π.Δ.), ενώ το βούλευμα αυτό υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπεται ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος στο ακροατήριο για κακούργημα (αρ. 462, 463, 473 § 1, 474 § 1 και 482 § ια, 2 Κ.Π.Δ.). Επομένως η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί κατ' ουσία.
Από τις διατάξεις των άρθρων 309-315 και 317-319 ΚΠΔ προκύπτει ότι, κατ' εξαίρεση της αρχής του άρθρου 470 ΚΠΔ που απαγορεύει τη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου όταν αυτός ασκεί το ένδικο μέσο, το Συμβούλιο Εφετών όταν επιλαμβάνεται της έρευνας της εφέσεως του κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, μπορεί να χαρακτηρίσει βαρύτερη την πράξη για την οποία παραπέμφθηκε σε δίκη ο κατηγορούμενος, αναγνωρίζοντας το πρώτον επιβαρυντική περίσταση, με την οποία παραλλάσσεται η ποινική απαξία της πράξεως (πλημμέλημα-κακούργημα) χωρίς στην περίπτωση αυτή να υπερβαίνει το συμβούλιο κατά τρόπο θετικό την εξουσία του, καθόσον η απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου ισχύει επί ενδίκων μέσω κατά αποφάσεων μόνο και δεν δεσμεύει τα συμβούλια (ΑΠ 190/2005, ΑΠ 272/2002, ΑΠ 1203/2000).
Περαιτέρω, η έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον κατ'άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανακριτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόσθηκε.
Εξάλλου, από το άρθρο 375 παραγρ. 1 εδ. α' και 2 εδάφ. α' του ΠΚ, όπως η παραγρ. 2 αυτού αντικ. με το άρθρο 1 παρ.9 του Ν. 2408/96, συνάγεται ότι το έγκλημα της υπεξαιρέσεως πραγματούται αντικειμενικώς μεν με την από το δράστη παράνομη, ήτοι χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο, ιδιοποίηση ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος, που περιήλθε και βρίσκεται με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή αυτού, υποκειμενικώς δε με τη γνώση, ότι το πράγμα είναι ξένο, δηλαδή δεν ανήκει στην κυριότητα του δράστη κατά την έννοια του Αστ. Κωδ. και τη θέληση αυτού να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (παράγραφος 2), όταν το αντικείμενο της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο προβλεπόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Διαχειριστής τέτοιας περιουσίας είναι εκείνος που ενεργεί, όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής καταστάσεως. Με την έννοια αυτή, αν η πράξη τελέστηκε από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης, η εντολή εμπεριέχεται στη διαχείριση. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής (ΑΠ 807/06).
Με το άρθρο 14 § 3 α' και β' του ν. 2721/99 στη μεν παρ. 1 του άνω άρθρου 375 προστέθηκε εδάφιο κατά το οποίο "αν η συνολική αξία της πράξης υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών" στη δε παρ. 2 του ιδίου άρθρου προστέθηκε εδάφιο κατά το οποίο "αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγουμένου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα 73.000 ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Τέλος, επί υπεξαιρέσεως ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου είναι αναγκαίος, όταν αυτό χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου, ως μεγάλης ή μικρής αποτελεί ζήτημα πραγματικό, το οποίο έχει βάση τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, από τις οποίες διαμορφώνεται κάθε φορά η αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από την συναλλακτική σύγκριση των οποίων συνάγεται περαιτέρω η ουσιαστική κρίση, αν αυτή είναι ή όχι ιδιαιτέρως μεγάλη ή ευτελής. Σε περίπτωση δε υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος, αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη και για τον ποινικό χαρακτηρισμό της πράξης, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επιμέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 98 παρ.2 του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ.1 του Ν. 2721/99).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, μετά από εκτίμηση και συναξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: "Μεταξύ της εγκαλούσας εταιρείας, με την επωνυμία "EUROSTATUS ΜΕΣΙΤΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ΑΕ" που έχει ως αντικείμενο εργασιών την πρακτόρευση ασφαλειών και του εκκαλούντος-κατηγορουμένου, Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΩΝ INSURANCE COUGR", καταρτίστηκε η από 28.2.1999 σύμβαση εμπορικής συνεργασίας με την οποία ο τελευταίος, ανέλαβε, πλην άλλων, υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, έναντι προμήθειας την πρακτόρευση των ασφαλιστικών εργασιών της εγκαλούσας, δηλαδή τη διαμεσολάβηση στην κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων, μεταξύ αυτής και τρίτων (ασφαλισμένων) καθώς και την είσπραξη για λογαριασμό της των ασφαλίστρων, η απόδοση των οποίων θα γινόταν το αργότερο εντός προθεσμίας εβδομήντα πέντε (75) ημερών από το τέλος του μήνα που εκδόθηκαν τα αντίστοιχα ασφαλιστήρια έγγραφα, αφαιρουμένου του ποσού της δικαιούμενης προμήθειας η οποία καθορίσθηκε σε ποσοστό 30% για τον κλάδο πυρός και 20% για τον κλάδο αυτοκινήτων. Επιπλέον συμφωνήθηκε ότι τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα θεωρούνται παρακαταθήκη και ότι η εκπροσωπούμενη από τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο εταιρεία ευθύνεται για την απόδοση αυτών στην εγκαλούσα ως θεματοφύλακας. Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής ο εκκαλών-κατηγορούμενος άρχισε υπό την προεκτεθείσα ιδιότητα του να διαμεσολαβεί στην κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων και να εισπράττει τα ασφάλιστρα για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας. Η βεβαίωση και η εκκαθάριση των υποχρεώσεων του εκκαλούντος-κατηγορουμένου γινόταν μέσω μηνιαίων "εκκαθαριστικών σημειωμάτων λογαριασμού", τα οποία εξέδιδε η εγκαλούσα στο τέλος κάθε μήνα και στα οποία αποτυπώνονταν τόσο τα μικτά και καθαρά ασφάλιστρα κατά κλάδο παραγωγής, όσο και το ποσό της προμήθειας που εδικαιούτο και τα ακυρωθέντα από τους πελάτες του ασφαλιστήρια συμβόλαια, το δε τελικό χρεωστικό υπόλοιπο που αποτυπωνόταν σ' αυτά ήταν και το ποσό το οποίο ώφειλε να αποδώσει ο εκκαλών-κατηγορούμενος για τη χρήση του συγκεκριμένου μήνα, είτε τοις μετρητοίς είτε με την παράδοση προς την εγκαλούσα, επιταγών του ως εγγύηση για την οφειλή του. Για τη λογιστική παρακολούθηση των δοσοληψιών αυτών, ετηρείτο μεταξύ των συμβαλλομένων απλός δοσοληπτικός λογαριασμός στον οποίο αποτυπώνονταν σε συνεχή βάση με λεπτομέρεια όλες οι πιστοχρεώσεις (αριθμός συμβολαίου, όνομα πελάτη, ποσό ασφαλίστρων, προμηθειών, ακυρωθέντα συμβόλαια, ποσά καθαρών ασφαλίστρων προς απόδοση). Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους, ο εκκαλών κατηγορούμενος ενώ παρέλαβε από την εγκαλούσα εταιρεία, ασφαλιστήρια συμβόλαια, (αρχικά και ανανεώσεις), τα παρέδωσε στους αντίστοιχους πελάτες, εισέπραξε από τους τελευταίους τα ασφάλιστρα για λογαριασμό της εγκαλούσας, αλλά δεν τα απέδωσε σ' αυτή όπως είχε συμβατική υποχρέωση. Αυτό είχε ως συνέπεια να οχλείται από την εγκαλούσα εταιρεία, με αποτέλεσμα, στις 21/11/2002 να αποστείλει τη με ίδια ημερομηνία επιστολή προς αυτή με την οποία αναγνώριζε οφειλή του ύψους 148.694 ευρώ, που αποτελούσε μέρος των οφειλομένων εισπραχθέντων ασφαλίστρων που δεν είχαν αποδοθεί στην εγκαλούσα, δεδομένου ότι η μέχρι τότε οφειλή του ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 250.316,94 ευρώ όπως προκύπτει από το αναλυτικό καθολικό, του έτους 2003 εκ μεταφοράς από το έτος 2002. Ο εκκαλών-κατηγορούμενος συνέχιζε όμως να εισπράττει ασφάλιστρα από ενεργά συμβόλαια με πελάτες, που κατέβαλαν κανονικά τα ποσά που τους αναλογούσαν, χωρίς να τα αποδίδει στην εγκαλούσα, και βεβαίως χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε ακύρωση και επιστροφή αυτών (των συμβολαίων). Περί τα τέλη του έτους 2002, ο εκκαλών κατηγορούμενος παρέδωσε στην εγκαλούσα εταιρεία, τις παρακάτω μεταχρονολογημένες επιταγές προκειμένου να καλύψει το υπόλοιπο ποσό των ασφαλίστρων που είχε εισπράξει και δεν είχε αποδώσει μέχρι το τέλος του έτους 2002 (βλ. ένορκες καταθέσεις ..., ..., ..., ενώπιον του Ανακριτή): 1) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 7.100 ευρώ εκδοθείσα στην ... στις 17.3.2003, 2) την υπ' αριθμ. ... της ίδιας τράπεζας, ποσού 8.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 25.4.2003, 3) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ίδιας τράπεζας, ποσού 8.000 ευρώ εκδοθείσα στην ... στις 30.4.2003, 4) την υπ' αριθμ. ... της ίδιας τράπεζας ποσού 5.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 30.4.2003, 5) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ίδιας τράπεζας, ποσού 10.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 12-8-2003, 6) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ίδιας τράπεζας, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 30.8.2003, 7) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ίδιας τράπεζας, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 15.9.2003, 8) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ίδιας τράπεζας, ποσού 6.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 25-9-2003, 9) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της EUROBANK, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... 30-9-2003, 10) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ" ποσού 8.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 30.9.2003, 11) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 15.10.2003, 12) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 22.10.2003, 13) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ" ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 30.10.2003, 14) την υπ' αριθμ . ... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ" ποσού 8.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 31.10.2003, 15) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 15.11.2003, 16) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 22.11.2003, 17) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 30.11.03, 18) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 5.865 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 15.12.2003, 19) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 15.12.2003, 20) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 10.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 18.12.2003, 21) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 14.0 913,48 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 18.12.2003, 22) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 10.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 31.12.2003, 23) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK ποσού 7.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 31.12.2003, 24) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ τράπεζας, ποσού 10.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 15.5.2003, 25) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ Τράπεζας, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 31.5.2003, 26) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ Τράπεζας ποσού 18.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 20.6.2003, 27) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 15.000 ευρώ. εκδοθείσα στην ... στις 30.6.2003 στην ..., 28) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 15.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 10.7.2003 στην ..., 29) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 20.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 20.7.2003, 30) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ Τράπεζας ποσού 20.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 30.7.2003, 31) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 30.7.2003, καθώς και μία συναλλαγματική ποσού 15.000 ευρώ, λήξεως 10.10.2003, αποδοχής της εταιρείας "ENSURANCE COUGR". Οι παραπάνω επιταγές εμφανισθείσες προς πληρωμή δεν πληρώθηκαν και σφραγίσθηκαν ως ακάλυπτες, όπως δεν πληρώθηκε και συγκεκριμένη συναλλαγματική, και έχουν εκδοθεί σε βάρος του εκκαλούντος-κατηγορουμένου, οι υπ' αριθμ. 9134/2003, 10277/2004 και 1043/2004 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ενώ παράλληλα έχουν υποβληθεί και σχετικές εγκλήσεις της εγκαλούσας εταιρείας για παράβαση του νόμου περί εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών. Τα ποσά των επιταγών αυτών που δεν πληρώθηκαν και έχουν αναγραφεί στο "αναλυτικό καθολικό" ως καταβολή (στη στήλη πίστωση), προστιθέμενα με το αρχικό ποσό (για το έτος 2002), που ώφειλε ο εκκαλών κατηγορούμενος, ύψους 250.416,94 ευρώ, αθροιζόμενα ανάγονται στο συνολικό των 447.106,42 ευρώ . Το συγκεκριμένο αυτό ποσό, συνολικό, αφορά μη καταβολή ασφαλίστρων μέχρι το τέλος του έτους 2002, αφού αναφέρονται στη στήλη "πίστωση" του αναλυτικού καθολικού του έτους 2003, και δεν αφορούν οφειλές από 1-1-2003 μέχρι 23-7-2003, που καταγγέλθηκε η σύμβαση μεταξύ εγκαλούσας εταιρείας και εταιρείας του εκκαλούντος-κατηγορουμένου, γι' αυτό και ο ισχυρισμός του τελευταίου, ότι οι επιταγές αφορούν επιστροφές-ακυρώσεις του έτους 2003, είναι αβάσιμος. Η διακοπή της συνεργασίας τους πραγματοποιήθηκε στις 23/7/2003, όταν η εγκαλούσα εταιρεία κατάγγειλε τη σύμβαση με την ίδια ημερομηνία εξώδικη δήλωσή της, η οποία επιδόθηκε αυθημερόν στην εταιρεία που εκπροσωπούσε ο εκκαλών-κατηγορούμενος (βλ. την υπ' αριθμ. 3729/23-7-03 έκθεση επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά, ...), και οι επικαλούμενες από αυτόν ακυρώσεις επιστροφές συμβολαίων, αφορούν την περίοδο από 1/1/2003 μέχρι 23/7/03 και αποτελούν πρόσθετο χρεωστικό υπόλοιπο, πέραν της 31-12-2002. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντα-κατηγορουμένου, περί καταβολής χρηματικών ποσών, εξ ιδίων, στους ασφαλισμένους λόγω ακυρώσεως συμβολαίων, και αν ακόμη εγένετο, οφείλεται σε δική του υπαιτιότητα, (μη απόδοση στην εγκαλούσα των εισπραχθέντων ήδη από αυτόν ασφαλίστρων για λογαριασμό της), που επέφερε την ακύρωση των συμβολαίων τους και την καταγγελία της συμβάσεως, ενώ παράλληλα δεν προσκομίζει παραστατικά για τις καταβολές αυτές, που να αποδεικνύουν ότι αφορούσαν συμβόλαια, της εγκαλούσας εταιρείας και όχι άλλων, με τις οποίες συνεργαζόταν η δική του εταιρεία. Απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός του εκκαλούντα-κατηγορουμένου περί δήθεν τηρήσεως "αλληλοχρέου λογαριασμού", μεταξύ αυτού και της εγκαλούσας εταιρείας, αφού όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα έγγραφα (λογιστικές καταστάσεις), μεταξύ τους τηρείτο απλός δοσοληπτικός λογαριασμός, από τον οποίο προκύπτει ότι ουδέποτε η εγκαλούσα εταιρεία ήταν οφειλέτης, στα πλαίσια της συνεργασίας τους, αλλά κάθε συναλλαγή αυτού ήταν αυτοτελής και καταχωρείτο ξεχωριστά στο χρεωστικό υπόλοιπο του δοσοληπτικού λογαριασμού, όπως καταχωρήθηκαν και οι προαναφερθείσες επιταγές εκδόσεώς του κατά διαφορετικούς χρόνους.
Τέλος όπως προκύπτει από τα προαναφερθέντα έγγραφα που επισυνάπτονται στο από 24-10-08 "Υπόμνημα-ΑΙΤΗΣΗ", της εγκαλούσας (αναλυτικό καθολικό και Κατάσταση Προμηθειών ΣΕ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ), το ύψος των εισπραχθέντων για λογαριασμό της ασφαλίστρων και μη αποδοθέντων σ' αυτή από τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο, από Φεβρουάριο 99 μέχρι 2/6/99 ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 595,28 ευρώ (βλ. σχετικά).
Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων (στοιχεία Α και Β της παρούσης) α) να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη έφεση του κατηγορουμένου, β) να δοθεί ορθότερος χαρακτηρισμός της σ' αυτόν αποδιδομένης πράξεως, χωρίς αυτό ν' αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, από υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, (αρ. 98, 375 § ι εδ. τελευταίο Π.Κ.), σε, υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηη αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που έχουν εμπιστευφθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης, περιουσίας, που υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρ. 98 § 2, 375 § § 2-1α ΠΚ, όπως αντικ. και προστ. με αρθρ. 14 § § 1,3 β Ν.2721/99), πράξη που τελέσθηκε από αυτόν στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 3/6/99 μέχρι 31-12-2002, και για την οποία προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής που δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών (το συνολικό ποσό που ιδιοποιήθηκε ο εκκαλών-κατηγορούμενος ανέρχεται σε 446.511,14 ευρώ (447.106,42 -595,28 ευρώ), είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και άνω των 73.000 ευρώ, (άρθρ. 209 § ιε, 313, 111, 119, 122 Κ.Π.Δ.) με την επαναδιατύπωση των παραπεμπτικών διατάξεων ως προς την κατηγορία του εκκαλουμένου βουλεύματος, όπως αναλυτικά θ' αναφερθεί στο διατακτικό της παρούσας, γ) πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του ιδίου κατηγορουμένου για υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση, (απλή) (αρ.98, 375 § ια ΠΚ) πλημμεληματικού χαρακτήρα που φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτόν στην ..., κατά το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο 1999 μέχρι 2/6/99, σε βάρος της εγκαλούσας εταιρείας, ποσού 595,28 ευρώ δηλαδή όχι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 318 Κ.Π.Δ. σε συνδυασμό με τα άρθρα 309 § ιβ και 310 § 1 Κ.Π.Δ.).
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και ακολούθως απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος, αφού έκανε εν μέρει δεκτή αυτή, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης και εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη. Ορθώς δε ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 § ια, 27 § 1, 98 § 2 και 375 § § 2-1α ΠΚ (όπως αντικ. η παρ. 2 με αρ. 1 § 9 του ν.2408/96 και προστ. το τελ. με αρ. 14 § 3 β του ν.2721/99), τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε στις διατάξεις αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν. Περαιτέρω , νομίμως το Συμβούλιο Εφετών επαναδιατύπωσε επί το ορθότερο την κατηγορία της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, προσδιορίζοντας σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά της εν λόγω πράξης και προσδίδοντας το πρώτον στον κατηγορούμενο τις ιδιότητες του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, χωρίς αυτό να αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, η δε περί του αντιθέτου αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι δηλαδή το προσβαλλόμενο βούλευμα επεξέτεινε ανεπιτρέπτως και δυσμενώς την έρευνα επί του πεδίου της παρ. 2 του άρθρου 375 ΠΚ, καθόσον δεν είχε την εξουσία να ερευνήσει εξ υπαρχής την ένδικη διαφορά και στο σύνολό της, είναι αβάσιμη, αφού όπως προαναφέρθηκε, το υπ' αριθμ. 1776/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών αναιρέθηκε ολικά και η ένδικη υπόθεση παραπέμφθηκε για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, ενώ η απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου ισχύει επί ενδίκων μέσων κατ' αποφάσεων μόνο και δεν δεσμεύει τα συμβούλια.
Τέλος, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι είχε αποκτήσει δια της σχετικής συμβάσεως μόνο μία ιδιότητα, αυτήν του θεματοφύλακα, είναι αβάσιμη, αφού κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, ο αναιρεσείων ως προς τα υπεξαιρεθέντα χρήματα βρισκόνταν σε σχέση διαχειριστού και εντολοδόχου της εγκαλούσας εταιρείας.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β' και στ' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπέρβασης εξουσίας, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν, συνακολούθως δε, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 24/18-2-2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ. 66/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 8 Απριλίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Βλάσσης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H κρινόμενη 24/18-12-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ στρεφόμενη κατά του 66/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, μετά την έκδοση της 1648/2008 απόφασης αυτού του δικαστηρίου που αναίρεσε το αρχικό 1776/2007 βούλευμα του δευτεροβαθμίου συμβουλίου για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, το οποίο (προσβαλλόμενο βούλευμα) δέχθηκε εν μέρει την έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κατά του 2055/2006 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικύρωσε αυτό κατά τις λοιπές διατάξεις, αφού προηγουμένως επαναδιατύπωσε, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, την παραπεμπτική του διάταξη για το αδίκημα της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεσε, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
Από τις διατάξεις των άρθρων 309-315 και 317-319 ΚΠΔ προκύπτει ότι, κατ' εξαίρεση της αρχής του άρθρου 470 ΚΠΔ που απαγορεύει τη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου όταν αυτός ασκεί το ένδικο μέσο, το Συμβούλιο Εφετών όταν επιλαμβάνεται της έρευνας της εφέσεως του κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, μπορεί να χαρακτηρίσει βαρύτερη την πράξη για την οποία παραπέμφθηκε σε δίκη ο κατηγορούμενος, αναγνωρίζοντας το πρώτον επιβαρυντική περίσταση, με την οποία παραλάσσεται η ποινική απαξία της πράξεως (πλημμέλημα - κακούργημα), χωρίς στην περίπτωση αυτή να υπερβαίνει το συμβούλιο κατά τρόπο θετικό την εξουσία του, καθόσον η απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου ισχύει επί ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων μόνο και δεν δεσμεύει τα συμβούλια. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που το Συμβούλιο Εφετών χαρακτηρίσει το πρώτον βαρύτερη την πράξη για την οποία παραπέμφθηκε σε δίκη ο κατηγορούμενος, μετά από αναίρεση του αρχικού βουλεύματος του ιδίου Συμβουλίου για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, όταν η αναίρεση του βουλεύματος είναι ολική και όχι μερική και η υπόθεση παραπέμπεται για νέα ουσιαστική κρίση στο σύνολό της στο ίδιο Συμβούλιο.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 375 §§1 και 2 ΠΚ, όπως η δεύτερη παράγραφος αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 § 9 του ν. 2408/1996 και προστέθηκαν εδάφια με το άρθρο 14 §§ 3α και β του ν. 2721/1999, 1. Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. 2. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) Ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. Από τη δεύτερη παράγραφο του πιο πάνω άρθρου, προκύπτει ότι η κακουργηματική μορφή της υπεξαιρέσεως προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενό της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει μια από τις ειδικά και περιοριστικά πλέον προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστοσύνης, όπως είναι και εκείνη του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, με δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Την εξουσία αυτή μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από σύμβαση. Για να έχουμε δε κακουργηματική υπεξαίρεση, λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο απ' αυτόν παρανόμως πράγμα, όπωςείναι το χρήμα, να περιείλθε στην κατοχή του, λόγο της ιδιότητά του αυτής. Κακουργηματική υπεξαίρεση διαπράττει και ο ασφαλιστικός πράκτορας, ο οποίος κατακρατεί και ιδιοποιείται τα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ασφάλιστρα, τα οποία εισπράττει για λογαριασμό ασφαλιστικής εταιρείας, με την οποία έχει καταρτίσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1569/1985 και του π.δ. 298/1986, σύμβαση πρακτορείας, δυνάμει της οποίας ανέλαβε, έναντι προμηθείας, να μεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ τρίτων και της εταιρείας και να εισπράττει για λογαριασμό αυτής τα ασφάλιστρα, διότι, με βάση την προαναφερθείσα σύμβαση και τις διατάξεις των άρθρων 90 επ. του Εμπ.Ν., 713 επ. ΑΚ και 3 του Εισ.Ν.ΑΚ, ο ασφαλιστικός πράκτορας καθίσταται εντολοδόχος της ασφαλιστικής εταιρείας και διαχειριστής της περιουσίας της, καθόσον ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως, ήτοι νομικές πράξεις. Βέβαια, στο άρθρο 3 § 1 του π.δ. 298/1986, που ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων, ορίζεται ότι τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Όμως η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, φέρει το χαρακτήρα μικτής σύμβασης, η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, αφού η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κύριας (πρακτορικής) σύμβασης. Κατά συνέπεια, για την ποινή αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ασφαλιστικού πράκτορα κρίσιμη είναι η ιδιότητα όχι του θεματοφύλακα, αλλά του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία έχει αποκτήσει βάσει της κύριας πρακτοριακής σύμβασης και στην οποία έχουν εφαρμογή, αφού και ο ασφαλιστικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επ. Εμπ.Ν. και 713 επ. ΑΚ. Εξάλλου, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον κατ' άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανακριτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: "Μεταξύ της εγκαλούσας εταιρείας, με την επωνυμία "EUROSTATUS ΜΕΣΙΤΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ΑΕ" που έχει ως αντικείμενο εργασιών την πρακτόρευση ασφαλειών και του εκκαλούντος-κατηγορουμένου, Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΩΝ INSURANCE COUGR", καταρτίστηκε η από 28.2.1999 σύμβαση εμπορικής συνεργασίας με την οποία ο τελευταίος, ανέλαβε, πλην άλλων, υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, έναντι προμήθειας την πρακτόρευση των ασφαλιστικών εργασιών της εγκαλούσας, δηλαδή τη διαμεσολάβηση στην κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων, μεταξύ αυτής και τρίτων (ασφαλισμένων) καθώς και την είσπραξη για λογαριασμό της των ασφαλίστρων, η απόδοση των οποίων θα γινόταν το αργότερο εντός προθεσμίας εβδομήντα πέντε (75) ημερών από το τέλος του μήνα που εκδόθηκαν τα αντίστοιχα ασφαλιστήρια έγγραφα, αφαιρουμένου του ποσού της δικαιούμενης προμήθειας η οποία καθορίσθηκε σε ποσοστό 30% για τον κλάδο πυρός και 20% για τον κλάδο αυτοκινήτων. Επιπλέον συμφωνήθηκε ότι τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα θεωρούνται παρακαταθήκη και ότι η εκπροσωπούμενη από τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο εταιρεία ευθύνεται για την απόδοση αυτών στην εγκαλούσα ως θεματοφύλακας. Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής ο εκκαλών-κατηγορούμενος άρχισε υπό την προεκτεθείσα ιδιότητα του να διαμεσολαβεί στην κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων και να εισπράττει τα ασφάλιστρα για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας. Η βεβαίωση και η εκκαθάριση των υποχρεώσεων του εκκαλούντος-κατηγορουμένου γινόταν μέσω μηνιαίων "εκκαθαριστικών σημειωμάτων λογαριασμού", τα οποία εξέδιδε η εγκαλούσα στο τέλος κάθε μήνα και στα οποία αποτυπώνονταν τόσο τα μικτά και καθαρά ασφάλιστρα κατά κλάδο παραγωγής, όσο και το ποσό της προμήθειας που εδικαιούτο και τα ακυρωθέντα από τους πελάτες του ασφαλιστήρια συμβόλαια, το δε τελικό χρεωστικό υπόλοιπο που αποτυπωνόταν σ' αυτά ήταν και το ποσό το οποίο ώφειλε να αποδώσει ο εκκαλών-κατηγορούμενος για τη χρήση του συγκεκριμένου μήνα, είτε τοις μετρητοίς είτε με την παράδοση προς την εγκαλούσα, επιταγών του ως εγγύηση για την οφειλή του. Για τη λογιστική παρακολούθηση των δοσοληψιών αυτών, ετηρείτο μεταξύ των συμβαλλομένων απλός δοσοληπτικός λογαριασμός στον οποίο αποτυπώνονταν σε συνεχή βάση με λεπτομέρεια όλες οι πιστοχρεώσεις (αριθμός συμβολαίου, όνομα πελάτη, ποσό ασφαλίστρων, προμηθειών, ακυρωθέντα συμβόλαια, ποσά καθαρών ασφαλίστρων προς απόδοση). Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους, ο εκκαλών κατηγορούμενος ενώ παρέλαβε από την εγκαλούσα εταιρεία, ασφαλιστήρια συμβόλαια, (αρχικά και ανανεώσεις), τα παρέδωσε στους αντίστοιχους πελάτες, εισέπραξε από τους τελευταίους τα ασφάλιστρα για λογαριασμό της εγκαλούσας, αλλά δεν τα απέδωσε σ'αυτή όπως είχε συμβατική υποχρέωση. Αυτό είχε ως συνέπεια να οχλείται από την εγκαλούσα εταιρεία, με αποτέλεσμα, στις 21/11/2002 να αποστείλει τη με ίδια ημερομηνία επιστολή προς αυτή με την οποία αναγνώριζε οφειλή του ύψους 148.694 ευρώ, που αποτελούσε μέρος των οφειλομένων εισπραχθέντων ασφαλίστρων που δεν είχαν αποδοθεί στην εγκαλούσα, δεδομένου ότι η μέχρι τότε οφειλή του ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 250.316,94 ευρώ όπως προκύπτει από το αναλυτικό καθολικό, του έτους 2003 εκ μεταφοράς από το έτος 2002. Ο εκκαλών-κατηγορούμενος συνέχιζε όμως να εισπράττει ασφάλιστρα από ενεργά συμβόλαια με πελάτες, που κατέβαλαν κανονικά τα ποσά που τους αναλογούσαν, χωρίς να τα αποδίδει στην εγκαλούσα, και βεβαίως χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε ακύρωση και επιστροφή αυτών (των συμβολαίων). Περί τα τέλη του έτους 2002, ο εκκαλών κατηγορούμενος παρέδωσε στην εγκαλούσα εταιρεία, τις παρακάτω μεταχρονολογημένες επιταγές προκειμένου να καλύψει το υπόλοιπο ποσό των ασφαλίστρων που είχε εισπράξει και δεν είχε αποδώσει μέχρι το τέλος του έτους 2002 (βλ. ένορκες καταθέσεις ..., ..., ..., ενώπιον του Ανακριτή): 1) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 7.100 ευρώ εκδοθείσα στην ... στις 17.3.2003, 2) την υπ' αριθμ. ... της ίδιας τράπεζας, ποσού 8.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 25.4.2003, 3) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ίδιας τράπεζας, ποσού 8.000 ευρώ εκδοθείσα στην ... στις 30.4.2003, 4) την υπ' αριθμ. ... της ίδιας τράπεζας ποσού 5.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 30.4.2003, 5) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ίδιας τράπεζας, ποσού 10.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 12-8-2003, 6) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ίδιας τράπεζας, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 30.8.2003, 7) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ίδιας τράπεζας, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 15.9.2003, 8) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ίδιας τράπεζας, ποσού 6.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 25-9-2003, 9) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της EUROBANK, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... 30-9-2003, 10) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ" ποσού 8.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 30.9.2003, 11) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 15.10.2003, 12) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 22.10.2003, 13) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ" ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 30.10.2003, 14) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ" ποσού 8.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 31.10.2003, 15) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 15.11.2003, 16) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 22.11.2003, 17) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 30.11.03, 18) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 5.865 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 15.12.2003, 19) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 15.12.2003, 20) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 10.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 18.12.2003, 21) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 14.913,48 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 18.12.2003, 22) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 10.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 31.12.2003, 23) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ASPIS BANK ποσού 7.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 31.12.2003, 24) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ τράπεζας, ποσού 10.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 15.5.2003, 25) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ Τράπεζας, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 31.5.2003, 26) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ Τράπεζας ποσού 18.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 20.6.2003, 27) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 15.000 ευρώ. εκδοθείσα στην ... στις 30.6.2003 στην ..., 28) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 15.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 10.7.2003 στην ..., 29) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 20.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 20.7.2003, 30) την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ Τράπεζας ποσού 20.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 30.7.2003, 31) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα στην ... στις 30.7.2003, καθώς και μία συναλλαγματική ποσού 15.000 ευρώ, λήξεως 10.10.2003, αποδοχής της εταιρείας "ENSURANCE COUGR". Οι παραπάνω επιταγές εμφανισθείσες προς πληρωμή δεν πληρώθηκαν και σφραγίσθηκαν ως ακάλυπτες, όπως δεν πληρώθηκε και συγκεκριμένη συναλλαγματική, και έχουν εκδοθεί σε βάρος του εκκαλούντος-κατηγορουμένου, οι υπ' αριθμ. 9134/2003, 10277/2004 και 1043/2004 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ενώ παράλληλα έχουν υποβληθεί και σχετικές εγκλήσεις της εγκαλούσας εταιρείας για παράβαση του νόμου περί εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών. Τα ποσά των επιταγών αυτών που δεν πληρώθηκαν και έχουν αναγραφεί στο "αναλυτικό καθολικό" ως καταβολή (στη στήλη πίστωση), προστιθέμενα με το αρχικό ποσό (για το έτος 2002), που ώφειλε ο εκκαλών κατηγορούμενος, ύψους 250.416,94 ευρώ, αθροιζόμενα ανάγονται στο συνολικό των 447.106,42 ευρώ . Το συγκεκριμένο αυτό ποσό, συνολικό, αφορά μη καταβολή ασφαλίστρων μέχρι το τέλος του έτους 2002, αφού αναφέρονται στη στήλη "πίστωση" του αναλυτικού καθολικού του έτους 2003, και δεν αφορούν οφειλές από 1-1-2003 μέχρι 23-7-2003, που καταγγέλθηκε η σύμβαση μεταξύ εγκαλούσας εταιρείας και εταιρείας του εκκαλούντος-κατηγορουμένου, γι' αυτό και ο ισχυρισμός του τελευταίου, ότι οι επιταγές αφορούν επιστροφές-ακυρώσεις του έτους 2003, είναι αβάσιμος. Η διακοπή της συνεργασίας τους πραγματοποιήθηκε στις 23/7/2003, όταν η εγκαλούσα εταιρεία κατάγγειλε τη σύμβαση με την ίδια ημερομηνία εξώδικη δήλωσή της, η οποία επιδόθηκε αυθημερόν στην εταιρεία που εκπροσωπούσε ο εκκαλών-κατηγορούμενος (βλ. την υπ' αριθμ. ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά, ...), και οι επικαλούμενες από αυτόν ακυρώσεις επιστροφές συμβολαίων, αφορούν την περίοδο από 1/1/2003 μέχρι 23/7/03 και αποτελούν πρόσθετο χρεωστικό υπόλοιπο, πέραν της 31-12-2002. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντα-κατηγορουμένου, περί καταβολής χρηματικών ποσών, εξ ιδίων, στους ασφαλισμένους λόγω ακυρώσεως συμβολαίων, και αν ακόμη εγένετο, οφείλεται σε δική του υπαιτιότητα, (μη απόδοση στην εγκαλούσα των εισπραχθέντων ήδη από αυτόν ασφαλίστρων για λογαριασμό της), που επέφερε την ακύρωση των συμβολαίων τους και την καταγγελία της συμβάσεως, ενώ παράλληλα δεν προσκομίζει παραστατικά για τις καταβολές αυτές, που να αποδεικνύουν ότι αφορούσαν συμβόλαια, της εγκαλούσας εταιρείας και όχι άλλων, με τις οποίες συνεργαζόταν η δική του εταιρεία. Απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός του εκκαλούντα-κατηγορουμένου περί δήθεν τηρήσεως "αλληλοχρέου λογαριασμού", μεταξύ αυτού και της εγκαλούσας εταιρείας, αφού όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα έγγραφα (λογιστικές καταστάσεις), μεταξύ τους τηρείτο απλός δοσοληπτικός λογαριασμός, από τον οποίο προκύπτει ότι ουδέποτε η εγκαλούσα εταιρεία ήταν οφειλέτης, στα πλαίσια της συνεργασίας τους, αλλά κάθε συναλλαγή αυτού ήταν αυτοτελής και καταχωρείτο ξεχωριστά στο χρεωστικό υπόλοιπο του δοσοληπτικού λογαριασμού, όπως καταχωρήθηκαν και οι προαναφερθείσες επιταγές εκδόσεώς του κατά διαφορετικούς χρόνους.
Τέλος όπως προκύπτει από τα προαναφερθέντα έγγραφα που επισυνάπτονται στο από 24-10-08 "Υπόμνημα-ΑΙΤΗΣΗ", της εγκαλούσας (αναλυτικό καθολικό και Κατάσταση Προμηθειών ΣΕ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ), το ύψος των εισπραχθέντων για λογαριασμό της ασφαλίστρων και μη αποδοθέντων σ' αυτή από τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο, από Φεβρουάριο 99 μέχρι 2/6/99 ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 595,28 ευρώ (βλ. σχετικά).
Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων (στοιχεία Α και Β της παρούσης) α) να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη έφεση του κατηγορουμένου, β) να δοθεί ορθότερος χαρακτηρισμός της σ' αυτόν αποδιδομένης πράξεως, χωρίς αυτό ν' αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, από υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, (αρ. 98, 375 § ι εδ. τελευταίο Π.Κ.), σε, υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηη αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που έχουν εμπιστευφθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης, περιουσίας, που υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρ. 98 § 2, 375 § § 2-1α ΠΚ, όπως αντικ. και προστ. με αρθρ. 14 §§ 1, 3 β Ν. 2721/99), πράξη που τελέσθηκε από αυτόν στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 3/6/99 μέχρι 31-12-2002, και για την οποία προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής που δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών (το συνολικό ποσό που ιδιοποιήθηκε ο εκκαλών-κατηγορούμενος ανέρχεται σε 446.511,14 ευρώ (447.106,42 -595,28 ευρώ), είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και άνω των 73.000 ευρώ, (άρθρ. 209 § ιε, 313, 111, 119, 122 Κ.Π.Δ.) με την επαναδιατύπωση των παραπεμπτικών διατάξεων ως προς την κατηγορία του εκκαλουμένου βουλεύματος, όπως αναλυτικά θ' αναφερθεί στο διατακτικό της παρούσας, γ) πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του ιδίου κατηγορουμένου για υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση, (απλή) (αρ.98, 375 § ια ΠΚ) πλημμεληματικού χαρακτήρα που φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτόν στην ..., κατά το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο 1999 μέχρι 2/6/99, σε βάρος της εγκαλούσας εταιρείας, ποσού 595,28 ευρώ δηλαδή όχι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 318 Κ.Π.Δ. σε συνδυασμό με τα άρθρα 309 § ιβ και 310 § 1 Κ.Π.Δ.)".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και ακολούθως αφού έκανε εν μέρει δεκτή την έφεση του αναιρεσείοντος, απέρριψε αυτή κατά τα λοιπά ως ουσιαστικά αβάσιμη: Α) δεν υπερέβη θετικά την εξουσία του με το να επαναδιατυπώσει την κατηγορία της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος και να προσθέσει, ως προς το πρόσωπο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, τις ιδιότητες του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, αφού, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της 1648/2008 απόφασης (σε συμβούλιο) αυτού του δικαστηρίου το αρχικό 1776/2007 βούλευμα του δευτεροβαθμίου συμβουλίου αναιρέθηκε ολικά για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης και η ένδικη υπόθεση παραπέμφθηκε για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, το οποίο είχε τη δυνατότητα να επαναδιατυπώσει την κατηγορία ή να χαρακτηρίσει το πρώτον βαρύτερη την πράξη για την οποία παραπέμφθηκε σε δίκη ο κατηγορούμενος, ενόψει του ότι η απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου ισχύει επί ενδίκων μέσων κατ' αποφάσεων μόνο και δεν δεσμεύει τα Συμβούλια και Β) διέλαβε την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία προέκυψε ότι μεταξύ του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου και της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας συνήφθη σύμβαση πρακτορείας, δυνάμει της οποίας ανέλαβε αυτός, έναντι προμήθειας, να μεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ τρίτων και της εταιρείας και να εισπράττει για λογαριασμό αυτής τα ασφάλιστρα. Η σύμβαση αυτή έχουσα μικτό χαρακτήρα, καθιστά τον ασφαλιστικό πράκτορα, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρονται, εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία έχει αποκτήσει βάσει της κύριας πρακτορικής σύμβασης, και όχι μόνον του θεματοφύλακα από την παρακολουθηματική σύμβαση παρακαταθήκης για τη φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων που είναι αναγκαία συνέπεια της πρώτης. Επομένως οι από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. στ' και δ' ΚΠΔ πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς εξέταση πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 24/18-2-2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του 66/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ