Θέμα
Έννομο συμφέρον , Διαθήκης ακύρωση.
Περίληψη:
Διαθήκη. Έννομο συμφέρον για την ακύρωσή της, απαραίτητο για την άσκηση της σχετικής αγωγής. Τέτοιο συμφέρον έχει και ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος που καλείται στην κληρονομία μετά την ακύρωση της διαθήκης. Αναιρετικός λόγος από τον αρ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Δεν ιδρύεται από μη κήρυξη απαράδεκτη τη συζήτησης λόγω μη προσκομίσεως πιστοποιητικού περί υποβολής δηλώσεως φόρου κληρονομίας, το οποίο άλλωστε δεν απαιτείται επί αγωγής περί αναγνωρίσεως ως άκυρης διαθήκης. Αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 1 και 19 του άρθρ. 559, αβάσιμοι. Στοιχεία για το ορισμένο των λόγων αναιρέσεως (Επικυρώνει Εφ. Θεσσ. 1316/2010)
Αριθμός 1108/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Δ., χήρας Ν. Φ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Στάμου.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Μ. του Α., δικηγόρου, κατοίκου ..., ως οριστικού συνδίκου των πτωχευσάντων α) Ό. συζ. Π. Ι., το γένος Γ. Σ. και β) Θ. Σ. του Γ., 2) Ό. συζ. Π. Ι., το γένος Γ. Σ., και 3) Θ. Σ. του Γ., κατοίκων ... . Ο 1ος παραστάθηκε αυτοπροσώπως επειδή είναι δικηγόρος, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., και οι 2η και 3ος δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/1/2007 αγωγή των ήδη 2ης και 3ου των αναιρεσιβλήτων και την από 25/9/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 779/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 1316/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12/7/2011 αίτησή της και τους από 4/4/2013 προσθέτους λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 25/4/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ότι το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο δεν ιδρύεται όταν το επικαλούμενο απαράδεκτο αναφέρεται στη συζήτηση της υποθέσεως λόγω μη τηρήσεως φορολογικών διατάξεων. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 68,70 του Κ.Πολ.Δ και 1718, 1721 παρ. 1α και 180 του ΑΚ προκύπτει ότι την ακυρότητα της διαθήκης μπορεί να την επικαλεστεί (προτείνει) καθένας που έχει έννομο προς τούτο συμφέρον, τέτοιο δε συμφέρον έχει και ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος του διαθέτη, στον οποίο, μετά την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης, περιέρχεται η κληρονομία του διαθέτη.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι η από 14-3-2006 και φερόμενη ως ιδιόγραφη διαθήκη της θανούσης Β. Χ. που δημοσιεύτηκε με τα υπ' αριθ. 963/2-8-2006 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και με την οποία φέρεται να καταλείπεται στην αναιρεσείουσα ένα διαμέρισμα στον Δήμο Ρεθύμνου είναι άκυρη επειδή συντάχθηκε καθ' ολοκληρίαν από την αναιρεσείουσα- τετιμημένη καθ' υπαγόρευση της διαθέτιδας, η οποία την υπέγραψε, και ότι (δέχεται το Εφετείο) οι αναιρεσίβλητοι- ενάγοντες, τέκνα του αδελφού της διαθέτιδας και εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της τελευταίας, μετά την αποποίηση της κληρονομίας της εκ μέρους του αδελφού της- πατέρα τους, έχουν (άμεσο) έννομο συμφέρον για την άσκηση της ένδικης αγωγής τους περί αναγνωρίσεως ως άκυρης της ανωτέρω (επίδικης) διαθήκης. Με τον πρώτο, από τον αρ. 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγο του αναιρετηρίου προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως, λόγω μη προσκομίσεως από τους αναιρεσιβλήτους του οικείου, κατά το άρθρο 106 του ν. 2961/2001, πιστοποιητικού περί υποβολής εκ μέρους τους δηλώσεως φόρου κληρονομίας για το επίδικο ακίνητο, απορρίπτοντας τη σχετική ένταση- λόγον εφέσεως της αναιρεσείουσας, με την αιτιολογία ότι οι αναιρεσίβλητοι- ενάγοντες, διώκοντας την ακύρωση της διαθήκης, δεν ήταν ακόμη κληρονόμοι της διαθέτιδας ως προς το ακίνητο αυτό και δεν ήταν υποχρεωμένοι ως εκ τούτου να υποβάλουν σχετικώς δήλωση φόρου κληρονομίας και να προσκομίσουν το οικείο πιστοποιητικό. Παρεκτός του ότι η ως άνω παραδοχή του Εφετείο είναι ορθή, αφού η ειρημμένη διάταξη του άρθρου 106 του ν. 2961/2001 και η καθιερούμενη υποχρέωση προϋποθέτει δίκη που αφορά ευθέως περιουσιακό στοιχείο κτώμενο αιτία θανάτου, όχι δε και δίκη με αντικείμενο την αναγνώριση ακυρότητας διαθήκης (ΑΠ 1512/1991, υπό την ισχύ του άρθρου 106 του ν.δ 118/1973), ο εξεταζόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη. Περαιτέρω, υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του, βάσει των οποίων το δικαστήριο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα ίδια, δέχθηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και αναγνώρισε άκυρη την επίδικη διαθήκη, απορρίπτοντας και την περί του αντιθέτου ανταγωγή της αναιρεσείουσας, ορθώς εφήρμοσε τις ειρημένες ουσιαστικές διατάξεις, που ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω ενόψει των ουσιαστικών αυτών παραδοχών του Εφετείου και τις οποίες το δικαστήριο δεν παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη εφαρμογή, αλλ' ούτε και εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς αιτιολογίες, αφού οι αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλομένης είναι επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής, ως ανωτέρω, εφαρμογής των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων. Επομένως τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με το δεύτερο, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγο της αιτήσεώς της, είναι αβάσιμα.
ΙΙ. Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. δεν δημιουργείται όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομιστεί και επικαλεστεί οι διάδικοι.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης, το Εφετείο, εξετάζοντας τους κατ' ιδίαν λόγους της έφεσης της αναιρεσείουσας και τους σχετικούς ισχυρισμούς της, κατέληξε στην ουσιαστική κρίση του, όπου έκρινε νόμιμους τους ισχυρισμούς αυτούς, αφού έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί (και) η αναιρεσείουσα, επομένως και τα είκοσι επτά (α-κζ') έγγραφα τα οποία αναφέρει η αναιρεσείουσα σε όλους τους λόγους, πλην του πρώτου, του αναιρετηρίου και του δικογράφου των προσθέτων λόγων της. Κατά συνέπειαν οι σχετικοί αυτοί λόγοι κατά το μέρος τούτο, από τον αρ. 11 του άρθρου 559 του ΚΠολ.Δ είναι αβάσιμοι.
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 566 § 1 και 577 § 3 του Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπον σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποίον λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 του Κ.Πολ.Δ θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση (Ολομ. ΑΠ 32/1996). Επομένως μόνη η αναφορά στο αναιρετήριο των παραδοχών του εφετείου, η παράθεση του κειμένου των εισαγωγικών δικογράφων (αγωγής, εφέσεως κλπ) και των προτάσεων των διαδίκων, η αναφορά επίσης, συλλήβδην, νομικών διατάξεων που αφορούν το κριθέν ζήτημα, και η επίκληση αναιρετικών λόγων από το άρθρο 559 του Κ.Πολ.Δ, χωρίς συγκεκριμένον προσδιορισμό της αποδιδόμενης στην απόφαση νομικής πλημμέλειας, δεν στοιχειοθετεί τους αντίστοιχους αναιρετικούς λόγους, οι προβαλλόμενοι δε ως τέτοιοι λόγοι είναι απαράδεκτοι λόγω της αοριστίας τους.
Εν προκειμένω, με τους λοιπούς, τρίτον έως και όγδοο, του αναιρετηρίου, και τους αντίστοιχους Α-Δ του πρόσθετου δικογράφου, λόγους που προβάλλει η αναιρεσείουσα, αφού παραθέτει τις παραδοχές του Εφετείου, το κείμενο των εισαγωγικών δικογράφων και των προτάσεών τους, συλλήβδην νομικές διατάξεις, κατά περίπτωση, και επικαλείται τους λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 1, 19 (και 11, για το οποίο έγινε ήδη λόγος στην προηγούμενη παράγραφο της παρούσης), του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στις ανωτέρω αναιρετικές πλημμέλειες ως προς τις παραδοχές της ότι α) η επίδικη διαθήκη δεν ήταν έγκυρη και ισχυρή ως έκτακτη διαθήκη κατά τα άρθρα 1749 επ. του ΑΚ, β) η ίδια διαθήκη, ως άκυρη, δεν ισχύει κατά μετατροπήν ως έγκυρη σύμβαση μεταβίβασης της νομής του καταλειπομένου στην αναιρεσείουσα διαμερίσματος (τέταρτος και πέμπτος λόγοι και οι αντίστοιχοι πρόσθετοι), γ) η ίδια διαθήκη δεν ήταν έγκυρη ως έκτακτη ούτε κατά το Βουλγαρικό δίκαιο, αν και η αναιρεσείουσα είχε, κατά τους ισχυρισμούς της, και την Βουλγαρική ιθαγένεια (χωρίς να αναφέρει ποια διάταξη του Βουλγαρικού δικαίου προβλέπει την έκτακτη διαθήκη, πολλώ δε μάλλον που το Εφετείο δέχεται ότι τέτοιος τύπος διαθήκης δεν υφίσταται στο βουλγαρικό δίκαιο), δ) οι αναιρεσίβλητοι ενάγοντες δεν είχαν παραιτηθεί από το κληρονομικό τους δικαίωμα και ε) οι ίδιοι δεν ασκούσαν καταχρηστικά (ΑΚ 281) το δικαίωμά τους για την αναγνώριση της διαθήκης ως άκυρης. Με το περιεχόμενο όμως αυτό οι προβαλλόμενοι ως ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους δεν προσάπτεται συγκεκριμένη, κατά την προεκτεθείσα έννοια, πλημμέλεια, αφού δεν προσδιορίζεται το αποδιδόμενο στην κάθε παραδοχή νομικό σφάλμα της απόφασης, είναι αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως, ως δε εκ τούτου απαράδεκτοι.
ΙV. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, όπως διαμορφώθηκε με τους από 4-4-2013 πρόσθετους λόγους, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του πρώτου αναιρεσιβλήτου, οριστικού συνδίκου της πτωχεύσεως και εκπροσώπου των λοιπών (άρθρ. 176, 183, 191 § 2 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-7-2011 αίτηση, όπως διαμορφώθηκε με τους από 4-4-2013 πρόσθετους λόγους, της Α. Δ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1316/2010 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014. Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ