Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1089 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση. Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο. Ισχυρισμός ότι το αδίκημα είναι κατ' εξακολούθηση και οι επιμέρους ιδιοποιήσεις εμπίπτουν στην πλημμεληματική υπεξαίρεση η οποία έχει παραγραφεί. Η παράνομη ιδιοποίηση εκδηλώθηκε εφάπαξ για ολόκληρο το ποσό. Λόγοι της αιτήσεως - η έλλειψη ειδικής και επαρκούς αιτιολογίας, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο από το ότι έλαβε υπόψη την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου απολογία της κατηγορουμένης. Αναγνώσθηκε με τα πρακτικά και δεν επήλθε ακυρότητα. Ισχυρισμός για παράβαση έτσι των διατάξεων για δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και εντεύθεν απόλυτη ακυρότητα - Δεν επήλθε. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 1089/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Στ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εσηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ραζέλο, περί αναιρέσεως της 2435/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2021/08.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το άρθρο 375 Π.Κ., όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 παρ.9 ν.2408/1996 όριζε: α) στην παρ.1 "Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους." και β) στη παρ.2 "Αν η πράξη ενέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδίως όταν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Η παρ.2 του πιο πάνω άρθρου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.9 ν.2408/1996 ως εξής: "Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Η νέα αυτή διάταξη είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη, αφού η κακουργηματική μορφή της υπεξαιρέσεως προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενο της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επί πλέον συντρέχει μία από τις ειδικά και περιοριστικά προβλεπόμενες περιπτώσεις καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ενώ στην προηγούμενη διάταξη η απαρίθμηση των περιπτώσεων αυτών ήταν ενδεικτική. Επομένως η νέα αυτή διάταξη έχει εφαρμογή, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ. και για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την ισχύ της. Διαχειριστής ξένης περιουσίας είναι εκείνος που ενεργεί "νομικές" διαχειριστικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, την οποία αντλεί από το νόμο ή από σύμβαση. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 98 παρ.2 Π.Κ., όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ.1 εδ.1 ν.2721/1999). Αν όμως οι μερικότερες πράξεις τελέστηκαν πριν από την ισχύ του ν.2721/1999, η κρίση για την αξία του αντικειμένου τους χωρεί με βάση το αντικείμενο κάθε μίας μερικότερης πράξεως, ενόψει του άρθρου 2 παρ.1 Π.Κ. καθόσον η νέα ρύθμιση του άρθρου 98 Π.Κ. η οποία προαναφέρθηκε είναι δυσμενέστερη (Α.Π.974/2001 Π.Χρ.ΝΒ.334). Εξάλλου από τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 375 Π.Κ. σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 17 του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι χρόνος τελέσεως της αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως είναι εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεση του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος (Α.Π. 1167/2006 σε συμβούλιο Π.Χρ.ΝΖ.428). Η τυχόν οποιαδήποτε προγενέστερη ενδιάθετη βούληση του δράστη να οικειοποιηθεί το πράγμα που βρίσκεται στην κατοχή του δεν αρκεί για να θεμελιώσει το έγκλημα της υπεξαιρέσεως. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1στοιχ.Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 2435/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχος, υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ως εντολοδόχου και της επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "Κατά το έτος 1994 η μηνύτρια αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία "ΡRIMA ΤΕCΗΝΟLOGY ΙΝCΟRΡΟRΑTIΟΝ" που είχε την έδρα της στην ... είχε χρηματική απαίτηση ποσού 87.763.632 δραχμών κατά της ημεδαπής εταιρείας με την επωνυμία "Ξ και Σια Ε.Ε.". Με το από ... πληρεξούσιο έγγραφο της η μηνύτρια χορήγησε στην δικηγόρο Χ(ήδη κατηγορουμένη) την πληρεξουσιότητα να την εκπροσωπήσει στην πιο πάνω υπόθεση προκειμένου να προβεί στην είσπραξη της προαναφερθείσης απαιτήσεως της. Με το από 19-12-1995 ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβασμού που έφερε την επικεφαλίδα "αναγνώριση χρέους-συμφωνία αποπληρωμής" και καταρτίστηκε μεταξύ της κατηγορουμένης, ως εκπροσώπου της δανείστριας αφενός και των Ξ, ως εκπροσώπων της πιο πάνω οφειλέτριας εταιρείας αφετέρου, συμφωνήθηκε ότι η δεύτερη (οφειλέτρια) θα κατέβαλε στην πρώτη (δανείστρια) το ποσό των 73.500.000 δραχμών σε 24 ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 3.062.000 δραχμών η καθεμία, οι οποίες θα καταβάλλονταν κατά το χρονικό διάστημα από την 15η έως την τελευταία ημέρα κάθε μηνός, αρχής γενομένης από τις 15-1-1996 και μέχρι τις 31-12-1997. Με βάση το ανωτέρω συμφωνητικό η καταβολή των δόσεων μπορούσε να γίνει με την κατάθεση τους σε τραπεζικό λογαριασμό της κατηγορουμένης, στην οποία, όπως έχει εκτεθεί προηγουμένως η δανείστρια είχε χορηγήσει την εντολή και πληρεξουσιότητα να εισπράξει για λογαριασμό της τα οφειλόμενα και στη συνέχεια να της τα αποδώσει. Σε εκτέλεση της πιο πάνω συμφωνίας η οφειλέτρια κατέθεσε τις συμφωνημένες δόσεις στον υπ' αριθμ.... προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό τον οποίο τηρούσε η κατηγορουμένη στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος και μέχρι τις 31-12-1997 εξόφλησε ολοσχερώς το οφειλόμενο ποσό των 73.500.000 δραχμών. Η κατηγορουμένη όμως, αν και εισέπραξε το ποσό αυτό, δεν απέδωσε στην εντολέα της (μηνύτρια), όπως όφειλε λόγω της ιδιότητας της ως εντολοδόχου, το ποσό των 68.454.342 δραχμών που απέμενε μετά την αφαίρεση της συμφωνημένης αμοιβής της, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της μηνύτριας αλλά το παρακράτησε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, εκδήλωσε δε την πρόθεση της για παράνομη ιδιοποίηση του στις 31-12-1997, οπότε κατεβλήθη όλο το ποσό και η μηνύτρια άρχισε να την οχλεί για την απόδοση του. Η αξία δε του κατά τ' ανωτέρω υπεξαιρεθέντος ποσού, το οποίο της είχε εμπιστευθεί η μηνύτρια λόγω της ιδιότητας της ως εντολοδόχου, είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Για όλα τα πιο πάνω σαφής και κατηγορηματική είναι η κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας Μ, νομίμου εκπροσώπου της μηνύτριας εταιρείας, η οποία δεν αναιρείται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο αλλά αντίθετα ενισχύεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Ξ (εταίρων της οφειλέτριας) αλλά και τα αναγνωσθέντα από ... πληρεξούσιο και από 19-12-1995 έγγραφο συμβιβασμού με την επικεφαλίδα "αναγνώριση χρέους-συμφωνία αποπληρωμής". Άλλωστε και η ίδια η κατηγορουμένη με την απολογία της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (βλ. αυτήν στα αναγνωσθέντα πρακτικά της εκκαλουμένης) αλλά και με τους εγγράφους ισχυρισμούς που υπέβαλε ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου δεν αρνείται ότι εισέπραξε το πιο πάνω ποσό και ότι δεν το απέδωσε στη μηνύτρια, περιορίζεται δε στον ισχυρισμό ότι συμφώνησε με αυτήν, αντί της καταβολής του οφειλομένου ποσού, να της μεταβιβάσει ένα ακίνητο της και ότι ενώ έθεσε στη διάθεση της μηνύτριας το ακίνητο, η τελευταία δεν προσήλθε για την υπογραφή του σχετικού συμφωνητικού. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, διότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που- αναφέρθηκαν προηγουμένως αποδείχτηκε ότι ναι μεν έγιναν κάποιες συζητήσεις και προτάσεις εκ μέρους της κατηγορουμένης για τη μεταβίβαση ενός ακινήτου προς τη μηνύτρια, αλλά δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Άλλωστε μια τέτοια συμφωνία, για να είναι έγκυρη, έστω και ως προσύμφωνο, θα έπρεπε να είχε περιβληθεί τον τύπο τ0υ συμβολαιογραφικού εγγράφου, γεγονός οποίο το γνώριζε η κατηγορουμένη δικηγόρος, η οποία δεν επικαλείται καν ότι έχει συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο, κατά μείζονα δε λόγο δεν το προσκομίζει. Εν πάση περιπτώσει οι ανωτέρω συζητήσεις μεταξύ της μηνύτριας και της κατηγορουμένης δεν έχουν έννομη επιρροή αφού έλαβαν χώρα μετά τις 31-12-1997, δηλαδή μετά την τέλεση από την τελευταία της αξιόποινης πράξεως για την οποία κατηγορείται, σε μία προσπάθεια της να κερδίσει χρόνο. Περαιτέρω η κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι οι τελεσθείσες από αυτήν αξιόποινες πράξεις έλαβαν χώρα προ της ισχύος του ν.2721/1999 (δηλαδή προ της 3-6-1999) και έχουν πλημμεληματικό χαρακτήρα αφού τα επί μέρους ποσά τα οποία ιδιοποιήθηκε μέχρι τότε δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλα (ανερχόμενα σε 3.062.500 δραχμές κάθε φορά) και ότι συνακόλουθα οι πράξεις αυτές έχουν υποκύψει σε παραγραφή λόγω παρόδου, από το χρόνο υπεξαιρέσεως κάθε επί μέρους ποσού, χρονικού διαστήματος που υπερβαίνει την οκταετία. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί προεχόντως διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι πρόκειται περί κατ' εξακολούθηση εγκλήματος υπεξαιρέσεως καθενός άπα τα επί μέρους ποσά τα οποία εισέπραξε τμηματικά η κατηγορουμένη, ενώ, όπως ήδη έχει εκτεθεί, πρόκειται για μία πράξη υπεξαιρέσεως, εφόσον αυτή (η κατηγορουμένη) εκδήλωσε το σκοπό παράνομης ιδιοποιήσεως του συνολικά εισπραχθέντος ποσού των 68.454.342 δραχμών για πρώτη φορά στις 31-12-1997. Και ναι μεν η κατηγορουμένη κατά τη συμφωνία της με τη μηνύτρια όφειλε να της αποδίδει κάθε εισπραττόμενη δόση μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την κατάθεση της στον τραπεζικό της λογαριασμό από την οφειλέτρια (βλ. το αναγνωσθέν από 8-7-1996 ιδιωτικό συμφωνητικό), ενέργεια στην οποία δεν προέβη με τη δικαιολογία ότι δεν μπορούσαν να εξαχθούν τα χρήματα με νόμιμο τρόπο, όμως μέχρι τις 31-12-1997 δεν είχε εκδηλώσει το σκοπό παράνομης ιδιοποιήσεως των εισπραχθέντων χρημάτων, τυχόν δε μέχρι τότε ενδιάθετη βούληση της να τα οικειοποιηθεί δεν αρκούσε να θεμελιώσει το έγκλημα της υπεξαιρέσεως. Όλα αυτά ανεξάρτητα από το ότι και τα επί μέρους ποσά των 3.062.500 δραχμών, με βάση τα οικονομικά δεδομένα της εποχής εκείνης, ήταν ιδιαίτερα μεγάλα. Ενόψει όλων των ανωτέρω πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σ' αυτήν αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό".
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο την κατηγορουμένη της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που της είχαν εμπιστευθεί ως εντολοδόχο και ειδικότερα, του ότι: "Στην ... στις 31-12-1997 με πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα που τα έλαβε στην κατοχή της και τα οποία είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και της ταείχαν δε εμπιστευτεί λόγω της ιδιότητος της ως εντολοδόχου. Συγκεκριμένα, με την ιδιότητά της ως δικηγόρου και εντολοδόχου και δυνάμει του από ... πληρεξουσίου εγγράφου με το οποίο της δόθηκε από την εγκαλούσα αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία "ΡRΙΜΑ ΤΕCΗΝΟLOGY INCORPORΑΤΙΟΝ" και έδρα την ..., η πληρεξουσιότητα εκπροσωπήσεως αυτής(της μηνύτριας) σε υπόθεση της στην Ελλάδα προκειμένου να προβεί στην είσπραξη απαίτησης της προαναφερομένης εταιρίας κατά της εταιρείας "Ξ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ" και ενώ σε εκτέλεση της εντολής συμφωνήθηκε με την οφειλέτρια, δυνάμει του από 19-12-1995 συμβιβασμού (αναγνώριση χρέους), η καταβολή προς αυτήν την κατηγορουμένη, ενεργούσα για λογαριασμό της μηνύτριας αλλοδαπής εταιρίας, ποσού ύψους 73.500.000 δρχ. σε μηνιαίες δόσεις των 3.062.500 δρχ. για το χρονικό διάστημα από 15-1-1996 έως 31-12-1997 με κατάθεση στον υπ'αριθμ. ... προσωπικό λογαριασμό της κατηγορουμένης στην Εμπορική Τράπεζα, το οποίοι καταβλήθηκε από την παραπάνω οφειλέτρια ολοσχερώς έως την 31-12-1997, η κατηγορουμένη δεν απέδωσε στην εντολέα της, ως όφειλε, λόγω της ιδιότητάς της, το ποσό των 68.454.342 δρχ. που απέμεινε μετά την αφαίρεση της αμοιβής της, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της μηνύτριας, αλλά παρακράτησε αυτό και το ιδιοποιήθηκε παρανόμως, ενσωματώνοντάς το στην περιουσία της. Η αξία του ανωτέρου ποσού της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλη, της το είχαν δε εμπιστευθεί στην κατηγορουμένη λόγω της ιδιότητας της ως εντολοδόχου". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις / ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. α', 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 375§2-1ΠΚ, όπως η §2 αντικ. με άρθρ. 1§9 Ν. 2408/1996, με τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 2435/2008 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα-εκπροσωπήθηκε η κατηγορουμένη-), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας: 1)Ξ1, 2) Ξ2, 3)Κ, 4)Μ ( η οποία ορκίσθηκε κατά το άρθρ. 220§2 ΚΠΔ) και της μάρτυρα υπερασπίσεως, Χ2.
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, ως προς τις προβαλλόμενες από την αναιρεσείουσα επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις αιτιάσεις, αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) ότι η μηνύτρια αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία "ΡRΙΜΑ ΤΕCΗΝΟLΟGΥ ΙΝCΟRΡΟRΑΤΙΟΝ" με το από ... πληρεξούσιο έγγραφο της έδωσε εντολή και πληρεξουσιότητα στην αναιρεσείουσα δικηγόρο να την εκπροσωπήσει στην κατά της εταιρίας με την επωνυμία "Ξ και Σια ΕΕ" διαφορά της και να προβεί στην είσπραξη από αυτήν της χρηματικής απαιτήσεως της ποσού 67.763.632 δραχμών και στη συνέχεια, να της το αποδώσει, β) ότι σε εκτέλεση της παραπάνω εντολής η κατηγορουμένη συμφώνησε με την οφειλέτρια εταιρία να καταβάλει το προαναφερόμενο ποσό σε 24 ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 3.062.00 δραχμών η κάθε μια και υπεγράφη μεταξύ αυτής ως εκπροσώπου της δανείστριας εταιρίας και των Ξ ως εκπροσώπων της οφειλέτριας, το από 9.12.1995 ιδιωτικό συμφωνητικό, γ) ότι σε εκτέλεση του τελευταίου αυτού συμφωνητικού η οφειλέτρια εταιρία κατέθεσε τις συμφωνημένες δόσεις στον ... προσωπικό λογαριασμό της κατηγορουμένης στην Εμπορική Τράπεζα, και μέχρι 31.12.1997 εξόφλησε ολοσχερώς το συμφωνηθέν ποσό των 73.500.000 δραχμών, δ) ότι η κατηγορουμένη αν και εισέπραξε το ποσό αυτό δεν απέδωσε στην εντολέα της, όπως όφειλε λόγω της ιδιότητος της ως εντολοδόχου, το ποσό των 68.454.342 δραχμών που απέμενε μετά την αφαίρεση της συμφωνημένης αμοιβής της, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της μηνύτριας, αλλά το παρακράτησε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, ότι το παραπάνω αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και το είχαν εμπιστευθεί στην κατηγορουμένη λόγω της ιδιότητας της ως εντολοδόχου και στ) ότι αυτή εξεδήλωσε την πρόθεση της παράνομης ιδιοποιήσεως του στις 31.12.1997. Δεν ήταν απαραίτητη ειδική αιτιολόγηση του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου, αφού αυτός ενυπάρχει στα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και εξυπακούεται η ύπαρξη του από την πραγμάτωση αυτών. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα αιτιάται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο εξαιτίας κακής συνθέσεως του Δικαστηρίου, διότι δεν προκύπτει αν η Πρόεδρος του Δικαστήριο, Ευφημία Λαμπροπούλου, ήταν Πρόεδρος Εφετών ή προεδρεύουσα Εφέτης [αναπληρώνουσα τον πρόεδρο], Επίσης, δεν προκύπτει από την απόφαση και τα πρακτικά της ο διορισμός με κλήρωση των μελών του Δικαστηρίου. Όμως, αυτή είναι απαράδεκτη, διότι οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων στην Αθήνα ορίζονται όπως ορίζει ο νόμος [με κλήρωση] και στο Πενταμελές Εφετείο πρόεδρος είναι πρόεδρος Εφετών όπως και η Ευφημία Λαμπροπούλου, η δε αναγραφή Πρόεδρος χωρίς το "Εφετών" δεν δημιουργεί καμία ακυρότητα, ούτε ήταν αναγκαίο να αναγράφεται στην απόφαση ότι ο διορισμός της συνθέσεως έγινε κατόπιν κληρώσεως, πράγμα που αφορά την εσωτερική λειτουργία του Εφετείου. Όμως, εκτός του ότι δεν υπάρχει υποχρέωση να αναγράφεται στην απόφαση, ότι η σύνθεση του δικαστηρίου προήλθε από κλήρωση και επομένως δεν ιδρύεται οποιοσδήποτε λόγος αναιρέσεως, η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17 παρ. 2 έως και 8 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δε προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως. Τέτοια όμως πρόταση δεν επικαλείται η αναιρεσείουσα, ούτε από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικνύεται ότι προβλήθηκε. Οι περαιτέρω αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι το Δικαστήριο: α) δεν δ απάντησε επί του αυτοτελούς ισχυρισμού της περί παραγραφής των πράξεων κατ' εφαρμογή του άρθρου 98 του ΠΚ, β) ότι δεν διέγνωσε επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του νόμου, γ) ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια της ελλείψεως ακροάσεως, διότι δεν απάντησε στην επιχειρηματολογία της υπερασπίσεως, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, διότι, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και των πρακτικών της, το Δικαστήριο με τις παραδοχές του ότι η πράξη της υπεξαιρέσεως τελέστηκε άπαξ την 31 12.1997 με την εκδήλωση της δολίας προαιρέσεως της (κατηγορουμένης) να παρακρατήσει και να ενσωματώσει στην περιουσία της το χρηματικό ποσό των 68.454.342 δραχμών, που ανήκε στη μηνύτρια, απέρριψε αιτιολογημένα την πρώτη των αιτιάσεων αυτών, ενώ οι άλλες είναι αόριστες και ανεπίδεκτες δικαστικής εκτιμήσεως, αφού δεν περιέχουν πραγματικά περιστατικά που να τις στηρίζουν. Επίσης η αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο εκ του ότι έλαβε υπόψη την ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου απολογία της, την οποία ανεπιτρέπτως ανέγνωσε και της στέρησε το από το άρθρο 358 του ΚΠΔ δικαίωμα, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης και των ενσωματωμένων σ' αυτή πρακτικών της προκύπτει ότι αναγνώστηκε κατά την ακροαματική διαδικασία στο ακροατήριο η εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση και τα πρακτικά της, στα οποία περιλαμβάνεται και η απολογία της κατηγορουμένης αναιρεσείουσας, που την εκπροσωπούσε ο συνήγορος της, που δεν προέβαλε κάποια αντίρρηση και άσκησε τα εκ του άρθρου 358 του ΚΠΔ υπερασπιστικά της δικαιώματα, ενώ όταν του δόθηκε ο λόγος από τον πρόεδρο του δικαστηρίου για τυχόν συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση, απάντησε αρνητικά. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχεία Α', Β', Γ', Δ' και Ε' του ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, γ) της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο και δ) της παραβάσεως των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε, στους πιο πάνω λόγους, διαλαμβανόμενες αιτιάσεις πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και γι' αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατόπιν αυτών εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583§1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 22 Δεκεμβρίου 2008 (υπ' αριθμ. πρωτ. 103/08 ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, ασκηθείσα αίτηση της Χ, για αναίρεση της με αριθμό 2435/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Μαΐου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή