Θέμα
Φοροδιαφυγή, Τιμολόγια εικονικά, Ανώνυμη εταιρία, Προανακριτικη ανώμοτη κατάθεση.
Περίληψη:
Φοροδιαφυγή. Αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση από Πρόεδρο του Δ.Σ. και Διευθύνοντα Σύμβουλο Α.Ε. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. 'Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Απόλυτη ακυρότητα. Δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης. Απαγόρευση αποδεικτικής αξιολόγησης, ένορκης κατάθεσης του κατηγορουμένου κατά την διενεργηθείσα από το ΣΔΟΕ προκαταρκτική εξέταση και η οποία περιέχεται αυτούσια στην Ειδική 'Εκθεση Ελέγχου του ΣΔΟΕ, η οποία αναγνώστηκε. Δεν προκύπτει όμως, ότι έγινε επίκληση ή αξιολόγηση της αναφερόμενης στην εν λόγω έκθεση ένορκης μαρτυρικής κατάθεσης του μετέπειτα κατηγορουμένου, ούτε ότι το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την καταδικαστική γι' αυτόν κρίση του και στην μαρτυρική αυτή κατάθεση. Δεν δημιουργείται καμία ακυρότητα, όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση, αναγνώσει και λάβει υπόψη του, ένορκη κατάθεση μάρτυρα κατά την προδικασία, ακόμη και χωρίς να βεβαιώσει την αδυναμία εμφάνισής του, εφόσον ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός τους δεν εναντιώθηκαν σχετικά. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1388/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Α. Σ. του Γ. και 2) Δ. Σ. του Α., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 2964/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10 Μαΐου 2013 δύο χωριστές αιτήσεις τους και στα από 7 Σεπτεμβρίου 2013 δύο χωριστά δικόγραφα προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 607/2013.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι επ' αυτών πρόσθετοι λόγοι,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες από 10-5-2013, (υπ` αριθμό πρωτ.3517/13-5-2013, και 3516/13-5-2013) αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Α. Σ. του Γ. και 2) Δ. Σ. του Α., αντίστοιχα, που ασκήθηκαν με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στρεφόμενες κατά της υπ` αριθμό 2964/2013, αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών, είναι παραδεκτές, ( άρθρα 473 παρ. 2 και 3, 474 παρ. 2 ) και γι` αυτό οι αιτήσεις αυτές, καθώς και οι επ` αυτών, με χρονολογία 7-9-2013, πρόσθετοι λόγοι, που επίσης ασκήθηκαν παραδεκτά ( άρθρο 509 παρ.2 Κ.Π.Δ.), πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 εδ. α του ν. 2523/1997 "διοικητικές - ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία άλλες διατάξεις", υπό την ισχύ του οποίου φέρεται τελεσθείσα η εν προκειμένω φοροδιαφυγή, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών". Κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, "εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας". Περαιτέρω, κατά τις παρ.1α και 6 του άρθρου 20 του ίδιου ν. 2523/1997, "1. Στα νομικά πρόσωπα ως αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται: α) Στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, οι πρόεδροι των Δ.Σ., οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω ... 6. Οι ανωτέρω αυτουργοί και συνεργοί τιμωρούνται εφόσον κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος είχαν την ιδιότητα αυτή και εφόσον γνώριζαν ή από την ιδιότητά τους και εν όψει των συγκεκριμένων περιστάσεων γίνεται φανερό ότι γνώριζαν για τις πράξεις ή παραλείψεις, με τις οποίες εκπληρώθηκαν οι όροι των αδικημάτων του παρόντος".
ΙΙΙ. Από τις πιο πάνω διατάξεις, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της φοροδιαφυγής, απαιτείται, αντικειμενικώς, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων (και μάλιστα ανεξαρτήτως αν τα τελευταία είναι και πλαστά, αφού ο νόμος δεν θεωρεί ως εικονικά μόνο τα γνήσια), υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και, επί αποδοχής της εικονικότητας αυτών, τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά φορολογικά στοιχεία. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται πλέον, ως πρόσθετο στοιχείο για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ. 1 περ. η' του ν. 1591/1986, που απαιτούσε για την υποκειμενική θεμελίωσή του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής του υποστάσεως, και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη.
ΙV. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό της δικής του πεποιθήσεως και όχι μερικά από αυτά κατ` επιλογήν. Εξάλλου, πάγια η νομολογία και η επιστήμη δέχονται ότι η αιτιολογία δεν δύναται να είναι "επιλεκτική", να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ` αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μια τέτοια αιτιολογία ως εμπεριστατωμένη. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
V. Τέλος κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. VI. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2964/2013 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Αθηνών, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, σχετικά με την κατηγορία, ότι από τα αναφερόμενα κατ` είδος αποδεικτικά μέσα, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, τα πρακτικά ης πρωτοβάθμιας δίκης και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, αποδείχθηκαν τα εξής: Την 1-6-2005, διενεργήθηκε από το ΣΔΟΕ Περιφερειακής Διεύθυνσης Αττικής έλεγχος στα βιβλία και στοιχεία της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "EURO DNA ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΑΒΕΕ", που εδρεύει στη …, επί της οδού …και έχει ως αντικείμενο το χονδρικό εμπόριο ηλεκτρικών οικιακών συσκευών και ειδών διατροφής. Πρόεδρος του Δ.Σ. της εν λόγω εταιρίας, κατά τις κρίσιμες ελεγχόμενες διαχειριστικές περιόδους ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος Δ. Σ. του Α. και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, ο δεύτερος κατηγορούμενος, Ά. Σ. του Γ.. Οι αρμόδιοι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ που διενήργησαν τον έλεγχο, διαπίστωσαν ότι υπήρχαν καταχωρημένα μεταξύ άλλων τα κατωτέρω αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας Δελτία αποστολής και Τιμολόγια πώλησης διαφόρων ποσοτήτων ειδών διατροφής και συγκεκριμένα νωπών ψαριών, που φέρονταν να έχει πωλήσει η επιχείρηση του Γ. Γ. προς την ανωτέρω εταιρία των κατηγορουμένων. Ειδικότερα η εταιρία των κατηγορουμένων έλαβε και καταχώρησε για τη χρήση 2001, 252 εικονικά φορολογικά στοιχεία από τον Γ. Γ., καθαρής αξίας 1.774.156,03 ευρω πλέον Φ.Π.Α. 141.932,48 ευρώ, και 143 Φορολογικά στοιχεία για τη χρήση 2002, αξίας 1.265.562,63 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 101.258,69 ευρώ. Τα παραστατικά αυτά ήταν εικονικά, διότι εκδόθηκαν για ανύπαρκτες, στο σύνολό τους, μεταξύ των συγκεκριμένων προσώπων, συναλλαγές, καθόσον η φερόμενη σε αυτά ως επιχείρηση του πωλητή, όπως διαπιστώθηκε, δεν είχε εμπορικές συναλλαγές, λειτουργούσε σε κατάστημα το οποίο ουδεμία εμπορική δραστηριότητα παρουσίαζε, ο δε φερόμενος ως άνω πωλητής (Γ. Γ.) δήλωσε στους διενεργήσαντες τον έλεγχο ότι κατά το χρονικό διάστημα της έκδοσης των ανωτέρω φορολογικών στοιχείων βρισκόταν στο εξωτερικό και ότι δεν είχε ποτέ οποιαδήποτε εμπορική συναλλαγή με την ελεγχόμενη εταιρία, μολονότι γνώριζε από 7ετίας τον πρώτο κατηγορούμενο. Οι κατηγορούμενοι εν γνώσει τους αποδέχθηκαν και καταχώρησαν τα ανωτέρω εικονικά φορολογικά στοιχεία στα βιβλία της πιο πάνω επιχείρησης τους, με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης, διότι έτσι επηρεαζόταν το εισόδημα τους και δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την επιστροφή από το δημόσιο του αντιστοιχούντος ΦΠΑ. Για την αποδοχή και καταχώρηση των ως άνω εικονικών φορολογικών στοιχείων στα βιβλία της επιχείρησης των κατηγορουμένων, κατέθεσε και ο μάρτυρας κατηγορίας Α. Κ., ο οποίος είναι ένας από τους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ που διενήργησαν τον έλεγχο στην εν λόγω επιχείρηση και συνέταξαν τη σχετική έκθεση. Ενόψει όλων αυτών, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι της πράξης που τους αποδίδεται με το κατηγορητήριο, ήτοι της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση, για την οποία συντάχθηκε η από 1-6-2005 συνημμένη έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ Αττικής, που θεωρήθηκε στην Αθήνα στις 5-7-2005, ημερομηνία η οποία αποτελεί και την έναρξη της παραγραφής του εν λόγω αδικήματος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες-κατηγορουμένους , της πράξεως της κατ` εξακολούθηση αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, όπως αυτά εξειδικεύονται στο διατακτικό της αποφάσεως και τους επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, σε καθένα, την οποία ανέστειλε επί τριετία.
Ειδικότερα τους κήρυξε ενόχους του ότι: Στην …την 5-7-2005 χρόνο κατά τον οποίο θεωρήθηκε η συνημμένη από 1-6-2005 έκθεση ελέγχου της διενεργηθείσας τον έλεγχο ΥΠΕΕ Αττικής και αποτελεί την έναρξη της παραγραφής του διωκομένου εγκλήματος κατ' άρθρο 2 παρ. 8 , 9 Ν. 2954/01, διαπιστώθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 7/2/2001 έως 31/1/2/2002 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος διέπραξε το αδίκημα της φοροδιαφυγής και ειδικότερα απεδέχθησαν εικονικά φορολογικά στοιχεία, δηλονότι φορολογικά στοιχεία που εκδόθηκαν για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολό τους.
Ειδικότερα με την ιδιότητα του Προέδρου ο Δ. Σ. και του Διευθύνοντος Συμβούλου ο Ά. Σ. της εταιρείας "EURO ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΑΒΕΕ" με αντικείμενο εργασιών - ΧΟΝΔΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΟΙΚΙΑΚΩΝ ΣΥΣΚΕΥΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΩΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ" ζήτησαν έλαβαν και καταχώρησαν στα βιβλία της πιο πάνω επιχείρησης τα πιο κάτω αναλυτικά αναφερόμενα φορολογικά στοιχεία, τα οποία είναι εικονικά, διότι εκδόθηκαν για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, γεγονός το οποίο γνώριζαν οι κατηγορούμενοι και παρά ταύτα απεδέχθησαν αυτά.
Τα φορολογικά αυτά στοιχεία είναι τα παρακάτω και ειδικότερα.
VII. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ 1, 98 ΠΚ και 19 παρ. 1, 4 και 20 παρ.1α, 6 και 21 Ν.2523/1997, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες, με την ιδιότητά τους, ως Προέδρου του Δ.Σ. ο πρώτος, Δ. Σ. και ως διευθύνοντος Συμβούλου του δεύτερου, Α. Σ., της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία " ΕURO DNA ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΑΒΕΕ ", με αντικείμενο το χονδρικό εμπόριο ηλεκτρικών οικιακών συσκευών και ειδών διατροφής. Δεν χρειαζόταν δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρει το Δικαστήριο ότι με την πράξη αυτή οι κατηγορούμενοι σκόπευαν να αποκρύψουν φορολογητέα ύλη αφού, κατά τα ανωτέρω, δεν απαιτείται πλέον, όπως προηγουμένως, για την στοιχειοθέτηση των πράξεων του άρθρου 19 Ν. 2523/1997 σκοπός του δράστη για απόκρυψη φορολογητέας ύλης ή επίτευξη οποιουδήποτε φορολογικού οφέλους. Συνακόλουθα, εκ περισσού περιέλαβε το Δικαστήριο στο σκεπτικό, τον ανωτέρω σκοπό, των αναιρεσειόντων προς αποδοχή των εικονικών τιμολογίων ήτοι, "της απόκρυψης φορολογητέας ύλης, διότι έτσι επηρεαζόταν το εισόδημά τους και δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την επιστροφή από το Δημόσιο του αντιστοιχούντος Φ.Π.Α.". Ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις των αναιρεσειόντων: α) τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης διαλαμβάνεται ότι οι κατηγορούμενοι τελούσαν σε γνώση της εικονικότητας των παραπάνω εικονικών φορολογικών στοιχείων μάλιστα δε τη γνώση τους αυτή την δικαιολογεί στο σκεπτικό, με τις παραδοχές ότι τα παραστατικά αυτά εκδόθηκαν για ανύπαρκτες στο σύνολο τους συναλλαγές, (πωλήσεις νωπών ψαριών), καθόσον η φερομένη σε αυτά ως επιχείρηση του πωλητή, Γ. Γ., δεν είχε εμπορικές συναλλαγές, λειτουργούσε σε κατάστημα το οποίο ουδεμία εμπορική δραστηριότητα παρουσίαζε, ο δε φερόμενος ως πωλητής, (Γ. Γ.), δήλωσε στους διενεργήσαντες τον έλεγχο ότι κατά το χρονικό διάστημα της έκδοσης των ανωτέρω φορολογικών στοιχείων βρισκόταν στο εξωτερικό και δεν είχε οποιαδήποτε εμπορική συναλλαγή με την ελεγχόμενη εταιρεία, μολονότι γνώριζε από 7ετίας τον πρώτο κατηγορούμενο. β) προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη για τη διαμόρφωση της καταδικαστικής, για τους αναιρεσείοντες κρίσης, όλα τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλομένης απόφασης, και ειδικότερα όλες τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, και όχι μερικά μόνο από αυτά κατ` επιλογή, το γεγονός δε ότι εξαίρεται στο σκεπτικό η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Α. Κ., υπαλλήλου του ΣΔΟΕ, που κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, είναι ένας από τους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ, που διενήργησαν τον έλεγχο στην εν λόγω επιχείρηση και συνέταξαν τη σχετική έκθεση, δεν υποδηλώνει ότι οι καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων, Γ. Γ. και Δ. Π., που εξετάστηκαν ως μάρτυρες υπεράσπισης στο ακροατήριό του, καθώς και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, καθώς και η κατάθεση του μάρτυρα Γ. Γ. που εξετάστηκε ως μάρτυρας στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, δε λήφθηκαν υπόψη. γ) η κατά τους αναιρεσείοντες, αντίθεση, μεταξύ της καταθέσεως του παραπάνω μάρτυρα κατηγορίας, Α. Κ., κατά το σημείο της που αναφέρει ότι ο μάρτυρας δεν ήταν παρών κατά τον έλεγχο και ότι βασίστηκε σε στοιχεία που είχαν οι συνάδελφοί του και συνυπέγραψε την έκθεση ελέγχου, και των παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, περί του ότι ο μάρτυρας αυτός είναι ένας από τους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ που διενήργησαν τον έλεγχο στην εν λόγω επιχείρηση, δεν αποτελεί αναιρετική πλημμέλεια με την έννοια της ασάφειας ( αντίθεσης της παραπάνω κατάθεσης προς το πόρισμα της απόφασης) και επιλεκτικής εκτίμησης των αποδείξεων και εντεύθεν της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αλλά πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Άλλωστε, ως αντίφαση ή ασάφεια, η οποία συνεπάγεται έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως, νοείται η προκύπτουσα είτε μεταξύ των εκτιθεμένων στο σκεπτικό της αποφάσεως είτε μεταξύ των τελευταίων και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό και όχι η τυχόν αντίθεση ορισμένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αποφάσεως, η οποία ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται αναιρετικά. δ) η κατά τους αναιρεσείοντες αιτίαση, περί αντίθεσης, μεταξύ των καταθέσεων των παραπάνω μαρτύρων υπεράσπισης που υποστήριξαν την αθωότητά του και των παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί ενοχής του, είναι απαράδεκτη, γιατί υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' 1ος λόγος, του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, του πρώτου αναιρεσείοντα και 2ος λόγος, του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, του δεύτερου αναιρεσείοντα, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νομίμου βάσεως, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος.
VIII. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι, παραβιάζεται η άσκηση του, κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, δικαιώματος του κατηγορουμένου, να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, επάγεται δε και παραβίαση, των περί προφορικότητας της συζητήσεως στο ακροατήριο και κατ` αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης αρχών, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας απ` την οποία δημιουργείται ο κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά, τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ, πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Εξάλλου δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία, ως προς την ταυτότητα των εγγράφων, όταν από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο, που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων και τα με "Α/Α ..... 7) Φορτωτική της Lufthansa .....12) εκατόν είκοσι πέντε (125) φωτοαντίγραφα φορτωτικών". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, άλλωστε όπως βεβαιώνεται στα πρακτικά, όλα ανεξαιρέτως αναγνώσθηκαν. Με την γενόμενη δε ανάγνωση του κειμένου τους, χωρίς να προκύπτει από τα πρακτικά ότι προβλήθηκε αντίρρηση από τους συνηγόρους των αναιρεσειόντων, έγινε γνωστό και σε όλους τους παράγοντες της δίκης το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, επομένως και στους συνηγόρους των αναιρεσειόντων που τους εκπροσωπούσαν, οπότε αυτοί είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Άλλωστε από την επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει ότι δεν αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό, ούτε ότι υποβλήθηκε αίτημα προς ανάγνωση κάποιου άλλου εγγράφου, το οποίο δεν έγινε δεκτό. Επομένως, ορθώς το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα προαναφερθέντα έγγραφα, οι δε περί του αντιθέτου, 2ος λόγος, του κυρίου δικογράφου αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντα, και 3ος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου του δεύτερου αναιρεσείοντα καθώς και οι 1ος και 3ος με στοιχείο Ι, λόγοι του δικογράφου των προσθέτων λόγων αμφοτέρων των αναιρεσειόντων, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Γ' ΚΠΔ, με τους οποίους προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ.1 Δ' ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο λόγω παραβίασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και η παραβίαση των αρχών της προφορικότητας και δημοσιότητας της διαδικασίας, όσο και των αρχών της ισότητας και αναλογικότητας, σε σχέση με αναφερόμενες άλλες προεκδοθείσες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, που έκριναν τέτοιες περιπτώσεις ελλείψεως ταυτότητας αναγνωσθέντων εγγράφων, ενόψει του ότι κάθε περίπτωση είναι μοναδική και κρίνεται καθεαυτή, από καμία δε διάταξη νόμου ή αρχή του Δικαίου, δεν επιβάλλεται στα δικαστήρια να ερμηνεύουν το νόμο σύμφωνα με την ερμηνεία στην οποία προέβησαν με προηγούμενες αποφάσεις τους, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. IX . Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 31, 105 και 223 παρ. 4 ΚΠΔ, προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση εις βάρος του κατηγορουμένου της κατάθεσής του που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης ή της ένορκης ή της χωρίς όρκο κατάθεσης που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν είτε κατά τη διάρκεια διοικητικής εξέτασης που νόμιμα διατάχθηκε από αρμόδια πρόσωπα, η οποία μετά την ισχύ του Ν 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση, είτε μετά την άσκηση ποινικής δίωξης για συγκεκριμένη πράξη, πριν ο εξετασθείς προσλάβει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 ΚΠΔ, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ δ', η οποία ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Α' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης. Και τούτο, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 ΚΠΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποίησης διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. δ` του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής. Παραβίαση όμως της πιο πάνω αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεως του κατηγορουμένου επέρχεται μόνο με την κατά τον προαναφερόμενο τρόπο αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των πιο πάνω μαρτυρικών αυτού καταθέσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον 1ο λόγο αναιρέσεως του δευτέρου αναιρεσείοντα, πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία συνίσταται στο ότι το δικαστήριο που την εξέδωσε, αξιοποίησε παράνομα, σε βάρος του κατηγορουμένου, την από 1-12- 2003, ένορκη κατάθεσή του, που έδωσε στα πλαίσια της διενεργούμενης από την υπηρεσία του ΣΔΟΕ προκαταρκτικής εξετάσεως, πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου και η οποία περιέχεται αυτούσια στην από 1-6-2005 Έκθεση Ελέγχου, της ως άνω υπηρεσίας του ΣΔΟΕ, η οποία αναγνώστηκε στο ακροατήριο. Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, εκτός από τις καταθέσεις των μαρτύρων, έλαβε υπόψη του και όλα τα έγγραφα που αναφέρονται ως αναγνωσθέντα στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων και την προαναφερόμενη, από 1-6-2005, έκθεση ελέγχου, η οποία αριθμείται ως το υπ` αριθμόν 10α έγγραφο. Δεν προκύπτει όμως από την επισκόπηση του αιτιολογικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι έγινε επίκληση ή αξιολόγηση της αναφερόμενης στην εν λόγω έκθεση, ένορκης μαρτυρικής κατάθεσης του μετέπειτα κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, ούτε ότι το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την καταδικαστική γι` αυτόν κρίση του και στην μαρτυρική αυτή κατάθεση. Η αναφορά και μόνο στην απόφαση ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και την ως άνω έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ, έχει την πρόδηλη έννοια ότι αξιολόγησε αποδεικτικά την έκθεση αυτή και όχι τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία συγκέντρωσαν και αξιολόγησαν οι συντάκτες της (μεταξύ των οποίων και η ένορκη κατάθεση του 2ου αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου) προκειμένου να διατυπώσουν το πόρισμα της έρευνάς τους.
Επομένως, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, αφού δεν αξιοποιήθηκε από το δικαστήριο η από 1-12-2003, ένορκη κατάθεση του κατηγορουμένου, που έδωσε στα πλαίσια της διενεργούμενης από την υπηρεσία του ΣΔΟΕ προκαταρκτικής εξετάσεως, πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου και ο συναφής 1ος λόγος του κυρίου δικογράφου αναιρέσεως, του δευτέρου αναιρεσείοντα, που προβάλλεται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. X. Κατά τη διάταξη του άρθρου 365 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠΔ, στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο, εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ακυρότητα της διαδικασίας, από την οποία ιδρύεται λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' ΚΠΔ, προκαλείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αίτησης από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ένορκη κατά την προδικασία κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη και, επίσης, όταν ληφθεί υπόψη τέτοια κατάθεση παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου και χωρίς να βεβαιώσει το δικαστήριο την αδυναμία εμφάνισής του, γιατί έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. δ' της ΕΣΔΑ και το άρθρο 14 παρ. 3στοιχ ε' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν. 2462/1997), να εξετάζει και να ελέγχει τους μάρτυρες. Δεν δημιουργείται όμως καμία ακυρότητα, όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση, αναγνώσει και λάβει υπόψη του, ένορκη κατάθεση μάρτυρα κατά την προδικασία, ακόμη και χωρίς να βεβαιώσει την αδυναμία εμφάνισής του, εφόσον ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός τους δεν εναντιώθηκαν σχετικά. Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των ενσωματωμένων στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου, προκύπτει ότι μεταξύ των εγγράφων που αναγνώστηκαν, είναι και η με αριθμό 5271 ένορκη βεβαίωση του Γ. Γ., ( η επιχείρηση του οποίου φέρεται εκδότρια των παραπάνω εικονικών τιμολογίων), χωρίς ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του να εναντιωθούν για την ανάγνωση αυτής. Επομένως, από την ανάγνωση αυτής της κατάθεσης, χωρίς να βεβαιωθεί ότι η εμφάνιση του μάρτυρα αυτού ήταν ανέφικτη, δεν προκαλείται ακυρότητα, εφόσον ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του δεν προέβαλαν αντιρρήσεις, δεδομένου μάλιστα, ότι είχαν τη δυνατότητα να κάνουν παρατηρήσεις επ` αυτής. Κατ` ακολουθία, οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ. σχετικοί, 2ος και 3ος με στοιχείο
ΙΙ λόγοι, των από 7-9-2013 δικογράφων των προσθέτων λόγων αναιρέσεως αμφοτέρων των αναιρεσειόντων, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο από παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και από παραβίαση της αρχής της προφορικότητας και της κατ` αντιδικία διεξαγωγής της δίκης, συνεπεία της αναγνώσεως της ένορκης καταθέσεως του άνω μάρτυρος που δόθηκε κατά την προδικασία, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
XI. Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως στο σύνολό τους, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί έκαστος των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, τις από 10-5-2013, (υπ` αριθμό πρωτ.3517/13-5-2013, και 3516/13-5-2013) αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Α. Σ. του Γ. και 2) Δ. Σ. του Α. αντίστοιχα, και τους από 7-9-2013, Πρόσθετους λόγους, περί αναιρέσεως της υπ` αριθ. 2964/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και
Καταδικάζει έκαστο των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Οκτωβρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Νοεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ