Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία μάρτυρα, Δόλος.
Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρα. Ηθική αυτουργία σ’ αυτήν. Για τη θεμελίωση ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση του δράση ότι όσα καταθέτει ενόρκως είναι ψευδή. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Αναιρείται η απόφαση, διότι δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν τη γνώση του κατηγορουμένου ότι αυτά που κατέθεσε ενόρκως ήταν ψευδή και ως προς ηθικό αυτουργό γιατί η αιτιολογία είναι τυπική.
Αριθμός 1949/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποιν. Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιοτέρου μέλους της συνθέσεως, Θεοδώρας Γκοϊνη, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 30/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ' αριθ. 75/2008 ομοία), Βιολέττα Κυτέα (ορισθείσα με την υπ' αριθ. 44/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαϊου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) χ1, και 2) χ2, που παραστάθηκαν στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξανδρο Δάσκα, για αναίρεση της 334/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Και με πολιτικώς ενάγουσα την ψ1, που παρέστη στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο Κάσση.
Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες ζητάνε την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Οκτωβρίου 2007 αίτησή τους, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 2119/2007.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 364 παρ. 1 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υπέβαλε ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Αν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Β και 170 παρ.2 του ΚΠοινΔ. Έλλειψη ακροάσεως υπάρχει όταν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου το λόγο προκειμένου να προτείνουν την ανάγνωση εγγράφων και εκείνος ή το Δικαστήριο τους τον αρνηθεί. Η υποβολή του σχετικού αιτήματος πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 ΚΠοινΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων προβάλλει με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως έλλειψη ακροάσεως, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το δικαστήριο αρνήθηκε την άσκηση δικαιώματος για την ανάγνωση εγγράφων που αυτός υπέβαλε και συγκεκριμένα δια του συνηγόρου του για την ανάγνωση απομαγνητοφωνημένης συνομιλίας της 20-5-2005 του πρώτου εξ αυτών με το ...., κουμπάρο του ζεύγους, ( δηλαδή του πρώτου αναιρεσείοντος και της πολιτικώς ενάγουσας ψ1), καθώς και τη σχετική μαγνητοταινία, στην οποία αποτυπώνεται η εν λόγω συνομιλία, πλην όμως τούτο δεν έγινε δεκτό από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου, των λοιπών μελών της συνθέσεως μη αντιλεξάντων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον από την επισκόπηση των πρακτικών δεν προκύπτει ότι καταχωρήθηκε σ' αυτά αίτημα για ανάγνωση απομαγνητοφωνημένου κειμένου τηλεφωνικής συνομιλίας και της σχετικής μαγνητοταινίας, και ότι το Δικαστήριο απέρριψε τέτοιο αίτημα, η δε από 9-10-2007 αίτηση συμπληρώσεως ή διορθώσεως των ως άνω πρακτικών απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 1504/2007 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου.
Κατά το άρθρο 224 παρ.2 ΠΚ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο που φέρεται ότι τελέσθηκαν από τους κατηγορουμένους οι πράξεις που τους αποδίδονται, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι τα ενόρκως απ' αυτόν κατατιθέμενα είναι ψευδή. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή.
Περαιτέρω, κατά το αρ. 46 παρ. 1 περ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση και παραγωγή της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινείται ο φυσικός αυτουργός, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος, και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις , τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά αυτών, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία του καθένα εκ των αποδεικτικών μέσων και το προκύψαν εξ αυτού συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό. Ωστόσο πρέπει να συνάγεται, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, και όχι μόνο μερικά εξ αυτών, για να μορφώσει την κρίση του περί της ενοχής του κατηγορουμένου.
Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά? " Ο δεύτερος κατηγορούμενος έδωσε την από ..... ένορκη βεβαίωση, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αθηνάς-Ιωάννας Καρανάσιου, για την οποία συντάχθηκε η απ' αριθ. ..... πράξη της τελευταίας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η ένορκη αυτή βεβαίωση από τον πρώτο κατηγορούμενο ως αποδεικτικό μέσο κατά τη συζήτηση της προαναφερομένης αγωγής περί διατροφής της τότε συζύγου του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Δίνοντας την ένορκη αυτή βεβαίωση κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον της πιο πάνω αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση αρχής (συμβολαιογράφου) ότι ο πρώτος κατηγορούμενος και η εγκαλούσα είχαν προβλήματα ως σύζυγοι, που προήρχοντο, πλην άλλων εκ του ότι η εγκαλούσα διατηρούσε εξωσυζυγικούς δεσμούς τόσο με τον εξάδελφο του πρώτου κατηγορούμενου γ1, όσο και με τον κουμπάρο τους. Όμως τα ανωτέρω είναι ψευδή, καθόσον ουδόλως αποδείχτηκε ότι η εγκαλούσα διατηρούσε εξωσυζυγικούς δεσμούς. Ακόμη και οι μάρτυρες υπερασπίσεως το μόνο που κατέθεσαν προκειμένου να υποστηρίξουν την άποψη αυτή είναι ότι ο εξάδελφος του πρώτου κατηγορουμένου επισκεπτόταν την οικία του ζεύγους όταν ο πρώτος κατηγορούμενος έλειπε από αυτήν. Όμως και αν αυτό είναι αληθινό μόνον οι επισκέψεις ενός συγγενικού προσώπου δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα ότι πράγματι είχε συναφθεί ερωτικός δεσμός μεταξύ της εγκαλούσας και των ανωτέρω προσώπων. Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορούμενου ότι η ίδια η εγκαλούσα το έτος 1996 του αποκάλυψε ότι επί δώδεκα έτη διατηρούσε εξωσυζυγικό δεσμό με τον εξάδελφό του και επί δύο έτη με τον κουμπάρο τους είναι αναληθής, αφού κείται πέραν πάσης λογικής, να μην έχει ο ίδιος αντιληφθεί ότι πράγματι η σύζυγός του διατηρούσε επί δεκατέσσερα έτη εξωσυζυγικούς δεσμούς και όταν δε (δήθεν) του το αποκάλυψε να παραμείνει μαζί της έως και το Σεπτέμβριο του έτους 1999, οπότε και διασπάστηκε, το πρώτον η έγγαμη συμβίωσή τους. Τα ανωτέρω δε ψευδή γεγονότα ο δεύτερος κατηγορούμενος τα κατέθεσε γνωρίζοντας ότι είναι ψέματα, δεδομένου ότι δεν γνώριζε καν την εγκαλούσα. Επίσης αποδείχτηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος με πρόθεση προκάλεσε σ' αυτόν (δεύτερο κατηγορούμενο), με πειθώ και φορτικότητα να εκτελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα που αυτός διέπραξε".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο κήρυξε τους κατηγορουμένους ενόχους του ότι: "Στον Πειραιά την 1-9-2000 τέλεσαν με πρόθεση της επόμενες αξιόποινες πράξεις:
Α) Ο δεύτερος κατηγορούμενος, χ2, ενώ εξεταζόταν ένορκα σαν μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα. Ειδικότερα, ενώ εξεταζόταν ένορκα σαν μάρτυρας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννας Καρανάσιου, προκειμένου η με αρ. ....., ένορκη κατάθεση αυτού να χρησιμοποιηθεί για την απόκρουση της από 27-6-2000 αγωγής της μηνύτριας ψ1 κατά του πρώτου κατηγορουμένου, χ1, κατέθεσε εν γνώσει του τα εξής ψευδή γεγονότα: "Ξέρω ότι με την γυναίκα του είχε προβλήματα που προήρχοντο κυρίως από τον χαρακτήρα της και όπως έμαθα από τον ίδιο το χ1, αλλά και από κοινούς φίλους της οικογενείας χ, η ψ1 διατηρούσε εξωσυζυγικούς δεσμούς, τόσον με τον εξάδελφο του χ1, γ1, όσο και με τον κουμπάρο του ζεύγους. Το γεγονός αυτό το έμαθα λόγω των συγγενικών δεσμών των προσώπων αυτών με το χ1. Ενώ η αλήθεια, την οποία καλά γνώριζε ο ίδιος είναι ότι ουδέποτε η μηνύτρια διατηρούσε εξωσυζυγικούς δεσμούς.
Β) Ο πρώτος κατηγορούμενος χ1, στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικότερα, με πειθώ και φορτικότητα, έπεισε το συγκατηγορούμενό του, χ2, να τελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, την οποία αυτός, όπως προεκτέθηκε (με στοιχ. Α) τελικά διέπραξε".
Με τις παραδοχές και σκέψεις αυτές το Εφετείο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και τους επέβαλε ποινή φυλακίσεως πέντε μηνών στον καθένα και δη για ψευδορκία μάρτυρα στον δεύτερο και ηθική σ' αυτήν αυτουργία στον πρώτο. Όμως, η ως άνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, καθόσον ούτε στο ανωτέρω σκεπτικό, αλλά ούτε και στο διατακτικό της εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν και εντεύθεν να θεμελιώνουν την εκ μέρους του δευτέρου κατηγορουμένου γνώση ότι αυτά που κατέθεσε ενόρκως ήταν ψευδή, καίτοι η γνώση αυτή δεν είναι καθόλου αυτονόητη από όσα στο σκεπτικό και το διατακτικό της αποφάσεως εκτίθενται. Η αιτιολογία ότι "τα ανωτέρω δε γεγονότα ο δεύτερος κατηγορούμενος τα κατέθεσε γνωρίζοντας ότι είναι ψέματα, δεδομένου ότι δεν γνώριζε καν την εγκαλούσα", είναι ελλιπής, και μόνη αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει στην καταδίκη του δευτέρου αναιρεσείοντος, αφού είτε γνωρίζει κανείς, είτε δεν γνωρίζει το πρόσωπο του εγκαλούντος, τούτο, ως γεγονός, δεν αποτρέπει αφ' εαυτού ή δεν οδηγεί στην τέλεση του αδικήματος της ψευδορκίας μάρτυρα. Επιπλέον ελλιπής είναι η αιτιολογία και ως προς την ενοχή του πρώτου κατηγορουμένου, ως ηθικού αυτουργού, αφού είναι τυπική και αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού, χωρίς παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών. Επομένως, είναι βάσιμος ο σχετικός εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγος των ενδίκων αιτήσεων, οι οποίες μετά ταύτα πρέπει να γίνουν δεκτές, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρα 519, ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ.334/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣΚαι
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 1 Αυγούστου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ