Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση, Πολιτική αγωγή.
Περίληψη:
Στοιχειοθέτηση εγκλήματος κακουργηματικής υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση. Καταδικαστική απόφαση. Αίτηση αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την ενοχή και την επιμέτρηση της ποινής (άρθρο 79 ΠΚ), για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης και για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (μη νόμιμη παράσταση πολιτικής αγωγής). Απόρριψη όλων των λόγων αυτών ως αβασίμων και απόρριψη αίτησης αναίρεσης συνολικά.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1844/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως και σύμφωνα με την 101/21.07.10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Μαραβέλια, περί αναιρέσεως της 3094/2009 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών,
με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Βασιλάκη.
Το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Μαρτίου 2010 αίτησή του περί αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 549/2010.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Το άρθρο 375 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με το Ν. 2408/1996, όριζε : α) στην παρ. 1 ότι όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του, με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός Ι έτους και β) στην παρ. 2 ότι, αν η πράξη ενέχει κατάχρηση ιδιαίτερης, εμπιστοσύνης, ιδίως όταν πρόκειται για αντικείμενο, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω ιδιότητας του ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, (υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 375 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.9 του Ν. 2408/1996 ως εξής: "Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Η νέα αυτή διάταξη είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη, αφού η κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης προϋποθέτει πάντοτε ,ότι το αντικείμενο της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επί πλέον συντρέχει μία από τις ειδικά και περιοριστικά προβλεπόμενες περιπτώσεις καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ενώ στην προηγούμενη διάταξη η απαρίθμηση των περιπτώσεων αυτών ήταν ενδεικτική. Επομένως η νέα αυτή διάταξη έχει εφαρμογή, κατά το άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ και για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν την ισχύ της. Διαχειριστής ξένης περιουσίας είναι εκείνος που ενεργεί "νομικές" διαχειριστικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία αντλεί από. το νόμο ή από σύμβαση. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 98 παρ. 2 ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 εδαφ. 1 του Ν.2721/1999). Αν όμως οι μερικότερες πράξεις τελέστηκαν πριν την ισχύ του Ν.2721/1999, η κρίση για την αξία του αντικειμένου τους χωρεί με βάση το αντικείμενο κάθε μίας μερικότερης πράξης, ενόψει του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, καθόσον η νέα ρύθμιση του άρθρου 98 ΠΚ, η οποία προαναφέρθηκε, είναι δυσμενέστερη. Εξάλλου η απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματα και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει, όταν περιέχονται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόζεται περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης ως λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στον πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ'αριθ. 3094/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Μεταξύ της πολιτικώς ενάγουσας Ψ και της συζύγου του κατηγορουμένου Δ υπήρχε φιλία, μετά δε από τον γάμο της τελευταίας με τον κατηγορούμενο δημιουργήθηκαν στενότερες σχέσεις μεταξύ των, σε σημείο ώστε η πολιτικώς ενάγουσα και ο σύζυγος της να φιλοξενούν στην ευρισκομένην στην περιοχή του Αιγίου εξοχικής κατοικίας των τον κατηγορούμενο με την σύζυγόν του. Ο κατηγορούμενος ενεφανίζετο στο ζεύγος Ψ ως ασχολούμενος με χρηματιστηριακές υποθέσεις, ισχυρίζετο ότι επένδυε με μεγάλη επιτυχία χρήματα στο χρηματιστήριο και κατά την κατά τα ανωτέρω παραμονήν του στην εξοχικής κατοικίαν της πολιτικώς ενάγουσας κατά το θέρος του έτους 1996, εδιάβαζε οικονομικές εφημερίδες. Εγνώριζε ο κατηγορούμενος, ότι η πολιτικώς ενάγουσα εκμεταλλευομένη ινστιτούτο αισθητικής, είχε σχετικήν οικονομικήν ευχέρειαν και με την συμπεριφορά του αυτήν προσπαθούσε να αποσπάσει την εμπιστοσύνην της πολιτικώς ενάγουσας, προς τούτο δε, ενεφάνισε για το πρόσωπό του ακόμη και συστατικές επιστολές ανωτάτων δικαστικών λειτουργών. Έτσι την 6ην Σεπτεμβρίου 1996 επρότεινε στην πολιτικώς να του παραδώσει 8.000.000 δρχ. για επένδυση στο χρηματιστήριο, υποσχεθείς μεγάλα κέρδη εντός 18 μηνών και προς δήθεν εξασφάλισής της, της πρότεινε να εκδώσει αυτή συναλλαγματικές ποσού 500.000 δρχ. εκάστην και συνολικής αξίας 8.000.000δρχ. αποδοχής της μητρός του Μ. Υπό τις συνθήκες αυτές η πολιτικώς ενάγουσα επείσθη και την ίδια ημέραν, εντός της οικείας του κατηγορουμένου, αφού παρέδωσε στον κατηγορούμενον 16 συναλλαγματικές εκδόσεώς της, ποσού 500.000 δρχ. εκάστην, εκείνος επήγε σε κάποιο δωμάτιο της οικίας του, όπου κατά τον ίδιον ευρίσκετο η μητέρα του και επανήλθε και επέστρεψε στην πολιτικώς ενάγουσαν τις συναλλαγματικές, οι οποίες έφεραν στην θέση του αποδέκτου υπογραφές, τις οποίες, κατά τον κατηγορούμενο, είχε θέσει η μητέρα του. Κατόπιν τούτου, η πολιτικώς ενάγουσα παρέδωσε στον κατηγορούμενον το ποσό των 8.000.000 δρχ. με την εντολήν να το διαχειρισθεί για λογαριασμόν της και ειδικότερα να το επενδύσει στο Χρηματιστήριον Αξιών Αθηνών, αγοράζων επ' ονόματι της μετοχές διαφόρων εταιρειών. Περαιτέρω απεδείχθη, ότι με τον ίδιον απατηλόν τρόπον ο κατηγορούμενος κατόρθωσε να πείσει την πολιτικώς ενάγουσαν και εκείνη του παρέδωσε με την εντολήν να διαχειρισθεί και να επενδύσει για λογαριασμό της στο Χρηματιστήριο α)την 22-5-1997 6.000.000 δρχ. και β)την 2-6-1997 2.000.000 δρχ. Τις δυο όμως τελευταίες φορές, προς εξασφάλιση της πολιτικώς εναγούσης, δεν εξεδόθησαν από την ίδιαν ισόποσες συναλλαγματικές αποδοχές της μητρός του κατηγορουμένου, αλλά υπεγράφησαν με τις ανωτέρω ημερομηνίες 2 ιδιωτικά συμφωνητικά, με τα οποία η πολιτικώς ενάγουσα εφέρετο να δανείζει στην μητέρα του κατηγορουμένου τα ανωτέρω ποσά. Και τα συμφωνητικά αυτά ο κατηγορούμενος τα παρέδωσε στην πολιτικώς ενάγουσαν με υπογραφές στην θέση του οφειλέτου, οι οποίες, κατά τον κατηγορούμενον, είχαν τεθεί από την μητέρα του. Ο κατηγορούμενος, για την τακτική του αυτήν, να εμφανίζει δηλαδή κάθε φοράν ως οφειλέτριαν την μητέρα του, εδικαιολογείτο στην πολιτικώς ενάγουσαν, ισχυριζόμενος ότι η μητέρα του είχε ακίνητη περιουσίαν, ικανήν δήθεν να ικανοποιήσει τις ενδεχόμενες απαιτήσεις της πολιτικώς εναγούσης. Και ενώ ο κατηγορούμενος, στις σχετικές συζητήσεις, έλεγε στην πολιτικώς ενάγουσαν "πάμε θαύμα" όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και έπρεπε να αποδώσει σε εκείνην τα κεφάλαια και τα αντιστοιχούντα σε αυτά κέρδη, απεδείχθη, ότι εκείνος δεν είχε επενδύσει τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, τα οποία ήσαν ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, αλλά κατά παράβαση των υποχρεώσεών του, ως εντολοδόχου και διαχειριστού ξένης περιουσίας τα παρεκράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως και ουδέν ποσόν απέδωσε στην πολιτικώς ενάγουσαν, αμφισβητών την κατά τα ανωτέρω μεταξύ των οικονομικήν σχέσην. Μάλιστα, όπως κατέθεσαν στο Δικαστήριο οι μάρτυρες, ο κατηγορούμενος με τον ίδιον τρόπον υπεξήρεσε μεγάλα ποσά και από άλλους 16 υποψηφίους επενδυτές του Χρηματιστηρίου, μεταξύ δεν αυτών περιλαμβάνεται και η μάρτυς Ν, η οποία ηργάζετο στο σπίτι του ως οικιακή βοηθός και από την οποίο υπεξήρεσε 24.000.000 δρχ.
Ο κατηγορούμενος, με τους τρεις πρώτους ισχυρισμούς του, αρνείται ότι υπήρξε εντολοδόχος της πολιτικώς εναγούσης και διαχειριστής των χρημάτων της, τα οποία ισχυρίζεται ότι δεν υπεξήρεσε, αλλά ότι τα ποσά αυτά αφορούν συμβάσεις δανείου της πολιτικώς εναγούσης προς την μητέρα του, η οποία ησχολείτο με την χαρτοπαιξίαν. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί αποδεικνύονται αβάσιμοι εν όψει των ανωτέρω εκτιθέντων, η κρίση δε αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το ότι η μητέρα του κατηγορουμένου, η οποία έχει ήδη αποβιώσει, κατά την εποχήν εκείνην ήτο ηλικίας 85 ετών, η πολιτικώς ενάγουσα κατέθεσε ότι ουδεμίαν σχέση είχε με την μητέρα του, η δε οικιακή βοηθός και μάρτυς Ν κατέθεσε ότι "Η μάνα του τα είχε εντελώς χαμένα". Επειδή ο κατηγορούμενος κατηγορείται για υπεξαίρεση αντικειμένων ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας κατ' εξακολούθηση πράξη η οποία κατά τις διατάξεις του άρθρου 375§§ιβ και 2 Π.Κ. τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος και ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών.
Συνεπώς, ο τελευταίος ισχυρισμός του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τον οποίον το σύνολον του υπεξαιρεθέντος ποσού δεν υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ και ως εκ τούτου πρόκειται περί πλημμελήματος το οποίος υπέκυψε στην πενταετή παραγραφήν, είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένην βάση. Ακολούθως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδομένης σε αυτόν πράξεως". Στη συνέχεια, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πιο πάνω αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ7 αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.Ια, 27 παρ.1, 98 και 375 §1β και 2 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα την κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το Δικαστήριο σχημάτισε την καταδικαστική κρίση ως α)προς την ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως διαχειριστή και εντολοδόχου ξένης περιουσίας, δηλονότι της περιουσίας της πολιτικώς ενάγουσας που παράνομα διαδοχικά ιδιοποιήθηκε, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του περί συνάψεως δανείου από την πολιτικώς ενάγουσα (ως δανείστρια) προς τη μητέρα του Μ, β)ως προς την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης από τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ( εκ παραδρομής στην αρχή του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι πρόκειται περί ετεροειδών και όχι περί ομοειδών πράξεων, όπως στη συνέχεια αυτού αλλά και στο αιτιολογικό της ίδιας απόφασης αναφέρεται και γ)το αντικείμενο της κάθε μιας των τριών μόνον επί μέρους υπεξαιρέσεων, καθόσον από πρόδηλη παραδρομή αναφέρεται μόνο στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης και ετέρα που τελέσθηκε "κατά μήνα Νοέμβριο του 1998" χωρίς άλλα προσδιοριστικά στοιχεία της, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ως εκ του ύψους του εκάστοτε ( 6-9-1996, 22-5-1997 και 2-6-1997 ) υπεξαιρεθέντος χρηματικού ποσού ( 8.000.000, 6.000.000 και 2.000.000 δραχμών αντίστοιχα ) και κατ' ακολουθίαν πρόκειται περί κακουργημάτων, των οποίων το αξιόποινο δεν έχει εισέτι παραγραφεί ( άρθρα 111§2, 112 και 113§3 του ΠΚ). Εξάλλου το Δικαστήριο της ουσίας συνεκτίμησε και συναξιολόγησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριό του έγγραφα 1)τη με ημερομηνία 21-3-2003 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, 2)τη με ημερομηνία Φεβρουάριος 1999 αιτιολογημένη έκθεση εκτίμησης ακινήτου καθώς και την τεχνική έκθεση εκτίμησης αξίας ακινήτου και 3)τη με ημερομηνία 1.2000 τεχνική έκθεση ... για την εκτίμηση της εμπορικής αξίας ακινήτου και προτεινόμενες λύσεις για μελλοντική εκμετάλλευσή του (αναφερόμενα στα σχετικά πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης υπ' αρ. 25, 34 και 35), μαζί με τα λοιπά (βλ. το προοίμιο του αιτιολογικού όπου γίνεται αναφορά όλων των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο για το σχηματισμό της καταδικαστικής κρίσης του). Από την επιτρεπτή δε επισκόπηση αυτών προκύπτει ότι πρόκειται για έγγραφα που προέρχονται από άλλη δίκη και ειδικότερα εκθέσεις γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ... που αφορά το αντικείμενο άλλης δίκης (πλαστογραφίας) και δεν είχε διενεργηθεί με εντολή ανακριτικού υπαλλήλου ή του δικαστηρίου για τη διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος που αφορούσε την ένδικη υπόθεση για την οποία εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό η προσβαλλόμενη απόφαση και εντεύθεν δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να αναφερθεί γι αυτήν ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο (άρθρο 178 στοιχ. γ' ΚΠοινΔ). Επομένως οι σχετικές περί του αντίθετου προς τα ανωτέρω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Συνακόλουθα οι από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως με τους οποίος πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά το μέλος δε που με τον πρώτο των ως άνω δυο λόγων πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών είναι απαράδεκτος, καθόσον ως προς αυτό η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη.
ΙΙ. Από το συνδυασμό των άρθρων 171§2 και 510§1 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει απ' όλα τα έγγραφα που παραδεκτά επισκοπεί ο Άρειος Πάγος κατά την έρευνα του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η πολιτικώς ενάγουσα κατά την έναρξη της διαδικασίας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση 44 ευρώ, για τη βλάβη της, σε βάρος του κατηγορουμένου και τότε εγκαλούντος χωρίς να προβάλλει οιοσδήποτε των συμμετεχόντων στη δευτεροβάθμια δική κάποια αντίρρηση κατά της δηλώσεως αυτής. (βλ. 2α σελίδα των υπ' αριθμ. 3094/2009 πρακτικών απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα υπ'αριθμ. 390/2007 πρακτικά απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό την υπόθεση αυτήν με κατηγορούμενο τον ήδη αναιρεσείοντα και συγκατηγορούμενη τη σύζυγο του Δ, την αυτήν ως άνω δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής έκανε ως άμεσα ζημιωθείσα η παθούσα από το έγκλημα για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων Ψ (βλ. 2α σελίδα της ως άνω πρωτοβάθμιας απόφασης). Τέλος, όπως προκύπτει από το σκεπτικό και διατακτικό αμφοτέρων των προαναφερομένων αποφάσεων στην πολιτικώς ενάγουσα, κατά παραδοχή ως νομίμου και βασίμου του σχετικού αιτήματός της, επιδικάσθηκε το ποσό των 44 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της, αφού προηγουμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει ορθά σύμφωνα με τα άρθρα 13, 82, 84 και 87 του ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία την ένσταση του κατηγορουμένου περί αποβολής της πολιτικής αγωγής. Επομένως ο εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ τέταρτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
III. Από τη διάταξη του άρθρου 170§2 του ΚΠοινΔ, κατά την οποία ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται επίσης και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος και ο συνήγορος του ή ο εισαγγελέας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171§1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ορίζει ότι ακυρότητα, λαμβανομένη υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο προκαλείται, εκτός των άλλων, και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος, συνάγεται ότι την έλλειψη ακροάσεως του εισαγγελέα, δεν δικαιούται να προτείνει ο κατηγορούμενος ως λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο Πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών μετά την κήρυξη της αποδεικτικής διαδικασίας έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα που πρότεινα την απαλλαγή του κατηγορουμένου μόνο για μια πράξη υπεξαίρεσης ( των 2.000.000 δραχμών) και την ενοχή του για τις λοιπές, από την πρότασή του δε αυτήν συνάγεται εμμέσως πλην σαφώς η απόρριψη όλων των ισχυρισμών που είχε προβάλλει ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του. Επομένως ο κατηγορούμενος δεν στερήθηκε κάποιου υπερασπιστικού δικαιώματος του και ο σχετικός λόγος περί σχετικής ακυρότητας που υπέβαλε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙV. Από το άρθρο 369§1 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι όταν τελείωσε η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον Εισαγγελέα, έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά της απαιτήσεως του, δεν μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο. Περαιτέρω από το άρθρο 371§3 εδ.β' ΚΠοινΔ προκύπτει ότι, αφού κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος γίνεται αμέσως συζήτηση για την ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί και για τις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι κατά τη συζήτηση για την ενοχή του κατηγορουμένου δεν επιτρέπεται στον πολιτικώς ενάγοντα να επεκταθεί σε θέματα ποινής, ενώ, μετά την κήρυξη της ενοχής του δίνεται ο λόγος μόνον όταν γίνεται συζήτηση για τις απαιτήσεις του και όχι όταν γίνεται συζήτηση για την ποινή που θα επιβληθεί. Η παραβίαση δε των διατάξεων αυτών, με τη διατύπωση γνώμης του πολιτικώς ενάγουσας, σε θέματα ποινής δεν συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, καθόσον δεν παραβιάζονται οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου (άρθρο 171§1 περ. δ' ΚΠοινΔ), ούτε υπάγεται η περίπτωση αυτή στις άλλες περιοριστικές αναφερόμενες περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας των άρθρων 170§2 και 171 ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης μετά την επί της ενοχής κρίση του δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της πολιτικής αγωγής ζήτησε εκ νέου και μόνο την ενοχή του κατηγορουμένου και τέλος έλαβε το λόγο ο συνήγορος του κατηγορουμένου και ζήτησε να επιβληθεί σ' αυτόν το ελάχιστο όριο των προβλεπομένων από το νόμο ποινή. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω ο κατηγορούμενος δεν στερήθηκε κάποιου υπερασπιστικού του δικαιώματος και η λήψη του λόγου από το συνήγορο της πολιτικής αγωγής ως προς την ποινή για τον κατηγορούμενο που είχε κηρυχθεί ένοχος με το αναφερόμενο περιεχόμενό της ουδεμία έννομη συνεπεία είχε και βλάβη επέφερε στα υπερασπιστικά δικαιώματα του αναιρεσείοντος. Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται η απόφαση με απόλυτη ακυρότητα από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α σε συνδυασμό με το άρθρο 171§2 ΚΠοινΔ από το ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της πολιτικώς ενάγουσας, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα ως προς το ύψος της επιβλητέας ποινής στον κηρυχθέντα ένοχο ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, έλαβε τον λόγο και ζήτησε εκ περισσού "την ενοχή του κατηγορουμένου", είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
V. Για να συντρέξει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 84§2 στοιχ. του ΠΚ η προβλεπόμενη από αυτή ελαφρυντικά περίσταση, που επιφέρει μείωση της ποινής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 84 του ίδιου κώδικα, πρέπει η μετάνοιά του να είναι ειλικρινής και εμπρακτη δηλαδή να συνδυάζεται με περιστατικά που δείχνουν ότι ο κατηγορούμενος επιζήτησε ειλικρινή και όχι προσχηματικά να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του και μάλιστα με συγκεκριμένη συμπεριφορά εναντίων των παθόντων, μη αρκούσης της απλής συγγνώμης ή της καλής διαγωγής του. Πρέπει να σημειωθεί ότι η στη διάταξη του άρθρου 79§3 εδ.β'του ΠΚ "μετάνοια, την οποία κατά τις παρεχόμενες υπό των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου αυτού στα δικαστήρια οδηγίες οφείλει να έχει τούτο υπόψη του για την εκτίμηση της προσωπικότητας του εγκληματία κατά την επιμέτρηση της ποινής είναι διάφορος της στο άρθρο 84§2 εδ. δ'του ΠΚ και αρνητικές περιστάσεις "ειλικρινής μετάνοια", την οποία ο κατηγορούμενος επέδειξε και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, η οποία όταν συντρέχει μειώνεται κατά το άρθρο 83 του ΠΚ η ποινή. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 79 του ΠΚ δεν είναι υποχρεωμένο να έχει ειδική αιτιολογία τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, αφού τα αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ο αναιρεσείων δεν συμπεριέλαβε στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του σαφή και ορισμένα περιστατικά που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν την από το άρθρο 84§2 περ.δ'του ΠΚ ελαφρυντική περίσταση για μείωση της ποινής του. Εντεύθεν το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως, αναφέροντας δε στην αιτιολογία για την επιβολή της ποινής και το στοιχείο της μετάνοιας, όπως ορίζεται από το άρθρο 79 §3 στοιχ.δ του ΠΚ (βλ. σελ 28 πρακτικών) δεν υπέπεσε σε κάποιο σφάλμα και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει ελλιπή αιτιολογία. Γι' αυτό όσα περί του αντιθέτου αναφέρει ο αναιρεσείων με τον όγδοο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως περί αντιφατικής και ελλιπούς αιτιολογίας ως προς την συνδρομή στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84§2 περ.δ του ΠΚ είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Μετά απ' όλα τα ανωτέρω εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583§1 ΚΠοινΔ) ως και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚποιλΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29 Μαρτίου 2010 αίτηση του Χ, κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 3094/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ( 220 ) ευρώ ως και στην εκ πεντακοσίων ( 500 ) ευρώ δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Νοεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ