Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 426 / 2018    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Προσωπικό των ΚΤΕΛ, Οδηγός, Απορρίπτει αναίρεση.




Περίληψη:
ΘΕΜΑ : Προσωπικό των ΚΤΕΛ. Προϋποθέσεις απολύσεως του τακτικού ή έκτακτου προσωπικού. Με τις διατάξεις του άρθρου 5 της 6/2012 Π.Υ.Σ. καταργήθηκαν από τις 14 Φεβρουαρίου 2012 οι λεγόμενες ρήτρες μονιμότητας, δηλαδή καταργήθηκαν, πέραν του ορίου ηλικίας ή της προϋπόθεσης συνταξιοδότησης, οι περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας, ανεξαρτήτως εάν αυτοί προβλέπονταν από διατάξεις νόμων ή άλλες αντίστοιχες πηγές κανόνων δικαίου, ή του χαρακτηρισμού της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Καταργούνται δηλαδή οι ρυθμίσεις εκείνες που αποκλείουν την τακτική καταγγελία ή την καθιστούν αιτιώδη. Η παραπάνω διάταξη της παρ. 2 του άρ. 5 της ΠΥΣ 6/2012, δεν έχει θεσπιστεί καθ' υπέρβαση της σχετικής ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης και δεν περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που διέπονται από κανονισμό που θεσπίζει όριο ηλικίας αποχώρησης του μισθωτού ή την προϋπόθεση συνταξιοδότησης ως λόγο λήξης αυτών. Επομένως, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρ. 5, από 14-2-2012, καταργείται η διάταξη του άρ. 26 του π.δ/τος 246/2006 "Γενικός Κανονισμός Προσωπικού των ΚΤΕΛ ΑΕ και των ΚΤΕΛ του Ν. 2963/2001", η οποία προέβλεπε περιοριστικά συγκεκριμένους λόγους για τη καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας του προσωπικού του _ και κατά συνέπεια η εναγομένη εταιρεία "ΚΤΕΛ ΑΕ" δεν δεσμεύεται πλέον ( από όσα ορίζονταν στη διάταξη αυτή, έχοντας τη δυνατότητα να προβεί στην καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου των υπαλλήλων της, τηρώντας απλώς τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (έγγραφος τύπος και καταβολή αποζημίωσης). (Απορρίπτει την αναίρεση οδηγού λεωφορείο κατά της 462/2015 Εφετείου Πειραιώς )




Αριθμός 426/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Σ. Λ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λάμπρο Ποδηματά, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Ρίζο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/3/2013 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2108/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 462/2015 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1/12/2015 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 27/11/2017 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1 Με την από 1-12-2015 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 462/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης της 1ης εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας καθώς και του 2ου εναγομένου (μη εδώ διαδίκου) κατά της 2108/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την προσβαλλομένη απόφαση, αφού έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, απορρίφθηκε στη συνέχεια κατ' ουσίαν η αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, με την οποία ζητούσε, 1) να αναγνωριστεί ότι η από 4-1-2013 γενόμενη από την εναγομένη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που τον συνέδεε μ' αυτήν ως οδηγού λεωφορείου, είναι άκυρη και 2) να υποχρεωθεί η 1η εναγομένη να του καταβάλει το αναφερόμενο ποσό για μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2013 μέχρι τις 30.9.2014 με το νόμιμο τόκο. Η αίτηση αναίρεσης του ενάγοντος ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).
2. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 εδ. α' του π.δ/τος 246/2006 "Γενικός Κανονισμός Προσωπικού των ΚΤΕΛ ΑΕ και των ΚΤΕΛ του Ν. 2963/2001" (ΦΕΚ Α 261/29.11.2006), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν. 2963/2001 "Οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων επιβατικών μεταφορών, με λεωφορεία, τεχνικός έλεγχος οχημάτων και ασφάλεια χερσαίων μεταφορών και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α' 268/23.11.2001) και του οποίου η ισχύς άρχισε από 1.1.2007 (άρθρο 39 αυτού), ορίζεται ότι ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται σε όλο το προσωπικό (τακτικό και έκτακτο) των ΚΤΕΛ ΑΕ και ΚΤΕΛ, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 3 αυτού το προσωπικό των ΚΤΕΛ διακρίνεται σε τακτικό και έκτακτο και τακτικό μεν είναι το προσωπικό που κατέχει οργανικές θέσεις, εξυπηρετεί διαρκείς και πάγιες ανάγκες και συνδέεται με το ΚΤΕΛ με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, έκτακτο δε είναι το προσωπικό που προσλαμβάνεται για εκτέλεση εποχικής ή έκτακτης εργασίας, η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες και συνδέεται με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Στο άρθρο 26 του ίδιου ως άνω π.δ/τος, στο οποίο επαναλαμβάνονται οι αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 2 του προϊσχύσαντος κανονισμού (π.δ/μα 229/1994), ορίζεται ότι "1. Το προσωπικό του ΚΤΕΛ απολύεται από την Υπηρεσία για τους ακόλουθους λόγους: α) Εξ αιτίας κατάργησης οργανικής θέσης εργασίας ή Υπηρεσίας μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΤΕΛ, σύμφωνα με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (ως προς το ποσοστό απολύσεων, κτλ.). Εξαιρείται της παρούσας ρύθμισης το κατά την ισχύ του παρόντος Κανονισμού υπηρετούν τακτικό προσωπικό, για το οποίο, ως προς την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, εφαρμόζονται οι λοιπές ρυθμίσεις του παρόντος Κανονισμού, β) εξ αιτίας καταδίκης για κακούργημα ή κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, απιστία εν γένει και εγκλήματα κατά των ηθών σε βαθμό πλημμελήματος, γ) εξ αιτίας ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας ή επαγγελματικής ανικανότητας στην εκτέλεση των καθηκόντων, που έχουν ανατεθεί σ' αυτό, δ) εξ αιτίας σωματικής ή πνευματικής νόσου που έχει ως αποτέλεσμα τη μόνιμη ανικανότητα του υπαλλήλου να εκτελέσει τα καθήκοντα της ειδικότητας του και διαπιστώνεται από την αρμόδια υγειονομική υπηρεσία του ΙΚΑ, ε) εξ αιτίας επιβολής της ποινής της οριστικής απόλυσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 18 του παρόντος. 2. Οι παραπάνω λόγοι απόλυσης ισχύουν και για τους οδηγούς του άρθρου 4 του παρόντος και είναι υποχρεωτικοί για τους ιδιοκτήτες των λεωφορείων, στα οποία εργάζονται οι οδηγοί αυτοί. Οι λόγοι των περιπτώσεων β, γ, δ και ε ισχύουν και για τους ιδιοκτήτες - οδηγούς που απασχολούνται στα λεωφορεία ιδιοκτησίας τους. 3. Ιδιοκτήτης λεωφορείου, που ειδοποιείται εγγράφως από το ΚΤΕΛ, ότι συντρέχει λόγος απόλυσης του οδηγού του, οφείλει το αργότερο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την ειδοποίησή του να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Ομοίως και ο ιδιοκτήτης οδηγός, που απασχολείται στο λεωφορείο ιδιοκτησίας του παύει μέσα στο διάστημα αυτό να εκτελεί τα καθήκοντα του ως οδηγού". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι υπάλληλοι που εντάσσονταν στο τακτικό ή το έκτακτο προσωπικό των ΚΤΕΛ απολύονταν μόνον για κάποιον από τους παραπάνω περιοριστικά αναγραφόμενους στον Κανονισμό λόγους και ότι σε περίπτωση που η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας τους γινόταν αναιτιωδώς, κατά τις κοινές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, δεν θα ήταν έγκυρη. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 4046/2012 (ΦΕΚ 28/14.02.2012) "Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας" (ΦΕΚ Α' 28/14.02.2012), ο οποίος ψηφίσθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, ενεκρίθη το Μνημόνιο Συνεννόησης (Μemorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδας, το οποίο αποτελείται από τα εξής, επιμέρους, Μνημόνια: α) Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, β) Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης. Τα παραπάνω μνημόνια επισυνάφθηκαν στο ν. 4046/2012 ως παραρτήματά του και δημοσιεύθηκαν στο ίδιο ως άνω ΦΕΚ (28/14.02.2012), στην αγγλική (ως επίσημη γλώσσα) και σε ελληνική μετάφραση. Με το άρθρο 1 § 6 ν. 4046/2012 ορίσθηκε ότι "Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Ε` "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις", παράγραφοι 28 και 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης" παράγραφος 4.1: "Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας" του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίνονται κατά την παράγραφο 2 και προσαρτώνται ως παράρτημα V στον παρόντα νόμο, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.". Ειδικότερα, οι παράγραφοι 28 και 29 του Κεφαλαίου Ε' υπό τον τίτλο "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις" του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής αναφέρονται αντίστοιχα στην επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας και την οικονομική ανάπτυξη (παρ. 28), καθώς και στη λήψη μέτρων για τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η αφαίρεση της μονιμότητας σε όλες τις παραδοσιακές (ορθότερα "υφιστάμενες" σε μετάφραση του πρωτότυπου όρου "existing") συμβάσεις σε όλες τις εταιρείες. Η νέα νομική διάταξη θα μεταμορφώσει αυτομάτως τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου (οι οποίες ορίζονται ως έχουσες λήξη κατά το όριο ηλικίας ή την σύνταξη) σε συμβάσεις αορίστου χρόνου για τις οποίες ισχύουν οι κανονικές διαδικασίες απόλυσης (παρ. 29). Η παρ. 4.1 του Κεφαλαίου 4 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και υπό τον τίτλο "Δεσμεύσεις από το παρελθόν και ειδικοί εργασιακοί όροι" προβλέπει τα εξής: "Πριν την εκταμίευση καταργούνται οι όροι μονιμότητας (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που ορίζουν ότι λήγουν σε κάποιο όριο ηλικίας ή στη συνταξιοδότηση), που περιλαμβάνονται σε νόμο ή σε συμβάσεις εργασίας". Πρόθεση του νομοθέτη του παραπάνω νόμου ήταν οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις των μνημονίων, που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προαναφερθείσες για την κατάργηση των ρητρών μονιμότητας στις εργασιακές σχέσεις) να ισχύσουν άμεσα ως πρωτογενείς κανόνες δικαίου της ελληνικής έννομης τάξης. Τούτο προκύπτει απερίφραστα και ανεπιφύλακτα και από την αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου, σύμφωνα με την οποία οι ρυθμίσεις της παρ. 6 του άρθρου 1 του νόμου αυτού συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Μνημονίου, αποτελούν μέτρα που πρέπει να υιοθετηθούν πριν την εκταμίευση των ενισχύσεων και κατά συνέπεια επιβάλλεται η άμεση ενσωμάτωση των προβλέψεών τους ως κανόνων δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη. Κάθε ειδικότερο θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής προβλέπεται να ρυθμίζεται με τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Κατά συνέπεια ο νομοθέτης δεν ήθελε να καταλείψει καμία αμφιβολία ότι οι διατάξεις του μνημονίου αποτελούν ήδη δεσμευτικούς κανόνες της εσωτερικής έννομης τάξης και μάλιστα πριν την εκταμίευση των ενισχύσεων του προγράμματος, προκειμένου να λάβει η Ελληνική Δημοκρατία, εγκαίρως, τη διεθνή χρηματοδότηση από το Διεθνές Νομισματικό ταμείο (ΔΝΤ), την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) προς αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκαλούσε η οξύτατη δημοσιονομική κρίση και το υπέρογκο δημόσιο χρέος της χώρας. Με τον τρόπο αυτό ο Έλληνας νομοθέτης επέλυσε αυθεντικά το ζήτημα της κανονιστικής ισχύος των συγκεκριμένων διατάξεων του μνημονίου, κατά τρόπο αυτόνομο και ανεξάρτητο από τη νομική φύση των μνημονίων και το είδος των συγκεκριμένων διατάξεων, εξ απόψεως Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις των μνημονίων στηρίζουν την κανονιστική τους ισχύ απευθείας στο άρθρο 1 παρ. 6 εδ. α' ν. 4046/2012 και όχι στο χαρακτήρα των μνημονίων ως διεθνών συνθηκών ή κειμένων με κανονιστικό ή μη κανονιστικό χαρακτήρα. Είναι, συνεπώς, αδιάφορο, αν οι συγκεκριμένες διατάξεις του μνημονίου θα αποτελούσαν καθ' εαυτές διατάξεις "αυτοδύναμης εφαρμογής" ή, κατ' άλλη διατύπωση, διατάξεις "αυτοεκτελέσιμες", "αυτοεκτελεστές" ή "αυτόθροες", σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου των διεθνών συνθηκών (ΟλΑΠ 11/2017, ΟλΣτΕ 2307/2014). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η εξουσία να μεταβιβάζει την αρμοδιότητά του προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία, υπό την επιφύλαξη, ότι το αντικείμενο της ρύθμισης δεν έχει με άλλη συνταγματική διάταξη εξαιρεθεί της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Τίθεται δε ο κανόνας (εδάφιο α' ) ότι η σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, που ασκεί την μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Με τη διάταξη του εδ. β' του εν λόγω άρθρου του Συντάγματος προβλέπεται ότι φορείς της εξουσιοδότησης για την έκδοση πράξεων κανονιστικού χαρακτήρα μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφόσον πρόκειται περί ειδικότερων θεμάτων ή θεμάτων με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση, που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος, που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης και ρυθμίζεται ήδη, σε γενικό έστω, αλλά πάντως ορισμένο πλαίσιο από την εξουσιοδοτική διάταξη του τυπικού νόμου (ΟλΑΠ 11/2017, ΟλΣτΕ 1892/2010). Αυτονόητο και αυτόδηλο περιορισμό ωστόσο στην κανονιστική δράση της διοίκησης συνιστούν τα ίδια τα όρια της εξουσιοδότησης. Κανονιστικές πράξεις της διοίκησης που στερούνται εξουσιοδοτικής κάλυψης είναι νομικά ανίσχυρες. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει ο εξουσιοδοτικός νόμος, όχι απλώς τον καθ' ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά επιπλέον να καθορίζει τα όριά της σε σχέση με αυτό, προκειμένου η διοίκηση να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (ΟλΑΠ 11/2017, ΟλΣτΕ 1210/2010, ΟλΣτΕ 1892/2010, ΟλΣτΕ 3220/2010). Αν η εξουσιοδοτική διάταξη είναι ορισμένη, η ευρύτητα αυτής, δηλαδή ο μικρός ή μεγάλος αριθμός περιπτώσεων, τις οποίες καλείται να ρυθμίσει κανονιστικώς βάσει αυτής η διοίκηση, δεν επηρεάζει το κύρος της (ΟλΑΠ 11/2017, ΟλΣτΕ 1210/2010, 1892/2010). Στη συνέχεια, κατ' εξουσιοδότηση του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 εκδόθηκε η πράξη 6 της 28.2.2012, (εφεξής Π.Υ.Σ.) που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α' 38/28.2.2012, για τη "ρύθμιση θεμάτων προς εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012". Στην τελευταία αναφέρεται, ότι το Υπουργικό Συμβούλιο "Έχοντας υπόψη: 1. Την παράγραφο 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (Α' 28), 2. Τις ρυθμίσεις του Κεφαλαίου Ε' "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις", παράγραφος 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης" παράγραφος 4.1: "Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας" του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίθηκαν κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 1 και προσαρτήθηκαν ως παράρτημα V στον ν. 4046/2012, 3. Το γεγονός, ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012, 4. Την ανάγκη να ρυθμιστούν αναγκαία ζητήματα για την εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων, 5. Την ανάγκη εφαρμογής συνολικών και σημαντικών διαρθρωτικών ρυθμίσεων, με στόχο την τόνωση της απασχόλησης και της παραγωγής και την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, με την απελευθέρωση των αγορών εργασίας, όπως αυτές δικαιολογούνται από λόγους γενικότερου συμφέροντος συνδεόμενους με τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας και την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων για την προστασία της, 6. Το άρθρο 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα (π.δ. 63/2005, Α' 98), 7. Το γεγονός ότι, από την πράξη αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, 8. Την από 28.2.2012 εισήγηση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίζει:...Άρθρο 5 1. Από 14-2-2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων, που προβλέπεται να λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσης αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920, όπως ισχύει. Οι διατάξεις, που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α' 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α' 101). 2. Από την 14.2.2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών Προσωπικού και αποφάσεων Διοίκησης επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται. Οι διατάξεις, που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς, που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α' 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α 101)". Με το άρθρο 6 της ως άνω Π.Υ.Σ. ορίσθηκε ότι η ισχύς της αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (28-2-2012) εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις. Από τα προαναφερθέντα γίνεται φανερό, ότι με τις διατάξεις του άρθρου 5 της παραπάνω Π.Υ.Σ. καταργήθηκαν από τις 14 Φεβρουαρίου 2012 οι λεγόμενες ρήτρες μονιμότητας, δηλαδή, οι κανονιστικοί εκείνοι όροι με τους οποίους ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην απολύσει τον εργαζόμενο, παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά και των οποίων η βασιμότητα κρίνεται συνήθως με ορισμένη διαδικασία. Οι όροι αυτοί μπορεί να ενυπάρχουν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας τόσο ορισμένου όσο και αορίστου χρόνου. Η μονιμότητα δηλαδή αποτελεί είδος περιορισμού του δικαιώματος του εργοδότη να προβεί στην ελεύθερη καταγγελία της σύμβασης εργασίας των απασχολουμένων από αυτόν μισθωτών. Ειδικότερα, η έννοια της παρ. 2 του άρθρου 5 της εν λόγω υπ' αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ. είναι ότι καταργούνται, πέραν του ορίου ηλικίας ή της προϋπόθεσης συνταξιοδότησης (περί της οποίας προβλέπει η παρ. 1), οι διαδικαστικοί και ουσιαστικοί περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας, ανεξαρτήτως εάν αυτοί προβλέπονταν από διατάξεις νόμων ή κανονιστικές αποφάσεις ή συλλογικές ρυθμίσεις ή κανονισμούς εργασίας ή οργανισμούς προσωπικού ή αποφάσεις οργάνων διοίκησης των επιχειρήσεων, καθώς και ό,τι παρεκκλίνει από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας και ό,τι προσομοιάζει στον Υπαλληλικό Κώδικα αναφορικά με τα θέματα απόλυσης, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ως ορισμένου (λόγω θέσπισης ορίου ηλικίας ή προϋπόθεσης συνταξιοδότησης ως χρονικού σημείου της λήξης αυτής) ή αορίστου χρόνου. Καταργούνται δηλαδή οι ρυθμίσεις εκείνες που αποκλείουν την τακτική καταγγελία ή την καθιστούν αιτιώδη, εξαρτώντας αυτήν από σπουδαίο λόγο ή από συγκεκριμένους λόγους. Η παραπάνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της υπ' αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ., που αναφέρεται στην κατάργηση των ρητρών μονιμότητας, μη περιοριζόμενη στη μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου των συμβάσεων με χρόνο λήξης σε συγκεκριμένο όριο ηλικίας του μισθωτού ή στη συνταξιοδότηση αυτού, δεν έχει θεσπιστεί καθ' υπέρβαση της σχετικής ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθόσον η κατάργηση των κανονιστικών όρων εργασίας, που ορίζουν ως προς την απόλυση συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου διαφορετικές προϋποθέσεις, σε σχέση με αυτές που προβλέπουν ο Ν. 2112/1920 και η κοινή εργατική νομοθεσία, λόγω ενσωματωμένων σε αυτές ρητρών μονιμότητας, προκύπτει από τις σχετικές με το εξεταζόμενο ζήτημα ρυθμίσεις, οι οποίες περιέχονται στο άρθρο 1 παρ. 6 του εξουσιοδοτικού Ν. 4046/2012, και συγκεκριμένα στις σχετικές ρήτρες της παραγράφου 29 του Κεφαλαίου Ε του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και της παραγράφου 4.1 του Κεφαλαίου 4 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, οι οποίες έχουν αυτήν ακριβώς την έννοια, όπως αυτή συνάγεται από την γενικότητα της διατύπωσης αυτών ["αφαίρεση της μονιμότητας σε όλες τις παραδοσιακές συμβάσεις", "καταργούνται οι όροι περί μονιμότητας..."] και αυτήν ακριβώς την έννοια αποδίδει η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της υπ' αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ. (ΟλΣτΕ 2307/2014). Η αναφορά στις παραπάνω ρυθμίσεις στη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, που λήγουν με τη συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας του μισθωτού ή των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, για την οποία μετατροπή προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου 5 της εν λόγω Π.Υ.Σ., αφορά την πλέον συνήθη περίπτωση κανονισμών εργασίας ή οργανισμών προσωπικού που τις προβλέπουν και, κατά την αληθή έννοια των παραπάνω ρυθμίσεων, δεν περιορίζεται μόνον σε αυτές. Όμως η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 1 του εξουσιοδοτούντος Ν. 4046/2012 σε συνδυασμό με τις ανωτέρω ρυθμίσεις των μνημονίων για τη κατάργηση των ρητρών μονιμότητας δεν εξειδικεύει, αν ως σχετικές ρήτρες μονιμότητας νοούνται εκείνες που προβλέπονται σε τυπικό ή ουσιαστικό νόμο, ή σε συλλογικές ρυθμίσεις ή κανονισμούς επιχειρήσεων ή οργανισμούς προσωπικού ή σε αποφάσεις διοικήσεων επιχειρήσεων και κατά συνέπεια τα ειδικότερα αυτά θέματα καταλήφθηκε να ρυθμισθούν με Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β' του Συντάγματος. Επομένως, α) εφόσον, κατά τα προαναφερθέντα, οι ρυθμίσεις των μνημονίων που διαλαμβάνονται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 συνιστούν διατάξεις τυπικού νόμου και ρυθμίζουν με υψηλό βαθμό νοηματικής πληρότητας συγκεκριμένα ζητήματα εργασιακών σχέσεων και συλλογικής αυτονομίας περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάργησης των ρητρών μονιμότητας, η παρεχομένη με το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής εξουσιοδότηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο έχουσα προφανώς την έννοια, ότι αυτό καλείται να ρυθμίσει τις σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής των παραπάνω ρυθμίσεων, είναι επιτρεπτή, τυγχάνει επαρκώς ορισμένη και εγκύρως παρέχεται σε διοικητικό όργανο, διαφορετικό από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και β) η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της υπ' αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ. που αφορά τη κατάργηση των ρητρών μονιμότητας, δεν έχει τεθεί καθ' υπέρβαση της χορηγηθείσας από τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 4046/2012 νομοθετικής εξουσιοδότησης, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που διέπονται από κανονισμό που θεσπίζει όριο ηλικίας αποχώρησης του μισθωτού ή την προϋπόθεση συνταξιοδότησης ως λόγο λήξης αυτών. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και δεδομένου ότι η ανωτέρω υπ' αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ. στόχευε στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ιδιωτικών επιχειρήσεων (για το λόγο αυτό άλλωστε θεσμοθετήθηκε και η μείωση αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα) και στην αποδέσμευσή τους από κανονιστικούς όρους που καθιερώνουν ρήτρες μονιμότητας, οι οποίες εγκλωβίζουν τις εργασιακές σχέσεις σε συγκεκριμένο νομοθετικό καθεστώς εξαιρετικά δυσμενέστερο από το προβλεπόμενο από τις κείμενες εργατικές διατάξεις, στερώντας από τις επιχειρήσεις τη δυνατότητα λήψης μέτρων εξυγίανσης μέσω της μείωσης του εργασιακού κόστους, κατήργησε με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 αυτής από 14-2-2012 την διάταξη του άρθρου 26 του π.δ/τος 246/2006 "Γενικός Κανονισμός Προσωπικού των ΚΤΕΛ ΑΕ και των ΚΤΕΛ του Ν. 2963/2001", η οποία προέβλεπε περιοριστικά συγκεκριμένους λόγους για τη καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας του προσωπικού αυτών (τακτικού και εκτάκτου) και κατά συνέπεια η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία δεν δεσμευόταν πλέον από όσα ορίζονταν στη διάταξη αυτή, έχοντας τη δυνατότητα να προβεί στην καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, τηρώντας απλώς τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (έγγραφος τύπος και καταβολή αποζημίωσης) (ΟλΑΠ 11/2017). Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόστηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόστηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη τού ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέστηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Δυνάμει της από 6-7-2004 συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ο ενάγων προσελήφθη από την εναγομένη ως οδηγός λεωφορείου με πλήρες ωράριο και έναντι των προβλεπομένων από τις εκάστοτε ΣΣΕ μηνιαίων αμοιβών. Η εναγομένη αποτελεί ιδιότυπη συγκοινωνιακή επιχείρηση, με σκοπό τη μεταφορά, μέσω λεωφορείων ιδιοκτησίας των μετόχων της, του επιβατικού κοινού στο νησί της .... Ο ενάγων από την 6-7-2004 και εντεύθεν παρείχε στην εναγόμενη τις υπηρεσίες του υπό την ως άνω ιδιότητά του, όταν η εναγομένη του κοινοποίησε την 4-1-2013 την με αρ. πρωτοκόλλου 2/2013 προειδοποίηση λύσης της εργασιακής του σχέσης, ενημερώνοντάς τον ότι η σύμβασή του θα λυθεί την 4-4-2013, επικαλούμενη κατάργηση οργανικής θέσης οδηγού λεωφορείου για την αντιμετώπιση της οικονομικής δυσχέρειάς της λόγω μείωσης των εσόδων από την πώληση των εισιτηρίων, ως συνακόλουθη συνέπεια της κάθετης μείωσης των επιβατών. Αντιδρώντας ο ενάγων στην ενέργεια αυτή της εναγομένης άσκησε την υπό κρίση αγωγή και την από 26-3-2013 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία με την 1731/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τμήμα ασφαλιστικών μέτρων) έγινε δεκτή και υποχρεώθηκε η εναγομένη να αποδέχεται από 5-4-2013 τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του, καταβάλλοντας τις νόμιμες αποδοχές του. Η εναγομένη αν και ο ενάγων έθεσε εαυτόν στη διάθεσή της, δεν τον απασχόλησε, αλλά του καταβάλει ανελλιπώς τις μηνιαίες νόμιμες αποδοχές του. Όμως η ως άνω καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, ανεξαρτήτως του με αυτήν επικαλουμένου λόγου καταγγελίας, που έγινε με τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ 3 ν. 3198/1955 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ 6 του ν. 4046/2012, και όχι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 ΠΔ 246/2006, οι οποίες σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη δεν εφαρμόζονται ως καταργηθείσες, είναι ισχυρή και έγκυρη, παράγουσα όλες τις από το νόμο προβλεπόμενες συνέπειες ως προς την ισχύ της από 6-7-2004 συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος.
Συνεπώς ενόψει ότι ο ενάγων, κατά την κυρία βάση της αγωγής του, δεν επικαλέστηκε άλλο λόγο ακυρότητας της ως άνω καταγγελίας, πέραν της μη νομιμότητας αυτής ως αντιτιθέμενης στη διάταξη του άρθρου 26 του ΠΔ 246/2006, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί κατά την κυρία βάση της ως αβάσιμη κατ' ουσία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε αντιθέτως με συνέπεια να μην ερμηνεύσει και εφαρμόσει ορθά τις ως άνω διατάξεις, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον σχετικό πρώτο λόγο της εφέσεως.
Συνεπώς η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση και εκδικαστεί από το Δικαστήριο αυτό, να απορριφθεί η αγωγή" .
Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχθηκε, τελεσιδίκως, ότι η καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, που έγινε με τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ 3 ν. 3 198/1955 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ 6 του ν. 4046/2012, και όχι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 ΠΔ 246/2006, οι οποίες δεν εφαρμόζονται ως καταργηθείσες, είναι έγκυρη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε, με την εφαρμογή τους, τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 και 6 του ν. 4046/2012, 5 παρ. 2 της Π.Υ.Σ. 6/2012, 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920, 1 και 5 του Ν. 3198/1955 και 43 παρ. 2β του Συντάγματος. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, είναι αβάσιμοι. 3. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ν' απορριφθεί. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων ως ηττώμενος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-12-2015 αίτηση για αναίρεση της 462/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς . Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή