Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Απόπειρα, Ποινής αναστολή, Συρροή εγκλημάτων.
Περίληψη:
Συνεκδίκαση τεσσάρων αιτήσεων αναιρέσεως. Καταδικαστική απόφαση για απόπειρα απάτης κατ' εξακολούθηση, απλή συνεργεία σε αυτήν και πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση. Η πλαστογραφία με χρήση ή η ψευδής ιατρική πιστοποίηση συρρέει αληθώς με την απάτη. Η απόπειρα. όμως, της απάτης και η χρήση πλαστού (ή νοθευμένου) εγγράφου, όταν τα με την άπατη παρασταθέντα ως αληθινά ψευδή γεγονότα ταυτίζονται προς αυτά που συνιστούν τη χρήση του πλαστού εγγράφου, δεν είναι αυτοτελή εγκλήματα και η απόπειρα απάτης απορροφάται από τη χρήση του πλαστού, πράγμα που δεν συμβαίνει εάν επί της απόπειρας απάτης συντρέχουν και άλλες, διαφορετικές των προηγουμένων, ψευδείς παραστάσεις. Ορθή απόρριψη ισχυρισμού περί δεδικασμένου ως προς την απόπειρα απάτης και την απλή συνέργεια σ' αυτήν, το οποίο απορρέει από απόφαση. με την οποία οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν για ηθική αυτουργία ή άμεση συνέργεια σε ψευδή ιατρική πιστοποίηση. Απόρριψη λόγων για έλλειψη ειδικής κι εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κι εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Δεν δημιουργείται ασάφεια ως προς τη μορφή συμμετοχής στην απόπειρα απάτης, γιατί, φάσεως, προκύπτει ότι έγινε δεκτό ότι η συμμετοχική δράση των αναιρεσειόντων ήταν και αυτή της απλής κι όχι της άμεσης συνέργειας, Η ένδειξη στην προμετωπίδα της αποφάσεως περί των πράξεων που αποδίδονται στους κατηγορουμένους στερείται έννομης επιρροής, μη αποτελούσα τμήμα ούτε του σκεπτικού, ούτε του διατακτικού της αποφάσεως. Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών, οι οποίοι είχαν προβληθεί εντελώς αόριστα. Αναίρεση κατά παραδοχή λόγου της αιτήσεως του ενός αναιρεσείοντος και αυτεπαγγέλτως ως προς τους λοιπούς, ως προς τη διάταξη για τη μετατροπή της ποινής, γιατί δεν ερευνήθηκε η συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως των ποινών, οι οποίες δεν υπερέβαιναν τα δύο έτη, και παραπομπή.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1244/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
των αναιρεσείοντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2 συζ. Φ, κατοίκων ..., 3) Χ3 συζ. Ζ, κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρίστο Αλεξανδράκη και 4) Χ4 κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Αλεξανδρή, περί αναιρέσεως της 405/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνλων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 19 Φεβρουαρίου 2010, 19 Φεβρουαρίου 2010, 12 Φεβρουαρίου 2010 και 1η Μαρτίου 2010 αιτήσεις τους αναιρέσεως των κατηγορουμένων αντίστοιχα και στο από 23 Απριλίου 2010 δικόγραφο προσθέτων λόγων, τα οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 360/10.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις των Χ1, Χ2 και Χ4 και να απορριφθεί η αίτηση της Χ3.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αιτήσεις, ήτοι 1) η υπ` αριθ. 57/19.2.2010 του Χ1, 2) η υπ` αριθ. 55/19.2.2010 της Χ2 συζ. Φ, 3) η υπ` αριθ. 56/19.2.2010 της Χ3 συζ. Ζ, και 4) η από 1.3.2010 και με αριθ. πρωτ. ... του Χ4 μετά των από 20/23.4.2010 προσθέτων αυτής λόγων, για αναίρεση της υπ` αριθ. 405/2010 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, όχι και εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία, βλάβη της περιουσίας είναι η μείωση αυτής, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας την οποία είχε προ της διαθέσεως που προκλήθηκε με την απατηλή συμπεριφορά και εκείνης που απέμεινε μετά από αυτήν. Βλάβη της περιουσίας υπάρχει έστω και αν ο παθών έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος. Από δε τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή, αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 221 παρ. 1 εδ. α ΠΚ, "γιατροί, οδοντίατροι ....που εν γνώσει εκδίδουν ψευδείς πιστοποιήσεις, οι οποίες προορίζονται να παρέχουν πίστη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε μια ασφαλιστική επιχείρηση ή που μπορούν να ζημιώσουν έννομα και ουσιώδη συμφέροντα άλλου προσώπου τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης απαιτείται η χορήγηση από γιατρό, οδοντίατρο κ.λπ., με την επαγγελματική του αυτή ιδιότητα, εγγράφου πιστοποίησης σε ιδιώτη σχετικά με την κατάσταση της υγείας του ή για κάθε περιστατικό για το οποίο μέσα στον κύκλο των έργων του γιατρού κ.λπ. ο τελευταίος είναι αρμόδιος, που προορίζεται να παράσχει πίστη σε δημόσια κ.λπ. και η οποία είναι ψευδής, ο γιατρός κ.λπ. δε που την χορήγησε να τελούσε σε γνώση του ψευδούς περιεχομένου της. Η δε χρήση αυτής της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης από μεν τρίτο πρόσωπο προβλέπεται και τιμωρείται από την παράγραφο 2 εδ. α του άρθρου 221 ΠΚ, ενώ από τον ίδιο τον εκδόσαντα αυτήν συνιστά μη τιμωρητή υστέρα πράξη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 47 παρ. 1 ΠΚ, όποιος εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β` του προηγούμενου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία παρέχεται στον αυτουργό (χωρίς να είναι άμεση), εφόσον εκείνος που την παρέχει γνωρίζει ότι ο αυτουργός διαπράττει ορισμένο έγκλημα. Για την πράξη της απλής συνέργειας υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωσή της. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 42§1 ΠΚ, κατά την οποία, όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83), προκύπτει ότι, για να υπάρξει απόπειρα του εγκλήματος της απάτης αρκεί ότι το έγκλημα αυτό δεν συντελέσθηκε μεν, πλην άρχισε η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασής του. Τέλος, οι πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση ή της ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως συρρέουν αληθώς με την απάτη και ουδεμία απορροφά την άλλη, διότι κάθε μία είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από διαφορετικά περιστατικά, αφού ειδικότερα η επίτευξη της παραπλάνησης και της βλάβης στην περιουσία του παραπλανωμένου ή του τρίτου, που αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως τη απάτης, δεν αποτελούν αντίστοιχα και στοιχεία τη υποστάσεως ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο διαπράξεως της πλαστογραφίας ή της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης. Η απόπειρα, όμως, της απάτης και η χρήση πλαστού (ή νοθευμένου) εγγράφου, όταν τα με την απάτη παρασταθέντα σαν αληθινά ψευδή γεγονότα ταυτίζονται προς αυτά που συνιστούν τη χρήση του πλαστού εγγράφου, δεν είναι αυτοτελή εγκλήματα και η απόπειρα απάτης απορροφάται από τη χρήση του πλαστού, πράγμα που δεν συμβαίνει εάν επί της απόπειρας απάτης συντρέχουν και άλλες, διαφορετικές των προηγουμένων, ψευδείς παραστάσεις.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 57§§1 και 3 του ΚΠΔ, αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ` αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν, παρά την παραπάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι παραβίαση του δεδικασμένου, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ' του ΚΠΔ, υφίσταται όταν ο αμετακλήτως καταδικασθείς ή αθωωθείς καταδικάζεται για την ίδια ακριβώς πράξη και όχι για άλλη συρρέουσα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, εγγράφων της δικογραφίας, με την υπ` αριθ. 8556/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που έχει καταστεί αμετάκλητη, οι και τότε κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι: Ο Χ4 για ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις κατ` εξακολούθηση, η Χ3 για ηθική αυτουργία κατ` εξακολούθηση σε ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις και για χρήση ψευδών βεβαιώσεων και οι Χ2 και Χ1 για άμεση συνέργεια σε ψευδή ιατρική πιστοποίηση. Οι τελευταίοι, δια των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, πρότειναν εγγράφως, ανέπτυξαν δε και προφορικώς, τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι η πράξη της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης, για την οποία καταδικάσθηκε ο Χ4, της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή, για την οποία καταδικάσθηκε η Χ3, και της άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή, για την οποία καταδικάσθηκαν οι λοιποί, συρρέει φαινομενικώς κατ` ιδέαν με την απόπειρα απάτης, για την οποία καταδικάσθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση η Χ3 και με την απλή συνέργεια σε απόπειρα απάτης, για την οποία καταδικάσθηκαν οι λοιποί, αφού πρόκειται για πράξεις που στοιχειοθετούνται από τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά και, επομένως, η ποινική δίωξη για την απόπειρα απάτης και την απλή συνέργεια σ` αυτήν έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω του δεδικασμένου που απορρέει από την παραπάνω απόφαση. Πλην, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, τα ως άνω εγκλήματα συρρέουν αληθώς και όχι φαινομενικώς κατ` ιδέαν και κανένα δεν απορροφά το άλλο, διότι καθεμιά πράξη είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από διαφορετικά περιστατικά, αφού ειδικότερα η επίτευξη της παραπλάνησης και της βλάβης στην περιουσία του παραπλανωμένου ή του τρίτου, που αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως τη απάτης, δεν αποτελούν αντίστοιχα και στοιχεία τη υποστάσεως ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο διαπράξεως της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης. Κατά συνέπειαν, ορθά, με την αυτή αιτιολογία, το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, και οι, από το άρθρο 510§1 στοιχ. ΣΤ ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως (τρίτος του Χ1, τρίτος της Χ2, δεύτερος της Χ3 και δεύτερος του Χ4), με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση του δεδικασμέ-νου που απορρέει από την ως άνω υπ` αριθ. 8556/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Αβάσιμος είναι ο αυτός λόγος της αναιρέσεως του Χ4 και κατά το σημείο με το οποίο πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την απόρριψη του ειρημένου ισχυρισμού του για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου (όσον αφορά το ζήτημα της συρροής των ανωτέρω πράξεων) και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 405/2010 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες τους μεν Χ1, Χ2 και Χ4 απλής συνέργειας κατ` εξακολούθηση σε απόπειρα απάτης, την δε Χ3απόπειρας απάτης κατ` εξακολούθηση και πλαστογραφίας με χρήση κατ` εξακολούθηση, από αυτούς δε τον Χ4 με τις ελαφρυντικές περιστάσεις ότι ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια και ότι έδειξε καλή συμπεριφορά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, και τους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως 7 μηνών καθένα από τους Χ1 και Χ2, 3 μηνών τον Χ4 και συνολική ποινή φυλακίσεως 10 μηνών την Χ3, μετατραπείσα σε χρηματική προς 10 ευρώ ημερησίως για τον καθένα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "...αποδείχθηκαν τα εξής: Η 3η κατηγορουμένη Χ3 γνώρισε τον 4° κατηγορούμενο Χ4 οδοντογιατρό μέσω της αδελφής της 2ης κατηγορουμένης Χ2 το γένος ... που ήταν δασκάλα του. Επικαλούμενη δε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και εκμεταλλευόμενη την γνωριμία τους τον έπεισε να εκδώσει ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις που προορίζονταν να παράσχουν πίστη σε δημόσια αρχή. Στη συνέχεια, αφού έπεισε τους Χ1, Χ2, Λ και Ξ να της δώσουν τα βιβλιάριά τους μαζί με το δικό της τα προσκόμισε στον κατηγορούμενο Χ4 ο οποίος ανέγραψε τις αναφερόμενες στο διατακτικό εντολές για οδοντιατρικές εργασίες, στις οποίες έπρεπε καθένας των ανωτέρω να υποβληθεί. Εκμεταλλευόμενη δε την ιδιότητά της ως τμηματάρχη της Νομαρχίας Αθηνών, πέτυχε να εγκριθούν οι αναφερόμενες στις εντολές οδοντιατρικές εργασίες από τις ελέγκτριες του ΟΠΑΔ και στη συνέχεια ο Χ4 εξέδωσε τις σχετικές διπλότυπες αποδείξεις, ποσού 880 ευρώ καθεμιά και συνολικά 4.400 ευρώ, από τις οποίες προέκυπτε ότι είχαν εκτελεστεί οι αναφερόμενες στις εντολές οδοντιατρικές εργασίες και αυτός είχε εξοφληθεί από τους άνω πελάτες του. Μετά ταύτα, η κατηγορούμενη Χ3 υπέβαλε τις εγκριθείσες εντολές μαζί με τις αποδείξεις στην Νομαρχία Αν. Αττικής προκειμένου να εισπράξει τα χρήματα που αφορούσαν αυτές, όμως κατά τον έλεγχο που έγινε από την μάρτυρα ... προκλήθηκαν ερωτηματικά καθόσον οι φερόμενες ως εκτελεσθείσες εργασίες και δη οι εξαγωγές δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν στο χρονικό διάστημα των δύο μηνών ως αναφέρονταν και έλειπαν και κάποιες υπογραφές. Έτσι αυτές οι εργασίες δεν εγκρίθηκαν τελικά και διατάχθηκε περαιτέρω έρευνα και διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η τρίτη κατηγορουμένη υποβάλλοντας στα ελεγκτικά όργανα τις άνω εντολές εγκεκριμένες μαζί με τις αποδείξεις που είχε εκδώσει ο κατηγορούμενος Χ4 αν και γνώριζε ότι οι εργασίες δεν είχαν πραγματοποιηθεί και αυτές ήταν ψευδείς θέλησε να βλάψει την περιουσία του Δημοσίου με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος, πλην όμως η πράξη της δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική της θέληση αλλά γιατί κατά τον γενόμενο έλεγχο από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους διαπιστώθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά σχετικά με τις δήθεν πραγματοποιηθείσες οδοντιατρικές εργασίες και διατάχθηκε έρευνα και αυτές δεν πληρώθηκαν. Εξάλλου, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι οι λοιποί κατηγορούμενοι Χ4, Χ2 και Χ1 και Λ, οι οποίοι ήταν γνωστοί ή συγγενείς της γνώριζαν ότι αυτή επρόκειτο να τελέσει την πράξη της απάτης, η οποία από λόγους ανεξάρτητα της θέλησής τους δεν τελέσθηκε, πλην όμως ο μεν Χ4 έγραψε και υπέγραψε τις σχετικές εντολές στα βιβλιάρια των ανωτέρω και εξέδωσε διπλότυπες αποδείξεις περί εκτελέσεως αυτών και λήψεως δήθεν από τον ίδιο αμοιβής από τους παραπάνω αν και γνώριζε ότι ουδέποτε έγιναν αυτές οι οδοντιατρικές εργασίες και ουδεμία αμοιβή είχε λάβει, παρέχοντας με αυτό τον τρόπο βοήθεια σ' αυτήν, προκειμένου αυτή να υποβάλει τα άνω έγγραφα στον ΟΠΑΔ ως αληθινά και να αποκομίσει έτσι περιουσιακό όφελος 4.400 ευρώ σε βάρος της περιουσίας του, οι λοιποί δε αν και γνώριζαν τι επρόκειτο να πράξει με τα βιβλιάριά τους, δηλ. την πρόθεσή της να εξαπατήσει το Δημόσιο προκειμένου να αποκτήσει παράνομο περιουσιακό όφελος με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών σε βάρος της περιουσίας του Δημοσίου, εν γνώσει τους της χορήγησαν αρχικά τα βιβλιάρια υγείας τους και στη συνέχεια τα σχετικά αποκόμματα που αφορούσαν οι εν λόγω οδοντιατρικές εντολές, που είχαν ήδη εγκριθεί, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει για να αποκτήσει παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος του Δημοσίου, παρέχοντάς της με τον τρόπο αυτό βοήθεια στη διάπραξη του αδικήματος της απάτης, το οποίο όμως από λόγους ανεξάρτητους της θέλησής τους δεν πραγματώθηκε. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η Ξ νύφη της Χ3 της παρέδωσε το βιβλιάριο υγείας της, προκειμένου να αντικατασταθούν τα φύλλα συνταγών διότι τέλειωναν και η εν λόγω κατηγορουμένη εκμεταλλευόμενη το γεγονός της περιέλευσης του βιβλιαρίου στα χέρια της, εν αγνοία της δικαιούχου, το έδωσε στον Χ4 ο οποίος έγραψε και υπέγραψε τα 93,94 και 95/2002 αποκόμματα εντολής του βιβλιαρίου της με αρ. ... και στη συνέχεια αυτή έθεσε στην πίσω πλευρά κάθε εντολής στην θέση της υπογραφής του περιθαλπομένου κατ' α-πομίμηση και χωρίς την συναίνεση της Ξ την υπογραφή της και μαζί με τη διπλότυπη απόδειξη τα υπέβαλε στην Νομαρχία Αθηνών έτσι ώστε να φαίνεται ότι προέρχονται από τη νόμιμη δικαιούχο αυτών με σκοπό να εισπράξει το ποσό των 880 ευρώ της απόδειξης. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η γ κατηγορουμένη τέλεσε το αδίκημα της απόπειρας απάτης κατ' εξακολούθηση, χρησιμοποιώντας τα βιβλιάρια υγείας και τα σχετικά αποκόμματα των ανωτέρω και το δικό της καθώς και τις αποδείξεις με σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος και ισόποση ζημία του Δημοσίου (ΟΠΑΔ). Όμως με το κατηγορητήριο παραπέμπεται για το αδίκημα της απόπειρας απάτης σχετικά με την χρησιμοποίηση του δικού της βιβλιαρίου και αυτού της Ξ και επειδή οι λοιπές πράξεις που δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη έχουν παραγραφεί, αυτή πρέπει να κηρυχθεί ένοχη απόπειρας απάτης κατ' εξακολούθηση σχετικά μόνο με την ίδια και την Ξ. Ομοίως πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για το αδίκημα της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση με χρήση. Όσον αφορά τον κατηγορούμενο Χ4, ο οποίος παρείχε άμεση συνδρομή στην γ κατηγορουμένη, αφού βεβαίωσε ψευδώς στα βιβλιάρια υγείας των ανωτέρω που του προσκόμισε η γ κατηγορουμένη ότι τε-λέστηκαν οι αναφερόμενες στο διατακτικό οδοντιατρικές εργασίες από τον ίδιο και ότι έλαβε δήθεν αμοιβή γι' αυτές έτσι ώστε με βάση τα αποκόμματα βιβλιαρίων και τις αποδείξεις να προσπαθήσει η γ κατηγορουμένη να περιποιήσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας του Δημοσίου, γεγονός που δεν συνέβη επειδή οι αρμόδιοι υπάλληλοι το αντιλήφθηκαν πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της άμεσης συνέργειας σε απόπειρα απάτης, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας, μη συντρεχούσης περιπτώσεως να μετατραπεί το αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε απάτη στο αδίκημα του άρθρου 221 παρ ΠΚ και απορριπτόμενου επομένως του σχετικού ισχυρισμού. Περαιτέρω, ...". Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι οι αναιρεσείοντες τέλεσαν τις πράξεις, για τις οποίες καταδικάσθηκαν. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της απόπειρας απάτης κατ` εξακολούθηση, της πλαστογραφίας με χρήση κατ` εξακολούθηση και της απλής συνέργειας κατ` εξακολούθηση σε απόπειρα απάτης, για τα οποία πρόκειται, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26§1 α, 27§1, 42, 47§1, 94, 98, 216§1 και 386§1 α ΠΚ που εφαρμόσθηκαν, οι οποίες δεν παραβιάσθηκαν ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα: 1) Ως προς την απόπειρα απάτης κατ` εξακολούθηση: Παρατίθεται στην απόφαση α) ο σκοπός της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ3 να περιποιήσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, β) η εν γνώσει αυτής παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ότι, δηλαδή, ενώ ήταν ασφαλισμένη του Δημοσίου, παρέστησε ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους της Νομαρχίας Αθηνών ότι είχαν ενεργηθεί από τον συγκατηγορούμενό της Χ4 στο πρόσωπό της, αλλά και στο πρόσωπο της Ξ οδοντιατρικές εργασίες αξίας ανά 880 €, προσκομίζοντας αποκόμματα εντολής υγειονομικής περιθάλψεως του βιβλιαρίου της και του βιβλιαρίου της τελευταίας και διπλότυπες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών του άνω συγκατηγορουμένου της, γ) βλάβη ξένης, ήτοι του Δημοσίου, περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις ως άνω παραπλανητικές ενέργειες της αναιρεσείουσας και δ) ότι η πράξη της δεν ολοκληρώθηκε, γιατί οι αρμόδιοι υπάλληλοι διαπίστωσαν το ψευδές των ισχυρισμών της και δεν προέβησαν στην καταβολή του παραπάνω ποσού, ήτοι στην επιζήμια για το Δημόσιο συμπεριφορά. 2) Ως προς την πλαστογραφία με χρήση κατ` εξακολούθηση: Εκτίθεται ότι η ίδια αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη κατάρτισε πλαστά έγγραφα (έθεσε στα αποκόμματα εντολής υγειονομικής περίθαλψης του βιβλιαρίου της Ξ, κατ` απομίμηση, την υπογραφή της τελευταίας) με σκοπό την παραπλάνηση άλλων (των αρμοδίων υπαλλήλων της Νομαρχίας Αθηνών), με τη χρήση τους, για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομη συνέπεια (ότι, δηλαδή, το ως άνω πρόσωπο είχε υποβληθεί στις αναφερόμενες στα αποκόμματα οδοντιατρικές εργασίες και δικαιούτο να λάβει το ποσό που είχε καταβάλλει) και ότι, στη συνέχεια, έκανε χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων, υποβάλλοντάς τα, μαζί με άλλα δικαιολογητικά, στους ως άνω υπαλλήλους προκειμένου να εκ-δοθεί το σχετικό ένταλμα πληρωμής. Και 3) ως προς την απλή συνέργεια κατ` εξακολούθηση σε απόπειρα απάτης κατ` εξακολούθηση: Εκτίθεται: α) Σε τι συνίστατο η συνδρομή, την οποία παρέσχον οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι Χ1και Χ2 στη συγκατηγορουμένη τους Χ3 (παράδοση αποκομμάτων εντολής υγειονομικής περιθάλψεως των βιβλιαρίων τους, στα οποία εμφανιζόταν ότι ο συγκατηγορούμενός τους Χ4 είχε εκτελέσει οδοντιατρικές εργασίες, καθώς και διπλότυπες αποδείξεις), προκειμένου αυ-τή να τελέσει το έγκλημα της απάτης, προσκομίζοντάς τα στους αρμοδίους υπαλλήλους της Νομαρχίας Αθηνών και παριστάνοντας ψευδώς ότι είχαν εκτελεσθεί οι εργασίες, ώστε να εισπράξει το ποσό των 880 € για κάθε βιβλιάριο, το οποίο τελικά, δεν της καταβλήθηκε, γιατί διαπιστώθηκε το ψευδές των ισχυρισμών της. Και β) σε τι συνίστατο η συνδρομή, την οποία παρέσχε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος Χ4 στην αυτή συγκατηγορουμένη του, υπο-γράφοντας αποκόμματα υγειονομικής περιθάλψεως βιβλιαρίων ασφαλισμένων (των λοιπών συγκατηγορουμένων του, καθώς και των Λ και Ξ) και εκδίδοντας διπλότυπες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, προκειμένου αυτή να τελέσει το έγκλημα της απάτης, όπως περιγράφεται ανωτέρω, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε. Επομένως, οι από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως (δεύτερος, κατά τα πρώτο και τρίτο σκέλη του, και τέταρτος Χ1 και Χ2, πρώτος, κατά τα πρώτο και τρίτο σκέλη του, και τρίτος Χ3, πρώτος, τρίτος του κυρίου δικογράφου και πρώτος πρόσθετος Χ4), με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι αναιρεσείοντες Χ1, Χ2 και Χ4 αιτιώνται την προσβαλλομένη ότι, ενώ πρωτοδίκως είχαν καταδικασθεί για απλή συνέργεια σε απόπειρα απάτης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, καθ` υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510§1 στοιχ. Η ΚΠοινΔ), χειροτέρευσε τη θέση τους, αφού τους καταδίκασε για άμεση συνέργεια στην ως άνω πράξη, ο δε Χ4 και για έλλειψη, ως προς το σημείο αυτό, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νομίμου βάσεως λόγω αντιθέτων παραδοχών ως προς το είδος της συμμετοχής του μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως (πρώτος λόγος αναιρέσεως Χ1 και Χ2, πρώτος λόγος κυρίου δικογράφου και πρώτος πρόσθετος Χ4). Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, γιατί δεν δημιουργείται ασάφεια ως προς τη μορφή της συμμετοχής των άνω αναιρεσειόντων στο αδίκημα της απόπειρας απάτης κατ` εξακολούθηση στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, καθόσον από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Τριμελές Εφετείο σαφώς δέχθηκε ότι η συμμετοχική δράση αυτών ήταν εκείνη της απλής συνέργειας (όπως, άλλωστε, ρητώς αναφέρει στο διατακτικό, όσον αφορά τον Χ4), η δε παρατεθείσα στο σκεπτικό και στο διατακτικό λέξη "άμεση" οφείλεται σε παραδρομή, όπως συνάγεται από το ότι, με την πρωτόδικη υπ` αριθ. 41350/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάσθηκαν αυτοί, κατά μετατροπή, ως προς τους Χ1 και Χ2, της κατηγορίας, για απλή συνέργεια στην απόπειρα απάτης, η δε συνδρομή, την οποία παρέσχον στη συγκατηγορουμένη τους Χ3 έγινε πριν από την τέλεση (και όχι κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση) της πράξης της απάτης που εκείνη αποπειράθηκε να διαπράξει, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 47§1 του ΠΚ, μνεία της οποίας (και όχι αυτής για την άμεση συνέργεια του άρθρου 46§1 στοιχ. β του ίδιου Κώδικα) γίνεται τόσο στην πρωτόδικη, όσο και στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα χειροτερεύσεως της θέσεως των ως άνω αναιρεσειόντων, αφού δεν καταδικάσθηκαν για συμμετοχική δράση βαρύτερη από εκείνη, για την οποία καταδικάσθηκαν πρωτοδίκως. Η αιτίαση των αναιρεσειόντων Χ1 και Χ2 ότι στην προμετωπίδα (επιφυλλίδα) της αποφάσεως αναγράφονται αορίστως οι αξιόποινες πράξεις και, έτσι, δημιουργείται ασάφεια που δεν καλύπτεται από το σκεπτικό και το διατακτικό είναι αβάσιμη, γιατί στην προμετωπίδα, άνευ ανάγκης, αναγράφονται οι πράξεις για τις οποίες εισάγονται σε δίκη οι κατηγορούμενοι, η ένδειξη δε αυτή στερείται έννομης επιρροής, μη αποτελούσα τμήμα ούτε του σκεπτικού ούτε του διατακτικού της αποφάσεως. Η αιτίαση των αναιρεσειόντων Χ1, Χ2 και Χ3 ότι το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις διατάξεις των άρθρων 42, 47§1 και 386 ΠΚ, τους καταδίκασε, καίτοι δεν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεως της άμεσης συνέργειας (ως προς τους πρώτο και δεύτερη) και της ηθικής αυτουργίας (ως προς την τρίτη) σε ψευδή ιατρική πιστοποίηση, για την οποία είχαν καταδικασθεί, και της συνέργειας σε απόπειρα απάτης, για την οποία καταδικάσθηκαν, είναι αβάσιμη, για τον αυτό λόγο για τον οποίο κρίθηκε απορριπτέος και ο ισχυρισμός για το δεδικασμένο, αφού ουσιαστικά επαναφέρεται το ζήτημα της υπάρξεως ή μη αληθούς συρροής μεταξύ των εγκλημάτων της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης και της απόπειρας απάτης. Τέλος, η αιτίαση του αναιρεσείοντος Χ4 (τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου) ότι το Δικαστήριο απέρριψε, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί μετατροπής της κατηγορίας για την πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε, σε εκείνην της διατάξεως του άρθρου 221§2 ΠΚ είναι αβάσιμη, γιατί ο ως άνω ισχυρισμός προβλήθηκε εντελώς αόριστα και, επομένως, το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Παρά ταύτα, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με συνδυαστική αιτιολογία, αφού στο σκεπτικό της ταυτάριθμης παρεμπίπτουσας αποφάσεώς του έκρινε, και ορθά, ότι η χρήση της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης από τρίτο πρόσωπο προβλέπεται και τιμωρείται από την παρ. 2 α του άρθρου 221 ΠΚ, ενώ από τον ίδιο τον εκδόσαντα αυτήν συνιστά μη τιμωρητή υστέρα πράξη, στο δε κύριο σκεπτικό δέχθηκε ότι δεν συντρέχει περίπτωση να μετατραπεί το αδίκημα της άμεσης (ορθά: απλής) συνέργειας σε απάτη στο αδίκημα του άρθρου 221§2 ΠΚ.
Η κατά τα προαναφερθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 §2 ΠΚ αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ιδίου Κώδικα υπό την προϋπόθεση της προβολής του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α' και β', ήτοι το ότι ο υπαίτιος α) έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, και β) στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την ο-ποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι αναιρεσείοντες Χ1, Χ2 και Χ3 ζήτησαν, προφορικά, δια των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, να αναγνωρισθούν στο πρόσωπό τους οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84§2 περ. α' , οι δε δεύτερη και τρίτη και του άρθρου 84§2 περ. β' ΠΚ. Οι ισχυρισμοί αυτοί για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων προβλήθηκαν εντελώς αόριστα, αφού οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται κα-θόλου στοιχεία προς θεμελίωσή τους. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο δεν υπεχρεούτο, και μάλιστα αιτιολογημένα, να απαντήσει. Ως εκ περισσού δε τους απέρριψε με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε ότι "οι κατηγορούμενοι έζησαν έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό βίο μέχρι την τέλεση των πράξεων για τις οποίες κρίθηκαν ένοχοι, καθώς και ότι οι β και γ κατηγορούμενες ωθήθηκαν στην τέλεση των πράξεων αυτών από μη ταπεινά αίτια, μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή βρίσκονταν σε σχέση εξάρτησης". Επομένως, οι, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως (δεύτερος, κατά το δεύτερο σκέλος, των Χ1 και Χ2 και πρώτος, κατά το δεύτερο σκέλος της Χ3), με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών τους, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ο αυτός λόγος της αναιρέσεως του Χ1, κα-τά το σημείο με το οποίο πλήττεται η απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη του ισχυρισμού του περί αναγνωρίσεως και του ελαφρυντικού του άρθρου 84§2 περ. β' ΠΚ, είναι απαράδεκτος, γιατί, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων αυτός δεν ζήτησε την αναγνώριση και του ελαφρυντικού αυτού.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 511 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 §5 του ν.3160/2003, "αν κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης και εμφανιστεί εκείνος που την άσκησε (άρθρο 515), ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στα στοιχεία Α`, Γ', Δ`, Ε`, ΣΤ` και Η` της παραγράφου 1 του άρθρου 510. Δεν επιτρέπεται όμως να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ο Άρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και, αν κριθεί και ένας βάσιμος λόγος, και την παραγραφή που επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμε-νης απόφασης. Επίσης, αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 99 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 3 του Ν. 2479/1997, "αν κάποιος, που δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ανωτέρα των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή, που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφαση του διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ει-δικά μνημονευόμενα στην απόφαση στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο, στην περίπτωση που επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ποινή, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, υποχρεούται να ελέγξει, ακόμη και χωρίς αίτημα, τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής και να δικαιολογήσει ειδικώς την τυχόν αρνητική του κρίση. Διαφορετικά, αν δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας, στην περίπτωση αυτή, δεν αιτιολογήσει ειδικά τη μη αναστολή εκτελέσεως της ποινής ή απορρίψει, χωρίς αιτιολογία, σχετικό αίτημα του καταδικαζομένου, υποπίπτει στις ελεγχόμενες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας πλημμέλειες της ελλείψεως της απαιτούμενης αιτιολογίας και της αρνητικής υπερβάσεως της εξουσίας του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, ενώ καταδίκασε τους αναιρεσείοντες, όπως αναφέρθηκε, σε στερητικές της ελευθερίας ποινές που δεν υπερβαίνουν τα 2 έτη και συγκεκριμένα σε φυλάκιση επτά (7) μηνών τον Χ1, επτά (7) μηνών την Χ2, δέκα (10) μηνών την Χ3 και τριών (3) μηνών τον Χ4, παρέλειψε να ερευνήσει τις προϋποθέσεις αναστολής εκτελέσεως των ποινών αυτών και τις μετέτρεψε σε χρηματικές, με την αιτιολογία ότι: "Από την έρευνα του χαρακτήρα των κατηγορουμένων που κηρύχθηκαν ένοχοι και τις άλλες περιστάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι η χρηματική ποινή αρκεί να τους αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Συντρέχει επομένως νόμιμη περίπτωση να μετατραπεί η παραπάνω ποινή σε χρηματική. Αν ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού και οι οικονομικοί όροι των κατηγορουμένων, που κηρύχθηκαν ένοχοι πρέπει κάθε ημέρα φυλάκισης να υπολογιστεί προς δέκα (10) ευρώ". Έτσι, όμως, το Δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε στις ελεγχόμενες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' ΚΠοινΔ πλημμέλειες, της ελλείψεως δηλαδή ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της υπερβάσεως εξουσίας, και ο τέταρτος λόγος της αιτήσεως του Χ4, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμος. Ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες (Χ1, Χ2, Χ3), οι ως άνω πλημμέλειες ερευνώνται αυτεπαγγέλτως, κατ` εφαρμογήν της ειρημένης διατάξεως του άρθρου 511 ΚΠοινΔ, εφόσον οι αιτήσεις τους ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχουν παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ', Ε', ΣΤ' και Η' ΚΠοινΔ.
Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς τη διάταξη για τη μετατροπή των επιβληθεισών στους αναιρεσείοντες ποινών φυλακίσεως σε χρηματικές και να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το σημείο αυτό, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), παρελκούσης της ερεύνης του δευτέρου προσθέτου λόγου της αιτήσεως του Χ4, με τον οποίο αυτός υποστηρίζει ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα γιατί δεν δόθηκε ο λόγος σ` αυτόν ή στους συνηγόρους του για το ζήτημα της μετατροπής της ποινής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις υπ` αριθ. 57/19.2.2010, υπ` αριθ. 55/19.2.2010, υπ` αριθ. 56/12.2.2010 και από 1.3.2010 και με αριθ. πρωτ. 1554/2010 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1, Χ2 συζ. Φ, Χ3 συζ. Χ και Χ4, αντιστοίχως, μετά των από 20/23.4.2010 προσθέτων λόγων του τελευταίου, για αναίρεση της υπ` αριθ. 405/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ' αριθ. 405/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και συγκεκριμένα ως προς τη διάταξή της που αφορά τη μετατροπή των επιβληθεισών στους αναιρεσείοντες ποινών φυλακίσεως επτά (7), επτά (7), δέκα (10) και τριών (3) μηνών, αντιστοίχως, σε χρηματικές.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, τις ανωτέρω αιτήσεις, για αναίρεση της ως άνω αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Ιουνίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ