Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1559 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Αναίρεση μερική, Κλητήριο θέσπισμα, Ακυρότητα σχετική, Χρηματική ικανοποίηση.




Περίληψη:
α) Ανθρωποκτονία από αμέλεια τελεσθείσα από επιβλέποντα πολιτικό μηχανικό κατά παράβαση των μέτρων ασφαλείας όσον αφορά κλιμακοστάσια οικοδομών που προβλέπονται από το άρθρο 26 του π.δ. 778/1984. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού. β) Η μη μνεία στο κλητήριο θέσπισμα του άρθρου του ποινικού νόμου συνιστά σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται αν δεν προταθεί. Απορριπτέος ο σχετικός λόγος αναίρεσης. γ) Επιδίκαση πλέον του αιτηθέντος ποσού για χρηματική ικανοποίηση στον πολιτικώς ενάγοντα. Γίνεται δεκτός ο από το άρθρο 510 § 2 ΚΠΔ λόγος αναίρεσης και διατάσσεται η απάλειψη της σχετικής διάταξης της προσβαλλόμενης απόφασης.




Αριθμός 1559/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Θωμά, και 2) Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Γλύκα, περί αναιρέσεως της 646-689/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καλλίγερο.

Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10.12.2008 και 9.12.2008 αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 60/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 302 παρ.1 του Ποινικού Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι, όποιος από αμέλεια επιφέρει το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ιδίου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, συνάγεται ότι προς θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία: Να μη καταβλήθηκε από τον δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή σε μία παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου, γ) από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε, είτε συνεπεία συμβάσεως, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Σ' αυτήν την περίπτωση πρέπει στην αιτιολογία, για την πληρότητα, ν' αναφέρεται και η συνδρομή αυτής της υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου. Εξάλλου, στο άρθρο 3 του ν. 1396/1983 "μέτρα ασφαλείας σε οικοδομές και σε ιδιωτικά έργα" προβλέπονται οι υποχρεώσεις του εργολάβου, μεταξύ των οποίων είναι και η λήψη και η τήρηση των μέτρων ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο, ενώ στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου προβλέπονται οι υποχρεώσεις του επιβλέποντος μηχανικού, μεταξύ των οποίων είναι και η επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης μέτρων ασφαλείας, που αναφέρεται στο άρθρο 6 του νόμου αυτού και να δίνει τις σχετικές οδηγίες. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες προβλέπουν ειδικώς και τις υποχρεώσεις του επιβλέποντος μηχανικού οικοδομικού έργου, αναφορικά με τα μέτρα ασφαλείας, συνάγεται ότι οι υποχρεώσεις αυτές συνίστανται στην επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης μέτρων ασφαλείας και εξειδικεύονται όσον αφορά τα κλιμακοστάσια οικοδομών από το άρθρο 26 του π.δ. 778/1984, το οποίο ορίζει "πάσαι αι μόνιμοι κλίμακες δέον όπως εξασφαλίζωνται έναντι πτώσεως των εργαζομένων εκατέρωθεν (συμπεριλαμβανομένου και του φανού του κλιμακοστασίου, εφ' όσον υπάρχει διάστασις αυτού μεγαλυτέρα των είκοσι πέντε εκατοστών (0.25) του μέτρου), δι' ανθεκτικού ξυλίνου ή μεταλλικού κιγκλιδώματος προσωρινού, φέροντος χειρολισθήρα εις ύψος ενός (1) μέτρου από της γραμμής αναβάσεως και ράβδον μεσοδιαστήματος εις ύψος ημίσεος (0,50) μέτρου, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα κατά το είδος τους μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναγνώστηκαν, τις απολογίες των κατηγορουμένων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 15.00' ώρα της 6.11.2001, στο ... και επί της οδού ... αριθ. ..., σε νεοανεγειρόμενη οικοδομή ιδιοκτησίας του ΑΑ, συνέβη εργατικό ατύχημα, κατά το οποίο τραυματίσθηκε θανάσιμα ο εργάτης ΑΑ, Αλβανός υπήκοος, ο οποίος εργαζόταν σ' αυτήν και συγκεκριμένα στο ξεκαλούπωμα ξυλείας και μεταφοράς αυτής από τον ημιώροφο στον δεύτερο όροφο. Για την μεταφορά της ξυλείας ο ΑΑ ήταν αναγκασμένος να ανέβει από το ισόγειο με περιστροφική τσιμεντένια σκάλα, αυτός δε εργαζόταν στο συνεργείο του δευτέρου κατηγορουμένου Χ2, στον οποίο ο ιδιοκτήτης της οικοδομής είχε αναθέσει το έργο της ανεγέρσεως αυτής, υπό την επίβλεψη της πρώτης κατηγορουμένης πολιτικού μηχανικού Χ1, η οποία είχε συντάξει και τα σχέδια της οικοδομής. Την ημέρα που συνέβη το ατύχημα, η οικοδομή βρισκόταν σε φάση εργασιών εφαρμογής ξυλοτύπων β' ορόφου και ο παθών μετέφερε ξυλεία χρησιμοποιώντας την ως άνω περιστροφική τσιμεντένια σκάλα, η οποία προς την πλευρά του ακαλύπτου χώρου του γειτονικού ακινήτου ήταν απόλυτα ελεύθερη χωρίς προστατευτικό κιγκλίδωμα. Ο παραπάνω εργάτης, μεταφέροντας την ογκώδη ξυλεία, έχασε την ισορροπία του και, αφού δεν υπήρχε κιγκλίδωμα να τον συγκρατήσει, έπεσε στο κενό, από ύψος πέντε (5) περίπου μέτρων, με συνέπεια να υποστεί βαρείες κακώσεις κεφαλής, και από μόνη την αιτία αυτή να αποβιώσει στις 6.11.2001. Η ανυπαρξία του προστατευτικού κιγκλιδώματος διαπιστώθηκε κατά την αυτοψία που διενήργησαν περί την 16.00' ώρα της ιδίας ημεροχρονολογίας αστυνομικοί του Α.Τ. ... στον τόπο του ατυχήματος. Το συγκεκριμένο αυτό μέτρο ασφαλείας (ύπαρξη προστατευτικού κιγκλιδώματος) κατά την εκτέλεση του οικοδομικού έργου, η ύπαρξη του οποίου θα απέτρεπε τον θανάσιμο τραυματισμό του εργάτη ΑΑ, και όφειλαν να τηρήσουν, ήταν να φροντίσουν να τοποθετηθεί τέτοιο προστατευτικό κιγκλίδωμα προς την δεξιά πλευρά της περιστροφικής τσιμεντένιας σκάλας που οδηγούσε από το ισόγειο στον 1ο όροφο και μάλιστα στην πλευρά που έβλεπε στην ακάλυπτο χώρο του γειτονικού ακινήτου, τόσο η δεύτερη κατηγορουμένη επιβλέπουσα μηχανικός του έργου, όσο και ο πρώτος κατηγορούμενος, εργολάβος του έργου, διότι αυτοί, λόγω των ιδιοτήτων τους είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 και 7 ν. 1396/1983 και 20 π.δ. 778/1980, να αποτρέψουν την επέλευση του αξιοποίνου αποτελέσματος του θανασίμου τραυματισμού του παθόντος. Επομένως, οι κατηγορούμενοι εκκαλούντες πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, όπως κατηγορούνται, αφού από αμέλειά τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποίαν ώφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη τους. Σ' αυτούς, οι οποίοι ως τον χρόνο τελέσεως της πράξεως αυτής έζησαν έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και γενικά κοινωνικό βίο, πρέπει να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28 και 302 παρ. 1 ΠΚ, 3 και 7 του Ν.1396/1983, και 20 π.δ. 778/1980, που εφήρμοσε, τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο παραβίασε. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζει με τις παραδοχές της, αλλά και επικαλείται, τον επιτακτικό κανόνα δικαίου, από τον οποίο πηγάζει η ιδιαίτερη υποχρέωση των αναιρεσειόντων προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, (ανθρωποκτονία), για την οποία η διάταξη του άρθρου 302 ΠΚ απειλεί ποινή και συγκεκριμένα όσον αφορά τον αναιρεσείοντα εργολάβο του έργου την διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 1396/1983 σε συνδυασμό με το άρθρο 20 του π.δ. 778/80, όσον αφορά την αναιρεσείουσα ως επιβλέπουσα μηχανικό την διάταξη του άρθρου 7 του ως άνω νόμου σε συνδυασμό επίσης με το άρθρο 20 του ως άνω Π.Δ. Δεν υπάρχει δε καμμία αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού όσον αφορά την αποδιδομένη στην αναιρεσείουσα αμέλειά της από την παράλειψή της να προβεί στην από τις παραπάνω διατάξεις επιβαλλόμενη ενέργειά της εκ του ότι στο μεν σκεπτικό διαλαμβάνεται ότι "το ως άνω μέτρο ασφαλείας (ύπαρξη προστατευτικού κιγκλιδώματος) κατά την εκτέλεση του οικοδομικού έργου ώφειλε αυτή να τηρήσει (ομού με τον εργολάβο του έργου)" και της παραδοχής στο διατακτικό ότι "δεν φρόντισε να τοποθετήσει προστατευτικό κιγκλίδωμα", αφού και από τις δύο διαφορετικές διατυπώσεις με σαφήνεια προκύπτει η από την παραπάνω διάταξη υποχρέωσή της να επιβλέψει για την ύπαρξη του ως άνω μέτρου ασφαλείας. Καμμία αντίφαση, ομοίως, δεν δημιουργείται μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού ως προς τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την κίνηση του παθόντος, εκ του ότι στο μεν σκεπτικό αναφέρεται "τραυματίστηκε θανάσιμα ο εργάτης ΑΑ, ο οποίος εργαζόταν ... και συγκεκριμένα στο ξεκαλούπωμα ξυλείας και μεταφοράς αυτής από τον ημιώροφο στον δεύτερο όροφο", στο δε διατακτικό ότι ο ΑΑ μετέφερε ξυλεία, προερχόμενη από το ξεκαλούπωμα του ξυλοτύπου του 2ου ορόφου". Συνακόλουθα, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ συναφείς περί του αντιθέτου λόγοι και των δύο αιτήσεων αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ.1, 174 παρ.2, και 321 παρ. 1 στοιχ. δ' και 4 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται, και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει. Ως άρθρο του ποινικού νόμου νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει την απειλούμενη ποινή. Διαφορετικά, υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλλου της δικογραφίας, επιτρεπτά επισκοπούμενα για την έρευνα της βασιμότητας λόγου αναίρεσης, και ειδικότερα από την ΒΤ 2704/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και τα ενσωματωμένα σ' αυτήν πρακτικά, ο αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάσθηκε για ανθρωποκτονία από αμέλεια σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών, ήταν παρών κατά την εκδίκαση της σε βάρος του κατηγορίας και δεν προέβαλε ισχυρισμό περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος για οποιονδήποτε λόγο. Συνακόλουθα, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β του ΚΠΔ δεύτερος λόγος της από 9.12.2008 αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται, κατ' εκτίμηση του δικογράφου, στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, με την αιτίαση ότι δεν προσδιορίζεται σ' αυτό ο επιτακτικός κανόνας δικαίου, από τον οποίο πηγάζει η υποχρέωσή του ως υπαιτίου να ενεργήσει, είναι, σύμφωνα με τα στην μείζονα σκέψη εκτεθέντα, απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επειδή, κατά το άρθρο 510 παρ. 2 του ΚΠΔ, εκτός από τους αναφερόμενους στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου λόγους, μπορούν να προταθούν σε ό,τι αφορά το πολιτικό μέρος της απόφασης και οι λόγοι αναίρεσης, οι οποίοι καθιερώνονται από την πολιτική δικονομία, μεταξύ των οποίων είναι και ο από το άρθρο 559 αριθ. 9 του ΚΠολΔ λόγος, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην πρωτόδικη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η ΒΤ 2704/5.4.2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, ενεφανίσθη πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ο Ψ και δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων κατά των κατηγορουμένων και ζήτησε να υποχρεωθούν αυτοί να του καταβάλουν 40 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη που έχει υποστεί εξ αιτίας της αξιόποινης πράξης τους. Το ως άνω όμως Δικαστήριο υποχρέωσε τους κατηγορουμένους να καταβάλουν στον ανωτέρω πολιτικώς ενάγοντα το ποσό των 44 ευρώ, ποσό το οποίο και του επιδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Έτσι όμως που έκρινε το Εφετείο επιδίκασε περισσότερο από το αιτηθέν στον πολιτικώς ενάγοντα και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 2 του ΚΠΔ και 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ συναφής πρώτος λόγος της από 9.12.2008 αναιρέσεως.
Μετά από αυτά, πρέπει: α) ν' απορριφθεί η από 10.12.2008 αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στην δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ψ και στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), β) ν' αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και να διαταχθεί η απάλειψη της διάταξής της για την επί πλέον του ποσού των τεσσαράκοντα (40) ευρώ στον ως άνω πολιτικώς ενάγοντα επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, αφού δεν συντρέχει λόγος να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά τούτο για νέα συζήτηση (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθ. 646-689/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

Διατάσσει την απάλειψη της διατάξεως της αποφάσεως αυτής, με την οποία υποχρεώνεται ο κατηγορούμενος να καταβάλει στον πολιτικώς ενάγοντα το πλέον των τεσσαράκοντα (40) ευρώ επιδικασθέντος με την ίδια απόφαση ποσού για χρηματική ικανοποίησή του λόγω ηθικής βλάβης.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 9.12.2008 αίτηση του Χ2, κατοίκου ....

Απορρίπτει την από 10.12.2008 αίτηση της Χ1, κατοίκου ....

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην δικαστική δαπάνη του στο σκεπτικό πολιτικώς ενάγοντος, η οποία ορίζεται στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, και στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή