Θέμα
Αποδεικτικά μέσα, Γαίες, Οθωμανικό δίκαιο.
Περίληψη:
Επί πλειόνων ελευθέρως εκτιμώμενων αποδεικτικών μέσων, όπως οι καταθέσεις των μαρτύρων, δεν ελέγχεται αναιρετικώς η κρίση του δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρος σε σχέση με την κατάθεση ετέρου, και γι’ αυτό δεν ιδρύεται στην περίπτωση αυτή ο από το άρθρο 559 αριθ.12 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος.
Αριθμός 390/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1)Ν. Κ. του Γ. και 2)Ε. συζ. Ν. Κ., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άγγελο Τσάση, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1)Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Γιολάντα Παπαρούνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και 2)Α. Ζ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/8/1994 διεκδικητική αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής και εκδόθηκε η 264/1995 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε η από 3/12/1996 τριτανακοπή των ήδη αναιρεσειόντων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 146/1999 μη οριστική, 103/2004 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, 1906/2007 μη οριστική και 71/2009 οριστική του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 1/12/2011 αίτηση και τους από 11/2/2013 προσθέτους λόγους τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 12/3/2013 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Νικολάου Μπιχάκη με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης και την απόρριψη των υπολοίπων λόγων αναίρεσης του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης και του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις εκθέσεις επίδοσης .../23.2.2012 και .../25.7.2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκιδικής …, στην πρώτη από τις οποίες προσαρτάται η από 24.2.2012 απόδειξη παραλαβής από τον αρμόδιο αξιωματικό του δικογράφου που θυροκολλήθηκε και η υπό ίδια ημερομηνία βεβαίωση περί αποστολής της ταχυδρομικής ειδοποίησης που ορίζει το άρθρο 128 παρ.4γ'ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του πληρεξούσιου δικηγόρου των αναιρεσειόντων, που επισπεύδουν τη συζήτηση, ακριβή αντίγραφα της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και της αίτησης προσδιορισμού νέας δικασίμου-κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά τη συζήτηση αυτής (της 20.11.2013), επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στο δεύτερο αναιρεσίβλητο. Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της αναίρεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλε έγγραφη δήλωση για παράστασή του στο ακροατήριο κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 147/1914 επί των λεγομένων Νέων Χωρών, οι οποίες διατελούσαν προηγουμένως υπό την άμεσο επικυριαρχία του Οθωμανικού κράτους, διατηρούνται σε ισχύ οι περί γαιών διατάξεις του Οθωμανικού Δικαίου, οι οποίες ρυθμίζουν τα της κτήσεως επ' αυτών ιδιωτικών δικαιωμάτων, ενώ οι περί τούτων δικαιοπραξίες συντελούνται εφεξής κατά τους ελληνικούς νόμους. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 51 και 55 του ΕισΝΑΚ, η πριν από την εισαγωγή του ΑΚ επελθούσα κτήση κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος κρίνεται κατά το δίκαιο, το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο κατά τον οποίο έλαβαν χώρα τα πραγματικά γεγονότα τα οποία απαιτούνται προς κτήση αυτών, ενώ η προστασία τους διέπεται στο εξής από τις διατάξεις του ΑΚ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου Περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ, κατά τα ανωτέρω, στις Νέες Χώρες," Δημόσιαι γαίαι είναι οι λειμώνες, οι αγροί, αι χειμερινοί και θεριναί βοσκαί, τα δάση και οι παρόμοιοι τόποι", των οποίων η κυριότητα ανήκει στο τουρκικό Δημόσιο. Η παραχώρηση στους ιδιώτες των ανωτέρω ακινήτων, τα οποία αποτελούν την κατηγορία των "δημοσίων γαιών " γίνεται με τη χορήγηση από το κράτος έγγραφου τίτλου που ονομάζεται" ταπί". Με το χορηγούμενο τίτλο παρέχεται στους ιδιώτες δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ). Εξαίρεση του κανόνα ότι μόνο με τίτλο (ταπί) αποκτάται το δικαίωμα εξουσιάσεως " δια ωρισμένην χρήσιν των δημοσίων γαιών", καθιερώνει το άρθρο 78 του ανωτέρω Νόμου περί γαιών, κατά το οποίο " εάν κάποιος καταλάβη και καλλιεργήση δημοσίας και αφιερωμένος γαίας δια 10 έτη, άνευ αμφισβητήσεως (δικαστικής από το Δημόσιο), αποκτά δικαίωμα εγκαταστάσεως και είτε έχει έγκυρον τίτλον είτε δεν έχει, αι γαίαι δεν θεωρούνται σχολάζουσαι, αλλά δίδεται εις αυτόν δωρεάν νέος τίτλος ". Από το σαφές περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου αυτού συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος αυτού της μόνιμης εγκατάστασης είναι όχι μόνο η συνεχής επί 10 χρόνια κατοχή αλλά και η ταυτόχρονη καλλιέργεια της γης. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 78 έχει εφαρμογή μόνο επί καλλιεργήσιμων γαιών και όχι επί βοσκοτόπων, δασών κλπ.(βλ. ΟλΑΠ 407/1966 ), τα οποία εξουσιάζονται μόνο με την έκδοση τίτλου (ταπίου). Εξάλλου, με το άρθρο 10 και 21 παρ. 10 του Ν. 3.208/2003 που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 289 Α της 23/24-12-2003, "προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπράγματων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλες διατάξεις", ορίζεται ότι το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας σε δάση και δασικές εν γένει εκτάσεις που : 1) Αναγνωρίστηκαν ....Θ ) με τις διατάξεις του Ν. 248/1976, σε ό,τι αφορά τις εκτάσεις που κρίθηκαν ότι δεν ανήκουν στο Δημόσιο. Ο χαρακτηρισμός των εκτάσεων που εμφανίζονται στον προσωρινό κτηματικό χάρτη ως μη δασικές, καθώς και των εκτάσεων που κρίθηκαν με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις κατά τη διαδικασία των άρθρων 12 επ. του Ν. 248/1976 ότι δεν αποτελούν δάσος ή δασική έκταση, παραμένει ισχυρός και δεν επανεξετάζεται από τον οικείο δασάρχη ή τις κατά το άρθρο 10 παρ. 3 του Ν. 998/1979 επιτροπές επιλύσεως δασικών αμφισβητήσεων ή άλλο αρμόδιο όργανο προβλεπόμενο από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Εξάλλου, με την παρ. 10 του μεταβατικού χαρακτήρα άρθρου 21 του άνω νόμου ορίστηκε ότι ο χαρακτήρας των εκτάσεων που εμφανίζονται στον προσωρινό ή οριστικό κτηματικό χάρτη που καταρτίστηκε με τις διατάξεις του ν. 248/1976 ως μη δασικές, καθώς και ο χαρακτήρας των εκτάσεων που κρίθηκαν με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις κατά τη διαδικασία των άρθρων 10 επ. του ίδιου νόμου ότι δεν αποτελούν δάση ή δασική έκταση, παραμένει έγκυρος και ισχυρός και δεν επανεξετάζεται από τον οικείο δασάρχη ή τις κατά το άρθρο 10 παρ. 3 του Ν. 998/1979 Επιτροπές Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων ή άλλο αρμόδιο όργανο προβλεπόμενο από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Το Δημόσιο δεν δικαιούται να προβάλλει εμπράγματα δικαιώματα επί των εκτάσεων που με τις διατάξεις του παραπάνω νόμου κρίθηκε ότι δεν ανήκουν στην κυριότητά του. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνηση της. Τέλος κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Ως "ζητήματα" των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί απ' την απόφαση τη νόμιμη βάση της, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα απλά πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που δεν συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: "Με το αριθμ. …/1989 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Κασσάνδρας Αναστασίας Σάφραλη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας στον τόμο …και αριθμ. …, ο δεύτερος των καθ' ων η τριτανακοπή (και ήδη δεύτερος αναιρεσίβλητος) Α. Ζ. μεταβίβασε κατά κυριότητα στους τριτανακόπτοντες (ήδη αναιρεσείοντες) κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα, ένα αγρό, εμβαδού 8.700 τμ, που βρίσκεται στη θέση" … " της κτηματικής περιοχής της Κοινότητας Πολύχρονου Χαλκιδικής και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος Πολύχρονου Δήμου Παλλήνης Ν. Χαλκιδικής. Το εν λόγω ακίνητο, σύμφωνα με το ως άνω συμβόλαιο, συνορεύει γύρωθεν επί πλευράς Α-Β με αγρό της Μ. Κ. (14,90 γρ. μέτρων), επί πλευρών Β-Γ με αγροτικό δρόμο (20,53 γρ. μέτρων), επί πλευρών Γ-Δ (8,35 γρ. μέτρων), Δ-Ε (24,37 γρ. μέτρων), ΕΖ (45,31 γρ. μέτρων), Ζ-Η (22,44 γρ. μέτρων) και Η-θ (23,36 γρ. μέτρων) με αγρό των αδερφών Κ., επί πλευρών Θ-Ι (47 γρ. μέτρων ), Ι-Κ (4,70 γρ. μέτρων), Κ-Λ (20,40 γρ. μέτρων), Λ-Μ (16,13 γρ. μέτρων) και Μ-Ν (18,58 γρ. μέτρων) με δημόσιο δάσος, επί πλευράς Ν-Ξ (12,80 γρ. μέτρων) με αγρό Α. Α., επί πλευρών Ξ-0 (18,88 γρ. μέτρων ), Ο-Π (33,67 γρ.μέτρων), Η-Ρ (17,32 γρ. μέτρων και Π-Σ (12,22 γρ. μέτρων) με δημόσιο δάσος, επί πλευρών Σ-Τ (75,47 γρ. μέτρων ) και Τ-Α ( 26,10 γρ. μέτρων) με αγρό Γ. και Κ. Τ., όπως απεικονίζεται στο συνημμένο στο ως άνω συμβόλαιο τοπογραφικό διάγραμμα του πολ. μηχανικού Π. Κ.. Μέσα στα όρια του ακινήτου που περιγράφεται ανωτέρω, περιλαμβάνονται δύο εδαφικά τμήματα (επίδικα) α) εμβαδού 1.840,03 τμ, που απεικονίζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα που επισυνάπτεται στην αριθμ. …/2001 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Λ. Δ. με στοιχεία ΙΚ ΛΛ' Λ' Λ'" Μ' Ν ΞΟΠ'Π" Υ8Υ7 και β) εμβαδού 2.567 τμ που συνορεύει βόρεια και δυτικά με τον υπόλοιπο αγρό, ανατολικά και νότια με δασική έκταση. Κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, από το Τ συνεργείο κτηματογράφησης της Περιφερειακής Επιθεώρησης Δασών Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, τα επίδικα καταγράφηκαν το μεν πρώτο ως τμήμα έκτασης συνολικού εμβαδού 2.033 τμ, με κωδικό ... και αύξοντα αριθμό … στον προσωρινό κτηματολογικό πίνακα, το δε δεύτερο ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης εμβαδού 5.674 τμ, με κωδικό ... και αύξοντα αριθμό στον προσωρινό κτηματολογικό πίνακα …, ως δημόσιες δασικές εκτάσεις. Με το από 8-8-1985 δελτίο αντιρρήσεων του πωλητή δευτέρου των καθ1 ων η τριτανακοπή Α. Ζ., ο τελευταίος ζήτησε να εξαιρεθούν από τον προσωρινό κτηματολογικό χάρτη τμήμα της πρώτης έκτασης εμβαδού 1875 τμ και ολόκληρη η δεύτερη έκταση εμβαδού 2.750 τμ. Με την 149/1987 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας που επικυρώθηκε με την αριθμ. 91/1989 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, έγιναν δεκτές οι αντιρρήσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12,13,14,15 παρ. 2 του Ν. 248/1976, όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 82 και 83 του Ν. 998/1979, με το σκεπτικό ότι οι ανωτέρω εκτάσεις είναι αγροτικές. Η αρμοδιότητα των δικαστηρίων αυτών, που δίκασαν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό τις αντιρρήσεις του αντιλέγοντος, εξαντλούνταν στην επίλυση των αμφισβητήσεων ως προς την ύπαρξη των ιδιωτικών δικαιωμάτων στις εκτάσεις που περιλαμβάνονται στο φύλλο καταγραφής, προκειμένου να περατωθεί η διοικητική διαδικασία, χωρίς να επεκτείνεται στη διάγνωση της ορθότητας του χαρακτηρισμού τους ως δασικών ή μη, ούτε στην αναγνώριση εμπράγματων δικαιωμάτων που υπάγονται στην τακτική διαδικασία των πολιτικών δικαστηρίων. Δεν μπορούν δε να τύχουν εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 10 και 21 παρ. 10 του Ν. 3208/2003, ο οποίος ίσχυε ήδη κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλούμενης απόφασης, σύμφωνα με τις οποίες το Δημόσιο δεν δικαιούται να προβάλλει εμπράγματα δικαιώματα επί των εκτάσεων που με τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου 248/1976 κρίθηκε ότι δεν ανήκουν στην κυριότητα του, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι, εφόσον τα εμπράγματα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου προβάλλονται στα πλαίσια της τακτικής διαδικασίας των πολιτικών δικαστηρίων που είναι αρμόδια να αναγνωρίσουν τέτοια δικαιώματα. Περαιτέρω, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από το εκκαλούν (και ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο) Ελληνικό Δημόσιο από 17-2-1984 έκθεση φωτοερμηνείας του δασολόγου Ι. Α., αποδείχθηκε ότι στις αεροφωτογραφίες του έτους 1945 οι επίδικες εκτάσεις έχουν τη μορφή δάσους με χαμηλή βλάστηση θάμνων (σχοίνα, πουρνάρια, ρείκια κλπ.) ενώ στις αεροφωτογραφίες του έτους 1960 φαίνονται αγροί και την ίδια μορφή έχουν μέχρι σήμερα. Ο ανωτέρω δασολόγος που συνέταξε την έκθεση φωτοερμηνείας, εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον της Εισηγήτριας Δικαστή, κατέθεσε ότι τα επίδικα αποτελούν τμήματα ευρύτερης έκτασης, η οποία το έτος 1945 ήταν δάσος καλυπτόμενο από αείφυλλα πλατύφυλλα (0,7-0,8). Ότι στις αεροφωτογραφίες του 1945 φαίνεται ότι οι επίδικες εκτάσεις ήταν δάσος πυκνό και είχαν την ίδια μορφή με την όμορη δασική έκταση ενώ στις αεροφωτογραφίες του 1960 φαίνονται ότι είναι αγρός, γιατί στο διάστημα μεταξύ 1945 και 1960 αυτές εκχερσώθηκαν. Το γεγονός ότι ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι το έδαφος σ' αυτές είναι επίπεδο και εύφορο, όπως και το ότι ο πραγματογνώμονας Λ. Δ. στην αριθμ. 80/2001 έκθεση πραγματογνωμοσύνης αναφέρει ότι οι επίδικες εκτάσεις ξεχωρίζουν μορφολογικά από τις υπόλοιπες δασικές, δεν αναιρεί την ως άνω κατάθεση του μάρτυρα - δασολόγου, γιατί η διαπίστωση αυτή αφορά την υφισταμένη πραγματική (φυσική) κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί μετά το έτος 1945. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται ούτε από το γεγονός ότι ο ανωτέρω δασάρχης με την αριθμ. 2083/10-7-1989 βεβαίωση του, βεβαιώνει ότι η έκταση των 8.700 τμ που μεταβίβασε ο καθ' ου η τριτανακοπή Α. Ζ. στους τριτανακόπτοντες δεν είναι δασική ούτε δασικού χαρακτήρα, εφόσον η βεβαίωση αυτή χορηγήθηκε μετά την έκδοση της αριθμ. 91/19-4-1989 τελεσίδικης απόφασης που εκδόθηκε επί των αντιρρήσεων που Α. Ζ., με βάση την οποία διορθώθηκε ο προσωρινός κτηματολογικός πίνακας και χάρτης της Επιθεώρησης Δασών Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκες διαπίστωση αυτή γίνεται από το δασάρχη κυρίως βάσει της υφιστάμενης κατάστασης και των πρόσφατων αλλοιώσεών της. Οι τριτανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ο απώτατος δικαιοπάροχος τους Β. Ζ. καλλιεργούσε τις επίδικες εκτάσεις, που αποτελούν τμήμα των 8.700 τμ που τους μεταβίβασε ο δεύτερος των καθ' ων η τριτανακοπή Α. Ζ. από το 1900 μέχρι το 1942 χωρίς δικαστική ή άλλη αμφισβήτηση, οπότε απέκτησε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), που μετατράπηκε ακολούθως σε δικαίωμα κυριότητας, στη συνέχεια τις παραχώρησε άτυπα στον υιό του Χ. Ζ., ο οποίος τις καλλιεργούσε μέχρι το έτος 1966, που απεβίωσε, και ο τελευταίος με την .../1965 δημόσια διαθήκη του, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Κασσάνδρας Αναστασίου Σιλέλογλου και δημοσιεύθηκε νόμιμα, κατέλειπε τα εν λόγω τμήματα στον καθ' ου η τριτανακοπή υιό του και άμεσο δικαιοπάροχο τους, ο οποίος αποδέχθηκε νόμιμα την κληρονομιά του πατέρα του και μετέγραφε τη σχετική πράξη αποδοχής. Τα ίδια κατέθεσε και ο μάρτυρας που εξετάστηκε ενώπιον της Εισηγήτριας Δικαστή με επιμέλεια των τριτανακοπτόντων, πλην, όμως, η μορφή που εμφανίζουν οι επίδικες εκτάσεις στις αεροφωτογραφίες του έτους 1945 έρχεται σε αντίθεση με τα ανωτέρω και ο ισχυρισμός των τριτανακοπτόντων ότι οι εν λόγω εκτάσεις προσωρινά δεν καλλιεργήθηκαν λόγω του εμφυλίου πολέμου, δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι σ' αυτή την περίπτωση δεν θα παρουσίαζαν τη μορφή δάσους με χαμηλή βλάστηση αείφυλλων πλατύφυλλων, δηλαδή με μεγάλη πυκνότητα της δασικής βλάστησης. Από τη συνεκτίμηση των ανωτέρω, προκύπτει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι οι επίδικες εκτάσεις ήταν από την εποχή της τουρκοκρατίας δημόσιες δασικές εκτάσεις από αείφυλλα πλατύφυλλα, οι οποίες εκχερσώθηκαν σταδιακά και όχι καλλιεργούμενες ιδιωτικές αγροτικές εκτάσεις, όπως ισχυρίζονται οι τριτανακόπτοντες και συνεπώς δικαίωμα εξουσίασης ήταν δυνατό μόνο με την έκδοση ειδικού τίτλου του τουρκικού κτηματολογίου (ταπίου). Οι εν λόγω εκτάσεις ήταν δάσος και πριν την απελευθέρωση της περιοχής από την τουρκική κατοχή το έτος 1912. Κατά την έννοια του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (1856) ανήκαν στο Οθωμανικό κράτος ως δημόσιες γαίες (δάσος) και με την απελευθέρωση της περιοχής περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου δικαιώματι πολέμου βάσει του άρθρου 60 της Συνθήκης της Λωζάνης.
Συνεπώς, εφόσον ο απώτατος δικαιοπάροχος του άμεσου δικαιοπάροχου των τριτανακοπτόντων δεν απέκτησε κυριότητα επί των επιδίκων, ο τελευταίος δεν ήταν κύριος κατά το χρόνο μεταβίβασης των επιδίκων στους τριτανακόπτοντες για να τη μεταβιβάσει στους τελευταίους οι οποίοι ως εκ τούτου δεν κατέστησαν συγκύριοι αυτών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι οι εκτάσεις εμβαδού 1.840,03 τμ και 2.567 τμ, που περιλαμβάνονται στη μεγαλύτερη έκταση των 8.700 τμ, που μεταβιβάσθηκε στους τριτανακόπτοντες από τον καθ' ου η τριτανακοπή Α. Ζ., ήταν ανέκαθεν, τουλάχιστον από το έτος 1900, αγροτικές, δεκτικές ιδιωτικής εξουσίασης, την κυριότητα των οποίων απέκτησε ο άμεσος δικαιοπάροχος των τριτανακοπτόντων Α. Ζ., κατά τον τρόπο που αναφέρεται σ' αυτή και αφού έκανε εν μέρει δεκτή την τριτανακοπή, αναγνώρισε τους τελευταίους συγκυρίους των ανωτέρω εκτάσεων, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις.
Συνεπώς, πρέπει, κατά παραδοχή των σχετικών δύο πρώτων λόγων της έφεσης ως βάσιμων, να γίνει δεκτή η έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, απευθυνόμενη κατά των δύο πρώτων των εφεσιβλήτων και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Στη συνέχεια αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ως προς τον ανωτέρω αναγκαστικό ομόδικο του εκκαλούντος, να δικαστεί κατ' ουσία η ένδικη τριτανακοπή και αφού γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο ισχυρισμός που προβλήθηκε πρωτόδικα από το εκκαλούν, ότι τα επίδικα τμήματα αποτελούσαν ανέκαθεν δασική έκταση και περιήλθαν στην κυριότητά του ως διάδοχο του τουρκικού κράτους, να απορριφθεί η τριτανακοπή ως ουσιαστικά αβάσιμη". 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο, σωστά τις άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 3 και 78 του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 και 10 και 21 παρ.10 του ν.3208/2003 ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του από 17/28.11.1836 διατάγματος περί ιδιωτικών δασών, 1 του ν.ΑΧΝ 1888 περί διακρίσεως και οριοθεσίας δασών, όπως τροποποιήθηκε με το εκτελεστικό διάταγμα της 11-2/24.3.1889, 57 του ν.3077/1924 περί δασικού Κώδικα και 3 παρ.1 του ν.998/1979, τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, αφού, υπό τα προεκτιθέμενα δεδομένα, δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής τους, ενώ περιέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν. Ειδικότερα, με σαφήνεια δέχτηκε, ότι οι επίδικες εκτάσεις ήταν από την εποχή της τουρκοκρατίας-όχι καλλιεργούμενες, αλλά- δημόσιες δασικές εκτάσεις από αείφυλλα πλατύφυλλα, οι οποίες, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (1856) και ιδιαίτερα του άρθρου 3 αυτού, ως δημόσιες γαίες ανήκαν στο Οθωμανικό Κράτος και με την απελευθέρωση της περιοχής περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου δικαιώματι πολέμου βάση του άρθρου 60 της Συνθήκης της Λωζάνης.
Συνεπώς, οι λόγοι αναίρεσης πρώτος και τρίτος του κύριου δικογράφου και πρώτος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος των προσθέτων, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
ΙΙΙ. Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης του δικογράφου πρόσθετων λόγων ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση γιατί το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις του περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274, αφού χωρίς καμία αιτιολογία απέρριψε τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι ο δικαιοπάροχος τους με συνεχή εξουσίαση επί μια δεκαετία απέκτησε δικαίωμα εξουσιάσεως στις επίδικες εκτάσεις. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως ερειδόμενος, αφού το Εφετείο δέχθηκε ότι οι επίδικες εκτάσεις ήταν δάσος και αυτές μόνο με ταπί μπορούσαν να εξουσιαστούν.
IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 340 Κ.Πολ.Δ., εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, όπως είναι εκείνες που ορίζονται με τις διατάξεις των άρθρων 352§1, 438 και 439 Κ.Πολ.Δ., το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί.
Συνεπώς, επί πλειόνων ελευθέρως εκτιμώμενων αποδεικτικών μέσων, όπως οι καταθέσεις των μαρτύρων, δεν ελέγχεται αναιρετικώς η κρίση του δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρος σε σχέση με την κατάθεση ετέρου, ώστε δεν ιδρύεται στην περίπτωση αυτή ο από το άρθρο 559 αριθ. 12 Κ.Πολ.Δ. αναιρετικός λόγος για παράβαση των ορισμών του νόμου σε σχέση με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως του κύριου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, που προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, που συνίσταται στο ότι το Εφετείο δέχθηκε ως αυξημένης ισχύος τη μόνη κατάθεση του μάρτυρα του αντιδίκου Ελληνικού Δημοσίου δασολόγου Ι. Α., ενώ στα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα προσέδωσε μειωμένη ισχύ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. V. Με τον έκτο λόγο αναίρεσης του δικογράφου πρόσθετων λόγων αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Εφετείο δεν απέδωσε αυξημένη αποδεικτική ισχύ στην από 10-7-1989 βεβαίωση του Δασαρχείου Κασσάνδρας ότι οι επίδικες εκτάσεις δεν ήταν δασικές. Πράγματι κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ, τα έγγραφα που αναφέρονται στα άρθρα 438 και 439 αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο. Επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη. Έτσι, εφόσον το Ελληνικό Δημόσιο προέβη σε ανταπόδειξη των όσων αναφέρονταν στο ως άνω έγγραφο, εξετάζοντας προς τούτο τον ως άνω μάρτυρα του, ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
VI. Mε τον τέταρτο λόγο αναίρεσης του κύριου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του αυτεπαγγέλτως το δεδικασμένο που παρήχθη με την ως άνω 91/1989 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθ. 16 που από παραδρομή αναγράφεται στο αναιρετήριο είναι απορριπτέος ως αόριστος αφού στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται ότι η ως άνω πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προτάθηκε στο Εφετείο, αλλά ούτε και προκύπτει από τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις των αναιρεσειόντων-εφεσιβλήτων ότι προέβαλαν παραδεκτώς τέτοιο ισχυρισμό ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. VII. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 γ του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ'αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον έβδομο από το άρθρο 559 αριθ. 11 γ του Κ.Πολ.Δ, λόγο αναίρεσης του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης προσάπτουν την αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα παρακάτω έγγραφα που αυτοί επικαλέστηκαν και προσκόμισαν με τις προτάσεις τους στο Εφετείο, ήτοι: α) την από 10-7-1989 βεβαίωση ως δημόσιο έγγραφο το οποίο συνέταξε και χορήγησε στον Α. Ζ., το Δασαρχείο Κασσάνδρας, καθ' ύλην αρμόδιο για να πιστοποιήσει εάν μια έκταση εντός των ορίων δικαιοδοσίας του είναι δασική ή όχι, β) το από 14-7-1989 πιστοποιητικό του Προέδρου Κοινότητος Πολύχρονου Χαλκιδικής, με το οποίο βεβαιώνεται ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των αναιρεσειόντων, Α. Ζ. του Χ., ο πατέρας του Χ. Ζ. του Β. και ο Β. Ζ. (πατέρας του Χ.), υπήρξαν νομείς και κύριοι της περιγραφόμενης σε αυτό εκτάσεως, γ) την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Λ. Δ., αγρονόμου τοπογράφου, ο οποίος διορίστηκε πραγματογνώμονας δυνάμει της με αριθ. 175/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πολυγύρου και δ) την εισηγητική έκθεση κατά την οποία ελήφθησαν οι μαρτυρικές καταθέσεις στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από την Εισηγητή Δικαστή. Από τη βεβαίωση, όμως, του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη "όλα ανεξαιρέτως τα, με επίκληση, προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα" και από όλο το περιεχόμενο της απόφασης δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι τούτο για το σχηματισμό της κρίσης του, στην οποία τελικώς κατέληξε, έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε μαζί με όλες τις υπόλοιπες αποδείξεις και τα προαναφερόμενα έγγραφα και επομένως ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1.12.2011 αίτηση και του από 11.2.2013 πρόσθετους λόγους των 1) Ν. Κ. του Γ. κ.α. για αναίρεση της 71/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του παριστάμενου πρώτου αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ