Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Αναίρεση μερική, Ποινής αναστολή.
Περίληψη:
Αίτηση αναίρεσης καταδικαστικής αποφάσεως, για παράβαση του νόμου περί Ασφαλιστικών εισφορών, με την επίκληση του λόγου: α) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και β) της απολύτου ακυρότητας. Ορθή εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Δέχεται αναίρεση κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 99 ΠΚ, γιατί μετέτρεψε την ποινή φυλακίσεως των (2) ετών, χωρίς να ερευνήσει προηγουμένως, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναστολής. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει κατά το αναιρούμενο μέρος.
Αριθμός 972/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, αμφοτέρων κατοίκων ......, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Κοσμάτο, για αναίρεση της με αριθμό 15.819/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 13 Μαρτίου 2008, δύο (2) τον αριθμό, αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 530/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσειόντων (Χ1) και να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως του δεύτερου αυτών (Χ2).
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17, 18, 19 και 21 παρ. 2 του Ν. 2523/1997, με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι περί των ιδιωνύμων εγκλημάτων της φοροδιαφυγής που προβλέπονται από αυτές τις διατάξεις και αναφέρονται περιοριστικά και μόνον στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και τέλος στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19), από την έναρξη της ισχύος αυτού, επιβάλλεται ως αναγκαίος όρος για την νομότυπη δίωξη των υπ' αυτών και μόνο διατάξεων προβλεπομένων εγκλημάτων φοροδιαφυγής, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της διαπιστωθείσης φορολογικής του παράβασης η προηγούμενη επί της προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης. Η έλλειψη δε της προϋπόθεσης αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής δίωξης και καθιστά αυτή σε περίπτωση άσκησής της απαράδεκτη. Η προϋπόθεση όμως αυτή δεν απαιτείται προκειμένου περί των εγκλημάτων, τα οποία συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες του και συνεπώς, για την δίωξη αυτών δεν απαιτείται προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης, αλλά ούτε σε περιπτώσεις άσκησης προσφυγής από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επί της προσφυγής του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου απόφαση. Για τους ίδιους λόγους, στην περίπτωση παραβίασης της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, δεν εφαρμόζεται ούτε η παρ. 4 του άρθρου 21 του Ν. 2523/1997, σύμφωνα με την οποία, για την άσκηση της ποινικής δίωξης, η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, πρέπει, να συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξης του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στις φορολογικές παραβάσεις των άρθρων 17, 18 και 19 του νόμου αυτού, όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 23 του ως άνω νόμου.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση του Δικαστηρίου που την εξέδωσε, γιατί καθ' υπέρβαση της εξουσίας του, δέχθηκε ότι για τη μηνυτήρια αναφορά-αίτηση, που υποβλήθηκε στην αρμόδια εισαγγελική αρχή, προκειμένου να ασκηθεί η ποινική δίωξη, δεν συντάχθηκε η κατά το άρθρο 41 του Κ.Π.Δ, σχετική έκθεση. Ο σχετικός, όμως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του Κ.Π.Δ, λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη μείζονα σκέψη, η μη ύπαρξη της εκθέσεως εγχειρίσεως, στη μηνυτήρια αναφορά, η οποία λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη, δεν δημιουργεί απαράδεκτο στην άσκηση της ποινικής διώξεως. Κατά το άρθρο 61 του ΚΠΔ, "όταν στο πολιτικό δικαστήριο εκκρεμεί δίκη για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, που έχει, όμως, σχέση με την ποινική δίκη, μπορεί το ποινικό δικαστήριο, κατά την κρίση του, να αναβάλει την ποινική δίκη έως το τέλος της πολιτικής ...". Εξάλλου, κατά το άρθρο 139 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/96, "οι αποφάσεις και τα βουλεύματα ... πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα ... Αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης για το λόγο ότι εκκρεμεί στο πολιτικό ή στο διοικητικό δικαστήριο δίκη για ζήτημα που ανάγεται σε στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων και ότι η παραδοχή ή όχι του σχετικού αιτήματος απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, την οποία οφείλει να αιτιολογήσει του Δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι το Δικαστήριο με την παρεμπίπτουσα απόφασή του απέρριψε το αίτημα των αναιρεσειόντων για αναβολή κατά το άρθρο 61 του Κ.Π.Δ, της συζητήσεως της υποθέσεως με την ακόλουθη αιτιολογία "Στην προκειμένη περίπτωση το αίτημα του συνηγόρου των κατηγορουμένων για αναβολή της δίκης κατ' άρθρο 61 ΚΠΔ, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της από 14-10-2005 προσφυγής των ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, είναι απορριπτέο διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν κρίνεται σκόπιμη και αναγκαία για την ουσιαστική διερεύνηση της αλήθειας. Επί πλέον λόγω του γεγονότος ότι οι κατηγορούμενοι δεν μερίμνησαν να προσδιορισθεί δικάσιμος της προσφυγής, παρά το γεγονός ότι από το χρόνο κατάθεσης της μέχρι σήμερα έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν είναι βέβαιο ότι οι κατηγορούμενοι θα επιδιώξουν και τη συζήτηση αυτής".
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το αίτημα των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων, για αναβολή κατ' άρθρο 61 του Κ.Π.Δ, της ποινικής δίκης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του Π.Κ, όπως αντικαταστάθηκε, με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2479/1997, ''αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των έξι μηνών με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, οι ποινές των οποίων δεν υπερβαίνουν συνολικά το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα (στην αιτιολογία) στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το 82, είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων''. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια, ότι το Δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να αποφασίσει σχετικά και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος για το ζήτημα της αναστολής, αλλά και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του και ότι αν προχωρήσει στη μετατροπή της ποινής, χωρίς προηγουμένως να αποφασίσει επί της αναστολής αυτής, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και υποπίπτει στην ελεγχόμενη αναιρετικά πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, εκ της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το ανωτέρω Δικαστήριο, αφού επέβαλε στον καθένα αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης δυο (2) ετών, ενώ μετέτρεψε την ποινή φυλάκισης, και για τον αναιρεσείοντα Χ2 σε χρηματική ποινή προς 5 ευρώ την ημέρα, χωρίς να ερευνήσει προηγουμένως τις προϋποθέσεις αναστολής της ποινής, ανεξάρτητα από τη μη υποβολή σχετικού αιτήματος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου. Έτσι, όμως, το Δικαστήριο με το να μην ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της άνω ποινής, ως προς τον δεύτερο αναιρεσείοντα και να προβεί χωρίς αιτιολογία στη μετατροπή αυτής, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' του Κ.Π.Δ., που προβάλλεται με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Συνεπώς, κατά μερική παραδοχή της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί εν μέρει και μόνο κατά την διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσας στον πρώτο κατηγορούμενο ποινής φυλάκισης δύο (2) ετών, ενώ πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση του αναιρεσείοντος Χ1, ο οποίος πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ) και να παραπεμφθεί μετά από αυτά, και μόνο κατά το αναιρούμενο μέρος η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13 Μαρτίου 2008 αίτηση του Χ1, κατοίκου ......, για αναίρεση της υπ' αριθμό 15.819/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον ως άνω αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμό 15.819/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, και μόνο κατά τη διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσας στον κατηγορούμενο Χ2, κατοίκου ......, ποινής φυλακίσεως των δυο (2) ετών. Και
Παραπέμπει, κατά το πιο πάνω αναιρούμενο μέρος, την υπόθεση αυτή για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 3 Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ