Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1751 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παίγνια τυχερά.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για παράβαση των άρθρων 1 περ. δ, 2 παρ. 1 και 4 ν. 3037/ 2002 και για άμεση συνεργεία σ' αυτήν. Απαγορεύεται το ηλεκτρονικά διεξαγόμενο παίγνιο, περιλαμβανομένων και των υπολογιστών. Οι ανωτέρω διατάξεις του ν. 3037/2002, που εφαρμόσθηκαν, δεν έρχονται σε αντίθεση προς τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ορθή εφαρμογή και των διατάξεων 1 εδ. α και 7 § 1 εδ. α΄ ΒΔ 29/1971, σε συνδυασμό με αυτές του ν. 3037/2002. Αιτιολογημένη καταδίκη της ιδιοκτήτριας - εκμεταλλεύτριας Internet cafe ως αυτουργού και του διευθυντή, που ενεργούσε κατ' εντολή της και για λογαριασμό της ως αμέσου συνεργού. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, εφόσον δεν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο. Επαρκής προσδιορισμός ταυτότητας εγγράφων που αναγνώσθηκαν. Απόρριψη αιτήσεων.




Αριθμός 1751/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις δύο αιτήσεις αναιρέσεως
των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σταύρο Παπαγερμανό, περί αναιρέσεως της 5412/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 15 Μαρτίου 2009 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 401/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες αιτήσεις, ήτοι, 1) η υπ` αριθ. ... του Χ1 και 2) η υπ` αριθ. ... της Χ2, για αναίρεση της υπ` αριθ. 5412/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Στο άρθρο 1 του Ν. 3037/2002 ορίζεται ότι: "Κατά την έννοια των διατάξεων του παρόντος νόμου: α. Μηχανικά διεξαγόμενο παίγνιο είναι εκείνο, για τη λειτουργία του οποίου είναι αναγκαία και η συμβολή της μυϊκής δύναμης του παίκτη. β. Ηλεκτρικά διεξαγόμενο παίγνιο είναι εκείνο για τη λειτουργία του οποίου απαιτείται η παρουσία ηλεκτρικών υποστηρικτικών μηχανισμών. γ. Ηλεκτρομηχανικά διεξαγόμενο παίγνιο είναι εκείνο, για τη λειτουργία του οποίου απαιτείται τόσο η παρουσία ηλεκτρικών υποστηρικτικών μηχανισμών όσο και η συμβολή της μυϊκής δύναμης του παίκτη. δ. Ηλεκτρονικά διεξαγόμενο παίγνιο είναι εκείνο για τη λειτουργία του οποίου, εκτός των υποστηρικτικών ηλεκτρικών, ηλεκτρονικών και άλλων μηχανισμών, απαιτείται η ύπαρξη και εκτέλεση λογισμικού (προγράμματος). ε. Ψυχαγωγικό τεχνικό παίγνιο είναι εκείνο του οποίου το αποτέλεσμα εξαρτάται αποκλειστικά από την τεχνική ή πνευματική ικανότητα του παίκτη και η διενέργειά του έχει αποκλειστικά ψυχαγωγικό σκοπό. Στην κατηγορία των ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων εντάσσονται και όσα παίγνια με παιγνιόχαρτα χαρακτηρίστηκαν ως "τεχνικά παίγνια" με βάση τις διατάξεις του β.δ. 29/1971 (ΦΕΚ 21 Α`)". Στο δε άρθρο 2 ορίζεται ότι: "1. Απαγορεύεται η διεξαγωγή των υπό στοιχεία β, γ και δ του άρθρου 1 παιγνίων περιλαμβανομένων και των υπολογιστών σε δημόσια γενικά κέντρα, όπως ξενοδοχεία, καφενεία, αίθουσες αναγνωρισμένων σωματείων κάθε φύσης, και σε κάθε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο. Επίσης απαγορεύεται η εγκατάσταση των παιγνίων αυτών. 2. Στα μηχανικά διεξαγόμενα παίγνια επιτρέπεται μόνο η διενέργεια ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων όπως ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο. Στα παίγνια αυτά δεν επιτρέπεται να συνομολογηθεί στοίχημα μεταξύ οποιωνδήποτε προσώπων ή να αποδοθεί οποιασδήποτε μορφής οικονομικό όφελος στον παίκτη. Η συνομολόγηση στοιχήματος ή η απόδοση οικονομικού οφέλους στον παίκτη επιφέρει τις συνέπειες των άρθρων 4 και 5". Επίσης, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του ιδίου νόμου, "τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 5.000 ευρώ όσοι εκμεταλλεύονται ή διευθύνουν κέντρα ή άλλους χώρους της παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, στα οποία διενεργούνται ή εγκαθίστανται παίγνια απαγορευμένα κατά τις διατάξεις των προηγουμένων άρθρων. Σε περίπτωση υποτροπής τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και με χρηματική ποινή από είκοσι πέντε έως εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ. Το δικαστήριο διατάσσει και τη δήμευση των μηχανημάτων παιγνίων". Κατά δε την παρ. 2 του αυτού άρθρου 4, "οι διατάξεις της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1, η παράγραφος 3 και η παράγραφος 4 του άρθρου 7 του κωδικοποιημένου β.δ. 29/1971 εφαρμόζονται αναλόγως". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι αυτές αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων που δημιουργεί ο εθισμός στα παίγνια και των φαινομένων παρανόμου πλουτισμού. Έτσι, η διενέργεια ψυχαγωγικών παιγνίων δεν απαγορεύεται και αν ακόμη διεξάγονται σε καταστήματα διαδικτύου, μέσω του διαδικτύου, εφόσον δεν προκύπτει οικονομικό όφελος οποιασδήποτε μορφής υπέρ των παικτών, οιουδήποτε τρίτου, ή της επιχειρήσεως προσφοράς υπηρεσιών διαδικτύου, εκ της διενεργείας και μόνο των παιγνίων αυτών. Αντιθέτως, απαγορεύεται και τιμωρείται η διενέργεια τυχερών παιγνίων, και τέτοια θεωρούνται τα παίγνια των οποίων το αποτέλεσμα εξαρτάται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την τύχη, όπως και τα ψυχαγωγικά τεχνικά που παραλλάσσονται σε τυχερά ή για το αποτέλεσμά τους συνομολογείται στοίχημα μεταξύ οποιωνδήποτε προσώπων ή το αποτέλεσμά τους μπορεί να αποδώσει οποιασδήποτε μορφής οικονομικό όφελος στον παίκτη ή στον εκμεταλλευόμενο την επιχείρηση στην οποία διενεργούνται τέτοια παίγνια. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το όλο περιεχόμενο του νόμου, σκοπός του είναι ο αποτελεσματικός αποκλεισμός της παράνομης διενέργειας τυχερών παιγνιδιών, του κοινώς λεγόμενου ''τζόγου'', και των παράνομων εσόδων που αυτή αποφέρει και, συνακόλουθα, η επίλυση των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων που δημιουργεί. Εκείνο που κολάζει ο νόμος, απειλώντας ποινικές (άρθρο 4) και διοικητικές (άρθρο 5) κυρώσεις, είναι η διενέργεια, μέσω των ανωτέρω μηχανημάτων ή μηχανισμών ή Η/Υ, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, παιγνίων τυχερών, κατά την ανωτέρω έννοια, στα οποία παίζονται χρηματικά ποσά και από τα οποία αποκομίζουν μεγάλα κέρδη οι επιτρέποντες στις οικείες επιχειρήσεις τους τη διενέργεια τέτοιων παιγνίων. Οι ποινικές κυρώσεις που απειλούνται στρέφονται μόνον εναντίον όσων επιτρέπουν στα ως άνω μηχανήματα, μηχανισμούς και Η/Υ τη διενέργεια τυχερών παιγνίων, στα οποία διακυβεύονται χρηματικά ποσά και όχι τη διενέργεια των ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων, εκείνων δηλ. των οποίων το αποτέλεσμα εξαρτάται αποκλειστικά από την τεχνική και πνευματική ικανότητα του παίκτη και η διενέργειά τους έχει αποκλειστικό και μόνον ψυχαγωγικό σκοπό και δεν απαγορεύεται και στα δημόσια κέντρα (καφενεία κ.λπ.) και όταν ακόμη διεξάγονται με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τους οποίους μπορούν να εγκαταστήσουν οι ιδιοκτήτες τους, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν συνομολογούνται στοιχήματα μεταξύ των οποιωνδήποτε προσώπων και δεν γίνονται τα παίγνια αυτά με τέτοιο τρόπο και με σκοπό αποδόσεως οποιουδήποτε οικονομικού οφέλους του καταστηματάρχη ή του παίκτη. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή είναι σύμφωνη και με τον ανωτέρω σκοπό του Νομοθέτη που, όπως λέχθηκε, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ήθελε και επιδίωξε να πατάξει τις μορφές εκείνες των παιγνίων, οι οποίες συνδέονται με την επίτευξη οικονομικών αποτελεσμάτων που οδηγούν στην ψυχική υποδούλωση και την οικονομική καταστροφή των παικτών, πράγμα που προκύπτει και από τη σχετική αιτιολογική έκθεση του νόμου. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 δ, 2 και 4 του Ν. 3037/2002, κατά το σκέλος που προβλέπουν και τιμωρούν την εγκατάσταση και διεξαγωγή ηλεκτρονικά διεξαγόμενων τυχερών παιγνίων με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση περί της οποίας έκρινε, κατά τα κατωτέρω, το ΔΕΚ, αφού με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι παραβιάσθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία οι κατωτέρω διατάξεις του Κοινοτικού Δικαίου, με την θεσπισθείσα από τον Ν. 3037/2002 απαγόρευση εγκαταστάσεως και λειτουργίας όλων των ηλεκτρικών, ηλεκτρομηχανικών, ηλεκτρονικών παιγνίων, συμπεριλαμβανομένων όλων των παιγνίων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σε κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, εκτός των καζίνων και όχι ότι δεν μπορούν να κηρυχθούν ένοχοι και να τους επιβληθούν οι ανωτέρω ποινές σε περίπτωση που επέτρεψαν στα μηχανήματα αυτά την διενέργεια τυχερών παιγνίων. Υπέρ τούτου συνηγορεί το ότι, προκειμένου περί των τυχερών παιγνίων, με την άσκηση των οποίων επιδιώκεται, αμέσως ή εμμέσως, ο προσπορισμός χρηματικού κέρδους, έχει κριθεί από το ΔΕΚ (αποφάσεις της 24.3.1994, C-275/92, Schindler, Συλλογή 1994, σ. I-1039, σκέψεις 58 επόμ., της 21.9.1999, C-124/97, Lαuder κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I-6067, σκέψεις 13 και 33, καθώς και της 11.9.2003, C-6/01, Association Nacional de Operadores de ... κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I-8621, σκέψεις 73 επόμ.) ότι υφίστανται επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος, συνδεόμενοι με την προστασία των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως, που μπορούν, επιτρεπτώς, να καταστήσουν δυνατό τον εκ μέρους των εθνικών νομοθεσιών περιορισμό, ή ακόμη και την απαγόρευση, της ασκήσεώς τους και την αποφυγή, με αυτόν τον τρόπο, του ενδεχομένου να αποτελέσουν πηγή ατομικού οφέλους. Και τούτο διότι τα εν λόγω παίγνια ενέχουν υψηλό κίνδυνο διαπράξεως εγκλημάτων και απάτης, αλλά και συνιστούν ενθάρρυνση της σπατάλης, η οποία μπορεί να έχει επιβλαβείς συνέπειες επί ατομικού και κοινωνικού επιπέδου (ΣτΕ 2144/2009, όπου και οι ανωτέρω παραπομπές). Όλες τις ανωτέρω άκρως επιζήμιες για το κοινωνικό σύνολο συνέπειες επιχειρεί να αποτρέψει ο νομοθέτης με τη θέσπιση της απαγορεύσεως διενέργειας τυχερών παιγνίων και με την ποινικοποίηση της συμπεριφοράς εκείνου, ο οποίος επιτρέπει, με σκοπό το ατομικό του οικονομικό όφελος, τη διενέργεια αυτών. Πάντως, η διενέργεια τέτοιων παιγνίων είναι αξιόποινη, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 ΒΔ 29/71, που δεν καταργήθηκε από το άρθρο 10 του Ν. 3037/2002. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 46 §1 εδ. β' ΠΚ, προκύπτει ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, απαιτείται παροχή άμεσης συνδρομής από το συνεργό κατά τη διάρκεια της κύριας πράξεως και κατά την εκτέλεση αυτής από τον αυτουργό, έτσι ώστε, χωρίς τη συνδρομή εκείνου, να μην ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέσθηκε.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες την από αυτούς Χ2 παραβάσεως των άρθρων 1 δ, 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 ν. 3037/2002, τον δε Χ1 άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή, και τους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως 3 μηνών, ανασταλείσα, και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ τον καθένα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, μετά την παράθεση νομικής σκέψεως, τα εξής: "...αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η δεύτερη κατηγορουμένη Χ2 είχε στην ιδιοκτησία της και εκμεταλλευόταν εμπορικά η ίδια κατά το έτος 2004 το επί της οδού ... κατάστημα (INTERNET CAFE), με το διακριτικό τίτλο "...". Την 8.10.2003 αστυνομικοί επισκέφθηκαν το κατάστημα για να διενεργήσουν σχετικό έλεγχο. Από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος διηύθυνε την ημέρα εκείνη το κατάστημα, εργαζόμενος με σχέση εξαρτημένης εργασίας ως υπάλληλος. Υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, είχε μεταξύ άλλων θέσει σε λειτουργία εντός του ως άνω καταστήματος που διηύθυνε έναν (1) ηλεκτρονικό υπολογιστή, τον οποίο είχε εγκαταστήσει η δεύτερη κατηγορουμένη στον οποίο παιζόταν από έναν θαμώνα το τυχηρό παίγνιο "φρουτάκια". Ειδικότερα ο παίκτης κατέβαλε στον πρώτο κατηγορούμενο, που ενεργούσε κατ' εντολή και για λογαριασμό της δεύτερης κατηγορουμένης, ένα χρηματικό ποσό και αυτός του διέθετε αντίστοιχες με τα καταβληθέντα χρήματα μονάδες καταχωρημένες στον υπολογιστή, για να παίξει το παιχνίδι. Ο παίκτης έπαιζε το παιχνίδι πατώντας ένα κουμπί του υπολογιστή και με κάθε πάτημα εμφανίζονταν στην οθόνη φρουτάκια-ζωάκια ανά τρία στη σειρά. Στόχος του παίκτη ήταν να επιτευχθεί τρίλιζα, δηλαδή να εμφανιστούν στην οθόνη του υπολογιστή τρία όμοια ζωάκια ή φρουτάκια στην ίδια σειρά κάθετα, οριζόντια ή διαγώνια. Τότε ο παίκτης κέρδιζε τα συμφωνημένα χρήματα. Αν μετά από κάθε κτύπημα δεν εμφανιζόταν τρίλιζα μειωνόταν ο αριθμός των μονάδων με τις οποίες είχε πιστωθεί ο παίκτης καταβάλλοντας τα χρήματα και όταν οι μονάδες μηδενίζονταν ο παίκτης είχε χάσει τα χρήματα που διέθεσε. Το αποτέλεσμα του παιγνίου, το οποίο διεξάγεται στους υπολογιστές που διαθέτουν ανάλογο λογισμικό, όπως οι ως άνω που είχε εγκαταστήσει ο κατηγορούμενος στο κατάστημα του, εξαρτάται αποκλειστικά από την τύχη, χωρίς ο παίκτης να μπορεί να επιτύχει με τη δική του ικανότητα το αποτέλεσμα που θα ήθελε. Μόλις έγινε αντιληπτή από τον πρώτο κατηγορούμενο η παρουσία των αστυνομικών με τον κεντρικό υπολογιστή, που ήταν συνδεδεμένοι όλοι οι υπολογιστές, έκλεισε την οθόνη του υπολογιστή στον οποίο διεξαγόταν από τον θαμώνα το ως άνω τυχηρό παίγνιο, πιστεύοντας ότι δεν θα μπορέσουν οι αστυνομικοί να διαπιστώσουν τη διεξαγωγή του απαγορευμένου αυτού παιγνίου, ενώ ο θαμώνας - παίκτης αποχώρησε από το κατάστημα. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι η δεύτερη ως αυτουργός και ο πρώτος ως άμεσος συνεργός της διεξαγωγής τυχηρών παιγνίων. Οι κατηγορούμενοι προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι οι ως άνω διατάξεις του Ν. 3037/2002 έρχονται σε αντίθεση προς τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, "όπως κρίθηκε με την Ο-65/05 απόφαση του ΔΕΚ από 26.10.2006, κατά την οποία, εκδοθείσα επί προσφυγής της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελλάδος,... ". Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι η πιο πάνω Ο-65/05 απόφαση του ΔΕΚ, δεν έρχεται σε αντίθεση με τις συγκεκριμένες ποινικές διατάξεις για τις οποίες κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, και οι οποίες αφορούν τη διενέργεια, δια μέσου ηλεκτρονικών υπολογιστών, τυχηρών παιγνίων, δεδομένου ότι η διενέργεια τέτοιων παιγνίων είναι αξιόποινη σε κάθε περίπτωση και όχι μόνο όταν αυτή τελείται μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 ΒΔ 19/1971 (ΑΠ 1547/2009). Άλλωστε κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εθνική ρύθμιση που περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων δεν είναι απαραιτήτως αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο, εάν μπορεί να δικαιολογηθεί από κάποιον από τους λόγους γενικού συμφέροντος που απαριθμούνται στο άρθρο 30 της Συνθήκης ή από άλλη επιτακτική ανάγκη, εφ` όσον πάντως η εθνική ρύθμιση εφαρμόζεται αδιακρίτως και είναι αφενός κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αφετέρου ανάλογη, δηλαδή δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου βαθμού για την επίτευξη του σκοπού τούτου (βλ....). Ειδικώς προκειμένου περί των τυχερών παιγνίων, με την άσκηση των οποίων επιδιώκεται, αμέσως ή εμμέσως, ο προσπορισμός χρηματικού κέρδους, έχει κριθεί από το Δ.Ε.Κ. (...) ότι λογίζονται ως επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος, οι συνδεόμενοι με την προστασία των καταναλωτών και με την προστασία της κοινωνικής τάξεως, που μπορούν επιτρεπτώς να καταστήσουν δυνατό τον εκ μέρους των εθνικών νομοθεσιών περιορισμό, ή ακόμη και την απαγόρευση, της ασκήσεως τους και την αποφυγή, με αυτόν τον τρόπο, του ενδεχομένου να αποτελέσουν πηγή ατομικού οφέλους. Και τούτο διότι τα εν λόγω παίγνια ενέχουν υψηλό κίνδυνο διαπράξεως εγκλημάτων και απάτης, αλλά και συνιστούν ενθάρρυνση της σπατάλης, η οποία μπορεί να έχει επιβλαβείς συνέπειες επί ατομικού και κοινωνικού επιπέδου...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, η Χ2 ως αυτουργός και ο Χ1 ως άμεσος συνεργός, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1 δ, 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 ν. 3037/2002 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 εδ. α και 7§1 εδ. α β.δ. 29/1971 και 46§1 β ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, παρατίθεται στην απόφαση ότι η αναιρεσείουσα Χ2 ήταν ιδιοκτήτρια του ως άνω καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, το οποίο και εκμεταλλευόταν, και ότι όχι μόνο εγκατέστησε πρόγραμμα ηλεκτρονικών παιγνίων στον αναφερόμενο Η/Υ, ο οποίος ήταν συνδεδεμένος με κεντρικό υπολογιστή ελεγχόμενο, αλλά και διεξήγαγε τυχερά παίγνια δια του προγράμματος αυτού, ενώ ο αναιρεσείων Χ1, διευθυντής του αυτού καταστήματος, παρέσχε σ` αυτήν άμεση συνδρομή κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της εν λόγω αξιόποινης πράξεως, συνισταμένη στο ότι, ενεργώντας κατ` εντολή και για λογαριασμό της πρώτης, λάμβανε από τους παίκτες (και μάλιστα από το θαμώνα που βρέθηκε να παίζει κατά την ώρα του ελέγχου) ένα χρηματικό ποσό και τους διέθετε αντίστοιχες μονάδες καταχωρημένες στον Η/Υ, για να παίξουν, περίπτωση, η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν εμπίπτει στην απαγόρευση περί της οποίας έκρινε το ΔΕΚ. Ακόμη, ορθά απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων ότι κρίθηκε από το ΔΕΚ ότι οι ανωτέρω διατάξεις αντιβαίνουν στο κοινοτικό δίκαιο. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Ε ΚΠοινΔ, πέμπτος λόγος των αιτήσεων, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, οι οποίες αντίκεινται στο Κοινοτικό Δίκαιο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Ο δεύτερος, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ, λόγος της αιτήσεως της αναιρεσείουσας Χ2, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, συνισταμένη στο ότι α. η έννοια της εκμεταλλεύσεως του καταστήματος από αυτήν είναι αναιτιολόγητη, ενώ η αναφορά της αποφάσεως σε "ιδιοκτήτρια" είναι αδιάφορη και β. υπάρχει αντίφαση μεταξύ σκεπτικού, στο οποίο αναφέρεται ότι είχε αυτή απλώς εγκαταστήσει τον Η/Υ στο κατάστημά της και τον είχε θέσει σε λειτουργία ο συγκατηγορούμενός της, και διατακτικού, στο οποίο αναφέρεται ότι η ίδια είχε εγκαταστήσει και θέσει σε λειτουργία των Η/Υ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί α. από το ότι η αναιρεσείουσα αναφέρεται ως ιδιοκτήτρια - εκμεταλλεύτρια του καταστήματος δεν γεννάται καμιά αντίφαση, εφόσον το γεγονός ότι αυτή ήταν ιδιοκτήτρια δεν αποκλείει το ότι είχε και την εκμετάλλευση του κέντρου, αυτή δε καταδικάσθηκε με την ιδιότητα της εκμεταλλευόμενης το κέντρο, η ιδιότητα δε της ιδιοκτήτριας προστίθεται για να τονίσει τον άμεσο σύνδεσμο και το ενδιαφέρον της για τη λειτουργία και την εκμετάλλευση αυτού, ενώ το γεγονός ότι αυτή το εκμεταλλευόταν προκύπτει από την παραδοχή ότι ο συγκατηγορούμενός της ενεργούσε κατ` εντολήν και για λογαριασμό της και β. δεν υπάρχει καμιά αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού, εφόσον, ο συγκατηγορούμενος της αναιρεσείουσας είχε θέσει σε λειτουργία τον Η/Υ, κατ` εντολήν, όμως, και για λογαριασμό της ιδίας.
Ο τρίτος, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ, λόγος της αιτήσεως της αυτής αναιρεσείουσας, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, συνισταμένη στο ότι α. δεν προσδιορίζεται 1. αν αυτή είχε εγκαταστήσει στους Η/Υ και το λογισμικό για τη διενέργεια των παιγνίων, ή η διενέργεια γινόταν μέσω διαδικτύου, με την κατά οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή και γνώση της και 2. το ύψος του οικονομικού ανταλλάγματος που υπήρχε ούτε αιτιολογείται ο δόλος, η γνώση και η συμμετοχή της και β. υπάρχει αντίφαση μεταξύ σκεπτικού, στο οποίο αναφέρεται ότι ο αστυνομικός έλεγχος διενεργήθηκε στις 8.10.2003, και διατακτικού, στο οποίο αναφέρεται ως χρόνος τελέσεως της πράξεως η 22.4.2004, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Διότι τα υπό στοιχ. α στοιχεία δεν απαιτούνται για την πληρότητα της αιτιολογίας, δεδομένου και του ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, εφόσον, στην προκειμένη περίπτωση, ο νόμος δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο (γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπό επελεύσεως ορισμένου αποτελέσματος). Η δε διαφορά της ημερομηνίας μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού, οφειλομένη σε φανερή παραδρομή, δεν ασκεί επιρροή, αφού δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής της πράξεως. Πάντως, από το σύνολο των παραδοχών της αποφάσεως συνάγεται ότι το Τριμελές Εφετείο δέχθηκε ότι ο αστυνομικός έλεγχος έγινε στις 22.4.2004, πράγμα που δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της υπ` αριθ. 4115/2006 αποφάσεώς του.
Ο δεύτερος, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ, λόγος της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Χ1, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, συνισταμένη στο ότι α. δεν αιτιολογούνται οι έννοιες της διευθύνσεως και εκμεταλλεύσεως του καταστήματος από αυτόν, οι οποίες αρμόζουν στον αυτουργό της πράξεως και β. υπάρχει αντίφαση μεταξύ σκεπτικού, όπου γίνεται δεκτό ότι αυτός διηύθυνε το κατάστημα, και διατακτικού, όπου κηρύχθηκε αυτός ένοχος ως άμεσος συνεργός, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι ο αναιρεσείων δεν εκμεταλλευόταν ο ίδιος το κατάστημα, αλλά εργαζόταν σ` αυτό, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, και το διηύθυνε, κατά την ημέρα του ελέγχου, η δε άμεση συνδρομή που παρέσχε στη συγκατηγορουμένη του (και εκμεταλλεύτρια του καταστήματος) συνίστατο στο ότι αυτός, ενεργώντας κατ` εντολή και για λογαριασμό της, είχε θέσει σε λειτουργία τον Η/Υ, έλαβε τα χρήματα από τον παίκτη και του διέθετε αντίστοιχες μονάδες.
Ο τρίτος, από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ, λόγος της αιτήσεως του αυτού αναιρεσείοντος, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, συνισταμένη στο ότι α. δεν προσδιορίζεται αν αυτός, που, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, εργαζόταν με σχέση εξαρτημένης εργασίας ως υπάλληλος, ήταν εκμεταλλευτής του καταστήματος, δηλ. το πρόσωπο που αποκόμιζε για ίδιο όφελος τα οικονομικά ανταλλάγματα από τα παίγνια, ή ήταν η συγκατηγορουμένη του ή αμφότεροι και β. υπάρχει αντίφαση μεταξύ σκεπτικού, στο οποίο αναφέρεται ότι ο αστυνομικός έλεγχος διενεργήθηκε στις 8.10.2003, και διατακτικού, στο οποίο αναφέρεται ως χρόνος τελέσεως της πράξεως η 22.4.2004, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Διότι, ως προς το υπό στοιχ. α σκέλος, το Δικαστήριο της ουσίας δέχεται σαφώς, όπως ήδη έχει εκτεθεί, ότι η αναιρεσείουσα Χ2 εκμεταλλευόταν το κατάστημα, ενώ ο αναιρεσείων Χ1 ενεργούσε κατ` εντολήν και για λογαριασμό αυτής. Όσον αφορά το υπό στοιχ. β σκέλος, ισχύουν τα αναφερόμενα στη σκέψη, με την οποία απορρίφθηκε ο όμοιος λόγος της ομοδίκου του.
Με τον τέταρτο, από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Ε και Η ΚΠοινΔ, λόγο των αιτήσεων, οι αναιρεσείοντες πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, άλλως για υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένη στο ότι, ενώ ασκήθηκε κατ` αυτών ποινική δίωξη μόνο για παράβαση των διατάξεων του ν. 3037/2002, για την οποία καταδικάσθηκαν πρωτοδίκως, εν τούτοις το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εφάρμοσε και τις διατάξεις των άρθρων 1 και 7 του β.δ. 29/1971. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, γιατί οι αναιρεσείοντες δεν καταδικάσθηκαν για παράβαση του β. δ. 29/1971, αλλά οι διατάξεις των άρθρων 1 εδ. α και 7 §1 εδ. α αυτού αναφέρονται σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 1 δ, 2 §1 και 4 §1 α του ν. 3037/2002, αφού σ' αυτές, εφαρμοζόμενες αναλόγως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, παραπέμπουν οι διατάξεις του τελευταίου.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στα πρακτικά της αποφάσεως δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, είναι, όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώστηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει η ίδια ως άνω ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικάσαν Εφετείο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής των αναιρεσειόντων, περιλαμβάνονται και μια έκθεση σύλληψης, μια έκθεση κατάσχεσης και μια έκθεση κατάσχεσης και απόδοσης υπό μεσεγγύηση. Με την εν λόγω αναφορά των εγγράφων αυτών επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, ούτε αναφορά του περιεχομένου τους, αφού με την ανάγνωση του κειμένου τους κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στους αναιρεσείοντες, οπότε αυτοί είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο προσδιορισμού του εγγράφου στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως προαναφέρθηκε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη, ενώ τα ως άνω έγγραφα ήταν τα μοναδικά και καμιά αμφιβολία δεν γεννάται ότι αφορούν τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους και ότι κατασχέθηκε οι υπολογιστής που είναι αντικείμενο του εγκλήματος (του οποίου, άλλωστε, διατάχθηκε η δήμευση). Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Α και Δ ΚΠοινΔ, λόγος των αιτήσεων, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στην παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων από την ανάγνωση των παραπάνω εγγράφων, των οποίων δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα, άλλως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες αιτήσεις και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις υπ' αριθ. 9/15.3.2009 και 10/15.3.2009 αιτήσεις του Χ1 και της Χ2, αντιστοίχως, για αναίρεση της υπ' αριθ. 5412/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις αιτήσεις. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Οκτωβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Νοεμβρίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή