Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Αναίρεση μερική, Ηθική αυτουργία, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συναυτουργία.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονία με πρόθεση από κοινού και πρόκληση σε εκτέλεση κακουργήματος. Στοιχεία εγκλημάτων. Απόρριψη λόγου αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Αυτοτελείς ισχυρισμοί περί συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 36 ΠΚ και των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 §2 περ. α', γ' και ε' ΠΚ. Παραδοχή λόγου αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τις περ. γ' και ε', αναίρεση κατά τούτο και ως προς τις διατάξεις περί επιβολής ποινής και καθορισμού συνολικής ποινής και απόρριψη της αιτήσεως ως προς τους λοιπούς ισχυρισμούς. Τι πρέπει να διαλαμβάνει ο από το άρθρο 510 §1 περ. Ε' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για να είναι ορισμένος. Απόρριψη λόγου περί εσφαλμένης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 84 § 2 ΠΚ ως αορίστου. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.
Αριθμός 842/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στις Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Διαμαντή, περί αναιρέσεως της 119-121/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1) Ψ1, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φώτιο Κρεμμύδα και 2) Ψ2, κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25.9.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1428/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των παρισταμένων διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, "με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης· επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα αυτά περιστατικά και τα αποδέχεται". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση προϋποθέτει αντικειμενικά μεν την αφαίρεση ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή και ακόμη με την παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο και υποκειμενικά δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, που συνίσταται ο μεν άμεσος στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της θανάτωσης του άλλου, ο δε ενδεχόμενος στην αποδοχή του ενδεχομένου αποτελέσματος της θανάτωσης του άλλου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν, αντικειμενικώς: α)πρόκληση στον αυτουργό της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως, με συμβουλή, απειλή, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή άλλων ανταλλαγμάτων, με πρόκληση ή εκμετάλλευση οιασδήποτε πλάνης, με πειθώ ή φορτικότητα κ.λπ., αρκεί το μέσο που χρησιμοποιήθηκε να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη και β) διάπραξη από τον αυτουργό της πράξης αυτής ή επιχείρηση από αυτόν πράξης που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς της, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει: α) συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παρήγαγε στον αυτουργό την ειρημένη απόφαση και β) συνείδηση της ορισμένης πράξης, στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 186§1 ΠΚ, "όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο κακούργημα, καθώς και όποιος προσφέρεται ή αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών".Για τη στοιχειοθέτηση του υπό της ανωτέρω διατάξεως προβλεπομένου ιδιωνύμου (έναντι των περί ηθικής αυτουργίας διατάξεων) και υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος απαιτείται η, με οποιονδήποτε τρόπο, πρόκληση ή παρότρυνση κάποιου να διαπράξει ένα κακούργημα. Η πρόκληση αποτελεί δήλωση του δράστη με την οποία επιζητείται να πεισθεί έτερο πρόσωπο για τη διάπραξη ενός κακουργήματος, ενώ παρότρυνση είναι απλώς η προσπάθεια επίδρασης επί της βουλήσεως ετέρου, προκειμένου αυτός να τελέσει ένα κακούργημα. Η πρόκληση δύναται να λάβει τη μορφή συμβουλής, διαταγής, απειλής κ.λπ., ενώ η παρότρυνση δύναται να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως π.χ. με ενθάρρυνση, υποδείξεις, συστάσεις, συμβουλές κ.λπ. Τετελεσμένο είναι το έγκλημα άμα τη προκλήσει ή τη παροτρύνσει, έστω και αν αυτές έμειναν χωρίς αποτέλεσμα, δηλ. άμα ο προκαλούμενος λάβει γνώση της προκλήσεως ή παροτρύνσεως προς τέλεση του κακουργήματος. Η πρόκληση ή παρότρυνση τιμωρείται ακόμη και αν ο προσκαλούμενος δεν ανταποκριθεί καν σε αυτή, δηλ. ακόμη και αν την απορρίψει αμέσως. Η διάταξη του άρθρου 186 παρ. 1 ενεργοποιείται τότε μόνον, όταν ο δράστης δεν προχώρησε στην τέλεση της άδικης πράξης ή στην αρχή εκτέλεσης αυτής, καθόσον, εάν έλαβε χώραν το τελευταίο, έχουν εφαρμογή οι περί ηθικής αυτουργίας διατάξεις. Είναι προφανές ότι με την ανωτέρω διάταξη καλύπτονται κατ' ουσίαν οι περιπτώσεις της απόπειρας ηθικής αυτουργίας, οι οποίες δεν τιμωρούνται με τις γενικές περί συμμετοχής διατάξεις. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 119 - 121/2008 απόφασή του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ηθικής αυτουργίας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση από κοινού και πρόκληση σε εκτέλεση κακουργήματος και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή ισόβιας καθείρξεως και φυλακίσεως 3 ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν ΜΟΕ, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα του μηνός Απριλίου και το πρώτο δωδεκαήμερο του Μαΐου 2001, επιδιώκοντας τον θάνατο του ΑΑ, ως εκδίκηση για τον θάνατο εξ αμελείας, που αυτός επέφερε, την 3.10.1996 σε τροχαίο ατύχημα στον ηλικίας τότε 16 ετών μοναχογιό του, ΒΒ, αφού ήλθε σε επικοινωνία με ομάδα Αλβανών υπηκόων (ΓΓ, ΔΔ & ΕΕ) δολίως παρότρυνε αυτούς να τελέσουν το έγκλημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, σε βάρος του ως άνω (ΑΑ), ετών 29 τότε, με την υπόσχεση καταβολής στην ομάδα χρηματικού ποσού 21 εκ. δρχ. περίπου, που αναλήφθηκε πράγματι από την Τράπεζα σε δύο δόσεις (10 εκ και 11 εκ δρχ.). Από το ποσό αυτό κατέβαλε στους πιο πάνω Αλβανούς, ως προκαταβολή το ποσό του 1.250.000 δρχ., που εμμέσως πλην σαφώς δέχεται και ο κατηγορούμενος, με την προσθήκη ότι τάχα το ποσό αυτό, για την εμπλοκή του ως άνω προσώπου (ΑΑ) από την ίδια ομάδα σε υπόθεση ναρκωτικών ουσιών, ισχυρισμός αβάσιμος ως προκύπτει και από την ίδια απολογία του κατηγορουμένου και έτσι με την φυλάκιση του ως άνω θύματος να υλοποιηθεί η δική του εκδίκηση προς το πρόσωπό του. Όμως η ομάδα αυτή των Αλβανών μεταπεισθείσα εξ ιδίων, άλλαξε γνώμη και δεν εκτέλεσε το έγκλημα της ανθρωποκτονίας. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από Μαΐου 2001 μέχρι 3-1-2002 σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, σε επικοινωνία που είχε με άλλους Αλβανούς, ως ΣΤ, ΔΔ, ΖΖ, ΗΗ και ΘΘ), τους οποίους γνώρισε μέσω κάποιου εξ αυτών (ως ΓΓ) σε τηλεφωνικές επαφές μ` αυτούς, συχνές κατά το χρονικό διάστημα από 5.12.2001 έως 3.1.2002, χωρίς να δίδει πειστική εξήγηση ο κατηγορούμενος, γιατί επικοινωνούσε μαζί τους τόσο συχνά, τηλεφωνικά, πολλές φορές με ιδιαίτερες προφυλάξεις (με τηλεκάρτες) αφού δεν απασχολούσε ούτε στο μηχανουργείο του ούτε στα χωράφια του και δεν υπήρχε δικαιολογητικός άλλος λόγος να έχει τα ονόματα και τα τηλέφωνα τους στην κατοικία του, στο χωριό ..., υποσχόμενος και αυτός το σημαντικό ποσό των 18 εκ δρχ., που αναλήφθηκε με πειθώ και φορτικότητα τους προκάλεσε την απόφαση να τελέσουν το έγκλημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε βάρος του ΑΑ, για λόγους εκδικήσεως, όπως προεκτέθηκε, για τον θάνατο του γιου του ΒΒ, πράξη που φέρονται ότι εκτέλεσαν, την 3.1.2002 οι ΣΤ, ΚΚ και ΖΖ με την απλή συνεργεία των ΗΗ και ΘΘ. Ο κατηγορούμενος έγινε αντιληπτός στο παρελθόν να παρακολουθεί τόσο την κατοικία του θύματος όσο και την "πιάτσα" των ΤΑΧΙ όπου εργαζόταν, ως οδηγός ταξί, το θύμα. Στις πολιτικές και ποινικές δίκες για την ανθρωποκτονία από αμέλεια του ανηλίκου ΒΒ ο κατηγορούμενος επέδειξε απειλητική συμπεριφορά σε βάρος του ΑΑ, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να αναγκασθεί να εγκαταλείψει το ... και εγκατασταθεί στην πόλη της ... ύστερα και από τις συμβουλές συγγενών και φίλων του που ανησυχούσαν για τη ζωή του. Στη ... αρχικά εργάσθηκε ως σερβιτόρος στην ταβέρνα "...", έπειτα άνοιξε μόνος του, κατάστημα χαρτικών και απορρυπαντικών, επί της οδού ... και από τον μήνα Οκτώβριο 2001 εργαζόταν ως οδηγός ταξί. Ο κατηγορούμενος οδήγησε στο παραπάνω κατάστημα τους Αλβανούς της πρώτης ομάδας και αφού έδωσε στον ΓΓ το ποσό των 50.000 δρχ. τους συνέστησε να μπουν στο κατάστημα του θύματος ως πελάτες και να γνωρίσουν τον ΑΑ. Το βράδυ του εγκλήματος, μέχρι τις 23.00 ώρας της 2.1.2002 απουσίαζε ο κατηγορούμενος της κατοικίας του ενώ όταν την 12.7.2002 εντοπίσθηκαν και εξετάσθηκαν στη ... η σύζυγος, η αδελφή και ο γαμπρός του ΗΗ (απλός συνεργός) με τον οποίο ο κατηγορούμενος μιλούσε με τηλεκάρτες, την επομένη η σύζυγος του ΗΗ αναχώρησε βιαστικά για την Αλβανία και δεν επανήλθε στην Ελλάδα. Μετά την πράξη -θάνατο του ΑΑ- πρέπει να σημειωθεί ότι άλλαξε η συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ο οποίος ευπρεπίσθηκε και άρχισε κοινωνικές επαφές ενώ πριν παρέμεινε σιωπηλός, πενθώντας τον χαμό του γιου του, απείχε συνειδητά από οποιαδήποτε κοινωνική εκδήλωση και δεν πήγε, μεταξύ άλλων και στον γάμο της ανεψιάς του. Οι ως άνω δράστες, μεταξύ των ωρών 01.30 και 02.30, αφού παρέσυραν το θύμα, οδηγό του υπ' αριθμ. Τ-... Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου, στην ερημική τοποθεσία της συμβολής των οδών ... - ..., το πυροβόλησαν δυο φορές στο κεφάλι, τον τραυμάτισαν θανάσιμα και έτσι επήλθε ο θάνατος του ΑΑ. Βέβαια ο κατηγορούμενος αρνείται τις πράξεις του στον θάνατο του τελευταίου αλλά τα ανωτέρω αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά οδηγούν την κρίση του Δικαστηρίου ότι ο ίδιος είναι ο ένοχος. Ενισχυτικά της κρίσεως του Δικαστηρίου πραγματικά γεγονότα που προκύπτουν από τις καταθέσεις των μαρτύρων (κατηγορίας, υπερασπίσεως) όλων των εγγράφων και την απολογία του κατηγορουμένου, αυτοπροσώπως στο Δικαστήριο είναι, μεταξύ άλλων ένα φύλλο επιτραπέζιου ημερολογίου, στο οποίο ήταν γραμμένα τα τηλέφωνα του ΓΓ (...) ... (ΕΕ), ΔΔ, ύστερα δε από νομότυπη άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, στις τηλεκάρτες και τους αριθμούς των κινητών των εμπλεκομένων προσώπων, εκ των οποίων αποδεικνύεται, εκτός πάσης αμφιβολίας η συνομιλία του κατηγορουμένου με τους Αλβανούς της δευτέρας ομάδος. Έτσι ο κατηγορούμενος πρέπει, ομόφωνα να κηρυχθεί ένοχος της προκλήσεως σε εκτέλεση κακουργήματος και της ηθικής αυτουργίας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, από κοινού και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση". Με αυτά που δέχθηκε, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ηθικής αυτουργίας σε από κοινού ανθρωποκτονία με πρόθεση και της πρόκλησης σε εκτέλεση του κακουργήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, για τα οποία πρόκειται, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα: α) Ως προς την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην ανθρωποκτονία, εκτίθεται ο τρόπος με τον οποίο τελέσθηκε η ανθρωποκτονία του ΑΑ από τους ανωτέρω αλβανούς δράστες, καθώς και τα μέσα και ο τρόπος, με τον οποίο ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος προέτρεψε αυτούς να τελέσουν το έγκλημα και δη ότι τους προσέφερε χρήματα και τους οδήγησε στο κατάστημα του θύματος, παροτρύνοντάς τους να μπουν μέσα να το γνωρίσουν, ενώ είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον απλό συνεργό ΗΗ. Και β) ως προς την πράξη της προκλήσεως σε εκτέλεση κακουργήματος, εκτίθεται ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είχε παροτρύνει αλβανούς (άλλους από αυτούς που τέλεσαν την ανθρωποκτονία), με την υπόσχεση αμοιβής, έναντι της οποίας τους κατέβαλε και προκαταβολή, να φονεύσουν τον ως άνω ΑΑ, πλην το έγκλημα δεν τελέσθηκε τότε, γιατί οι αλβανοί, τους οποίους προκάλεσε ο κατηγορούμενος, δεν προχώρησαν στη διάπραξη αυτού. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510§1 περ. Δ' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από το ότι στο σκεπτικό αναγράφεται ότι ο αναιρεσείων κατέβαλε στους Αλβανούς, ως προκαταβολή, 1.250.000 δρχ., ενώ στο διατακτικό αναγράφεται ότι κατέβαλε 1.765.000 δρχ. δεν δημιουργείται ασάφεια, γιατί το ακριβές ύψος του ποσού που καταβλήθηκε δεν ασκεί καμιά επιρροή στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την ενοχή του κατηγορουμένου ούτε αποτελεί στοιχείο του εγκλήματος της προκλήσεως στη διάπραξη κακουργήματος. Ακόμη, δεν δημιουργείται ασάφεια από το ότι στο σκεπτικό αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος υποσχέθηκε στους αυτουργούς της ανθρωποκτονίας 18.000.000 δρχ., ενώ στο διατακτικό αναφέρεται ότι υποσχέθηκε αυτός σημαντικό οικονομικό αντάλλαγμα, αφού, πέραν του ότι το ακριβές ποσό που είχε συμφωνηθεί δεν είναι στοιχείο της υποστάσεως του εγκλήματος, το σκεπτικό και το διατακτικό της αποφάσεως, όπως αναφέρθηκε, αλληλοσυμπληρώνονται και ως σημαντικό οικονομικό αντάλλαγμα θεωρείται το άνω ποσό των 18.000.000 δρχ. Κατά συνέπειαν, οι σχετικές ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες.
Κατά το άρθρο 34 του ΠΚ, η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, κατά δε το άρθρο 36 παρ. 1 του ΠΚ, αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, υπό τον όρο διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών περιλαμβάνονται όλες οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοπάθειας υπό την ευρεία έννοια, ενώ υπό τον όρο διατάραξη της συνείδησης περιλαμβάνονται όλες οι ψυχικές διαταράξεις οι οποίες δεν πηγάζουν από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε ψυχικά υγιή άτομα και είναι πάντοτε παροδικές. Αν εξαιτίας μιας από τις ψυχικές αυτές καταστάσεις ο δράστης δεν είχε την ικανότητα ή είχε σημαντικά μειωθεί η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, δηλαδή να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο αυτό και να ενεργήσει λογικά, τότε στη μεν πρώτη περίπτωση η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη, στη δε δεύτερη επιβάλλεται μειωμένη ποινή. Περαιτέρω, ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α', γ' και ε', ήτοι α) το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, γ) το ότι ο υπαίτιος παρασύρθηκε στην πράξη από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη και ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Εξάλλου, η κατά τα προαναφερθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στον περί μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό (άρθρο 36 ΠΚ) ή ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 §2 ΠΚ αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ιδίου Κώδικα, υπό την προϋπόθεση της προβολής του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Όταν συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά μόνο, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, με αυτοτελείς ισχυρισμούς που κατέθεσαν οι συνήγοροί του εγγράφως και ανέπτυξαν και προφορικώς στο ακροατήριο, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 36 ΠΚ και οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84§2 περ. α', γ' και ε' ΠΚ. Ειδικότερα: α) Ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 36 ΠΚ ισχυρίστηκε ότι, μετά το θάνατο του γιού του ΒΒ, υπέστη έντονο ψυχικό κλονισμό, με αποτέλεσμα να έχει διαταραχθεί η συνείδησή του και να έχει μειωθεί η ικανότητά του προς καταλογισμό. Το ΜΟΕ απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την αιτιολογία ότι: "Εξ όλων των παραπάνω, ήδη αποδειχθέντων και μάλιστα εφόσον ο κατηγορούμενος ενήργησε ψύχραιμα, παρέμεινε ήρεμος και έδρασε με όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις που μαρτυρούν λογικό άνθρωπο χωρίς ο ίδιος (κατηγορούμενος) να βρισκόταν υπό καμία ψυχοπνευματική διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών". Η αιτιολογία αυτή είναι η απαιτούμενη για την απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού, αφού το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ενήργησε ψύχραιμα και με ηρεμία, λαμβάνοντας, μάλιστα, όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις, και ο περί του αντιθέτου, από το άρθρο 510§1 περ. Α' ΚΠΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, κατά το σημείο αυτό, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. β) Ως προς τη συνδρομή των στοιχείων του εδ. α' της παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, επικαλέσθηκε ότι, κατά κοινή παραδοχή όλων των μαρτύρων, υπήρξε πρότυπο κοινωνικού ατόμου, οικογενειάρχη και εντίμου επαγγελματία. Όμως, για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου δεν αρκεί ούτε το λευκό ποινικό μητρώο ούτε η εκ μέρους του υπαιτίου μέχρι τότε που τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά της εργασίας του προς εξασφάλιση των μέσων διαβιώσεως του ιδίου και των μελών της οικογενείας του, δοθέντος ότι για τη στοιχειοθέτηση του ελαφρυντικού αυτού απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση του εδ. α' της §2 του άρθρου 84 ΠΚ, ενώ ο αναιρεσείων δεν επικαλείται καθόλου στοιχεία προς θεμελίωσή του. Ο αυτοτελής, λοιπόν, ισχυρισμός αυτός ήταν αόριστος και, κατά συνέπειαν, το ΜΟΕ δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και να αιτιολογήσει, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, την απορριπτική επ` αυτού κρίση του. Παρά ταύτα, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την αιτιολογία ότι "κατά την πλειοψηφούσα γνώμη τεσσάρων μελών του Δικαστηρίου ούτε ο ισχυρισμός επί του άρθρου 84 § 2 α ΠΚ στηριζόμενος είναι βάσιμος και έτσι απορριπτέος εφόσον ο κατηγορούμενος επί έτη και για μεγάλο χρονικό διάστημα σχεδίαζε τον θάνατο του ΑΑ". Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 περ. Δ' ΚΠΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, κατά το σημείο με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Τέλος, ο αναιρεσείων, ως προς τη συνδρομή των στοιχείων του εδ. γ' της παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, επικαλέσθηκε ότι στην πράξη του παρασύρθηκε από οργή και βίαιη θλίψη που του προκάλεσε η πράξη του θανόντος, ορωμένη ιδίως υποκειμενικώς υπό τις προπεριγραφείσες συνθήκες διατάραξης της ισορροπίας του ψυχικού του κόσμου και της συνείδησής του περί του αδίκου, ενώ ως προς τη συνδρομή των στοιχείων του εδ. ε' της παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, επικαλέσθηκε ότι επί μακρό χρονικό διάστημα που παρέμεινε εκτός φυλακής πριν από την προφυλάκισή του (3.1.2002 - 22.3.2004), αλλά και εντός της φυλακής (από 22.3.2004 και εντεύθεν) επέδειξε άψογη συμπεριφορά, όπως δε προκύπτει από την έκθεση κοινωνικής έρευνας της Κοινωνικής Υπηρεσίας του Πρεβαντορίου Κρατουμένου Άμφισσας, εργαζόταν με ευεργετικό υπολογισμό ημερών εργασίας, αλλά ήταν από τους λίγους κρατουμένους που του επιτρέπονταν οι εργασίες στο εξωτερικό προαύλιο του Καταστήματος "λόγω της συγκρότησης και της σταθερότητας του χαρακτήρος του", ήταν δε "πάντα πρόθυμος στις εντολές της Υπηρεσίας", με την Κοινωνική Υπηρεσία ήταν "πολύ συνεργάσιμος και προσέφερε τη βοήθειά του στην αποθήκη ιματισμού". Όμως, ενώ οι αυτοτελείς ισχυρισμοί για την αναγνώριση των ελαφρυντικών αυτών ήταν ορισμένοι, το ΜΟΕ επί μεν του επί της περ. γ' στηριζόμενου δεν απάντησε τίποτε (δεδομένου και του ότι οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του ελαφρυντικού αυτού είναι άσχετες με τη συνδρομή ή όχι στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των προϋποθέσεων του άρθρου 36 ΠΚ), επί δε του στηριζόμενου στην περ. ε' απάντησε, ορθά, ότι η επίκληση μόνον της καλής διαγωγής του στην φυλακή δεν αρκεί για την θεμελίωση της συνδρομής του, πλην δεν αιτιολόγησε την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού για το χρονικό διάστημα που διατελούσε ο αναιρεσείων υπό καθεστώς ελευθερίας μετά τις πράξεις του και πριν εγκλεισθεί στις Φυλακές. Έτσι, κατέστησε την απόφασή του αναιρετέα, ως προς την απόρριψη των ισχυρισμών αυτών, κατά παραδοχήν, ως προς το σημείο αυτό, του αυτού ως άνω λόγου αναιρέσεως.
Περαιτέρω, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει στην αίτηση να διαλαμβάνονται συγκεκριμένα ή ουσιαστική ποινική διάταξη που (φέρεται ότι) παραβιάστηκε, η μορφή της παραβιάσεώς της, εάν, δηλαδή, έλαβε χώρα εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή αυτής, η έννοια που δόθηκε σ' αυτήν από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία της ή τα σχετικά πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο ότι αποδείχθηκαν κατά τη γενομένη υπαγωγή τους σ' αυτή. Οι αόριστοι και ασαφείς λόγοι αναιρέσεως είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως και δεν μπορούν να συμπληρωθούν με παραπομπή σε στοιχεία που ευρίσκονται σε άλλα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον τρίτο (τελευταίο), από το άρθρο 510§1 περ. Ε' ΚΠΔ, λόγο της αιτήσεώς του, προβάλλει ότι το Δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένως εφήρμοσε τις ανωτέρω ουσιαστικές διατάξεις του άρθρου 84§2 περ. α, γ και ε ΠΚ και, μάλιστα, παραβίασε αυτές εκ πλαγίου, με αποτέλεσμα η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσεως. Ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, ως εκ τούτου δε απαράδεκτος και απορριπτέος, καθόσον δεν προσδιορίζονται οι ελλείψεις, ασάφειες, αντιφάσεις κ.λπ. που στερούν από την απόφαση τη νόμιμη βάση.
Μετά από αυτά, πρέπει, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση και δη ως προς τις διατάξεις της για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση σ` αυτόν των ελαφρυντικών του άρθρου 84§2 περ. γ και ε ΠΚ, αναγκαίως δε και κατά τις διατάξεις για την επιβολή ποινών για τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε αυτός και για την επιβολή συνολικής ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), να απορριφθεί δε η αίτηση, κατά τα λοιπά.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ' αριθ. 119 - 121/2008 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας και δη ως προς τις διατάξεις της α) για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση σ` αυτόν των ελαφρυντικών του άρθρου 84§2 περ. γ και ε ΠΚ, β) για την επιβολή ποινών για τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε αυτός και γ) για την επιβολή συνολικής ποινής, απορρίπτει δε την από 25 - 9 - 2009 (υπ' αριθ. πρωτ. 7513/2009) αίτηση του Χ, κατά τα λοιπά.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα 15 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Απριλίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ