Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ποινή, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Απόπειρα, Ηθική αυτουργία, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση. Ψευδορκία μάρτυρα. Ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα και απόπειρα απάτης Δικαστή. Άρθρα 224 παρ. 1-2, 227 παρ.1, 229 ΠΚ. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ' ουσία οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ, Α΄, Β΄, Δ΄, Ε΄, Η΄ του ΚΠΔ και 6 ΕΣΔΑ και 14 ΔΣΑΠΔ λόγοι αναιρέσεως και των δύο αιτήσεων. Βάσιμος ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ, διότι καταδικάστηκε, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 98 και 224 παρ.2 ΠΚ, για ψευδορκία κατ' εξακολούθηση, αφού δεν πρόκειται για δύο πράξεις ψευδορκίας μάρτυρα, που τελέστηκαν από τη δεύτερη αναιρεσείουσα στις 5-10-2001 και στις 9-11-2001, κατά την κατάθεση της ενώπιον του εισηγητή δικαστή, επί θεμάτων της αυτής με αριθ. 1923/2001 προδικαστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί μίας και μόνης ανακοπής του πρώτου κατηγορουμένου για ηθική αυτουργία στην άνω ψευδορκία της μάρτυρος του, αλλά πρόκειται για μία κατάθεση που συνεχίστηκε κατά τις άνω δύο συνεδριάσεις και ολοκληρώθηκε στις 9-11-2001, ότε και διαπράχθηκε, με την περάτωση και ολοκλήρωση της κατάθεσης, μία μόνον ψευδορκία μάρτυρα, οπότε αναιρείται η απόφαση ως προς την περί ποινής μόνο διάταξη της.
Αριθμός 1711/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A' Ποινικό Τμήμα Διακοπών
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Παναγιώτη Ρουμπή, Ανδρέα Δουλγεράκη, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Ιουλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστείδη Καλουτσάκη και 2) Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, περί αναιρέσεως της 6143/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Πολιτικώς Ενάγoντος Ψ, κάτοικου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ράπτη.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 21.5.2009 αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 817/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Από τις διατάξεις του άρθρου 349 παρ.1 του ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι "το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Μπορεί επίσης να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης για το λόγο αυτόν έως δεκαπέντε το πολύ ημέρες και μέχρι δύο φορές. Δεύτερη αναβολή μπορεί να διαταχθεί μόνον εφόσον βεβαιώνεται αιτιολογημένα στην απόφαση ότι δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί το σημαντικό αίτιο με τη διακοπή ...", προκύπτει ότι η αναβολή της δίκης απόκειται στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου, η απόφασή του όμως πρέπει να είναι αιτιολογημένη ειδικά και εμπεριστατωμένα. Όμως, το δικαστήριο, αντί αναβολής, και στην περίπτωση προβολής σημαντικού αιτίου αναβολής της δίκης, έχει τη δυνητική κατά την κρίση του ευχέρεια, να διατάξει τη διακοπή της δίκης, για το λόγο αυτό έως 15 το πολύ ημέρες και μέχρι δύο φορές. Η ως άνω διακοπή της δίκης, προ της ενάρξεως της δίκης, διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη στο άρθρο 375 του ΚΠοινΔ διακοπή συνεδριάσεως, για ανυπέρβλητο κώλυμα που παρουσιάζεται κατά τη διαδικασία, και πρέπει να προτιμάται από την αναβολή, κατ'επιταγή και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, για δίκαιη δίκη που πρέπει να περατώνεται μέσα σε σύντομο χρόνο, όταν μάλιστα το προβαλλόμενο σημαντικό αίτιο, μπορεί να αντιμετωπισθεί με τη διακοπή της δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, επί του υποβληθέντος σε αυτό, στην αρχή της διαδικασίας, στις 19-9-2008 αιτήματος των κατηγορουμένων για αναβολή της δίκης "λόγω σημαντικού αιτίου απουσίας του συνηγόρου τους Φωτίου Μήτση, απασχολημένου ενώπιον άλλου δικαστηρίου, στο οποίο παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων ο πρώτος κατηγορούμενος", απέρριψε το αίτημα αυτό και διέκοψε τη δίκη για την 24-9-2008, με το παρακάτω αιτιολογικό: "1.- Επειδή, κατ' αρθ. 349 εδ. α', γ' και ζ' ΚΠοινΔ, όπως ισχύει, το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια, τα οποία προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Δεύτερη αναβολή μπορεί να διαταχθεί μόνον, εφόσον βεβαιώνεται αιτιολογημένα στην απόφαση, ότι δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί το σημαντικό αίτιο με τη διακοπή. Η αναβολή δε, γίνεται σε ρητή δικάσιμο, την οποία ανακοινώνει το δικαστήριο στους παρόντες διαδίκους, μάρτυρες και πραγματογνώμονες και σ' αυτή κλητεύονται μόνον οι απόντες.- 2.- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, οι κατηγορούμενοι δήλωσαν στο Δικαστήριο, ότι έχουν διορίσει ως συνήγορο υπερασπίσεώς τους τον Δικηγόρο Αθηνών Φώτιο Μήτση, ο οποίος έχει μελετήσει τη δικογραφία και έχει στην κατοχή του τα σχετικά έγγραφα. 'Οτι αυτός δεν μπορεί να παρασταθεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη σημερινή δικάσιμο, δεδομένου, ότι παρίσταται ενώπιον άλλου δικαστηρίου, στο οποίο παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων ο πρώτος από αυτούς, Χ1. Για το λόγο δε αυτό, ζητούν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι την αναβολή της δίκης. Ο λόγος αυτός κρίνεται ως αβάσιμος από το Δικαστήριο, το οποίο έχει τη γνώμη, ότι το σημαντικό αυτό αίτιο μπορεί να αντιμετωπισθεί με τη διακοπή της υποθέσεως για τη ρητή δικάσιμο της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, κατά την οποία οι κατηγορούμενοι πρέπει να προσέλθουν, όπως και οι παριστάμενοι μάρτυρες και οι παράγοντες της δίκης και ώρα 09.00'.-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας με παρόντες τους κατηγορουμένους Χ1, κάτοικο ... και 2) Χ2, κάτοικο ... .
Απορρίπτει το αίτημα αναβολής και
Διακόπτει την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης για τη ρητή δικάσιμο της 24.9.2008 και ώρα 09.00'".
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και τις άνω παραδοχές, το δικαστήριο της ουσίας, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε το άνω αίτημα αναβολής και δέχθηκε ότι το προβαλλόμενο ως σημαντικό αίτιο αναβολής της δίκης, που ήταν το κώλυμα απασχολήσεως του συνηγόρου των κατηγορουμένων σε άλλη δίκη του πρώτου τούτων, μπορούσε να αντιμετωπισθεί με διακοπή της δίκης επί 5 ημέρες και διέκοψε τη δίκη από 19-9-2008 για την 24-9-2008, ότε και επαναλήφθηκε η διαδικασία και παρέστη κανονικά ο άνω μη κωλυόμενος πλέον συνήγορος των κατηγορουμένων, χωρίς κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο ο εν λόγω συνήγορος να επανέλθει στο αίτημα αναβολής ή να δηλώσει ότι δεν έχει προετοιμάσει την υπεράσπιση των πελατών του κατηγορουμένων, ζητώντας εκ νέου αναβολή ή δεύτερη διακοπή της δίκης και η δίκη συνεχίστηκε κανονικά. Άρα, ουδέν υπερασπιστικό δικαίωμα των κατηγορουμένων παραβιάστηκε, ούτε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 14 παρ.3 του ΔΣΑΠΔ, ούτε το δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του, ούτε συντρέχει έλλειψη ακροάσεως, αφού το δικαστήριο απάντησε και απέρριψε επαρκώς αιτιολογημένα το αίτημα αναβολής της δίκης και τη διακοπή της δίκης μπορούσε να αποφασίσει και αυτεπαγγέλτως, αδιάφορα του ότι δεν είχε υποβληθεί σχετικό επικουρικό αίτημα διακοπής. Επομένως οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Β, Δ, Η του ΚΠοινΔ 7ος λόγοι αναιρέσεως του πρώτου των αιτούντων και 10ος της δεύτερης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
2.- Κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ' ΚΠοινΔ και 6 της ΕΣΔΑ και 14 του ΔΣΑΠΔ, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 343 παρ.1 του ΚΠοινΔ, ορίζεται μεταξύ άλλων, ότι μετά την απαγγελία της κατηγορίας από τον εισαγγελέα, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση " ζητεί από τον κατηγορούμενο γενικές πληροφορίες για την πράξη για την οποία κατηγορείται, υπενθυμίζοντάς του ταυτόχρονα ότι θα απολογηθεί αφού τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία ...". Στην προκείμενη περίπτωση από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει(σελ. 3), ότι προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, ενώ απορρίφθηκε αίτημα αμφοτέρων των κατηγορουμένων για αναβολή της δίκης και διεκόπη η δίκη από 19-9-2008 για την 24-9-2008 για να προσέλθει ο έχων κώλυμα εμφανίσεως συνήγορός τους, ο προεδρεύων στις 24-9-2008 που επαναλήφθηκε η διακοπείσα διαδικασία, είπε στους κατηγορουμένους, που παρίσταντο πλέον μετά διορισθέντος υπό των ιδίων κοινού συνηγόρου, "να προσέξουν τις εναντίον τους κατηγορίες, για να απολογηθούν, όταν έλθει η ώρα των απολογιών τους. Συγχρόνως δε, τους πληροφόρησε, ότι έχουν το δικαίωμα να αντιτάξουν στην κατηγορία πλήρη έκθεση των ισχυρισμών τους, καθώς επίσης και να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα ή την έρευνα οιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου", οι κατηγορούμενοι δε τελικά απολογήθηκαν στο τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας.
Συνεπώς, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, από το ότι ο προεδρεύων του Δικαστηρίου, μετά την απαγγελία της κατηγορίας, δεν τους ανακοίνωσε, κατά τις απόψεις τους, τα κατά το άρθρο 343 και 423 ΚΠοινΔ δικαιώματα αυτών, να ζητήσουν αναβολή της δίκης και να διορίσουν συνήγορο υπερασπίσεως και ότι θα απολογηθούν στο τέλος, αφού αυτοί παρέστησαν με συνήγορο, ζήτησαν αναβολή της δίκης, κατέθεσαν δε και χωριστά έγγραφους αυτοτελείς ισχυρισμούς, που καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, από σελίδες συνολικά 195, περιέχοντας πλην άλλων, και νέο αίτημα αναβολής της δίκης και εναντίωση στην πρόοδο της δίκης, από δε την προαναφερθείσα περικοπή των ανακοινώσεων του προεδρεύοντος σε αυτούς " ότι θα απολογηθούν όταν θα έλθει η ώρα των απολογιών", σαφώς σημαίνει και νοείται ότι τους ανακοινώθηκε ότι η απολογία τους θα γίνει στο τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας, όπως και έγινε και έτσι ο σχετικός 5ος λόγος αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος και 7ος της δεύτερης αναιρεσείουσας, από τα άρθρα 171 παρ.1 δ, 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, 6 ΕΣΔΑ και 14 ΔΣΑΠΔ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ, υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Περαιτέρω κατά το άρθρο 173 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας, μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο. Κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτονται, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη αυτών είναι το δικαστικό συμβούλιο. Αν οι ακυρότητες αυτές προτάθηκαν και απορρίφθηκαν από το δικαστικό συμβούλιο δεν μπορούν να επαναφερθούν και να προταθούν και πάλι ενώπιον του δικαστηρίου που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας, αφού τούτο δεν έχει αρμοδιότητα να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας. Ούτε έχει την εξουσία το δικαστήριο να παραπέμψει πάλι την υπόθεση στην ανάκριση προκειμένου να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα ανακριτική πράξη. Εξάλλου από τις διατάξεις του άρθρου 321 παρ. 1 και 4 του ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι το κλητήριο θέσπισμα πρέπει επί ποινή ακυρότητας να περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και, αν παρίσταται ανάγκη και άλλα στοιχεία που καθορίζουν την ταυτότητα του κατηγορουμένου, β) τον προσδιορισμό του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου αυτός καλείται, γ) την χρονολογία, ημέρα της εβδομάδας και ώρα της εμφανίσεως αυτού, δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξεως, για την οποία κατηγορείται και μνεία του προβλέποντας αυτήν άρθρου του ποινικού νόμου και ε) τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα ή του δημόσιου κατηγόρου ή του πταισματοδίκη κατά το άρθρο 27 παρ. 2. Τα ανωτέρω στοιχεία που πρέπει, επί ποινή ακυρότητας να περιέχει το κλητήριο θέσπισμα ορίζονται περιοριστικώς. Ακυρότητες της προδικασίας δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν ορίζεται τούτο από το νόμο. Δύναται όμως ακυρότητα πράξεως της προδικασίας, εφόσον δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, να προταθεί με την κατ' άρθρο 322 ΚΠοινΔ προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, εφόσον συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ 539/1989). Στην περίπτωση αυτή ο Εισαγγελέας Εφετών δύναται εφόσον κρίνει ότι οι προτεινόμενοι λόγοι ακυρότητας της προδικασίας είναι βάσιμοι, ενώ από τα λοιπά στοιχεία δεν δικαιολογείται η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, να διατάξει τη συμπλήρωση της διενεργηθείσας προανακρίσεως. Αν οι ακυρότητες της προδικασίας δεν προεβλήθησαν δια της κατ' άρθρο 322 ΚΠοινΔ προσφυγής ή προβληθείσες απορρίφθηκαν από τον Εισαγγελέα Εφετών, δεν επιδρούν επί του κύρους της δια κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και συνεπώς δεν δύνανται να προβληθούν ενώπιον του δικαστηρίου ως λόγος ακυρότητας αυτής. Συνακόλουθα δεν έχει εξουσία το δικαστήριο να κηρύξει την ακυρότητα της δια κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής και να παραπέμψει και πάλι την υπόθεση στην ανάκριση ή προανάκριση, προκειμένου να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα ανακριτική πράξη (Ολ. ΑΠ 1/2008). Επίσης, ακυρότητα της προδικασίας προβάλλεται με προσφυγή στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Εξάλλου, εφόσον προβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ακυρότητα της προδικασίας μη καλυφθείσα και αυτή απορριφθεί από το δικαστήριο, η ιδία ακυρότητα, θα πρέπει να προταθεί με ειδικό λόγο εφέσεως, ώστε να κριθεί από το Εφετείο στα πλαίσια της διατάξεως του άρθρου 502 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, άλλως καλύπτεται και δε μπορεί να επαναφερθεί στο ακροατήριο του Εφετείου.
Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 462 επόμ., 473 παρ.2, 474 παρ.2, 476 παρ.2, 484, 502 παρ.2, 509 παρ.1 α και 510 του ΚΠοινΔ προκύπτει: 1) ότι το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως προσδιορίζεται από την έκταση και το περιεχόμενο των προβαλλομένων λόγων στην έρευνα των οποίων περιορίζεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της προσβαλλόμενης απόφασης, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι εφέσεως που προτείνει ο εκκαλών και 2) ότι στην έκθεση εφέσεως με την οποία διώκεται ο έλεγχος και η διόρθωση των σφαλμάτων της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να διατυπώνονται οι λόγοι για τους οποίους ασκείται και να προτείνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο για να είναι δεκτικοί δικαστικής εκτιμήσεως, διαφορετικά η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα οιασδήποτε συμπληρώσεως ή προσθέτων λόγων εφέσεως στο ακροατήριο του δικάζοντος την έφεση δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974 και έχει, κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ, για "δίκαιη δίκη", καθιερώνεται πλην άλλων και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Όμως το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο, αλλά μπορεί να υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις πρoϋποθέσεις του παραδεκτού ενός ενδίκου μέσου, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να μην περιορίζουν ουσιωδώς το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο, ώστε να προσβάλλεται η ιδία η ουσία του δικαιώματος αυτού. Παρέπεται ότι το κράτος, θεσπίζοντας το ένδικο μέσο της εφέσεως, έχει την υποχρέωση να διαμορφώνει τις σχετικές διαδικασίες, οι οποίες αφορούν τους τύπους, ήτοι τους όρους του παραδεκτού και τις προθεσμίες της εφέσεως, οι οποίοι και δεν αναιρούν το δικαίωμα προσφυγής και πρόσβασης στη δικαιοσύνη.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι εκθέτουν με τις κρινόμενες αιτήσεις τους, τα παρακάτω: Κατόπιν μηνύσεως του Ψ, διατάχθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών προκαταρκτική εξέταση, την οποία διενήργησε και περάτωσε η 21η Πταισματοδίκης Αθηνών. Στη συνέχεια, κατά των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών ποινική δίωξη και χωρίς ουδεμία ενημέρωσή τους, παρέπεμψε και τους δύο κατηγορουμένους σε δίκη με επιδοθέν σε αυτούς από 20-3-2006 κλητήριο θέσπισμα. Οι κατηγορούμενοι, άσκησαν την από 6-4-2006 αυτοτελή αίτησή τους ενώπιον του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου, ισχυριζόμενοι ότι δεν περατώθηκε νόμιμα η άνω προκαταρκτική εξέταση, αλλά τους επιδόθηκε ταυτάριθμο με το πρώτο το από 12-5-2006 δεύτερο κλητήριο θέσπισμα. Οι κατηγορούμενοι κατέθεσαν και δεύτερη αίτηση ακυρότητας της προδικασίας ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου και προσφυγή, ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, κατ'άρθρον 322 ΚΠοινΔ, κατά της απ'ευθείας παραπομπής και κλήσεώς τους σε δίκη, παρά τις άνω ακυρότητες της προδικασίας, πλην η προσφυγή τους αυτή απορρίφθηκε ως αβάσιμη και παραπέμφθηκαν σε δίκη αμετάκλητα. Οι κατηγορούμενοι κατά την εμφάνισή τους ενώπιον του πιο πάνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας προέβαλαν την ένσταση απαραδέκτου εισαγωγής της υποθέσεως σε δίκη, για το λόγο ότι δεν είχε εκδοθεί ακόμα απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, επί των ως παραπάνω εκκρεμών αιτήσεών τους για ακυρότητα της προδικασίας, λόγω μη γνωστοποιήσεως των εναντίον τους κατηγοριών, που εκκρεμούν και δεν έχει εκδοθεί ακόμα απόφαση επ'αυτών από το δικαστικό συμβούλιο. Πλην το Δικαστήριο τούτο με την υπ' αριθμ. 72836/2006 απόφασή του, απέρριψε τη σχετική ένσταση των κατηγορουμένων και προχώρησε σε καταδίκη αυτών. Ότι αυτοί (οι κατηγορούμενοι) άσκησαν εφέσεις ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, επανέφεραν τις ως άνω ενστάσεις τους για ακυρότητα της προδικασίας και για ακυρότητες των δύο κλητηρίων θεσπισμάτων, πλην το δικαστήριο, απέρριψε τις ενστάσεις αυτές, με ελλιπή και εσφαλμένη αιτιολογία και κατ'εσφαλμένη εφαρμογή νόμου, ότι δήθεν ο σχετικός λόγος εφέσεως ήταν απαράδεκτος ως αόριστος. Από τις με αριθ. 8500/2006 και 8499/2006 εκθέσεις εφέσεων των δύο αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, που παραδεκτά επισκοπούνται για την έρευνα του παραπάνω λόγου αναιρέσεως, προκύπτει, ότι εκτός από τον πρώτο λόγο εφέσεως, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, οι κατηγορούμενοι αναιρεσείοντες, που παραπονούνται για το ότι απορρίφθηκε ο άνω δεύτερος λόγος εφέσεώς τους ως αόριστος και στη συνέχεια κηρύχθηκαν ένοχοι, διαλαμβάνουν στις εκθέσεις αυτές κατά λέξη και τα ακόλουθα: Ο πρώτος αναιρεσείων, "... Επίσης διότι παρανόμως μου απερρίφθησαν οι από 21-12-2006 ενστάσεις μου και αιτήματά μου, τις οποίες υπέβαλα νομοτύπως και εμπροθέσμως προς εκδίκαση ως ειδικούς λόγους εφέσεως τους οποίους επανυποβάλλω προς εκ νέου εξ υπαρχής και κατ'ουσίαν. Επίσης ενώπιόν σας ως Εφετείο Αθηνών, με σκοπό να γίνουν οι έγγραφες αυτές παρανόμως απορριφθείσες ενστάσεις μου δεκτές κατ'ουσίαν". Η δεύτερη αναιρεσείουσα, "... Επίσης διότι παρανόμως μου απερρίφθησαν οι από 21-12-2006 έγγραφες ενστάσεις μου, αιτήματά μου, τις οποίες είχα καταθέσει νομοτύπως και εμπροθέσμως προς ουσιαστική δικαστική έρευνα και κρίση, αφού παρανόμως μου απερρίφθησαν και κατά κατάλυση νόμων".Από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προκύπτει ότι οι παραπάνω λόγοι των εφέσεων απορρίφθηκαν ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας, με το παρακάτω αιτιολογικό: "1.- Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθ. 473 §2, αρθ. 474 §2, 476 §2, 484 και 509 §1 εδ. α', 510 ΚΠοινΔ, οι λόγοι, οι οποίοι περιέχονται στην έκθεση περί ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά βουλεύματος ή αποφάσεως, πρέπει, για να είναι τούτο παραδεκτό, να διατυπώνονται με ποινή απαραδέκτου κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα οποιασδήποτε συμπληρώσεως [βλ. ΟλομΑΠ 644/1985 ΠοινΧρ ΛΕ', 899 - ΑΠ 1197/1998 ΠοινΧρ ΜΘ', 673 - ΑΠ 1665/1994 ΠοινΧρ ΜΔ', 141 - ΑΠ 1478/ 1989 ΠοινΧρ Μ', 712 - ΑΠ 29/1989 ΠοινΧρ ΛΘ', 653 - ΑΠ 1397/1987 ΠοινΧρ ΛΗ', 121]. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές, ότι καθιερώνεται ο γενικός και επιτακτικός, για όλα τα ένδικα μέσα, κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο, για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου, πρέπει να εκτίθενται στην ίδια την έκθεση ασκήσεως αυτού και οι κατ' ιδίαν λόγοι, για τους οποίους ασκείται το συγκεκριμένο ένδικο μέσο. Θα πρέπει, δηλαδή, στην έκθεση να εκτίθεται ένας τουλάχιστον λόγος, ο οποίος πρέπει να είναι και ορισμένος, δηλαδή να εξειδικεύει το ουσιαστικό ή νομικό σφάλμα, που αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ή την απόφαση. Επομένως, λόγοι, οι οποίοι αναφέρονται σε άλλο έγγραφο, έστω και αν αυτό μνημονεύεται στην έκθεση του ενδίκου μέσου, ή συμπληρώσεις επ' ακροατηρίου, δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο με την αιτιολογία, ότι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια της εκθέσεως του ενδίκου μέσου. Εξάλλου, κατά το αρθ. 6 § 1 εδ. α' ΕΣΔΑ, η οποία, σημειωτέον, κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και, ως εκ τούτου, έχει, σύμφωνα με το αρθ. 28 § 1 Συντ, υπερνομοθετική ισχύ "πάν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας". Σημειώνεται, ότι οι διατάξεις του παραπάνω άρθρου συνιστούν μία απόπειρα προσδιορισμού της υπερκείμενης "δίκαιης δίκης", καθ' όσον αφορά στη διεξαγωγή των ποινικών υποθέσεων. Δεν πρόκειται για εξαντλητική αναφορά, αλλά για μία ενδεικτική περιγραφή ενός minimum εγγυήσεων υπέρ του κατηγορουμένου. 'Ομως, πέραν από αυτές, έχουν διαμορφωθεί και γίνει αποδεκτές από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και μία σειρά άλλων προϋποθέσεων της δίκαιης δίκης, οι οποίες, λόγω έλλειψης συγκεκριμένης αναφοράς τους στο σχετικό άρθρο, θεωρείται, ότι υπονοούνται στην § 1, δηλαδή στον όρο "όπως δικασθεί δικαίως" και ανάλογα με την περίπτωση, συνδυάζονται με κάποια άλλη διάταξη του ίδιου άρθρου. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι η ισότητα των όπλων, το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παρουσίας του κατηγορουμένου, η υποχρέωση αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων, καθώς επίσης και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Έτσι, η διάταξη αυτή εγγυάται "το δικαίωμα στο δικαστήριο", έκφανση του οποίου αποτελεί, όπως σημειώθηκε, και το δικαίωμα προσβάσεως στο αρμόδιο, καθ' ύλην και κατά τόπον, δικαστήριο [βλ. σχετ. Ι. Ανδρουλάκης, Κριτήρια της δίκαιης ποινικής δίκης, εκδ. 2000, σελ. 7 - Χρ. Αργυρόπουλος, Η δικαιότητα της ποινικής δίκης, ΤιμΤομ Γ. Α. Μαγκάκη, εκδ. 1999" σελ. 431 επ. - Κων. Βουγιούκας, "Ισότης των όπλων" μεταξύ υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, πολιτικής αγωγής και κατηγορούσας αρχής, στο Δίκαιο και Πολιτική, τομ. 7 εκδ. 1984, σελ. 15 επ.]. Το δικαίωμα δε αυτό δεν είναι απόλυτο, αλλά μπορεί να υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενός ενδίκου μέσου, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να μην περιορίζουν ουσιωδώς το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο, ώστε να προσβάλλεται η ιδία η ουσία του δικαιώματος αυτού. Εντεύθεν, παρέπεται, ότι το Κράτος, όταν θεσπίζει το ένδικο μέσο της εφέσεως, έχει την υποχρέωση να διαμορφώνει τις σχετικές διαδικασίες, οι οποίες αφορούν τους τύπους και τις προθεσμίες του ενδίκου μέσου και μάλιστα κατά τρόπο, ώστε να είναι σύμφωνος προς τις απορρέουσες από το αρθ. 6 § 1 εδ. α' ΕΣΔΑ εγγυήσεις. Σημειώνεται, ότι στην περίπτωση αυτή η ισχύουσα αρχή in doubio pro reo τίθεται υπέρ του προσφεύγοντος, με την έννοια, ότι οποιαδήποτε αμφιβολία, θα πρέπει να ερμηνεύεται, υπέρ τούτου, αφού στα πλαίσια εφαρμογής της ανωτέρω διεθνούς διατάξεως θα πρέπει να έχει μία δίκαιη πρόσβαση στο αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο θα κρίνει, αν ο λόγος του ενδίκου μέσου είναι παραδεκτός.
2.- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, εναντίον των κατηγορουμένων ασκήθηκε ποινική δίωξη 1) για τον πρώτο για α) ψευδή καταμήνυση, β) ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα και γ) για απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο και 2) για τη δεύτερη για ψευδορκία μάρτυρα, κατεδικάσθηκαν δε αυτοί με την υπ' αριθ. 72836/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο μεν πρώτος σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαέξι (16) μηνών, η δε δεύτερη σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών. Ακολούθως, οι κατηγορούμενοι άσκησαν κατά της ανωτέρω καταδικαστικής αποφάσεως τις υπ' αριθ. 8500/2006 και 8499/2006 εφέσεις, αντίστοιχα, στις οποίες, πέραν του βασικού λόγου, με τον οποίο παραπονούνται για το ότι κηρύχθηκαν ένοχοι από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διαλαμβάνουν τα εξής: Ο μεν πρώτος τούτων, ότι "... Επίσης και διότι παρανόμως μου απερρίφθησαν οι από 21.12.2006 έγγραφες ενστάσεις μου, αιτήματά μου, τις οποίες υπέβαλα νομοτύπως και εμπροθέσμως προς εκδίκαση ως ειδικούς λόγους εφέσεως, τους οποίους επανυποβάλλω προς εκ νέου εξ υπαρχής και κατ' ουσίαν επίσης ενώπιόν σας ως Εφετείο Αθηνών, με σκοπό να γίνουν οι έγγραφες παρανόμως απορριφθείσες ενστάσεις μου δεκτές κατ' ουσίαν. Ο δε δεύτερος, ότι "... Επίσης και διότι παρανόμως μου απερρίφθησαν οι από 21.12.2006 έγγραφες ενστάσεις μου, αιτήματά μου, τις οποίες είχα καταθέσει νομοτύπως και εμπροθέσμως προς ουσιαστική δικαστική έρευνα και κρίση, επανυποβάλλοντας όλους τους ισχυρισμούς μου, ενστάσεις μου ως ειδικούς λόγους εφέσεως προς εκ νέου εξ υπαρχής και κατ' ουσίαν δικαστική κρίση, αφού παρανόμως μου απερρίφθησαν και κατά κατάλυση νόμων". Ο λόγος, όμως, αυτός των εφέσεων πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, δεν είναι σαφής και ορισμένος, αλλά παραπέμπει αορίστως σε υποβληθείσες από αυτούς ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ενστάσεις τους χωρίς κανέναν άλλον ειδικότερο προσδιορισμό. Επιπλέον, δεν προκύπτει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, καμία αμφιβολία περί αυτού, ώστε να ερευνηθεί και να ερμηνευθεί υπέρ των εκκαλούντων κατηγορουμένων, οι οποίοι από δική τους παράλειψη στερήθηκαν του, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, νομίμου δικαιώματος της προσβάσεως προς το Δικαστήριο, το οποίο δεν μπορεί να επιληφθεί και να διερευνήσει το λόγο αυτό, ο οποίος είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, χωρίς να συντρέχει απολύτως καμία περίπτωση παραβιάσεως της παραπάνω διατάξεως του αρθ. 6 § 1 ΕΣΔΑ, δεδομένου, ότι δεν μπορεί να γίνει συμπλήρωση πλέον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται αυτοί. Κατά την επ' ακροατηρίου δε συζήτηση της ποινικής υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ο πρώτος των κατηγορουμένων προέβη σε συμπλήρωση του λόγου τούτου της εφέσεως, εκθέτοντας, ότι "με το εφετήριό μου προσέβαλα την εκκαλουμένη ως νομικά πλημμελή. Υπάρχουν δικονομικά προβλήματα, που έγιναν εσκεμμένως. Από το περιεχόμενο της εφέσεώς μου συνάγεται, ότι υπάρχουν προβλήματα". Ανεξαρτήτως της αοριστίας της δηλώσεως αυτής, πρόκειται περί απαραδέκτου συμπληρώσεως επ' ακροατηρίου [βλ. ad hoc ΑΠ 1943/2008 Α' Τμήμα].
3.- Επειδή, κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει, πως πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος ο δεύτερος λόγος των υπ' αριθ. 8499/21.12.2006 και 8500/21.12.2006 εκθέσεων των εφέσεων, τις οποίες έχουν ασκήσει οι κατηγορούμενοι κατά της υπ' αριθ. 72836/21.12.2006 καταδικαστικής αποφάσεως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Περαιτέρω προκύπτει, ότι αυτές ασκήθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως.
Συνεπώς, κατά τα λοιπά, είναι αυτές τυπικά δεκτές και πρέπει, ακολούθως, να εξετασθεί η ουσιαστική βασιμότητά τους". Μετά την απόρριψη ως απαραδέκτου του ως παραπάνω δευτέρου λόγου εφέσεως των δύο εφέσεων, οι κατηγορούμενοι επανέφεραν στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου τους ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς τους περί ακυρότητας της προδικασίας και περί ακυρότητας των κλητηρίων θεσπισμάτων και ζήτησαν να μην προχωρήσει η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε αυτούς με το παρακάτω αιτιολογικό: 1.- Επειδή, κατ' αρθ. 173 § 2 ΚΠοινΔ, από τις απόλυτες ακυρότητες, οι οποίες μνημονεύονται στο αρθ. 171 ίδιου Κώδικα, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας, μπορούν να προτείνονται, ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο. Κατά δε το αρθ. 176 § 1 ΚΠοινΔ, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας και προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο, το οποίο αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, άλλως καλύπτονται, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη αυτών είναι το δικαστικό συμβούλιο. Ακολούθως, αν οι ακυρότητες αυτές προτάθηκαν και απορρίφθηκαν από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, δεν μπορούν να επαναφερθούν και να προταθούν και πάλι ενώπιον του δικαστηρίου, το οποίο αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας, δεδομένου, ότι τούτο δεν έχει πλέον αρμοδιότητα να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας. Ούτε έχει την εξουσία το δικαστήριο να παραπέμψει πάλι την υπόθεση στην ανάκριση, προκειμένου να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα ανακριτική πράξη. Εξάλλου, από τις διατάξεις του αρθ. 321 §§1,4 ΚΠοινΔ, προκύπτει, ότι το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει α) το ονοματεπώνυμο και, αν υπάρχει ανάγκη, και άλλα στοιχεία, τα οποία καθορίζουν την ταυτότητα του κατηγορουμένου, β) τον προσδιορισμό του δικαστηρίου, στο οποίο καλείται, γ) τη χρονολογία, την ημέρα της εβδομάδας και την ώρα που πρέπει να εμφανιστεί, δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται, και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει και ε) τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα, του δημόσιου κατηγόρου ή του πταισματοδίκη (αρθ. 27 § 2) που εξέδωσε το θέσπισμα. Τα ίδια στοιχεία πρέπει να περιέχει και το κλητήριο θέσπισμα που επιδίδεται στον αστικώς υπεύθυνο (αρθ. 89). Κατά δε τις §§ 4 και 5, η τήρηση των προαναφερόμενων διατάξεων επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης. Τέλος η έλλειψη στοιχείου του κύρους του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως αποδεικνύεται από το κλητήριο θέσπισμα ή την κλήση, που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ή από το υπάρχον στη δικογραφία αντίτυπό του και σε έλλειψή του από το αποδεικτικό επιδόσεως. Κατά δε τις διατάξεις των αρθ. 245 § 1, 344, 308 § 3, 322, 323, 326 § 1 εδ. β' ΚΠοινΔ, το κλητήριο θέσπισμα εκδίδεται άπαξ και, αν δεν ασκηθεί κατ' αυτού προσφυγή ή ασκηθεί και απορριφθεί, καθίσταται πλέον αμετάκλητη η παραπομπή του κατηγορουμένου. Έτσι, δημιουργείται ένα "οιονεί παραπεμπτικό δεδικασμένο" από τη σχετική πράξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και mutates mutandis για τον Εισαγγελέα Εφετών στις περιπτώσεις του αρθ. 111 ΚΠοινΔ, με αποτέλεσμα να κωλύει την έκδοση δεύτερου κλητηρίου θεσπίσματος. Στην αντίθετη περίπτωση, το πρώτο είναι πλέον το έγκυρο, βάσει του οποίου πρέπει να προχωρήσει η ποινική διαδικασία, ενώ το δεύτερο καθίσταται πλέον ανενεργό. Τούτο ενισχύεται από το γεγονός, ότι η προσφυγή ασκείται μία φορά, κατ' αρθ. 322 § 1 ΚΠοινΔ [βλ. παρατ. Ν. Κορφιάτης, ΠοινΧρ Ζ', 44 επ.]. Εξάλλου, η οποιαδήποτε ακυρότητα από τη μη τήρηση των διατάξεων των αρθ. 320 και 321 ΚΠοινΔ και 6 § 3 εδ. α', β' της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης της 4.11.1950 είναι σχετική, αναγόμενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κύριας διαδικασίας και πρέπει, κατ' αρθ. 173 ΚΠοινΔ, να προταθεί μέχρι την οριστική και σε τελευταίο βαθμό απόφαση για την κατηγορία, διαφορετικά, καλύπτεται [βλ. ΑΠ 798/1990 ΝοΒ 38, 1485 - ΑΠ 5/1985 ΠοινΧρ ΛΣΤ', 41], ενώ ακυρότητες της προδικασίας δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού τούτο δεν ορίζεται από το νόμο. Δύναται, όμως, ακυρότητα πράξεως της προδικασίας, εφόσον δεν προτάθηκε ενώπιον του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου, να προταθεί με την, κατ' αρθ. 322 ΚΠοινΔ, προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, εφόσον συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Στην περίπτωση δε αυτή, ο Εισαγγελέας Εφετών δύναται, εφόσον κρίνει, ότι οι προτεινόμενοι λόγοι ακυρότητας της προδικασίας είναι βάσιμοι, ενώ από τα υπόλοιπα στοιχεία δεν δικαιολογείται η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, να διατάξει τη συμπλήρωση της διενεργηθείσας προανακρίσεως. Αν, όμως, οι ακυρότητες της προδικασίας δεν προεβλήθησαν με την, κατ' αρθ. 322 ΚΠοινΔ, ασκηθείσα προσφυγή, ή προεβλήθησαν μεν, αλλ' απορρίφθηκαν από τον Εισαγγελέα Εφετών, τότε δεν επιδρούν επί του κύρους της δια του κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και, συνεπώς, δεν μπορούν να προβληθούν στη συνέχεια ενώπιον του δικαστηρίου ως λόγος ακυρότητας αυτής, το οποίο στερείται της κατά νόμον εξουσίας να αποφασίσει, διότι τούτο αποτελεί θετική υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει λόγο αναιρέσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 510 § 1 στριχ. Η' ΚΠοινΔ [βλ. ad hoc ΟλομΑΠ 1/2008 Πράξη κ' Λόγος ΠοινΔ, 9, σελ. 20 επ.]. Εξάλλου, εφόσον προβληθεί η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος και απορριφθεί, θα πρέπει να προταθεί με ειδικό λόγο εφέσεως, ώστε να κριθεί από το Εφετείο στα πλαίσια εφαρμογής της διατάξεως του αρθ. 502 § 2 ΚΠοινΔ, άλλως, καλύπτεται [βλ. ΑΠ 1489/2002 ΛογΠοινΔ, Β', 1519 - ΑΠ 591/1994 ΠοινΧρ ΜΔ', 652 - ΑΠ 783/1987 ΠοινΧρ Λ27, 640 - ΑΠ 572/1985 ΠοινΧρ ΛΣΤ, 41]. Περαιτέρω, και αναφορικά με τους λόγους της εφέσεως, το Δικαστήριο αναφέρεται στα διαλαμβανόμενα στο προηγούμενο σκεπτικό του, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθ. 473 § 2, αρθ. 474 § 2, 476 § 2, 484 και 509 § 1 εδ. α', 510 ΚΠοινΔ.
2.- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι προβάλλουν θέματα, τα οποία ανάγονται σε ακυρότητες της προδικασίας. Υπήρξε άσκηση προσφυγής ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, η οποία απερρίφθη και, επομένως, δημιουργήθηκε ένα "οιονεί παραπεμπτικό δεδικασμένο" από τη σχετική πράξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών με την έκδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, όπως εκτίθεται στο σκεπτικό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς εκείνους, οι οποίοι προβλήθηκαν κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία από αμφότερους τους κατηγορούμενους, οι οποίοι επ' αυτών δεν επανήλθαν και δεν διέλαβαν κανένα ορισμένο και συγκεκριμένο λόγο εφέσεως, σύμφωνα, άλλωστε, με όσα προεκτέθηκαν στο παραπάνω σκεπτικό της παρούσας.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει ν' απορριφθούν οι ενστάσεις αυτών. Σημειώνεται, ότι λαμβάνονται υπόψη μόνο όσα αναπτύχθηκαν προφορικώς επ' ακροατηρίου και διαλαμβάνονται στα πρακτικά της παρούσας, άλλα δε θέματα, τα οποία δεν αναπτύχθηκαν και δεν ακούσθηκαν, δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη, διότι η έγγραφη διατύπωση δεν αναπληρώνει την προφορική, δεδομένου, ότι αρχή της ποινικής διαδικασίας είναι ή προφορικότητα και η αμεσότητα και όχι η έγγραφη διατύπωση, η οποία απαντάται στην πολιτική δίκη [βλ. ad hoc ΑΠ 1438/1999 ΝοΒ 2000.313]". Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και με τις παραπάνω εκθέσεις εφέσεων των δύο κατηγορουμένων και με τις άνω παραδοχές του εφετείου, η προσβαλλόμενη με αριθμ. 6143/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με επαρκή και ειδική αιτιολογία και κατ'ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων, έκρινε ότι οι παραπάνω λόγοι των ασκηθεισών εφέσεων των κατηγορουμένων, ήταν απαράδεκτοι ως αόριστοι, αφού δεν περιείχαν σαφή και ορισμένο λόγο εφέσεως, χωρίς παράθεση του περιεχομένου των υποβληθεισών στο πρωτοβάθμιο και απορριφθεισών από 21-12-2006 συγκεκριμένων ενστάσεων, ούτε κατά τίτλο και ζήτημα ακυρότητας που πρόβαλαν και αφορούσαν και ποίο αίτημα είχαν και επομένως, οποιαδήποτε τυχόν υπάρχουσα ακυρότητα της προδικασίας και ακυρότητα των δύο κλητηρίων θεσπισμάτων καλύφθηκε, δε μπορούσε να επανυποβληθεί στο ακροατήριο του εφετείου (ΑΠ 1332/2009) και με την παραπάνω ορθή απόρριψη των λόγων των εφέσεων των κατηγορουμένων, όντος αδιαφόρου του ότι όταν ασκήθηκαν οι εφέσεις δεν είχε καθαρογραφεί η εκκληθείσα απόφαση, αφού οι απορριφθέντες ισχυρισμοί ήταν γνωστοί στους εκκαλούντες που τους υπέβαλαν και έτσι δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, ούτε παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα των εκκαλούντων κατηγορουμένων και τα άρθρα 6 της ΕΣΔΑ και 14 του ΔΣΑΠΔ, το δε εφετείο που προχώρησε στην κατ'ουσίαν έρευνα του ετέρου ορισμένου πρώτου λόγου εφέσεως, της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, απορρίψαν τους επανυποβληθέντες σε αυτό ιδίους αυτοτελείς ισχυρισμούς. θεωρήσαν ότι δε συντρέχει εκκρεμοδικία, ότι καλύφθηκαν οποιεσδήποτε τυχόν ακυρότητες της προδικασίας και των κλητηρίων θεσπισμάτων, ότι ήταν νόμιμη η εισαγωγή της υποθέσεως στο ακροατήριο και ότι ανεστάλη η ποινική διαδικασία και δεν παραγράφησαν τα αδικήματα, ορθά το νόμο εφάρμοσε και δεν υπερέβη την εξουσία του. Συνακόλουθα, με την επίδοση στις 3-4-2006 και στις 12-5-2006, των από 20-3-2006 και από 12-5-2006 (δευτέρου ταυτάριθμου) με αριθ. 110707, κλητηρίων θεσπισμάτων στους κατηγορουμένους και με τη, σύμφωνα με τις παραδοχές, αλλά και τη συνομολογούμενη από τους αναιρεσείοντες, απόρριψη σχετικών προσφυγών τους κατά της παραπομπής τους σε δίκη από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και τη μεσολαβήσασα αναστολή της διαδικασίας, (επί τριετία) μέχρι 19,24-9-2008, που εκδικάσθηκε η υπόθεση στο Εφετείο, δεν παρήλθε ο απαιτούμενος χρόνος των πέντε και των οκτώ ετών (5+3), από του χρόνου τελέσεως των αξιοποίνων πλημμεληματικών πράξεων (8-5-2001, 5-10-2001, 9-11-2001, 8-9-2002) και έτσι δεν εξαλείφθηκε το αξιόποινο αυτών, συνεπεία παραγραφής.(άρθρα 111,112, 113 ΠΚ, 370 εδ. β ΚΠοινΔ).
Συνεπώς είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Δ, Ε, Η του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι συναφείς λόγοι αναιρέσεως των αιτούντων (2ος και των δύο, 6ος, 9ος και 12ος του πρώτου και 9ος και 13ος της δεύτερης αναιρεσείουσας).
4.- Από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής και ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή.
Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της εννοίας του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται, αντικειμενικώς, α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια να ενεργεί ένορκη εξέταση και β) τα κατατιθέμενα πραγματικά περιστατικά να είναι ψευδή, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (πλήρους - εντελούς γνώσης - επίγνωσης), ότι τα κατατιθέμενα είναι ψευδή ή τη γνώση με την ανωτέρω έννοια, των αληθινών, τα οποία σκοπίμως αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει και αφετέρου τη θέληση καταθέσεως ψευδών πραγματικών περιστατικών ή αποκρύψεως των αληθινών ή αρνήσεως καταθέσεως των αληθινών.
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης στοιχειοθετείται όταν ο δράστης με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος πείθει κάποιον με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών γεγονότων σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποίαν βλάπτεται στην περιουσία του ο τελευταίος ή τρίτος, ανεξάρτητα αν με αυτήν επιτυγχάνεται ή όχι το παράνομο περιουσιακό όφελος, στο οποίο αποσκοπούσε ο δράστης. Με την έννοια αυτή η απάτη συντελείται και επί δικαστηρίου όταν ο διάδικος σε πολιτική δίκη προβαίνει σε ψευδείς εν γνώσει του ισχυρισμούς ενώπιον του δικαστηρίου, τους οποίους υποστηρίζει όχι μόνον με την εν γνώσει επίκληση και προσαγωγή πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων, αλλά και με την επίκληση και προσαγωγή γνησίων εγγράφων με αναληθές περιεχόμενο ή και με ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων και παραπλανά έτσι το δικαστή και το δικαστήριο προβαίνει στην έκδοση αποφάσεως υπέρ των απόψεων του και σε βλάβη της περιουσίας του αντιδίκου του. Όταν όμως παρά ταύτα απορριφθεί η αγωγή του ιδίου ή η αγωγή του αντιδίκου του, χωρίς παραδοχή των ψευδών αυτών ισχυρισμών, πραγματώνεται το αδίκημα της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο.
Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει, αφού ο νόμος δεν ορίζει, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με προτροπές, με παρακίνηση ή παρόρμηση ή ενθάρρυνση και με παραινέσεις (δηλαδή με συμβουλές κλπ), με πειθώ και φορτικότητα ή με εκμετάλλευση της επιβολής στο φυσικό αυτουργό, λόγω υπηρεσιακής εξαρτήσεως. Υποκειμενικός δε απαιτείται δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με θέληση και γνώση και αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, εκ της οποίας ιδρύεται ιδιαίτερος λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι νόμιμος, ή δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο μη νόμιμο ή αόριστο ισχυρισμό, ενώ αιτιολογία για τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, εμπεριέχεται από τα πράγματα, στην κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης με αριθ. 6143/2008 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι, σε δεύτερο βαθμό, ο πρώτος για ψευδή καταμήνυση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ κατ' εξακολούθηση, για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρος της συγκατηγορουμένης του Χ2 και για απόπειρα απάτης δικαστή, και για ψευδορκία μάρτυρος η δεύτερη αναιρεσείουσα Χ2 και τους επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως, επτά μηνών για καθεμία πράξη και συνολική δεκατριών μηνών στον πρώτο, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη και για τους δύο επί τριετία. Στο αιτιολογικό της αποφάσεως αυτής το δικάσαν Εφετείο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αναφερόμενα σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν, τα ακόλουθα: "1.- Επειδή, από την επ' ακροατηρίου ανωμοτί εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται παραπάνω λεπτομερώς, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο μηνυτής, Ψ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 27.10.1993 αγωγή του κατά του εναγομένου και ήδη πρώτου των κατηγορουμένων Χ1, με την οποία ζήτησε την καταψήφιση του στο ποσό των 1.500.000 δρχ. Η αγωγή δε αυτή έγινε δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη με την υπ' αριθ. 951/1995 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, νομίμως εντόκως από την επίδοσή της, με την οποία, σημειωτέον, διατάχθηκε και η προσωπική του κράτηση διάρκειας τριών μηνών. Ακολούθως, ο δικηγόρος του μηνυτή ΒΒ, ο οποίος χειριζόταν την ως άνω αστική υπόθεση, έλαβε ακριβές αντίγραφο του πρώτου απογράφου της ανωτέρω, υπ' αριθ. 951/1995 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο παρέδωσε προς εκτέλεση. Ο δανειστής και ήδη μηνυτής Ψ ανέθεσε στους αρμόδιους δικαστικούς επιμελητές ΓΓ και ΔΔ να προβούν στην επίδοση στη διεύθυνση ... αριθ. ... των ..., όπως και πράγματι έγινε. Έτσι, επακολούθησε η σύλληψη και προσωπική κράτηση του οφειλέτη και ήδη κατηγορουμένου Χ1, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. ... έκθεση προσωπικής κράτησης από τον πρώτο δικαστικό επιμελητή, ότι προέβη, δηλαδή, στη σύλληψη και προσωπική κράτηση του Χ1, βάσει εκτελεστών τίτλων που είχε νομίμως στην κατοχή του προς εκτέλεση και στις υπ' αριθ. ..., ... και ... εκθέσεις επιδόσεως και ο δεύτερος δικαστικός επιμελητής ΔΔ, ότι προέβη στην επίδοση δικαστικών αποφάσεων στο Χ1 στη διεύθυνση ...-... . Ο οφειλέτης και ήδη κατηγορούμενος ισχυρίζεται, ότι ουδέποτε διέμενε στην ως άνω διεύθυνση και προσκομίζει προς ενίσχυση του ισχυρισμού του τούτου σχετική βεβαίωση της ΔΕΗ, σύμφωνα με την οποία ακίνητο, το οποίο βρίσκεται στην οδό ... αριθ. ... με παροχή ... κατά τη χρονική διάρκεια από 10.1.1997 έως 9.1.1998 δεν ηλεκτροδοτείτο. Τούτο δεν έχει καμία σημασία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, και αξίζει να σημειωθεί, ότι ο ίδιος προβαίνοντας σε γονική παροχή περιουσιακού του στοιχείου στο ανήλικο τέκνο του ..., δυνάμει του υπ' αριθ. ... συμβολαιογραφικού εγγράφου της συμβολαιογράφου Αθηνών Καλλιόπης θυγ. Αντων. Βαχαβιόλου δήλωσε ως διεύθυνση κατοικίας του την ανωτέρω οδό ... αριθ. ... . Περαιτέρω, αποδεικνύεται, ότι ο οφειλέτης και ήδη πρώτος κατηγορούμενος θέλοντας να επιτύχει την ακύρωση της διαδικασίας συλλήψεως και προσωπικής κράτησής του άσκησε την από 21.8.1997 ανακοπή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στην οποία διέλαβε ψευδώς, ότι ο εγκαλών προέβη σ' επίδοση αντιγράφου εξ απογράφου της ως άνω αποφάσεως μετ' επιταγής προς εκτέλεση σε διεύθυνση που δεν είχε ούτε κατοικία ούτε γραφείο, με σκοπό να μην την πληροφορηθεί αυτός. Κατά τη διεξαγωγή δε των σχετικών αποδείξεων, οι οποίες διατάχθηκαν με την υπ' αριθ. 1923/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προσήγαγε και εξέτασε στις 5.10.2001 και 9.11.2001 ενόρκως ως μάρτυρα απόδειξης ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή τη συγκατηγορουμένη του Χ2, η οποία κατέθεσε τα ακόλουθα: α) στις 5.10.2001 "Έχω προσωπική αντίληψη για την όλη υπόθεση, γιατί είμαι υπάλληλος του κ. Χ1 από το 1993 ... Ο κ. Ψ κοινοποίησε το δεύτερο απόγραφο, αντίγραφο του πρώτου, δηλαδή στην οδό ... αριθ. ... στην ..., που γνώριζε, ότι ο κ. Χ1 έχει ιδιόκτητο διαμέρισμα, στο οποίο δεν διέμενε... Νομίζω, ότι οι κοινοποιήσεις αυτές των απογράφων έγιναν εσκεμμένα σε άλλες διευθύνσεις, για να μην λάβει γνώση ο Χ1 και να μην προβεί στις νόμιμες ενέργειες ... ο Χ1 αρνήθηκε να καταβάλει το ποσό αυτό, διότι είχε προηγηθεί πλειστηριασμός ακινήτου του στην οδό ... αριθ. ... και από το εκπλειστηρίασμα είχε ικανοποιηθεί επισπεύδων..." και β) στις 9.11.23001 "Ο κ. Χ1 υπέστη ηθική βλάβη από όλη αυτή τη διαδικασία, επειδή πλήρωσε δύο φορές το επιτασσόμενο ποσό και επειδή συνελήφθη ... Στις συναλλαγές του ο κ. Χ1 με Τράπεζες και ό,τιδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο χρησιμοποιεί την ... αριθ. ... . Στην οδό ... αριθ. ... στην ... έχει διαμέρισμα στον τρίτο όροφο, το οποίο είναι κενό, κλειστό. Εδώ και χρόνια είναι κενό. Ο κ. Χ1 δεν το χρησιμοποιεί ποτέ έστω και για λίγο... και το διαμέρισμα μέσα είναι κενό". Η αλήθεια, όμως, την οποία η κατηγορούμενη γνώριζε, αλλά απέκρυψε, ήταν ότι η κατοικία του Χ1 ήταν πράγματι στην οδό ... αριθ. ... στην ... και ότι ο μηνυτής ουδέν είχε εισπράξει από τον πλειστηριασμό ακινήτου του κατηγορουμένου. Οι μάρτυρες κατηγορίας αποδίδουν πρόθεση στην εν λόγω κατηγορουμένη, την οποία, όπως καταθέτουν, τη χρησιμοποιεί ο συγκατηγορούμενός της σε όλες τις δίκες, στις οποίες αυτός εμπλέκεται. Αποδεικνύεται δε στη συνέχεια, ότι, προκειμένου να ευδοκιμήσει η από 21.8.1997 ανακοπή του κατά του μηνυτή Ψ ο πρώτος των κατηγορουμένων, Χ1, με πειθώ, φορτικότητα, συνεχείς προτροπές και παραινέσεις έπεισε την ως άνω συγκατηγορουμένη του Χ2 κατά την ένορκη κατάθεσή της ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών να καταθέσει τα προαναφερόμενα ψευδή γεγονότα, παρότι τελούσε εν γνώσει της αναληθείας αυτών. Εξάλλου, με την άσκηση της ανακοπής του αυτής προσπάθησε να εξαπατήσει το Δικαστήριο επιχειρώντας προς τούτο πράξη, η οποία περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως πλημμεληματικής πράξεως, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, αφού με τον τρόπο αυτό και κάνοντας δεκτή την ανακοπή του θα ακύρωνε την προσωπική του κράτηση βλάπτοντας ξένη περιουσία και συγκεκριμένα τα συμφέροντα του δανειστή του αρκούσης ακόμη και της δικονομικής βλάβης, την οποία ο τελευταίος θα υφίστατο. Δεν επήλθε, όμως, το επιδιωκόμενο από τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα όχι από δική του βούληση, αλλά από εμπόδια εξωτερικά, καθόσον το Δικαστήριο δεν πείσθηκε και με την εκδοθείσα υπ' αριθ. 1299/2004 απόφαση απέρριψε την ανακοπή του ως αβάσιμη. Στη συνέχεια, ο πρώτος κατηγορούμενος 1) στις 8.5.2001 κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 7-5-2001 έγκληση, στην οποία ανέφερε για τον εγκαλούντα Ψ, ότι με πειθώ και φορτικότητα παρότρυνε τους δικαστικούς επιμελητές ΓΓ και ΔΔ να βεβαιώσουν ψευδώς στην υπ' αριθ. ... έκθεση προσωπικής κράτησης ο πρώτος, ότι προέβη στη σύλληψη και προσωπική κράτηση του Χ1 βάσει εκτελεστών τίτλων που είχε νομίμως στην κατοχή του προς εκτέλεση και στις υπ' αριθ. ..., ... και ... εκθέσεις επιδόσεως ο δεύτερος, ότι προέβη στην επίδοση δικαστικών αποφάσεων στο Χ1 στη διεύθυνση ...-..., καθώς επίσης με πειθώ και φορτικότητα παρότρυνε και τον Δικηγόρο Αθηνών ΒΒ να βεβαιώσει ψευδώς, ότι παρέδωσε προς επίδοση στον δικαστικό επιμελητή ακριβές αντίγραφο του πρώτου απογράφου της υπ' αριθ. 951/1995 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πλην όμως, τα ανωτέρω ήσαν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας των, καθόσον οι προαναφερθέντες δικαστικοί επιμελητές ΓΓ και ΔΔ και ο Δικηγόρος Αθηνών ΒΒ κατά την εκτέλεση της υπ' αριθ. 951/1995 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ενήργησαν συμφωνά με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εκτέλεσαν νομίμως τα καθήκοντά τους και ουδέν ψευδές περιστατικό βεβαίωσαν στις εκθέσεις που συνέταξαν, ο κατηγορούμενος, όμως, κατεμήνυσε εν γνώσει του ψευδώς τον εγκαλούντα, προκειμένου να επιτύχει την καταδίωξη του για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως. 2) Την 20.9.2002 κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την με ίδια ημερομηνία έγκληση, στην οποία ανέφερε για τον εγκαλούντα Ψ, ότι με πειθώ και φορτικότητα παρότρυνε το γιο του ΑΑ και το δικαστικό επιμελητή ΓΓ, κατά την ένορκη εξέτασή τους ως μαρτύρων ενώπιον του Εισηγητού Δικαστή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 15-3-2002 και 31-5-2002 αντίστοιχα, να καταθέσουν εν γνώσει τους ψευδή γεγονότα σαν αληθινά, τελούντες εν γνώσει της αναληθείας τους και συγκεκριμένα να καταθέσουν ψευδώς, ότι η κατοικία του Χ1 ήταν στην οδό ... στην ..., ενώ γνώριζαν, ότι η κατοικία αυτού ήταν στην οδό ... στην ... . Τα ανωτέρω ήσαν ψευδή και ο κατηγορούμενος Χ1 τελούσε εν γνώσει της αναληθείας των, καθόσον οι προαναφερθέντες ΑΑ και ΓΓ ουδέν ψευδές κατέθεσαν περί της διευθύνσεως κατοικίας του Χ1 (ήδη κατηγορουμένου) και μάλιστα κατόπιν προτροπής του εγκαλούντος Ψ. Ο κατηγορούμενος, όμως, κατεμήνυσε εν γνώσει του ψευδώς τον εγκαλούντα, προκειμένου να επιτύχει την καταδίωξή του για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα. 2.- Επειδή, με βάση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προεκτέθηκαν, το Δικαστήριο κρίνει, πως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι των αξιοποίνων πράξεων, οι οποίες τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο. 3.- Επειδή, περαιτέρω, δεν αποδεικνύεται καμία πλαστότητα των πρακτικών του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως αβάσιμα ο πρώτος των κατηγορουμένων ισχυρίζεται. Από την επισκόπηση μάλιστα των σχετικών πρακτικών προκύπτει, ότι ενώπιον του πρωτοβαθμίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατέθεσαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι δια του συνηγόρου τους γραπτούς ισχυρισμούς για θέματα ακυρότητας της προδικασίας. Οι ισχυρισμοί δε αυτοί δεν αναπτύχθηκαν ενώπιον του ακροατηρίου, κατ' αρθ. 141 ΚΠοινΔ, ώστε να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση, αλλ' αρκέσθηκαν σε έγγραφη κατάθεση αυτών (βλ. σελ. 2). Παρά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απήντησε (βλ. σελ. 37) απορρίπτοντας με πλήρη αιτιολογία τους ισχυρισμούς. Ο πρώτος των κατηγορουμένων δεν υπέβαλε μήνυση για πλαστογραφία, αλλ' αρκέσθηκε σε αναφορά κατά των δικαστών του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, για την οποία επελήφθη ο Πρόεδρος Εφετών Αθηνών Δημήτριος Μαζαράκης, χωρίς έκτοτε κανένα επιβαρυντικό αποτέλεσμα σε βάρος των δικαστών, αφού από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Με τα δεδομένα αυτά, ο ισχυρισμός περί πλαστότητας πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 42 παρ.1, 46 παρ. 1, 94 παρ.1,97,98, 224 παρ.1,2, 227 παρ. 1, 229 παρ.1 και 386 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφασή του νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τους αναιρεσείοντες αιτιάσεις, αναφέρονται στην αιτιολογία με σαφήνεια τα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους(μάρτυρες, αναγνωσθέντα έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτιμήθηκαν και οδήγησαν στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά, το ότι δε εξαίρει ορισμένα από αυτά δε σημαίνει ότι αγνόησε τα υπόλοιπα. Συγκεκριμένα : 1) αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα που χρησιμοποίησε ο πρώτος αναιρεσείων - κατηγορούμενος Χ1, όντας ανακόπτων διάδικος σε πολιτική δίκη, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με καθού η ανακοπή τον πολιτικώς ενάγοντα, για να πείσει τη συγκατηγορουμένη του Χ2, να καταθέσει και να διαπράξει τo αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρος ενώπιον εντεταλμένου με προδικαστική απόφαση εισηγητή δικαστή και εκτίθεται στο αιτιολογικό, ότι ο αναιρεσείων, ενεργώντας με πρόθεση, με πειθώ και φορτικότητα, με προτροπές και παραινέσεις, προκάλεσε την απόφαση σε αυτήν να καταθέσει ως μάρτυρας αποδείξεως σχετικά με την κατοικία του πρώτου και με εσκεμμένες κοινοποιήσεις σε αυτόν σε άλλες διευθύνσεις για να μη λάβει γνώση και προβεί στις δέουσες νόμιμες ενέργειες, εν γνώσει αυτών, και των δύο, ότι τα κατατεθέντα ήταν ψευδή γεγονότα, αναλύοντας δηλαδή και το σκοπό που επεδίωκε και ο ίδιος ο άνω πρώτος αναιρεσείων, ψευδομηνυτής και ηθικός αυτουργός με τη διάπραξη, από την άνω αναιρεσείουσα φυσικό αυτουργό, της εν λόγω ψευδορκίας μάρτυρος, αναφέρεται δε ακόμη ο χρόνος και ο τόπος τελέσεως των άνω πράξεων και είναι αδιάφορο το γεγονός ότι τελικά δεν παραπλανήθηκε το Δικαστήριο από την παραπάνω ψευδή κατάθεση, διαπραχθείσας απόπειρας απάτης των δικαστών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που τελικά εξέδωσε τη με αριθμό 1299/2004 απόφασή του, με την οποία απέρριψε τους ισχυρισμούς και την ανακοπή του πρώτου αναιρεσείοντος. 2) Από το σύνολο του παραπάνω αιτιολογικού προκύπτει βεβαιότητα, ότι συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο όλα τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, όπως και τα έγγραφα, με α/α 28 της ΕΥΔΑΠ, το με αριθ. 1206/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, οι αποφάσεις με αριθ. 1923/2001 και 1299/2004 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και τα έγγραφα, ... Πρόσκληση δανειστών, ... πίνακας κατάταξης, ... έγγραφο της ΔΕΗ και το ... έγγραφο της ΕΥΔΑΠ, και δεν ήταν απαραίτητη η ειδική αναφορά και η αξιολόγηση ενός εκάστου εγγράφου χωριστά. 3) όταν στη σελίδα 215 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σημειώνεται ότι αναγνώσθηκε "η υπ' αριθ. 72836/06 εκκαλουμένη απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών", σαφώς νοείται ότι αναγνώσθηκαν και τα ενσωματωμένα στην απόφαση πρακτικά του πρωτοβαθμίου ως άνω δικαστηρίου, καθόσον αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο και απορρίφθηκε ως αβάσιμη υποβληθείσα σχετική ένσταση πλαστότητας αυτών. 4) αιτιολογείται ειδικά και επαρκώς ο δόλος και των δύο κατηγορουμένων για όλα τα άνω αδικήματα, και δη η εν γνώσει αυτών ψευδής καταμήνυση και κατάθεση ψευδών περιστατικών και ο σκοπός του πρώτου, αφενός να διωχθεί ο πολιτικώς ενάγων για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρος και για να παραπλανήσει το άνω Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών να κάνει δεκτή την από 21-8-1997 ανακοπή αυτού (πρώτου αναιρεσείοντος) και πετύχει την ακύρωση της δυνάμει της με αριθ. 951/1995 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκτελούμενης διαδικασίας συλλήψεως και προσωπικής του κρατήσεως, για ικανοποίηση επιδικασθείσας απαιτήσεως του πολιτικώς ενάγοντος. 5) ο ισχυρισμός περί νομικής αβασιμότητας της κατηγορίας, δε συνιστά αυτοτελή νομικό ισχυρισμό, αλλά αρνητικό της κατηγορίας και απαντήθηκε από το δικαστήριο με την ως άνω παραδοχή της τελέσεως των άνω εγκλημάτων και με την κήρυξη της ενοχής των κατηγορουμένων. 6) με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίφθηκαν οι προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμοί των κατηγορουμένων, περί πλαστότητας των πρακτικών του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ συναφείς αντίστοιχοι λόγοι αναιρέσεως των κρινόμενων δύο αιτήσεων των αναιρεσειόντων, (4ος, 5ος, 6ος, 8ος, 11ος, 12ος, 13ος, 14ος, 15ος) ,με τους οποίους προβάλλονται, η έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου με εκ πλαγίου παράβαση και έλλειψη νόμιμης βάσεως και ειδικότερες αιτιάσεις για ελλιπή, ασαφή και αντιφατική αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 14 του ΔΣΑΠΔ, 20 και 28 του Συντάγματος, και για μη παραδοχή του περί πλαστότητας των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης αυτοτελούς ισχυρισμού, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση, με τους ίδιους λόγους αναιρέσεως διαλαμβανόμενες στις κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως αιτιάσεις, πλήττουν εμμέσως και συγκαλυμμένα, την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας και είναι εκ τούτου απορριπτέες ως απαράδεκτες.
5.- Η καταδικαστική απόφαση, πρέπει να έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, σχετικά και με την παραδοχή ή απόρριψη των υποβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών ή αιτημάτων. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό ή σε ένα αίτημα αναβολής (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες, ισχυρίζονται ότι ενώ υποβλήθηκε από τον πρώτο τούτων η από 24-9-2008 έγγραφη αυτοτελής δεύτερη αίτηση περί αναβολής εκδίκασης της υποθέσεως, με ταυτόχρονη προσβολή πλαστότητας των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και αίτημα αναστολής της εκδόσεως αποφάσεως επί της ουσίας, (σελ. 9-13 πρακτικών Εφετείου), το εφετείο παρέλειψε να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού, επέτρεψε την ανάγνωση των πρακτικών και της εκκαλουμένης αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, προχώρησε καθ' υπέρβαση εξουσίας στην εκδίκαση της υποθέσεως και επήλθε εκ τούτου ακυρότητα της διαδικασίας, για έλλειψη ακροάσεως.
Από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επί των παραπάνω ισχυρισμών και αιτημάτων αποφάνθηκε, όπως παρακάτω: "1.- Επειδή, κατ' αρθ. 364 § εδ. α' ΚΠοινΔ, στο ακροατήριο διαβάζονται οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων, οι οποίες συντάχθηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα, τα οποία υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Εξάλλου, κατ' αρθ. 338 § 1 ΚΠοινΔ, αν κατά την ποινική δίκη προσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο, το δικαστήριο ερευνά κατά το δυνατό τη γνησιότητα αυτού και, αν παρουσιασθούν ενδείξεις κατά ορισμένου προσώπου, αυτός που διευθύνει τη συζήτηση διατάσσει τη σύλληψη και την παραπομπή του στον αρμόδιο εισαγγελέα. Αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο πράττει, όσα ορίζονται στο αρθ. 38, χωρίς την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου να ερευνήσει το βάσιμο της κατηγορίας. Κατά δε την § 2, αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, το έγγραφο είναι αναγκαίο για την απόφαση στην κύρια υπόθεση, το δικαστήριο ερευνά σε κάθε περίπτωση τη γνησιότητα αυτού και όταν κρίνει, ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις για την πλαστότητά του, αναβάλλει με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή του τη δίκη, ωσότου περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία. 'Αλλως, απορρίπτει το σχετικό αίτημα για την κήρυξη του εγγράφου ως πλαστού και προχωρεί στην έρευνα του βάσιμου της κατηγορίας [βλ. ad hoc ΑΠ 1943/2008 Α' Τμήμα αδημ. - ΑΠ 845/2002 Πράξη κ' Λόγος ΠοινΔ 2002, σελ. 30]. Περαιτέρω, τα πρακτικά αποδεικνύουν το, κατά τα αρθ. 140 και 141 ΚΠοινΔ, περιεχόμενο αυτών μέχρι την προσβολή τους για πλαστότητα, οπότε στην περίπτωση αυτή, όπως έχει γίνει δεκτό, εφαρμόζεται η ως άνω διάταξη του αρθ. 338 ΚΠοινΔ [βλ. για το θέμα αναπτ. Αγγ. Μπουρόπουλος, Ερμηνεία Κωδικός Ποινικής Δικονομίας, τομ. Α', εκδ. 2η, 1957, στο αρθ. 141, αριθ. 3, σελ. 207].
2.- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση ο πρώτος των κατηγορουμένων προβάλλει την ένσταση πλαστότητας των πρακτικών του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αποδίδοντας διανοητική πλαστογραφία σε συγκεκριμένα πρόσωπα και, ειδικότερα, στην Προεδρεύουσα τούτου Κωνσταντίνα Νάκου και στο γραμματέα ... . Συνίσταται δε, η πλαστογραφία στο ότι δεν κατεχώρησαν στα πρακτικά της εκκαλουμένης αποφάσεως αυτοτελείς ισχυρισμούς του, οι οποίοι διαλαμβάνονται στο από 21.12.2006 έγγραφό του και δεν αποφάνθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επ' αυτών. Αναφορικά με τον ισχυρισμό αυτόν, πρέπει να επισημανθεί, ότι το προσβαλλόμενο από τον κατηγορούμενο έγγραφο (πρακτικά) πρόκειται για ένα σοβαρό δημόσιο έγγραφο, το οποίο αφορά στην κρινομένη υπόθεση και, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, είναι αναγκαίο για την απόφαση, η οποία θα εκδοθεί επί της ουσίας αυτής. Ενόψει δε όλων αυτών, το Δικαστήριο κρίνει, πως πρέπει να επιτραπεί η ανάγνωσή του και, ανεξάρτητα, από την αοριστία του ισχυρισμού, αφού τόσο από την επ' ακροατηρίου ανάπτυξή του, όσο και από το περιεχόμενο του εγγράφου, στο οποίο αυτός αναφέρεται, δεν προκύπτει συγκεκριμένος λόγος διαπράξεως της διανοητικής πλαστογραφίας, πρέπει να ερευνηθεί η γνησιότητά του, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Επιτρέπει την ανάγνωση των πρακτικών, καθώς και την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου". Με τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και με ορθή εφαρμογή των σχετικών διατάξεων των άρθρων 38, 338 και 364 του ΚΠοινΔ, αποφάνθηκε όπως είχε δικαίωμα, ότι δεν υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις για την προσβαλλόμενη πλαστότητα των πρακτικών του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και προχώρησε στην ανάγνωση των πρακτικών και της εκκαλουμένης με αριθμό 72836/2006 αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, απορρίπτοντας εμμέσως πλην σαφώς το λόγω πλαστότητας των πρακτικών υποβληθέν αίτημα αναβολής ή αναστολής της δίκης και επομένως οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Β, Δ και Η ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως (8ος, 10ος, 11ος, του πρώτου και 11ος και 12ος της δεύτερης), που προβάλλονται από τους αναιρεσείοντες για ακυρότητα που επήλθε κατά τα παραπάνω κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε, για υπέρβαση εξουσίας και για αναιτιολόγητη απόρριψη των άνω ισχυρισμών του και για έλλειψη ακροάσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
6.- Κατά το άρθρο 17 κεφ. Β του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίου και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988) σε όσα εφετεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δέκα πέντε (15) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση (παρ. 1). Ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το εφετείο καταρτίζει πίνακα ο οποίος περιλαμβάνει κατ' αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα των νεώτερων προέδρων εφετών και των αρχαιότερων εφετών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των τριμελών εφετείων (παρ. 3). Η μη τήρηση της διαδικασίας αυτής συνεπάγεται ακυρότητα που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης (παρ. 10). Στην προκείμενη περίπτωση με τον από 24-4-2009 πρόσθετο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση αναγράφεται μεν η σύνθεση του δικάσαντος Δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου Αθηνών), αλλά ενώ προήδρευσε ο εφέτης Γεώργιος Ευσταθίου, δεν αναφέρεται στην απόφαση ότι κωλύονταν οι πρόεδροι εφετών του Εφετείου και οι αρχαιότεροι του άνω δικαστή εφέτες, ούτε και η πράξη του Αρεοπαγίτη Δικαστή που διευθύνει το Τριμελές Συμβούλιο του Εφετείου Αθηνών, με την οποία αυτός (προεδρεύων εφέτης) ορίστηκε ως αναπληρωτής των κωλυομένων προέδρων εφετών και των αρχαιοτέρων του εφετών, με αποτέλεσμα οι παραλείψεις αυτές να δημιουργήσουν κακή σύνθεση του δικάσαντος Δικαστηρίου και κατά συνέπεια λόγο αναιρέσεως για ακυρότητα της διαδικασίας από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και 171 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ. Όμως, εκτός από το ότι στο Εφετείο Αθηνών, δεδομένου ότι προβλέπεται σε αυτό οργανικός αριθμός μεγαλύτερος των δέκα πέντε (15) δικαστών, σύμφωνα με το νόμο, η σύνθεση των δικαστών των ποινικών Δικαστηρίων γίνεται με κλήρωση και δεν υπάρχει υποχρέωση να αναγράφεται τούτο στην απόφαση και δεν εκδίδεται πράξη του διευθύνοντος το Δικαστήριο και επομένως δεν ιδρύεται οποιοσδήποτε λόγος αναιρέσεως. Η παράβαση δε των διατάξεων του άρθρου 17 παρ. 2 έως και 8 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίου και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν.1756/1988) συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται, αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως (παρ. 10). Τέτοια όμως πρόταση ακυρότητας ούτε οι αναιρεσείοντες επικαλούνται, ούτε από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι προβλήθηκε. Επομένως ο σχετικός ως άνω πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και των δύο αιτούντων, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος (ΑΠ 327/2006, 867/07).
7.- Επειδή από τη διάταξη του προεκτεθέντος άρθρου 224 παρ.2 του ΠΚ προκύπτει ότι τετελεσμένο είναι το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρος, όταν περατωθεί η κατάθεσή του.
Συνεπώς αν για την ολοκλήρωση της εξετάσεως του μάρτυρος εξεταστεί αυτός περισσότερες από μία φορές σε πολλές συνεδριάσεις, διαπράττεται μόνο μία αξιόποινη πράξη ψευδορκίας και όχι περισσότερες κατ'εξακολούθηση. Και αυτό γιατί κατάθεση δεν αποτελούν οι περισσότερες εξετάσεις του μάρτυρα, αλλά το σύνολο των δηλώσεών του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε έφεση των δύο αναιρεσειόντων, ηθικού αυτουργού και φυσικού αυτουργού ψευδορκίας μάρτυρος, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων στην απόφασή του αυτή αποδεικτικών μέσων, ότι η δεύτερη κατηγορουμένη αναιρεσείουσα Χ2 στις 5-10-2001, ως μάρτυρας εξεταζόμενη ενόρκως ενώπιον αρχής, αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση, εν γνώσει της κατέθεσε ψέματα, ήτοι: εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του εισηγητή δικαστή επί των θεμάτων της με αριθμό 1923/2001 προδικαστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί ανακοπής του πρώτου κατηγορουμένου αναιρεσείοντος ηθικού αυτουργού Χ1, κατά του πολιτικώς ενάγοντος, εν γνώσει της κατέθεσε ψέματα, ότι η ιδία ως άνω κατηγορουμένη στις 9-11-2001 ενώπιον του ίδιου εισηγητή εξεταζόμενη ενόρκως στο γραφείο των διεξαγωγών κατέθεσε εν γνώσει της επίσης ψέματα και δη τα στις άνω παραδοχές εκτιθέμενα και ότι οι δύο κατηγορούμενοι, όπως προκύπτει από το πιο πάνω αποδεικτικό υλικό, γνώριζαν την αναλήθεια των πιο πάνω ψευδών περιστατικών που κατέθεσε η δεύτερη με ηθική αυτουργία του πρώτου. Με αυτά που δέχτηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και κήρυξε ένοχο τη δεύτερη κατηγορουμένη αναιρεσείουσα για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος, κατ' εξακολούθηση και τον πρώτο κατηγορούμενο αναιρεσείοντα ως ηθικό αυτουργό στην άνω ψευδορκία μάρτυρος κατ' εξακολούθηση (άρθρα 46, 98, 224 απρ.2 ΠΚ), επιβάλλοντας σε καθένα από αυτούς ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών, την οποία προσμέτρησε, ως προς τον πρώτο, με άλλες ποινές που του επιβλήθηκαν γιατί αυτός καταδικάστηκε και για ψευδή καταμήνυση και για απόπειρα απάτης δικαστή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, αφού το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρος είναι τετελεσμένο, όταν αποπερατωθεί η κατάθεση του μάρτυρος, τελείται δε μόνο μία αξιόποινη πράξη ψευδορκίας και αν ο μάρτυρας εξετάστηκε περισσότερες φορές, έπεται ότι οι παραπάνω δύο γενόμενες εξετάσεις της μάρτυρος κατηγορουμένης, δεν συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ίδιου εγκλήματος της πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρος, αλλά μία πράξη ψευδορκίας που περατώθηκε στις 9-11-2001. Άρα το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις άνω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 98 και 224 παρ.2 ΠΚ και ο προβαλλόμενος τρίτος λόγος αναιρέσεως και των δύο αναιρεσειόντων, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε' ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Κατ'ακολουθίαν, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι μόνον : α) ως προς τη διάταξή της που κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους του αναφερομένου σ' αυτήν εγκλήματος, ηθικής αυτουργίας και φυσικής αυτουργίας αντίστοιχα ψευδορκίας μάρτυρος ως κατ' εξακολούθηση τελεσθέντος, αυτού θεωρουμένου ως ενός εγκλήματος τελεσθέντος άπαξ στις 9-11-2001, που ολοκληρώθηκε η μία και μοναδική κατάθεση της μάρτυρος κατηγορουμένης και β) ως προς τη διάταξή της περί επιβολής ποινής, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα κρίση για την επιβολή της αρμόζουσας ποινής στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο, αν είναι δυνατό, από τους ίδιους δικαστές που δίκασαν προηγουμένως κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 520 ΚΠοινΔ και τέλος να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει τη με αριθμό 6143/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ήτοι μόνον α) ως προς τη διάταξή της με την οποία κηρύχθηκε ένοχος η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ2 του σε αυτή εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος κατ' εξακολούθηση τελεσθέντος και ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ως ηθικός αυτουργός του αναφερόμενου σ' αυτήν ως άνω εγκλήματος της ψευδορκίας ως κατ' εξακολούθηση τελεσθέντος, β) ως προς τη διάταξή της περί επιβολής ποινής και στους δύο αναιρεσείοντες και γ) ως προς τη διάταξή της περί επιβολής στον πρώτο κατηγορούμενο συνολικής ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση προς νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο, αν είναι εφικτό, από τους ίδιους δικαστές που δίκασαν προηγουμένως, για την επιβολή της προσήκουσας ποινής στους αναιρεσείοντες για μία πράξη ψευδορκίας μάρτυρα και ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρος, τελεσθείσα στις 9-11-2001. Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις από 21/5/2009 αιτήσεις αναιρέσεως των δύο αιτούντων Χ1 και Χ2.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιουλίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιουλίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ