Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Κλοπή.
Περίληψη:
Καταδίκη κατηγορουμένου για απόπειρα κλοπής. Άσκησε παραδεκτά και νόμιμα δύο (2) αναιρέσεις κατά της καταδικαστικής αποφάσεως. Η μια θεωρείται ως συμπληρωματική της άλλης (περιλαμβάνουν τον ίδιο λόγο). Εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος και ο λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (ΚΠΔ 511 εδ.α΄). Απόρριψη αναίρεσης.
Αριθμός 350/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ζουμπούλη, για αναίρεση της 4268/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με συγκατηγορούμενους τους: 1) ... και 2) ....
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 23 Μαΐου 2007 και 11 Οκτωβρίου 2007 δύο χωριστές αιτήσεις του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1791/2007.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά της με αριθμό 4268/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, Χ1, καταδικάστηκε για απόπειρα κλοπής σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) μηνών, που ανεστάλη για τρία (3) χρόνια, άσκησε, νομίμως και εμπροθέσμως: α)ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών στις 23 Μαΐου 2007 δια του παραστάντος με αυτόν στη δίκη εκείνη δικηγόρου του, Κωνσταντίνου Ζουμπούλη, αναίρεση, για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό 233/2007 έκθεση, με λόγους, και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της, μη καθαρογραμμένης τότε, άνω αποφάσεως, κατά τα ειδικότερα σε αυτή εκτιθέμενα, και β)την υπογραφόμενη από τον ίδιο (αναιρεσείοντα) και επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12 Οκτωβρίου 2007 (αριθμ. πρωτ. 9056/12-10-07) από 11-10-07 αίτησή του, με λόγο την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καθαρογραμμένης πλέον και καταχωρηθείσας στο ειδικό βιβλίο στις 2-10-07 ανωτέρω αποφάσεως. οι αναιρέσεις αυτές που περιέχουν συγκεκριμένους λόγους, είναι παραδεκτές, θεωρούμενες η μια συμπληρωματική της άλλης, και ως συναφείς πρέπει να συνεκδικαστούν. Κατά τη διάταξη του άρ. 372 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από τη κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Αντικείμενο ιδιοποίησης μπορεί να είναι και έγγραφα αποδεικτικά δικαιώματος, δηλαδή η υλική τους υπόσταση, όπως είναι η αστυνομική ταυτότητα, τα οποία δεν ενσωματώνουν αξία, εφόσον η αφαίρεση γίνεται με σκοπό ιδιοποίησης. Εξάλλου, κατά το αρ. 42 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται αν το κακούργημα πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε με ποινή ελαττωμένη (άρ. 83 ΠΚ). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πράξη που περιέχει αρχή εκτελέσεως είναι εκείνη, με την οποία αρχίζει η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, καθώς και εκείνη η ενέργεια, που τελεί σε τέτοια συνάφεια και οργανικό δεσμό με την πράξη, ώστε στη συγκεκριμένη περίπτωση, θεωρείται, κατά την κοινή αντίληψη, τμήμα αυτής που αμέσως οδηγεί στην πράξη, αν από οποιονδήποτε λόγο δεν ανακοπεί.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 4268/07 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία των παρόντων κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Οι κατηγορούμενοι, κατά τον στο διατακτικό τόπο και χρόνο, έχοντας από κοινού αποφασίσει να εκτελέσουν το πλημμέλημα της κλοπής, επεχείρησαν πράξη περιέχουσα τουλάχιστον αρχή εκτελέσεων αυτού. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει ιδίως από την αναγνωσθείσα κατάθεση της μάρτυρος Μ1 σε συνδυασμό με τις λοιπές μαρτυρικές καταθέσεις αλλά και το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, οι κατηγορούμενοι προσπάθησαν να παραβιάσουν μηχανήματα αυτόματης πωλήσεως βιντεοκασσετών με την επωνυμία "...", προκειμένου να αφαιρέσουν από αυτά κασσέτες, πλην όμως απέτυχαν του σκοπού τους από λόγους αντικειμενικούς και ανεξάρτητους της θελήσεώς των, καθόσον έγιναν αντιληπτοί από την ανωτέρω Μ1, η οποία ειδοποίησε την αστυνομία και συνελήφθησαν. Επομένως, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, του Δικαστηρίου δεχομένου ότι η τέλεσή της έλαβε χώρα υπό την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2α' ΠΚ., κατά τα στο διατακτικό". Στη συνέχεια, με βάση όσα αναφέρθηκαν, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, Χ1, της αξιόποινης πράξεως της απόπειρας κλοπής κατά συναυτουργία, αναγνωρίζοντας σε αυτόν το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δύο (2) μηνών, την οποία ανέστειλε για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 42 § 1, 45, 372 § 1α' και 84 § 2α' ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των παρόντων κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας, ..., καθώς και του μάρτυρα υπερασπίσεως ..., ο οποίος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως εξετάσθηκε ενόρκως στο άνω Δικαστήριο. Ειδικότερα, είναι αβάσιμες οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, για τις οποίες πρέπει να λεχθούν τα εξής: α)από τη ρητή αναφορά στα αναγνωσθέντα (έγγραφα και της από 6/2005 εκθέσεως αυτοψίας και στη συνέχεια, στο προοίμιο του σκεπτικού της αποφάσεως από τη ρητή αναφορά και των εγγράφων, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που στήριξαν την κρίση του Δικαστηρίου (και, κατά συνέπεια, και της άνω εκθέσεως αυτοψίας ως εγγράφου), προκύπτει σαφώς ότι λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε και το αποδεικτικό αυτό μέσο. Δεν ήταν δε αναγκαίο, για να υπάρχει περί αυτού βεβαιότητα και εντεύθεν να υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ούτε η αξιολογική συσχέτιση του εγγράφου αυτού με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ούτε άλλη, πλην της ως άνω περιληφθείσας στο σκεπτικό, αιτιολόγηση, γιατί δεν κρίθηκαν πειστικά τα αναφερόμενα στην άνω, χαρακτηριζόμενη ως έκθεση αυτοψίας. Ούτε εξάλλου ήταν αναγκαίο να παρατεθεί από ποια αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε το Δικαστήριο ότι αποδείχθηκαν, με βάση τα οποία κατέληξε στην κρίση περί της ενοχής του αναιρεσείοντος. Είναι δε έγγραφο η άνω έκθεση αυτοψίας και, ως τέτοιο, εκτιμήθηκε, αφού δεν διατάχθηκε κατά την ΚΠΔ 183 από το Δικαστήριο ή ανακριτικό υπάλληλο στα πλαίσια της διεξαγόμενης προανακρίσεως ή ανακρίσεως, προς περαίωση εισαγγελικής παραγγελίας. Συντάχθηκε από έχοντα ειδικές γνώσεις πρόσωπο (το μηχανικό ....) και προσκομίστηκε στο Δικαστήριο από τον κατηγορούμενο προς υπεράσπισή του. Κατά συνέπεια, ούτε αυτοψία κατά την ΚΠΔ 178 είναι, ούτε κατά την ΚΠΔ 183 η έκθεση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματογνωμοσύνη, διαταχθείσα από το Δικαστήριο ή τα άνω πρόσωπα, οπότε έπρεπε να αναφέρεται ως τέτοια ειδικά ή τα άνω πρόσωπα, οπότε έπρεπε να αναφέρεται ως τέτοια ειδικά στην αιτιολογία της αποφάσεως. β)Επίσης, αβάσιμη είναι η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η προανακριτική κατάθεση της μάρτυρα, Μ1 , που αναγνώστηκε, ενώ δεν ενισχύθηκε από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, εκλήφθηκε ως αληθής από το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί αυτό σε εσφαλμένη κρίση, αφού η αιτιολογία της έρχεται σε αντίθεση με τα αποδεικτικά μέσα και την κοινή λογική και πείρα, καθόσον πλήττεται απαραδέκτως η ουσία της υποθέσεως για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, είναι αβάσιμος και, πρέπει να απορριφθεί, ο εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος των κριθεισών ως παραδεκτών αιτήσεων αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και ο από το αυτό άρθρο § 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, αυτεπαγγέλτως (ΚΠΔ 511 εδ. α' ) εξεταζόμενος της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, λόγος αναιρέσεως. Κατά τα λοιπά, με τους παραπάνω λόγους αναιρέσεως. Κατά τα λοιπά, με τους παραπάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 § 1) για κάθε αίτηση αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει α)την, ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, δια του παραστάντος στη δίκη εκείνη, δικηγόρου του, Κωνσταντίνου Ζουμπούλη, από 23-5-07 και με αριθμό καταθέσεως 233/07 αίτηση και β)την υπογραφόμενη από τον ίδιο και επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12-10-07 (αριθμ. πρωτ. 9.056/12-10-07) από 11-10-07 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της με αριθμό 4268/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για κάθε αίτηση αναιρέσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ