Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παιδεραστία.
Περίληψη:
Παιδεραστία. Απόρριψη αίτησης αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Πότε αναγιγνώσκονται οι καταθέσεις μαρτύρων που εξετάσθηκαν στην προδικασία. Λήψη υπόψη από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απολογίας κατηγορουμένου στη προανάκριση και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Αριθμός 1519/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγορίου Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο, περί αναιρέσεως της 902/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.
Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Οκτωβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1748/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 349 παρ. 3 του ΠΚ, όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει στην πορνεία γυναίκες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δεκαοκτώ μηνών και με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η προαγωγή στην πορνεία συνίσταται στην παρακίνηση, με οποιονδήποτε τρόπο, γυναίκας, που δεν έχει ακόμη πορνευθεί, να παρέχει κατά συνήθεια σαρκικές ηδονές σε αόριστο αριθμό προσώπων αντί χρημάτων ή άλλης αμοιβής, χωρίς να απαιτείται και το άμεμπτο των ηθών της ή η ανηλικότητά της. Ο δράστης ενεργεί κατ' επάγγελμα όταν προβαίνει στην πράξη με τη θέληση να αποτελεί γι' αυτόν η επανάληψη της πηγή βιοπορισμού, ενώ από κερδοσκοπία ενεργεί αυτός, όταν αποβλέπει σε πορισμό εισοδήματος, που αρκεί να προέρχεται και από μία μόνο γυναίκα, ανήλικη ή ενήλικη, έστω και μία φορά. Είναι δυνατή η τέλεση του εγκλήματος αυτού κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία συγχρόνως, γι' αυτό και δεν δημιουργείται ασάφεια στην καταδικαστική απόφαση από την παραδοχή ότι η συγκεκριμένη πράξη έχει τελεστεί κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία. Επίσης, δεν απαιτείται η απόδειξη και αναφορά στην απόφαση του συγκεκριμένου προσώπου, στο οποίο, έναντι αμοιβής, παρέσχε η παρακινούμενη σαρκικές ηδονές. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, πρέπει όμως, να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η κατά τα παραπάνω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους, δηλαδή, που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψη τους. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όχι μόνον, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 902/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Θράκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 (αναιρεσείων), τον Σεπτέμβριο του 2001, από κερδοσκοπία προήγαγε στην πορνεία την αλλοδαπή ΑΑ, υπήκοο Ουκρανίας, εκμεταλλευόμενος τα οικονομικά της προβλήματα, η οποία εργαζόταν ως σερβιτόρα στο νυκτερινό κέντρο διασκεδάσεως με την επωνυμία "...", που βρίσκεται στην ... του νομού ... . Την αλλοδαπή αυτήν παρακίνησε να παρέχει σαρκικές απολαύσεις, σε πελάτες του καταστήματος, αντί χρηματικής αμοιβής, ποσού 15.000 έως 20.000 δραχμών, την οποία εισέπραττε ο ίδιος, προσφέροντάς της μέρος της αμοιβής ποσού 5.000 δρχ. για κάθε ερωτική συνεύρεση και έτσι προήγαγε στην πορνεία την ανωτέρω, η οποία δεν ήταν πόρνη (χαρακτηρισμένη ή αχαρακτήριστη) ... . Τα ανωτέρω, αποδείχθηκαν από τις ως άνω αναγνωσθείσες ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν χωρίς να αναιρούνται από άλλα αποδεικτικά μέσα. Επομένως, οι κατηγορούμενοι (ο αναιρεσείων και ο Χ2) τέλεσαν αντικειμενικά και υποκειμενικά την αξιόποινη πράξη που τους αποδίδεται και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αυτών, όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο διατακτικό της παρούσα, στο οποίο το Δικαστήριο αναφέρεται, απορριπτομένου του ισχυρισμού του πρώτου κατηγορουμένου (αναιρεσείοντος), που προβλήθηκε από τη συνήγορο υπεράσπισής του, περί μετατροπής της κατηγορίας από μαστρωπεία σε διευκόλυνση αλλοτρίας ακολασίας (άρθρο 348 Π.Κ.), αφού πλήρως αποδείχθηκαν τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την πράξη της ματρωπείας και αποκλείουν το ενδεχόμενο διευκολύνσεως αλλοτρίας ακολασίας". Με τις παραδοχές αυτές κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα και επέβαλε σ'αυτόν εκτός της χρηματικής ποινής των 500 ευρώ, και ποινή φυλακίσεως δέκα οκτώ (18) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 5 ευρώ την ημέρα. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας (Τριμελές Εφετείο Θράκης) διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 349 παρ. 3 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες και έγγραφα) από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Περαιτέρω, με επαρκείς σκέψεις το δικαστήριο δέχεται την από κερδοσκοπία τέλεση της πράξης, εκ περισσού δε και πλεοναστικώς απέρριψε τον ισχυρισμό (αρνητικό της κατηγορίας και όχι, ως εσφαλμένα κρίθηκε, ως αυτοτελή) του κατηγορουμένου για την από αυτόν τέλεση του εγκλήματος της διευκόλυνσης αλλοτρίας ακολασίας, ο οποίος σε κάθε περίπτωση, με τις παραδοχές της αποφάσεως, είναι αβάσιμος. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 365 του ΚΠΔ συνάγεται ότι ακυρότητα της διαδικασίας που ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης προκαλείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον Εισαγγελέα, δεν αναγνωσθή ληφθείσα κατά την προδικασία ένορκη κατάθεση μάρτυρα του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη για τους λόγους που ενδεικτικά αναφέρονται σ'αυτή τη διάταξη. Όμως δεν δημιουργείται καμμιά ακυρότητα όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση αναγνώσει κατάθεση μάρτυρα της προδικασίας στο ακροατήριο και αν ακόμα δεν βεβαίωσε ότι η εμφάνισή του στο ακροατήριο ήταν αδύνατη, εφόσον ο κατηγορούμενος δεν αντέλεξε. Άλλωστε, η λήψη υπόψη από το δικαστήριο αναγνωσθείσης κατάθεσης μάρτυρα που έχει ληφθεί στην προδικασία παραβιάζει δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 στ. ε' της ΕΣΔΑ να θέσει ερωτήματα στους μάρτυρες, μόνον εφόσον έγινε παρά την εναντίωση αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου οι από 29.12.2001, κατά την προδικασία ληφθείσες, ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων: 1) ΒΒ και 2) ΓΓ, από τα ενσωματωμένα δε στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά προκύπτει ότι η ανάγνωση των δύο αυτών μαρτυρικών καταθέσεων έγινε χωρίς να προβληθεί αντίρρηση εκ μέρους της εκπροσωπούσης του τότε απόντα εκκαλούντα - αναιρεσείοντα δικηγόρου Σοφίας Σαριπανίδου (βλ. 4η σελίδα αυτών). Επομένως, δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο από την ανάγνωση των δύο ως άνω καταθέσεων των απουσών μαρτύρων, αφού δεν υπήρξε σχετική εναντίωση του κατηγορουμένου, ο δε σχετικός λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας και δεν συνεκτιμήθηκαν τόσο η προανακριτική όσον και η ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου απολογία, πλήττοντας έτσι την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης: α) ούτε η εκπροσωπούσα αυτόν δικηγόρος ούτε ο Εισαγγελέας ή άλλος παράγων της δίκης ζήτησε την ανάγνωση της προανακριτικής απολογίας του και το Δικαστήριο αρνήθηκε τούτο, 2) με την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης αναγνώσθηκε και η σ'αυτά περιεχομένη απολογία του (βλ. 6η σελίδα αυτών), η οποία και συνεκτιμήθηκε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα κατά τη διαμόρφωση της καταδικαστικής σε βάρος του κρίσης. Επομένως η ανωτέρω αιτίαση του αναιρεσείοντος με την οποία πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για ελλιπή αιτιολογία είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.
Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20 Οκτωβρίου 2008 αίτηση - δήλωση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 902/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ