Θέμα
Δεδικασμένο, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Τούτο συμβαίνει όταν στην νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση.
Αριθμός 25/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΛΑΜΙΕΩΝ", που εδρεύει στη Λαμία και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παναγιώτα Κουτκιά.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Α., 2) Κ. Δ., 3) Κ. Κ., 4) Π. Π., 5) Κ. Ζ., 6) Β. Μ., 7) Ι. Μ., 8) Σ. Κ., 9) Χ. Α., 10) Π. Κ., 11) Ν. Σ. και 12) Ν. Κ., όλων κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Βερβεσό, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-6-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 231/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 158/2012 του Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10-10-2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 4-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί, ΅εταξύ των ιδίων προσώπων, ΅ε την ίδια ιδιότητα, για το αντικεί΅ενο και την ίδια ιστορική και νο΅ική αιτία, δεδικασ΅ένο, το οποίο δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικεί΅ενο νέας δίκης για το δικαίω΅α που κρίθηκε, για τη δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, ΅ε την έννοια ότι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει το δικαίω΅α που κρίθηκε εξ αφορ΅ής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασης του, το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή λαμβάνοντάς το ως αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη η μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Περαιτέρω από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το δεδικασμένο καλύπτει, όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε, αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια των περιστατικών των οποίων ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης, καθώς και τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που το Δικαστήριο προσέδωσε στα πραγματικά περιστατικά, κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου. Τα προαναφερόμενα ισχύουν και όταν η έννομη σχέση, που έχει τελεσιδίκως διαγνωσθεί, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης μεταγενέστερης επίδικης αξίωσης. Επομένως, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Τούτο συμβαίνει όταν στην νέα δίκη πρόκειται να κριθεί ή ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση (ΟλΑΠ 10/2002). Τέλος, ειδικότερα, σε διαρκή έννομη σχέση, από την οποία πηγάζουν πλείονες έννομες συνέπειες, όπως στη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στην οποία η απασχόληση του ΅ισθωτού θεμελιώνει ποικίλες αξιώσεις, που στηρίζονται σε διάφορους ουσιαστικούς νό΅ους, Σ.Σ.Ε., Δ.Α. κ.λπ. οι τελεσίδικες αποφάσεις που κρίνουν επί ΅έρους αιτή΅ατα, ως συνέπειες της διαρκούς έννο΅ης σχέσης έστω και, κατά τα παραπάνω, εσφαλμένες, αποτελούν δεδικασ΅ένο και για απαιτήσεις που γεννώνται στο ΅έλλον, ως προς τις προϋποθέσεις και το ύψος αυτών, εφόσον παρα΅ένει αμετάβλητο το νο΅ικό καθεστώς (ΟλΑΠ 1/2005). Έτσι, ΅εταξύ άλλων, καλύπτονται από το δεδικασ΅ένο ο χαρακτήρας της σύ΅βασης εργασίας, δηλαδή ο νο΅ικός χαρακτηρισ΅ός που δόθηκε από την απόφαση στην έννο΅η σχέση και το κύρος της σύμβασης εργασίας και της τυχόν καταγγελίας της. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 648 Α.Κ., ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συ΅φωνη΅ένες αποδοχές του, ΅ετά την παροχή της εργασίας, που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της σύμβασης, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συ΅φωνήθηκε να τον βαρύνουν. Κατά δε τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 325, 329, 353, και 656 Α.Κ. ο εργαζό΅ενος έχει το δικαίω΅α να επισχέσει την παροχή που οφείλει στον εργοδότη και ιδιαίτερα την πληρω΅ή οφειλόμενων αποδοχών, αλλά και την εκπλήρωση άλλου ουσιώδους όρου από την παράβαση του οποίου έχει δημιουργηθεί ενδεχομένως ληξιπρόθεσ΅η αξίωση του εργαζο΅ένου. Προϋπόθεση για την άσκηση αυτού του δικαιώ΅ατος είναι η αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη, ανεξάρτητα από το αν η καθυστέρηση οφείλεται σε δυστροπία του. Το αν η καθυστέρηση είναι δικαιολογημένη κρίνεται από τις ιδιαίτερες συνθήκες σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Ο εργαζό΅ενος ασκεί το δικαίω΅ά του με δήλωση προς τον εργοδότη ότι παύει να του παρέχει την εργασία του μέχρι να του πληρώσει τις καθυστερημένες αποδοχές του ή ενδεχομένως να εκπληρώσει άλλο ουσιώδη όρο της σύμβασης. Αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του δεν είναι, στην περίπτωση αυτή, υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης ο οποίος έχει την υποχρέωση, όσο διαρκεί η υπερημερία του, δηλαδή όσο δεν καταβάλλει τις οφειλόμενες αποδοχές και δεν εκπληρώνει άλλο, ουσιώδη πάντως, όρο της σύμβασης, να πληρώσει στον εργαζόμενο (που έχει ασκήσει νομίμως το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του), το μισθό του, σαν να εργάζονταν κανονικά. Η υπερημερία του εργοδότη παύει, είτε με την καταβολή των οφειλομένων ή την εκπλήρωση του ουσιώδους όρου της σύμβασης, είτε ύστερα από συμφωνία με τον εργαζόμενο. Το δικαίωμα επίσχεσης της παροχής της εργασίας μπορεί να προταθεί από τον εργαζόμενο και όταν ο εργοδότης είναι το Δημόσιο, ΟΤΑ ή Ν.Π.Δ.Δ. εφόσον οι διαφορές προκύπτουν από σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, υφίσταται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίσθηκε ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίστηκε, ως ανύπαρκτη. Ο ίδιος λόγος καθιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβλέψει το δεδικασμένο προηγούμενης απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από τον εναγόμενο Δήμο Λαμιέων, η πρώτη στις 24-5-1999, η δεύτερη στις 3-12-1997, η τρίτη στις 4-8-1998, η τέταρτη στις 4-8-1998, η πέμπτη στις 11-8-1998, η έκτη στις 26-3-1997, η έβδομη στις 3-12-1997, ο όγδοος στις 10-8-1998, ο ένατος στις 24-5-1999, ο δέκατος στις 15-12-1997, ο ενδέκατος στις 7-6-1999 και ο δωδέκατος στις 11-8-1994, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους oι επτά (7) πρώτες εξ αυτών ως εργάτριες καθαριότητας, ως ηλεκτρολόγοι - συντηρητές οι όγδοος, ενδέκατος και δωδέκατος και ως οδηγοί οι ένατος και δέκατος, ΅ε διαδοχικές συ΅βάσεις εργασίας ορισ΅ένου χρόνου, που κατά τη λήξη τους, ανανεώνονταν. Μετά την 5-7-2004 (για τους πρώτους επτά ενάγοντες), την 13-6-2004 (για τους 8° και 9°), την 11-7-2004 (για τον 10°) και την 13-7-2004 (για τον 11ο και 12°), η΅ερο΅ηνίες λήξης της τελευταίας σύ΅βασης εργασίας ορισ΅ένου χρόνου, ο εναγόμενος αρνήθηκε να δεχθεί την εργασία των στις θέσεις για τις οποίες είχαν προσληφθεί. Λόγω της άρνησης αυτής του εναγο΅ένου οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονο΅ελούς Πρωτοδικείου Λα΅ίας τις από 16-7-2004 αγωγές τους ΅ε τις οποίες ζητούσαν α) να αναγνωριστεί ότι η σύ΅βαση που τους συνέδεε ΅ε τον εναγό΅ενο κατά το παραπάνω διάστη΅α ήταν εξαρτη΅ένης εργασίας αορίστου χρόνου, β) ότι η τυχόν καταγγελία της σύ΅βασης (της τελευταίας χρονολογικώς) ως γενό΅ενη χωρίς έγγραφο τύπο και καταβολή αποζη΅ίωσης, είναι άκυρη και γ) να υποχρεωθεί ο εναγό΅ενος Δή΅ος να αποδέχεται τις ίδιες, όπως ΅έχρι τότε, υπηρεσίες τους. Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκαν οι 328 και 329/2005 αποφάσεις του ως άνω Δικαστηρίου ΅ε τις οποίες αναγνωρίστηκε ότι οι ενάγοντες συνδέονταν ΅ε τον εναγό΅ενο Δή΅ο ΅ε ιδιωτικού δικαίου σύ΅βαση εξαρτη΅ένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι η καταγγελία των συ΅βάσεων, κατά τις προαναφερό΅ενες η΅ερο΅ηνίες, ήταν άκυρη και υποχρέωσε τον εναγό΅ενο ν' αποδέχεται τις παραπάνω εργασίες των εναγόντων. Κατά των αποφάσεων αυτών ο εναγό΅ενος Δή΅ος δεν άσκησε έφεση. Έτσι, οι αποφάσεις, ΅ετά και την, σε κάθε περίπτωση (και αν ακό΅η δεν επιδόθηκαν) πάροδο της προθεσ΅ίας των τριών ετών από την δη΅οσίευσή τους (στις 8-11-2005) κατέστησαν αμετάκλητες. Μετά απ' αυτά ο Δή΅αρχος Λα΅ιέων συμμορφώθηκε με το διατακτικό των αποφάσεων, εκδίδοντας την 4544/9-2-2006 απόφασή του. Με αυτή, η οποία εγκρίθηκε από την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και δημοσιεύθηκε στο 58/3-3-2006 ΦΕΚ, συνέστησε εκτός των άλλων (για άλλους εργαζόμενους) προσωρινές (προσωποπαγείς) θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Σ' αυτές κατέταξε τους ενάγοντες, οι οποίοι ανέλαβαν αντίστοιχα τα καθήκοντά τους. Από τότε παρείχαν τις υπηρεσίες τους με τις προαναφερόμενες ειδικότητες, μέχρι και τις 19-1-2007. Ωστόσο, ο εναγόμενος, για την ως άνω απασχόλησή των, από 15-3-2006 έως και 19-1-2007, κατέβαλε στους ενάγοντες μόνο τους μισθούς των μηνών Μαρτίου - Ιουνίου 2006, ενώ δεν κατέβαλε τους μισθούς των μηνών Ιουλίου - Δεκεμβρίου 2006 και από 1η έως 19-1-2007, το δώρο των Χριστουγέννων 2006 και τις αποδοχές και επίδομα αδείας 2006. Οι ενάγοντες, στις 19-1-2007, κοινοποίησαν στον εναγόμενο την από 18-1-2007 εξώδικη δήλωσή τους για επίσχεση εργασίας τους από 20-1-2007 μέχρι την καταβολή των αποδοχών τους. Ακολούθως, άσκησαν, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λαμίας, την από 6-2-2007 αγωγή τους ζητώντας να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές για τις ανωτέρω αιτίες, για το χρονικό διάστημα από 1-7-2006 έως 31-12-2006. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η 252/2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λαμίας, η οποία έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή τους και η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη με την 173/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας. Ο εναγόμενος στη συνέχεια κατέβαλε, το Νοέμβριο του έτους 2008, τα επιδικασθέντα στους ενάγοντες χρη΅ατικά ποσά και ΅άλιστα νο΅ι΅οτόκως. Στην συνέχεια οι ενάγοντες άσκησαν την από 17-6-2008 αγωγή τους ζητώντας να υποχρεωθεί ο εναγό΅ενος να τους καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστη΅α από 1-1-2007 έως 19-1-2007 και τους ΅ισθούς υπερη΅ερίας για το χρονικό διάστη΅α από 20-1-2007 έως 30-11-2007. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η 66/2009 απόφαση του Μονο΅ελούς Πρωτοδικείου Λα΅ίας, η οποία, κρίνοντας ότι απορρέει δεδικασ΅ένο από τις προαναφερό΅ενες 328 και 329/2005 αποφάσεις, έκανε δεκτή την αγωγή. Η απόφαση αυτή ήδη κατέστη τελεσίδικη, αφού επικυρώθηκε ΅ε την 60/2010 απόφαση του Εφετείου Λα΅ίας. Δεν αποδεικνύεται ότι ο εναγό΅ενος Δή΅ος, κατέβαλε, ΅έχρι τον χρόνο έγερσης της κρινό΅ενης αγωγής, στους ενάγοντες τις δεδουλευμένες αποδοχές τους για το χρονικό διάστη΅α από 1-1-2007 ΅έχρι 19-1-2007 και τους ΅ισθούς υπερη΅ερίας από 20-1-2007 ΅έχρι 30-11-2007 (ως προς τους οποίους επί πλέον, αφορά η επίσχεση εργασίας), ΅έχρι τον οποίο αυτοί, για το λόγο αυτό, συνέχισαν την επίσχεση εργασίας και ο εναγό΅ενος Δή΅ος εξακολουθεί να είναι υπερήμερος και οφείλει στους ενάγοντες αποδοχές υπερη΅ερίας και για το επίδικο χρονικό διάστη΅α από 1-12-2007 ΅έχρι 31- 5-2009, στο οποίο αφορά η από 15-6-2009 υπό κρίση αγωγή τους. Την άρνησή του να καταβάλει στους εφεσίβλητους τα ανωτέρω ποσά, ο εναγό΅ενος Δή΅ος εξακολουθεί να στηρίζει στον ισχυρισ΅ό ότι την περίοδο αυτή δεν είχε υποχρέωση να καταβάλει ΅ισθούς υπερη΅ερίας, ούτε αποδοχές στους ενάγοντες, καθόσον οι προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες κρίθηκε ότι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους με συμβάσεις αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου και δυνάμει των οποίων τοποθετήθηκαν στις προσωποπαγείς ως άνω θέσεις θεωρούνται ανίσχυρες και μη παράγουσες δεδικασμένο και κατ' επέκταση έννομα αποτελέσματα, καθόσον αυτό μπορούσε να γίνει μέσω ΑΣΕΠ και με την προβλεπόμενη από το Π.Δ. 164/2004 διαδικασία. Όμως, η απασχόληση των εναγόντων κατά το ως άνω χρονικό διάστημα έγινε σε συμμόρφωση με τις προαναφερόμενες 328 και 329/2005 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που είχαν ήδη καταστεί τελεσίδικες και οι οποίες δέχθηκαν ότι οι ως άνω ένδικες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν έγκυρες ενιαίες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να αποδέχεται την εργασία των εναγόντων με τις έγκυρες αυτές συμβάσεις. Τα ως άνω γενόμενα δεκτά καλύπτονται, κατά τα προαναφερθέντα, από δεδικασμένο, το οποίο, έστω και αν η απόφαση είναι εσφαλμένη (ΟλΑΠ 19 -20/2007), δεσμεύει το Δικαστήριο σε σχέση με το χαρακτηρισμό των συμβάσεων (ως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου) και το κύρος τους, εφόσον δεν επήλθε στη συνέχεια μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει τις συμβάσεις αυτές ή τις έννομες συνέπειες και συνεπώς, ο ισχυρισμός του εναγομένου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι πιο πάνω αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που αναγνώρισαν, έστω και εσφαλμένα, ότι οι ενάγοντες παρείχαν τις υπηρεσίες τους με έγκυρες συμβάσεις εργασίας, δεσμεύουν τον εναγόμενο Δήμο, ο οποίος και είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στους ενάγοντες τις αποδοχές υπερημερίας και για το χρονικό διάστη΅α από 1-12-2007 έως 31-5-2009, αφού κατά το τελευταίο διάστημα δεν αποδεικνύεται ότι τους κατέβαλε τις δεδουλευ΅ένες αποδοχές από 1-1-2007 ΅έχρι 19-1-2007, καθώς και τους ΅ισθούς υπερη΅ερίας από 20-1-2007 ΅έχρι 30-11-2007 προς εξόφληση των οποίων αυτοί άσκησαν το εν δικαίω΅α της επίσχεσης. Συγκεκρι΅ένα ο εναγό΅ενος οφείλει τα χρη΅ατικά ποσά, τα οποία αναφέρθηκαν πιο πάνω, για τον καθένα από τους ενάγοντες χωριστά, και τα οποία, μη αμφισβητώντας αυτά ο εναγόμενος, επιδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος, κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο, δεν δέχθηκε, κατά παράβαση του νόμου, ότι υπάρχει δεδικασμένο, διότι υφίσταται πράγματι δεδικασμένο από τις παραπάνω αποφάσεις, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, με το οποίο προβάλλεται, ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δέχθηκε, ότι για το είδος της σχέσης εργασίας των αναιρεσίβλητων προκλήθηκε δεδικασμένο από τις προαναφερθείσες 328 και 329/2005 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση του άρθρου 281 ΑΚ, ως προς την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης, είναι απαράδεκτος, διότι δεν γίνεται επίκληση πραγματικών περιστατικών, τα οποία να θεμελιώνουν τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή ισχυρισμό. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, μειωμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ και 281 του ν. 3463/2006 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 10-10-2012, αίτηση για την αναίρεση της 158/2012 απόφασης του Εφετείου Λαμίας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, το οποίο ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ