Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Σωματεμπορία.
Περίληψη:
Επάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως απόπειρας σωματεμπορίας. Απορρίπτει.
Αριθμός 1061/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μαραγκό, περί αναιρέσεως της 454/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών.
Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7.1.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 162/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Για την πληρότητα της αξιούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, απαιτείται, όσον αφορά την έκθεση των αποδείξεων η γενική κατ' είδος αναφορά τους, χωρίς να απαιτείται και ιδιαίτερη μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα και του τι προέκυψε από καθένα από αυτά. Η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους ή ακόμη και η εσφαλμένη εκτίμηση αυτών δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως διότι στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Πρέπει όμως να συνάγεται ότι το δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η αναίρεση της 454/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών, με την οποία ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για το αδίκημα της απόπειρας σωματεμπορίας σε βάρος της Θ1, και επιβλήθηκε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης τριών ετών η οποία ανεστάλη επί τριετία. Με τον με αριθ. 1, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγο της αίτησης, προβάλλεται, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας γιατί το δικαστήριο, για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσης, δεν έλαβε υπόψη α) αναγνωσθέντα έγγραφα ήτοι 1)γραπτό κατάλογο με ονόματα τηλεφωνικούς αριθμούς, χρόνους και τόπους συνεύρεσης με υποψηφίους πελάτες, 2) από 9-2-2005 γραπτό μήνυμα κατηγορουμένου προς την παθούσα για να συναντηθούν σε ξενοδοχείο της ..., 3)αντίγραφο αναλυτικού λογαριασμού κινητής τηλεφωνίας για το διάστημα από 3-2-2007 έως 2-3-2007, 4)από 5-10-2005 ένορκη βεβαίωση μάρτυρος δοθείσα ενώπιον συμβολαιογράφου, 5)γραπτά μηνύματα κατηγορουμένου προς την παθούσα και β) επισκοπηθείσα φωτογραφία. Από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι το Αναθεωρητικό Δικαστήριο για το σχηματισμό της άνω καταδικαστικής σε βάρος του αναιρεσείοντος κρίσης του έλαβε υπόψη και αξιολόγησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της ακροαματικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται ρητώς στην αρχή του σκεπτικού, το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην παραπάνω κρίση του "από την κατάθεση της μάρτυρος Θ1 στο ακροατήριο, από τις καταθέσεις των μαρτύρων που δόθηκαν στην προδικασία και αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσης, από την ανάγνωση των εγγράφων της δικογραφίας που αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσης, από την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία "μεταξύ των οποίων αναγνωσθέντων εγγράφων περιλαμβάνονται και τα ανωτέρω ως και η επισκόπηση της φωτογραφίας. Περαιτέρω και από το όλο περιεχόμενο του σκεπτικού της απόφασης, δεν δημιουργείται κάποια αμφιβολία ότι το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα ανωτέρω έγγραφα και την επισκόπηση της φωτογραφίας. Επομένως, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα έγγραφα αυτά και η επισκόπηση της φωτογραφίας, είναι αβάσιμες. Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 369 παρ. 1 και 3 του ΚΠΔ συνάγεται ότι, πριν από την απαγγελία της αποφάσεως του δικαστηρίου για την ενοχή (όπως και για την ποινή), ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος αυτού έχουν πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσουν τελευταίοι. Άρα, εάν ο συνήγορος του κατηγορουμένου έλαβε τον λόγο τελευταίος επί της ενοχής (ή και επί της ποινής), όχι δε και ο κατηγορούμενος προσωπικά, δεν δημιουργείται ούτε έλλειψη ακροάσεως κατ' άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ, ούτε οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων της υπερασπίσεως κατ' άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, εκτός εάν ο ίδιος ο κατηγορούμενος ζήτησε να μιλήσει και δεν του επιτράπηκε, όχι μόνο από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση αλλά και από το δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε μετά την άρνηση του πρώτου, σύμφωνα με το άρθρο 335 παρ. 2 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως (σελίδα 5), μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν από την απαγγελία της αποφάσεως για την ενοχή ή μη, μίλησε τελευταίος ο συνήγορος του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος επί του θέματος αυτού, ενώ δεν προκύπτει ότι ζήτησε να μιλήσει και ο ίδιος ο αναιρεσείων.
Συνεπώς, ο δεύτερος κατά το πρώτο σκέλος λόγος, κατά τον οποίο ο διευθύνων τη συζήτηση, αφού κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, έδωσε τον λόγο στον Εισαγγελέα αλλά παρέλειψε να δώσει τον λόγο στον ίδιο τον αναιρεσείοντα ή το συνήγορό του, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, για την ενοχή του κατηγορουμένου ή την επιβολή ποινής ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν ανεγνώσθη κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που ανεγνώσθη, ούτε το πρόσωπο που τα προσκόμισε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, με τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι ανεγνώσθη όλο το περιεχόμενό του, ή, προκειμένου περί φωτογραφιών, ότι επεδείχθησαν από το διευθύνοντα τη συζήτηση στους παράγοντες της δίκης και επισκοπήθηκαν από αυτούς, οπότε ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά τους, έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών ή η επισκόπηση των φωτογραφιών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που ανεγνώσθη δημιουργείται ασάφεια στο αιτιολογικό της απόφασης, ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που ανεγνώσθη και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, για να καταλήξει στην εξενεχθείσα ως άνω, περί ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κρίση του, έλαβε υπόψη του, αμέσως και κυρίως και όχι ιστορικώς και συνεκτίμησε, εκτός από τα άλλα αποδεικτικά μέσα τις από 3-3-2006 και 15-2-2005 καταθέσεις των μαρτύρων ... και ... που ανεγνώσθησαν και αναφέρονται στα πρακτικά και το φωτογραφικό υλικό που επισκοπήθηκε από όλους τους παράγοντες της δίκης και συνοδεύει τη σχετική δικογραφία όπως τούτο αναφέρεται στα πρακτικά. Η κατά τον τρόπο αυτό καταχώριση στα πρακτικά των εν λόγω εγγράφων δεν δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την ταυτότητά τους, ενόψει του ότι άλλα έγγραφα με τον ανωτέρω προσδιορισμό δεν ανεγνώσθησαν, με την ανάγνωση δε του κειμένου αυτών και την επίδειξη των φωτογραφιών στους παράγοντες της δίκης και την επισκόπησή τους, κατέστησαν αυτά γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε την πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, δεύτερος κατά το δεύτερο και τρίτο σκέλος του λόγος, με τους οποίους προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Εφετείο προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του έλαβε υπόψη του τις φωτογραφίες που δεν επισκοπήθηκαν ως και τα πιο πάνω έγγραφα, που ανεγνώσθησαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 170 παρ. 2 και 171 παρ. 1 εδ. δ' του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι την έλλειψη ακροάσεως του εισαγγελέα δεν δικαιούται να προτείνει ο κατηγορούμενος ως λόγος αναιρέσεως. Επομένως ο δεύτερος κατά το τέταρτο σκέλος λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του μολονότι Εισαγγελέας πρότεινε να αναγνωρισθεί στον κηρυχθέντα ένοχο κατηγορούμενο η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α Π.Κ. και να του επιβληθεί ποινή φυλακίσεως δύο (2)ετών και ενός μηνός, αυτό αναγνώρισε στον κατηγορούμενο τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2ακαι 2ε Π.Κ. και του επέβαλε ποινή χωρίς να προτείνει και πάλι ο Εισαγγελέας, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Άλλωστε ο ίδιος λόγος αναίρεσης είναι και αβάσιμος καθόσον δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα και τελευταία στον συνήγορο του αναιρεσείοντος όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης για την εφαρμοστέα ποινή και ο τελευταίος ζήτησε αφού αναγνωρισθούν στον κατηγορούμενο οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2α και 2ε Π.Κ. να του επιβληθεί το ελάχιστο αυτής και δεν απαιτείται να δοθεί εκ νέου ο λόγος στους ανωτέρω για την επιβολή ποινής, αφού μία μόνο περί ποινής απόφαση εκδίδεται. Κατά τη διάταξη του άρθρου 351 παρ. 1 του Π.Κ., όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 8 του ν. 3064/2002, ''όποιος με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή την επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας, προσλαμβάνει, μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει, με ή χωρίς αντάλλαγμα, σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον, πρόσωπο με σκοπό να προβεί ο ίδιος ή άλλος, στη γενετήσια εκμετάλλευσή του, τιμωρείται με κάθειρξη, μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή, δέκα χιλιάδων (10.000) έως πενήντα χιλιάδων (50.000) Ευρώ''. Εξάλλου, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 Π.Κ., όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε με ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83 Π.Κ.). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πράξη που περιέχει αρχή εκτελέσεως είναι εκείνη, με την οποία αρχίζει η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, καθώς και εκείνη η ενέργεια, που τελεί σε τέτοια συνάφεια και οργανικό δεσμό με την πράξη, ώστε στη συγκεκριμένη περίπτωση, θεωρείται, κατά την κοινή αντίληψη, τμήμα αυτής που αμέσως οδηγεί στην πράξη, αν από οποιονδήποτε λόγο δεν ανακοπεί Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. ΙΔ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία, τέλος, της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο.. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης ασάφειες, αντιφάσεις, ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μή εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί των πραγμάτων κρίση του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:. ""Την ... η Θ1, φοιτήτρια ΤΕΙ, δημοσίευσε στην εφημερίδα "ΧΡΥΣΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ" αγγελία, με την οποία ζητούσε οποιαδήποτε ολιγόωρη απασχόληση, κατά προτίμηση με ελεύθερο ωράριο, στην περιοχή ..., ανέγραψε δε ως τηλέφωνο επικοινωνίας τον αριθμό κινητού τηλεφώνου .... Στην αγγελία απάντησε μέσω κινητού τηλεφώνου, στον παραπάνω αριθμό κάποιο πρόσωπο το οποίο της συστήθηκε ως "Κ1", ο οποίος της πρότεινε να την φωτογραφήσει έναντι του ποσού των 50 ευρώ ανά φωτογράφηση και της γνωστοποίησε ότι τις εν λόγω φωτογραφίες τις ήθελε για να τις έχει στην κατοχή του και μόνο. Η Θ1 λόγω της πιεστικής οικονομικής της ανάγκης αλλά και επειδή δεν της είχε προκύψει κάποια σοβαρότερη προσφορά για εργασία, δέχτηκε την πρόταση του. Έτσι, στις αρχές Δεκεμβρίου του 2004, ο ανωτέρω "Κ1", ο οποίος, όπως στη συνέχεια αποδείχθηκε, ήταν ο κατηγορούμενος, της έδωσε ραντεβού στον σταθμό του ΗΣΑΠ Πειραιά. Η ανωτέρω συνάντησε τον κατηγορούμενο στον σταθμό και του παρέδωσε, μετά από σχετική απαίτηση του, ορισμένες φωτογραφίες της, προκειμένου να διαπιστώσει ο ίδιος πώς εμφανιζόταν στην φωτογραφική απεικόνιση. Ο ίδιος δε της παρέδωσε ψηφιακό δίσκο με φωτογραφίες γυναικών, προκειμένου, όπως της είπε, να πάρει μια ιδέα σχετικά με το τι είδους φωτογράφηση θα πραγματοποιούσαν μαζί. Μετά πάροδο μερικών ημερών, ο κατηγορούμενος τηλεφώνησε στη Θ1 και την ενημέρωσε ότι επιθυμούσε να προχωρήσει η συνεργασία τους, την ρώτησε δε αν θα είχε αντίρρηση να παρευρίσκεται στην 1η φωτογράφηση και μια ακόμη γυναίκα. Η Θ1 δεν πρόβαλε αντίρρηση κι έτσι μετά από λίγες μέρες και κατόπιν τηλεφωνικής συνεννόησης με τον κατηγορούμενο συναντήθηκε σε καφετέρια της περιοχής του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά με μια νεαρή γυναίκα που της συστήθηκε με το όνομα "Σ1", αγνώστων λοιπών στοιχείων, τόσο κατά τον ανωτέρω χρόνο όσο και μέχρι σήμερα, αφού από την ανάκριση δεν κατέστη δυνατή η εξακρίβωση της ταυτότητας της. Οι δύο γυναίκες μετέβησαν μαζί σε ξενοδοχείο στο ... και ανέβηκαν σε δωμάτιο αυτού, όπου ήδη βρισκόταν ο κατηγορούμενος. Αμέσως μετά την άφιξη τους, ο κατηγορούμενος ζήτησε από τις δύο γυναίκες να γδυθούν και άρχισε να τις φωτογραφίζει. Η φωτογράφηση περιελάμβανε τη λήψη στάσεων των δύο γυναικών σε ημίγυμνες ή γυμνές πόζες, καθώς και την αποτύπωση ομοφυλοφιλικών περιπτύξεων μεταξύ τους. Η σχετική διαδικασία διήρκεσε περί την μία ώρα, ακολούθως δε ο κατηγορούμενος ήλθε στο κρεβάτι που ήταν ξαπλωμένη η Θ1 και έκανε κατά φύση έρωτα μαζί της, χωρίς, καθ' ομολογία της ίδιας, να προβληθεί οποιαδήποτε αντίσταση εκ μέρους της και παρ' όλο που, κατά την ίδια πάντα, η παροχή τέτοιας μορφής ερωτικών υπηρεσιών δεν είχε προσυμφωνηθεί μεταξύ τους. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος κατέβαλε στη Θ1 την συμφωνημένη αμοιβή των 50 ευρώ και αναχώρησε με την "Σ1". Στις αρχές Ιανουαρίου του 2005, ακολούθησε νέα τηλεφωνική συνεννόηση του κατηγορουμένου με τη Θ1, προκειμένου να συναντηθούν. Αυτή τη φορά το ραντεβού καθορίστηκε στο ξενοδοχείο ημιπαραμονής "..." στην περιοχή της .... Όταν η Θ1 συναντήθηκε με τον κατηγορούμενο, του ζήτησε να της καταβάλει το ποσό των 100 ευρώ, το οποίο αντιπροσώπευε την αμοιβή της για την παρούσα, καθώς και για μια ακόμη επόμενη συνάντηση τους, δεδομένου ότι, δεν ήταν προετοιμασμένη τόσο για τη γυμνή φωτογράφηση όσο και για την τέλεση συνουσίας με τον κατηγορούμενο, γι αυτό και επιθυμούσε να διακόψει την δράση της αυτή το συντομότερο, αφού τα χρήματα που θα είχε στο μεταξύ εισπράξει επαρκούσαν για την κάλυψη των επειγουσών αναγκών της. Η συνάντηση αυτή, που έλαβε χώρα χωρίς την παρουσία τρίτου προσώπου, εξελίχθηκε κατά τον ίδιο τρόπο με την προηγούμενη, δηλαδή ημίγυμνη και γυμνή φωτογράφηση και στη συνέχεια τέλεση ερωτικών πράξεων με τον κατηγορούμενο. Στην 3η συνάντηση της Θ1 με τον κατηγορούμενο, που έλαβε χώρα εντός του μήνα Ιανουαρίου 2005 και στο ίδιο ξενοδοχείο, οι δύο ανωτέρω επιδόθηκαν στις αυτές δραστηριότητες, επιπλέον δε ο κατηγορούμενος αυτή τη φορά βιντεοσκόπησε την ερωτική τους συνεύρεση με τη χρήση φορητής κάμερας που είχε τοποθετήσει σε αθέατο για την Θ1 σημείο του δωματίου, χωρίς φυσικό η ίδια να το γνωρίζει. Από το χρονικό σημείο αυτό και έπειτα η Θ1 άρχισε να δυσφορεί όσον αφορά τη σχέση της με τον κατηγορούμενο, ζητώντας του να τη διακόψουν. Αυτός όμως επέμεινε στη συνέχιση της και προσπάθησε με φορτικότητα να την μεταπείσει, τηλεφωνώντας της και στέλνοντας γραπτά μηνύματα στο κινητό της τηλέφωνο. Προ της σταθεράς αρνήσεως της Θ1, ο κατηγορούμενος άρχισε να την απειλεί ότι αν δεν έπραττε όσα της υπεδείκνυε, σκόπευε να δημοσιεύσει τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει και τα βίντεο στις στήλες "γνωριμιών" των εφημερίδων και περιοδικών καθώς και να τις κυκλοφορήσει στο διαδίκτυο. Την απείλησε επίσης ότι θα πληροφορούσε σχετικά με τη δραστηριότητα της τους γονείς της, που κατοικούσαν στο .... Η σύλληψη όμως του εγκληματικού σχεδίου του κατηγορουμένου δεν περιορίστηκε στην προσπάθεια του να διατηρήσει εκβιαστικά τη Θ1 σε κατάσταση ομηρίας, για την ικανοποίηση των προσωπικών του σεξουαλικών ορέξεων και μάλιστα από το σημείο αυτό και μετά χωρίς την καταβολή αμοιβής. Από το περιεχόμενο των μηνυμάτων που απέστειλε μέσω του κινητού του τηλεφώνου στο κινητό τηλέφωνο της Θ1 προέκυψε ότι ρ κατηγορούμενος είχε συλλάβει και ήδη αρχίσει να θέτει σε εφαρμογή ένα ολοκληρωμένο σχέδιο οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής της τελευταίας, εξαναγκάζοντας τη, υπό το κράτος των ανωτέρω απειλών αλλά και εξαγγελιών επικείμενου κακού σε βάρος της σωματικής της ακεραιότητας, να έρχεται σε ερωτική επαφή με πρόσωπα που θα της υπεδείκνυε ο ίδιος έναντι αμοιβής, την οποία θα εισέπραττε αυτός. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος απέστειλε προς τη Θ1 τα κάτωθι γραπτά μηνύματα μέσω κινητού τηλεφώνου, τα οποία και καταγράφονται στην από 22-2-05 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του Τομέα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων της Δνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής που διενεργήθηκε επί της συσκευής κινητού τηλεφώνου που παρέδωσε στους αξιωματικούς της ΓΑΔΑ η Θ1 (αναγράφεται έναντι του κειμένου ενός εκάστου η ημερομηνία αποστολής): 7-2-05: "ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΝΑ ΣΤΑ ΔΩΣΩ Κ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΤΟ ΠΡΩΙ ΘΑ ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΦΟΤΟ Κ ΒΙΝΤΕΟ Ό.Κ.", 5-2-05: "ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΜΟΝΟ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΣΟΥ ΛΕΩ Κ ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ. ΚΑΤΑΝΟΗΤΟ; ΕΓΩ ΘΑ ΤΟΥΣ ΛΕΩ ΠΟΤΕ ΘΑ ΣΕ ΠΗΔΑΝΕ Κ ΟΧΙ ΕΣΥ.ΟΚ;", 5-2-05: "ΘΕΛΩ ΝΑ ΒΡΕΙΣ Κ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ ΝΑ ΕΡΧΕΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ", 4-2-05: "ΘΑ ΦΑΣ ΠΟΛΛΕΣ ΞΥΛΙΕΣ ΠΑΝΤΩΣ!", 3-2-05: "ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΣ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΙΝΑΙ 25ΧΡ ΣΕ ΤΕΙ, ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟ, ΘΑ ΕΙΣΑΙ ΦΡΟΝΙΜΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ Η ΟΧΙ;", 3-2-05: "ΘΕΣ ΝΑ ΒΓΟΥΝ ΦΟΤΟ Κ ΒΙΝΤΕΟ Κ ΑΛΛΟΥ;", 3-2-05: " ΕΙΠΑ ΝΑΙ! ΣΟΥ ΕΧΩ ΚΛΕΙΣΕΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΕΝΑΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΑΠΟ Ν. ΣΜΥΡΝΗ", 3-2-05: "ΓΙΑΤΙ ΒΡΕ ΜΩΡΑΚΙ; ΘΑ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΟΛΥ ΝΑ ΣΕ ΕΒΛΕΠΑ Η ΣΕ ΑΚΟΥΓΑ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ. ΜΕ ΤΗ Σ1 ΑΥΤΟ ΚΑΝΑΜΕ", 3-2-05: "ΝΑ ΛΕΩ ΓΙΑ 100 Ε;", 3-2-05: "ΘΕΣ ΤΑ ΜΙΣΑ;", 30-1-05: "ΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ.ΘΕΣ ΝΑ ΔΕΙΣ ΦΟΤΟ ΣΟΥ;", 26-1-05: "Η ΩΡΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΕ ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ. ΚΑΙ ΟΛΑ ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ. ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΑΠΑΝΤΗΣΗ", 26-1-05: "ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ. ΘΑ ΔΕΙ ΑΚΡΙΒΩΣ Ή ΕΚΑΝΕΣ. ΜΗΝ ΠΑΙΖΕΙΣ ΑΛΛΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ.ΔΕΝ ΣΕ ΠΑΙΡΝΕΙ. ΞΕΡΕΙΣ ΤΟ ....gr", 26-1-05: " ΚΙ ΟΜΩΣ ΜΠΟΡΩ ΑΝ ΘΕΛΩ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ. ΘΕΣ ΝΑ ΑΡΧΙΣΟΥΝ ΝΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΦΩΤΟ ΣΟΥ; Η ΠΡΟΤΙΜΑΣ ΤΟ ΙΝΤΕRΝΕΤ; ΜΑΛΛΟΝ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ Ν Α ΜΑΘΟΥΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ. Ή ΛΕΣ; ΤΟ ... ΚΟΝΤΑ ΕΙΝΑΙ", 7-2-05 "ΟΚ. ΘΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΑΥΡΙΟ ΣΤΑ ΤΕΙ", 7-2-05: "ΕΝΤΑΞΕΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ Η ΝΑ ΠΑΩ ... ΑΥΡΙΟ;", 9-2-05: " ΣΤΙΣ 12 ΠΕΣ ΤΟΥ. ΘΑ ΦΑΣ ΠΟΛΛΕΣ ΞΥΛΙΕΣ ΑΥΡΙΟ", 10-2-05: "ΑΣΕ ΤΙΣ ΜΑΛΑΚΙΕΣ Κ ΕΛΑ Ν. ΗΡΑΚΛΕΙΟ. ΑΛΛΙΩΣ ΕΦΥΓΑ ΓΙΑ ...". Παράλληλα, όπως κατέθεσε και στο ακροατήριο η Θ1, δεχόταν στο κινητό της τηλέφωνο πληθώρα τηλεφωνημάτων από άγνωστους σ' αυτήν άνδρες, οι οποίοι ζητούσαν ερωτική συνεύρεση μαζί της έναντι αμοιβής. Ο λόγος λοιπόν που η Θ1 θέλησε να διακόψει την σχέση της με τον κατηγορούμενο, δεν ήταν μόνο η επιθυμία της να μην έχει ερωτικές επαφές μαζί του αλλά και η συνειδητοποίηση εκ μέρους της του σχεδίου του κατηγορουμένου για την γενετήσια_ εκμετάλλευση της. Έτσι η Θ1, έχοντας ήδη καταστεί αποδέκτρια των απροκάλυπτα εκβιαστικών προθέσεων του κατηγορουμένου και μη προτιθέμενη να ενδώσει σ' αυτές, αποφάσισε να καταγγείλει την συμπεριφορά του κατηγορουμένου, του οποίου, σημειωτέον, μέχρι τότε δεν γνώριζε τα αληθινά στοιχεία ταυτότητας στην Αστυνομία. Την 7-2-05 και ενώ η ασκούμενη εκ μέρους του κατηγορουμένου πίεση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των ανωτέρω γραπτών μηνυμάτων είχε καταστεί αφόρητη γι αυτή, προσήλθε στην ΓΑΔΑ, όπου και κατήγγειλε στους αρμόδιους αξιωματικούς της Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος την σε βάρος της συμπεριφορά του. Πλην της περιγραφής της φυσικής εμφάνισης του κατηγορουμένου η Θ1 γνωστοποίησε στους αστυνομικούς και τον αριθμό κυκλοφορίας του οχήματος του κατηγορουμένου, τον οποίο είχε καταγράψει κατά την τελευταία συνάντηση τους. Την επομένη, 8-2-05 οι αξιωματικοί της ΓΑΔΑ επέδειξαν στη Θ1 φωτογραφία του φερομένου ως "Κ1", στο πρόσωπο του οποίου αυτή αναγνώρισε τον κατηγορούμενο, του οποίου τα πραγματικά στοιχεία ταυτότητας της γνωστοποίησαν αυτοί την ίδια ημέρα. Η Θ1 ενεχείρισε επίσης στους αστυνομικούς γραπτό κατάλογο με ονόματα, τηλεφωνικούς αριθμούς χρόνους και τόπους συνεύρεσης με υποψήφιους πελάτες, τα οποία τις απέστελλε ο κατηγορούμενος μέσω γραπτών μηνυμάτων κινητού τηλεφώνου. Η εκβιαστική στάση του κατηγορουμένου σε βάρος της Θ1 συνεχιζόταν και μετά την αρχική καταγγελία της στην Αστυνομία, όπως εναργώς προκύπτει από το περιεχόμενο των ανωτέρω γραπτών μηνυμάτων. Μάλιστα την 9-2-05 ο κατηγορούμενος απέστειλε σ' αυτή γραπτό μήνυμα, το οποίο η τελευταία ανέγνωσε τις πρωινές ώρες της επομένης, με το οποίο απαιτούσε απ' αυτή να τον συναντήσει στο ξενοδοχείο ... στην ..., προκειμένου να πραγματοποιηθεί φωτογράφηση της, όπως και τις άλλες φορές, επιπλέον όμως να συνευρεθεί ερωτικά, αμέσως μετά, με πρόσωπο το οποίο θα έφερνε μαζί του ο κατηγορούμενος, ο οποίος θα κατέβαλε ως αμοιβή για τις ερωτικές της υπηρεσίες το ποσό των 100 ευρώ. Η Θ1 μετέβη εκ νέου στην ΓΑΔΑ και ανέφερε τις ανωτέρω εξελίξεις, οπότε μεθοδεύτηκε πλέον από τους αστυνομικούς η προσπάθεια για την επ' αυτοφώρω σύλληψη του. Έτσι, τη συμφωνημένη ώρα, η Θ1 με τη συνοδεία αστυνομικών μετέβη στο ξενοδοχείο ... περιοχής ..., αλλά περί ώρα 11.30" έλαβε νέο μήνυμα από τον κατηγορούμενο, με το οποίο της έδινε εντολή να μεταβεί στον σταθμό ΗΣΑΠ του Ν. Ηρακλείου, απ' όπου θα την παραλάμβανε ο ίδιος προκειμένου να τη μεταφέρει σε άλλο ξενοδοχείο. Αυτή τότε προσπάθησε να τον μεταπείσει, επιμένοντας να βρεθούν στο ξενοδοχείο ..., αυτός όμως με νέο γραπτό απειλητικό μήνυμα ("Άσε τις μαλακίες και έλα στο Ν. Ηράκλειο, αλλιώς έφυγα για ...") επέμεινε στην εντολή του. Οι συνοδεύοντες αστυνομικοί συνέστησαν στη Θ1 να πάνε στο ραντεβού, όταν δε έφτασαν εκεί, περί ώρα 12.15' αφίχθη και ο κατηγορούμενος με το όχημα του, οπότε συνελήφθη. Κατά τη σύλληψη του, ο κατηγορούμενος παρέδωσε στους αστυνομικούς μία τσάντα που περιείχε γυναικεία ρούχα τύπου "baby doll", μία ψηφιακή φωτογραφική μηχανή καθώς και δύο συσκευές κινητών τηλεφώνων, εκ των οποίων η μία είχε αριθμό κλήσης ..., τον αριθμό δηλαδή που εμφανιζόταν ως αποστολέας των γραπτών μηνυμάτων στη Θ1 Απολογούμενος ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την κατηγορία και ισχυρίσθηκε ότι εκτός των μηνυμάτων της 10ης Φεβρουαρίου 2005 τα υπόλοιπα δεν είναι δικά του και μάλιστα ένα δεν εμφανίζει καν τον δικό του αριθμό κινητού τηλεφώνου. Αποδίδει το γεγονός ότι ο δικός του αριθμός εμφαίνεται στα εισερχόμενα μηνύματα στο κινητό της Θ1 σε σκευωρία από άτομο ερωτικά αντίζηλο του από το κοινωνικό περιβάλλον της Θ1 που εκμεταλλεύθηκε τις προηγμένες δυνατότητες της τεχνολογίας μέσω διαδικτύου. Υποστήριξε ότι λόγω του ότι ο δεύτερος γάμος του διερχόταν κρίση αναζήτησε μια περιστασιακή ερωτική σχέση, μέσω εφημερίδας και απέδωσε την επιμονή του για να συναντήσει τη Θ1 στην ερωτική επιθυμία που ένιωθε γι' αυτήν, καθώς η τελευταία είχε καλύψει μέρος του συναισθηματικού κενού του. Ισχυρίζεται επίσης: Ότι οι ερωτικές συνευρέσεις με την Θ1 ήταν από κοινού ηθελημένες συνευρέσεις δύο ενήλικων ανθρώπων και κατά τη διάρκεια αυτών ουδέποτε ασκήθηκε η οποιαδήποτε βία πολύ περισσότερο δε, δεν σκέφθηκε ποτέ στις κατ' ιδίαν συναντήσεις τους να προτείνει στην Θ1 να συνευρεθεί ερωτικά με έτερο άτομο έναντι αμοιβής. Ότι η βιντεοσκόπηση της Θ1 κατά την διάρκεια ερωτικής πράξεως μαζί του ήταν σε πλήρη γνώση αυτής και μάλιστα ότι της παρέδωσε αντίγραφο της σχετικής βιντεοκασέτας, κατόπιν δικής της επιθυμίας. Ότι δεν της γνωστοποίησε το πραγματικό του όνομα γιατί ήταν παντρεμένος και ως εκ τούτου κατά μία έννοια "παράνομος". Τέλος, δια του συνηγόρου του, κατέθεσε φωτοτυπία αντιγράφου αναλυτικού λογαριασμού αριθμού κινητής τηλεφωνίας που έχει στην κατοχή για το χρονικό διάστημα από 3-2-2007 έως 2-3-2007, όπου εμφαίνεται ότι η κλήση του αριθμού .... στην συσκευή τύπου SΙΕΜΕΝS της Θ1 απ' όπου αντλήθηκαν τα μηνύματα που απεικονίσθηκαν στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης αφορά δίκτυο της εταιρίας κινητής τηλεφωνίας με την επωνυμία ΤΙΜ (ήδη WIND) και διερωτάται αφήνοντας αιχμές για τον χειρισμό της υποθέσεως του από την αστυνομία, πως είναι δυνατόν να απεικονίζεται στην πραγματογνωμοσύνη στη συγκεκριμένη συσκευή δίκτυο κινητής τηλεφωνίας της εταιρίας. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου αξιολογούμενοι ως προς την ακρίβεια, την ειλικρίνεια και την λογική ορθότητα τους καταρρίπτονται από τα στοιχεία του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας και αποδεικνύονται εντελώς αβάσιμοι, προσχηματικοί και λογικά ανεπέρειστοι, ενδεικτικοί των προσπαθειών του κατηγορουμένου να αποσείσει την ευθύνη του για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη. Ειδικότερα: Ο κατηγορούμενος αν και ισχυρίζεται ότι σκοπός του ήταν η ερωτική γνωριμία, ανηύρε τη Θ1 από αγγελία που είχε καταχωρηθεί στους αναζητούντες εργασία και συγκεκριμένα στη στήλη "ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΕΣ" της εφημερίδας αγγελιών "ΧΡΥΣΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ". Ενδεικτική είναι η προσεκτική εκ μέρους του επιλογή της κατάλληλης αγγελίας, δεδομένου ότι η Θ1 ζητούσε οιαδήποτε εργασία, πλην όμως ολιγόωρη, ενώ εκδήλωνε ότι ήταν φοιτήτρια, κατά τρόπον ώστε αποκλειόταν να είναι επαγγελματίας στο χώρο της παροχής ερωτικών υπηρεσιών. Αντιλήφθηκε λοιπόν ο κατηγορούμενος ότι επρόκειτο για φοιτήτρια που επεδίωκε να κερδίσει χρήματα χωρίς ν' απασχολείται σε κανονική εργασία, ενώ η χρήση της λέξης "οποιαδήποτε εργασία", σαφώς προσέδιδε στο κείμενο την διάθεση για απασχόληση πέραν των συμβατικών επαγγελματικών επιλογών. Στη συνέχεια απαραίτητη ήταν η αισθητική αξιολόγηση της υποψήφιας, ο έλεγχος των προσόντων που απαιτούνται για την δραστηριοποίηση στον τομέα της παροχής ερωτικών υπηρεσιών, αλλά και η διερεύνηση της δυνατότητας εκμετάλλευσης της στον τομέα αυτό, χωρίς να διατρέξει ο κατηγορούμενος κίνδυνο. Για τον λόγο αυτό, συναντήθηκε μαζί της και μετέβη στο ξενοδοχείο του ..., όπου την φωτογράφησε γυμνή και συνευρέθηκε μαζί της ερωτικά προκειμένου να αξιολογήσει κατά τ' ανωτέρω αν είχε τα προσόντα της επαγγελματικής δραστηριότητας για την οποία την προόριζε. Το στοιχείο από το οποίο σαφώς προκύπτει η πρόθεση του κατηγορουμένου να προβεί στην εκμετάλλευση της Θ1 είναι η χρησιμοποίηση της "Σ1", τα στοιχεία της οποίας ο κατηγορούμενος επιμόνως αρνείται να αποκαλύψει, παρ' ότι η σχέση του μαζί της, όπως περιγράφηκε και από τη Θ1 ήταν στενή. Η Σ1 χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις της Θ1 αφού την κατέπεισε ότι οι δραστηριότητες αυτές σε συνεργασία με τον κατηγορούμενο δεν είχαν κάποια επικινδυνότητα, είχε δε τη δυνατότητα να αποχωρήσει εάν κάτι την ενοχλούσε. Η συνάντηση της Θ1 μαζί της σε καφετέρια του ..., όπως την περιέγραψε η Θ1 απετέλεσε τη δεύτερη φάση της διερευνήσεως της καταλληλότητας της τελευταίας, αφού κατά τη διάρκεια της φιλικής συζήτησης των δύο γυναικών, ανιχνεύθηκαν οι σκοποί της Θ1 , η ύπαρξη ενδεχομένως ατόμων που ενδιαφέρονται γι' αυτήν, καθώς και η πιθανότητα εμπλοκής της σε χώρους ερωτικής εκμετάλλευσης. Όπως και η Θ1 κατέθεσε, το περιεχόμενο της συζήτησης της με τη "Σ1" την ημέρα εκείνη, μεταφέρθηκε αυτούσιο στον κατηγορούμενο, ενώ αξιολογώντας στην κατάθεση της το ρόλο της γυναίκας αυτής, ανέφερε ότι λειτούργησε ως "δόλωμα". Η χρησιμοποίηση άλλης γυναίκας προκειμένου να δημιουργηθεί ερωτική σχέση μεταξύ κατηγορουμένου και Θ1 δεν είναι κατανοητή σύμφωνα με τη κοινή λογική, ενώ αντιθέτως, εξηγείται στην περίπτωση της δημιουργίας των προϋποθέσεων υπαγωγής σε καθεστώς γενετήσιας εκμετάλλευσης. Από κανένα στοιχείο άλλωστε δεν προκύπτει η σχέση πάθους, την οποία περιέγραψε ο κατηγορούμενος. Αντιθέτως όλες τους οι επαφές, χαρακτηρίζονται από την απουσία οποιασδήποτε συναισθηματικότητας, εμφανές ήταν δε και από την ακροαματική διαδικασία ότι ουδέποτε μεταξύ τους αναπτύχθηκαν συναισθηματικοί δεσμοί. Το χρονικό δε διάστημα που μεσολάβησε από την γνωριμία τους (Δεκέμβριος 2004) μέχρι την αποστολή του τελευταίου μηνύματος (10/2/05), ήταν μικρό, ενώ οι συναντήσεις τους ελάχιστες (3 ή 4). Ο μοναδικός λόγος που υπήρξε μεταξύ τους ερωτική συνεύρεση ήταν για τον μεν κατηγορούμενο η αξιολόγηση των δυνατοτήτων της Θ1 για δε τη Θ1 το δέλεαρ των 50 Ε που της έδιδε κάθε φορά που συναντιόνταν Από την ακροαματική διαδικασία και την κατάθεση Θ1 προέκυψε ότι η τελευταία είχε σκοπό να συνευρίσκεται με τον κατηγορούμενο, λαμβάνοντας κατά καιρούς ποσά 50-100 ευρώ, ώστε να καλύπτει τις τρέχουσες οικονομικές ανάγκες της, πλην όμως όταν συνειδητοποίησε το μεθοδευμένο σχέδιο του κατηγορουμένου να προβεί στην γενετήσια εκμετάλλευση της, αντέδρασε, καταγγέλλοντας τον στην Αστυνομία. Ο τρόπος με τον οποίο σκόπευε να εκμεταλλευθεί τη Θ1 ο κατηγορούμενος ήταν να έρχεται ο ίδιος σε επαφή πρώτα με τους πελάτες, να προσυμφωνεί την αμοιβή της ερωτικής συνευρέσεως με αυτήν και να κανονίζει ο ίδιος τις ώρες των συναντήσεων αυτών. Η μεθόδευση του κατηγορουμένου να εκμεταλλευθεί τη Θ1 αποδεικνύεται και από την γυμνή φωτογράφηση της σε στάσεις καταφανώς άσεμνες καθώς σε ερωτικές περιπτύξεις με τη "Σ1". Η ενέργεια αυτή του κατηγορουμένου, ούτε τυχαία ήταν, ούτε αποσκοπούσε σε εξασφάλιση φωτογραφικού υλικού για προσωπική του ευχαρίστηση, όπως διατείνεται. Άλλωστε οι φωτογραφίες αυτές είναι προφανώς άτεχνες και μειωμένης αισθητικής, ακόμα και για τον σκοπό που περιγράφει ο κατηγορούμενος, ενώ ο ίδιος διέθετε, όπως προέκυψε από την έρευνα στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή άλλο πλούσιο οπτικό υλικό σεξουαλικού περιεχομένου. Η πρόθεση του ήταν να εξασφαλίσει τα στοιχεία που θα του έδιδαν τη δυνατότητα να εκβιάσει τη Θ1 στην περίπτωση που θα απαιτείτο κατά την εκμετάλλευση της. Πράγματι στη συνέχεια, όταν η Θ1 δεν συνήνεσε να συνευρίσκεται με άλλους άνδρες, σύμφωνα με τους όρους του κατηγορουμένου, ώστε αυτός να λαμβάνει το ήμισυ της αμοιβής της, όπως σαφώς προκύπτει από το σχετικό αποσταλέν από αυτόν μήνυμα, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο άσκησης ψυχολογικής πίεσης προς αυτήν, μέσω απειλών και εκβιασμών που συνίσταντο, είτε στην απειλή σωματικής βίας (θα φας πολλές ξυλιές), είτε στην κοινοποίηση των άσεμνων φωτογραφιών της και των βίντεο στον περίγυρο της (ΤΕΙ όπου φοιτούσε και τον τόπο καταγωγής της, το ...). Επίσης την απειλούσε ότι θα εισάγει στο Διαδίκτυο τις φωτογραφίες αυτές στην ιστοσελίδα συναφούς περιεχομένου ...gr". Η πίεση αυτή καταφανώς είχε ως περιεχόμενο τον εξαναγκασμό της Θ1 ώστε να συνευρίσκεται έναντι αμοιβής, το ήμισυ της οποίας θα παρέδιδε στον κατηγορούμενο, με άλλους άνδρες, τους οποίους θα της υποδείκνυε αυτός. Ενδεικτικό είναι το περιεχόμενο αποσταλέντος προς αυτήν μηνύματος ("ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΜΟΝΟ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΣΟΥ ΛΕΩ Κ ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ. ΚΑΤΑΝΟΗΤΟ; ΕΓΩ ΘΑ ΤΟΥΣ ΛΕΩ ΠΟΤΕ ΘΑ ΣΕ ΠΗΔΑΝΕ Κ ΟΧΙ ΕΣΥ.ΟΚ;"), από το οποίο συνάγεται ότι σκοπός του ήταν να έχει τον απόλυτο έλεγχο της δραστηριότητας της, αποκομίζοντας τα οικονομικά οφέλη από αυτήν. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι πέραν της αισθητικής αξιολογήσεως της Θ1 κατά τα προεκτεθέντα, ο κατηγορούμενος, ήδη από την πρώτη τους συνάντηση προέβη και σε αξιολόγηση του χαρακτήρα της, διαβλέποντας ότι επρόκειτο για άτομο ανώριμο και ευάλωτο, το οποίο θα δελεαζόταν εύκολα με υποσχέσεις οικονομικών ωφελημάτων. Η επιθυμία της μάλιστα να αυτονομηθεί οικονομικώς από την οικογένεια της, της δημιουργούσε αυξημένες οικονομικές ανάγκες, που ήταν πρόθυμη να καλύψει με μία ολιγόωρη και προσοδοφόρα εργασία. Όπως όμως προέκυψε η επιπόλαιη αυτή στάση της Θ1 την οποία αντελήφθη ο κατηγορούμενος, δεν αποτελούσε και συναίνεση αυτής να μεταβληθεί σε αντικείμενο γενετήσιας εκμετάλλευσης από τον κατηγορούμενο. Όπως η ίδια κατέθεσε, η χρονική εκείνη περίοδος απετέλεσε μία επιπόλαιη φάση της ζωής της. Η απειλή άσκησης βίας αφ' ενός και διασυρμού της αφ' ετέρου, ήταν το απαραίτητο στοιχείο προκειμένου να ολοκληρωθεί η δράση του κατηγορουμένου, αφού χωρίς αυτό, ο κατηγορούμενος δεν θα είχε τη δυνατότητα θέσεως της Θ1 υπό τον έλεγχο του. Και ναι μεν η Θ1 αρχικά δελεάστηκε από τα μικροποσά που της έδωσε ο κατηγορούμενος, προσδοκώντας σε παροχή ανάλογων ωφελημάτων στη διάρκεια της σχέσης της με τον κατηγορούμενο, πλην όμως στη συνέχεια, αντιλαμβανόμενη το περιεχόμενο του σε βάρος της εγκληματικού σχεδίου του κατηγορουμένου και υπό το κράτος του τρόμου που της προκάλεσαν τα απειλητικά μηνύματα που της απέστελλε με καταιγιστικό ρυθμό, όπως η ίδια κατέθεσε, αποφάσισε να προβεί στην καταγγελία του. Είναι προφανές ότι η Θ1 δεν θα έπραττε τούτο, αφού κινδύνευε να εκτεθεί, εάν δεν είχε περιέλθει σε κατάσταση έντονης ανησυχίας και πανικού λόγω της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου. Τα μηνύματα που κατεγράφησαν από τις διωκτικές αρχές και εμφανίζονται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης δεν ήταν τα μόνα που έλαβε η Θ1 από τον κατηγορούμενο, αλλά ήταν αυτά που απομονώθηκαν διότι παρουσίαζαν ενδιαφέρον για την κατηγορία. Υπήρχε σωρεία μηνυμάτων προς την Θ1 όπως αναφέρει στις καταθέσεις της, γεγονός που της δημιούργησε το συναίσθημα ότι είχε παγιδευθεί και κινδύνευε από τον κατηγορούμενο. Η ενέργεια της να απευθυνθεί στο Τμήμα Ασφαλείας δεν ήταν μία στιγμιαία παρόρμηση, αλλά η καταφυγή της στις διωκτικές αρχές αποτελούσε πλέον γι' αυτήν την μόνη ελπίδα της να απαλλαγεί από τον ασφυκτικό κλοιό των πιέσεων που της ασκούσε ο κατηγορούμενος. 'Ετσι προετοίμασε τις ενέργειες της, κατέγραψε τον αριθμό του αυτοκινήτου του, αποθήκευσε τα μηνύματα και κυρίως συμμετείχε σε συνεργασία με τους αστυνομικούς της Δνσεως Ηθών σε προγραμματισμένη επιχείρηση παγιδεύσεως του κατηγορουμένου. Σε καμία τέτοια ενέργεια δεν θα προέβαινε η Θ1 εάν δεν είχε φθάσει σε αδιέξοδο λόγω της παράνομης συμπεριφοράς του κατηγορουμένου. Εξάλλου ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν απέστειλε αυτός τα μηνύματα, αλλά άλλο άγνωστο άτομο, είναι προφανές ότι απετέλεσε όψιμο εφεύρημα του, κατά την πορεία της προδικασίας. Τούτο διότι, όπως προκύπτει από την οικεία έκθεση εργαστηριακής εξέτασης, το σύνολο των σχετικών μηνυμάτων απεστάλησαν από κινητό τηλέφωνο με αριθμό κλήσης ..., το οποίο και χρησιμοποιείτο κατά τις επίμαχες ημερομηνίες από τον κατηγορούμενο. Έτσι, ενώ στο πλαίσιο του από 28-2-06 απολογητικού υπομνήματος του αρνείται ότι τυγχάνει αυτός συντάκτης και αποστολέας των μηνυμάτων και ότι δεν γνώριζε τον συγκεκριμένο αριθμό κλήσης της Θ1 που αναφέρεται στην από 7-2-05 μαρτυρική κατάθεση της ενώπιον των οργάνων της ΓΑΔΑ, ερωτώμενος σχετικά από την 2η Ανακρίτρια αν ο αριθμός του τηλεφώνου που φέρεται ως αποστολέας των μηνυμάτων τυγχάνει δικός του, συνομολογεί ότι πράγματι ο αριθμός αυτός ανήκε στον ίδιο, πλην όμως υποστηρίζει ότι δήθεν κάποιος, κάνοντας χρήση σχετικών δυνατοτήτων μέσω διαδικτύου, απέστειλε τα μηνύματα με τρόπο ώστε να εμφανίζονται ως αποσταλέντα από τον αριθμό που ανήκε στον ίδιο. Προς τούτο προσεκόμισε και βεβαίωση προσώπου φερομένου ως μηχανικού ηλεκτρονικών υπολογιστών, με στοιχεία ..., ο οποίος βεβαιώνει, χωρίς πάντως οποιαδήποτε βιβλιογραφική ή άλλη τεκμηρίωση, ότι είναι δυνατόν να απεικονιστεί σε κινητό τηλέφωνο γραπτό μήνυμα το οποίο εμφανίζεται ως εισερχόμενο, από άλλον αριθμό τηλεφώνου με διαδικασία μέσω διαδικτύου. Προβαίνοντας σε έλεγχο της ακρίβειας του ανωτέρω ισχυρισμού, η 2η Ανακρίτρια ζήτησε από τον Τομέα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων της Δνσης Εγκληματολογικών Ερευνών να της γνωρίσει εάν με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία και πρακτική είναι δυνατή η αποστολή μηνυμάτων SMS σε κινητό τηλέφωνο δια της ως άνω μεθόδευσης. Απαντώντας ο ανωτέρω Τομέας αναφέρει ότι είναι πράγματι τεχνολογικά εφικτή αυτή η μεθόδευση, συνήθως με την εγγραφή κάποιου χρήστη σε κάποιον από τους δικτυακούς τόπους που παρέχουν αυτή την υπηρεσία (caller ID spoofing). Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά στην 2η παρ. του απαντητικού εγγράφου, αρκετά από τα μηνύματα που κατεγράφησαν και απεικονίζονται στην έκθεση εργαστηριακής εξέτασης αποτελούν απαντήσεις-όπως εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί από την ανάγνωση τους-σε προηγούμενα ληφθέντα μηνύματα. Στην δε περίπτωση που ήθελε υποτεθεί ότι τα συγκεκριμένα μηνύματα ήταν προϊόντα ψευδούς αριθμού συνδρομητή, με την ανωτέρω μέθοδο, δεν θα ήταν δυνατή η "αμφίδρομη επικοινωνία", καθώς η όποια απάντηση θα αποστελλόταν στον "ψεύτικο" αριθμό τηλεφώνου και θα λαμβάνονταν από άλλο άτομο. Ανεξάρτητα όμως από τον ανεδαφικό τεχνολογικά χαρακτήρα του ανωτέρω υπερασπιστικού ισχυρισμού, αυτός καταρρίπτεται ολοσχερώς και μόνο από το γεγονός ότι το καταγραφέν ως υπ'αρ.19 SMS μήνυμα στην έκθεση εργαστηριακής εξέτασης με περιεχόμενο "Άσε τις μαλακίες και έλα Ν, Ηράκλειο. Αλλιώς έφυγα για ...", φερόμενο ως αποσταλέν από τον ως άνω αριθμό τηλεφώνου που ανήκε στον κατηγορούμενο, καθ' ομολογία του ίδιου απεστάλη πράγματι απ' αυτόν, αν και αποδίδει διαφορετική σημασία στο περιεχόμενο του κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου διαδικασία (ότι δηλαδή δεν περιείχε απειλή αλλά δήλωση των προθέσεων του να την αναζητήσει στο ...). Η παραδοχή αυτή έτσι κι αλλιώς αποτελούσε μονόδρομο για τον κατηγορούμενο, αφού πρώτον αυτό παρελήφθη από την Θ1 ενώ αυτή ήδη συνοδευόταν από αστυνομικά όργανα κατά τη μετάβαση της στο ξενοδοχείο ... (οπότε θα περιήλθε σε γνώση τους), αφετέρου δε αφορούσε συνεύρεση τους στον τόπο που τελικό πράγματι παραβρέθηκε και που πραγματοποιήθηκε η σύλληψη του. Επίσης ως προς το τελευταίο μέρος των ισχυρισμών του σχετικά με την εμφάνιση κατά την κλήση του αριθμού ... στην συσκευή τύπου SΙΕΜΕΝS της Θ1 δικτύου της εταιρίας κινητής τηλεφωνίας ΤΙΜ ενώ στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης εμφαίνεται της εταιρίας Vodafone, λεκτέα τα εξής: Όπως και η ίδια η Θ1 καταθέτει και στο ακροατήριο του παρόντος είχε στην κατοχή της τρεις κάρτες κινητής τηλεφωνίας και μια εξ' αυτών δικτύου της εταιρίας Vodafone. Το γεγονός ότι η γενόμενη από τον κατηγορούμενο κλήση απεικονίζει δίκτυο της τότε εταιρίας ΤΙΜ κατά την κλήση που έκανε ο κατηγορούμενος δεν προκαλεί ερωτηματικά, καθόσον κατά το χρόνο που έγινε η κλήση (δύο χρόνια μετά τον επίδικο χρόνο-Φεβρουάριος 2007) είναι προφανές ότι η Θ1 άλλαξε εταιρεία δίχως ωστόσο να αλλάξει και αριθμό αφού μεταξύ των εταιριών κινητής τηλεφωνίας υπάρχει συμφωνία για δυνατότητα αλλαγής δικτύου δίχως ανάλογη αλλαγή του αριθμού κλήσης (φορητότητα).
Συνεπώς και ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου κρίνεται απορριπτέος. Στο σημείο αυτό πρέπει να χαρακτηρισθεί και η συμπεριφορά της Θ1 κατά τη διάρκεια της προδικασίας και συγκεκριμένα η μεταβολή της στάσης της έναντι του κατηγορουμένου, όπως καταγράφηκε στην ενώπιον συμβολαιογράφου δοθείσα, την 5-10-05, ένορκη βεβαίωση της, στην οποία αυτή εμφανίζεται ν' ανακαλεί τις εις βάρος του καταγγελίες και ν' αποδίδει την προηγούμενη στάση της σε παρεξήγηση των αληθινών προθέσεων του κατηγορουμένου. Δεδομένου ότι αυτή δόθηκε λίγο πριν τη σύγκληση του Πρωτοβαθμίου Ανακριτικού Συμβουλίου που θα αποφάσιζε για την ενδεχόμενη επιβολή καταστατικής ποινής στον κατηγορούμενο, είναι εμφανές ότι η Θ1 συναισθανόμενη ενδεχομένως τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει ο κατηγορούμενος και μη κινδυνεύοντας πλέον από αυτόν, θέλησε να τον βοηθήσει, αφού αντιλήφθηκε ότι η ευρεία έκταση που άρχισε να προσλαμβάνει η υπόθεση δημιουργούσε τον κίνδυνο να εκτεθεί η ίδια και η δραστηριότητα της ανεπανόρθωτα. Στο ακροατήριο τόσο του πρωτοβαθμίου όσο και του παρόντος δικαστηρίου η Θ1 τήρησε μία ενδιάμεση στάση. Ανέφερε ότι ενδεχομένως να έστελνε κάποιο τρίτο πρόσωπο τα μηνύματα, αλλά κατά τρόπον τόσο αόριστο που δεν επιδέχεται οποιαδήποτε δικαστική εκτίμηση. Απέκλεισε πάντως το ενδεχόμενο να προέρχεται τέτοιο άτομο από το περιβάλλον της, όπως επιμόνως υποστήριξε ο κατηγορούμενος. Γενικότερα, αν και εμφανίσθηκε αποστασιοποιημένη από τα γεγονότα, όσα κατέθεσε κατά τα προεκτεθέντα, επιβεβαιώνουν και αποδεικνύουν την σε βάρος του κατηγορουμένου κατηγορία. Ούτε άλλωστε αναίρεσε τα όσα είχε καταθέσει στην προδικασία και ειδικότερα ενώπιον της 11ης τακτικής Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών όπου αρχικά είχε παραπεμφθεί η υπόθεση και όπου σαφώς είχε καταθέσει ότι της πρότεινε να συνευρεθεί με άγνωστους άνδρες ("...μου έλεγε ότι ξέρει έναν εξηντάχρονο που δίνει όσα-όσα, μου έκλεινε ραντεβού με είκοσι-τριάντα διαφορετικά άτομα. .."). Μάλιστα, στην επ' ακροατηρίω κατάθεση της και σε ειδική ερώτηση που της απευθύνθηκε δεν έδωσε πειστική απάντηση ως προς το συγκεκριμένο θέμα. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω εκτεθέντων προέκυψε κατά την κρατήσασα γνώμη των μελών του δικαστηρίου (4-1), ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο αποστολέας των μηνυμάτων προς την Θ1 και περαιτέρω ότι με την απειλή βίας (ξυλοδαρμό) καθώς και με άλλα εξαναγκαστικά μέσα (δημοσίευση των στοιχείων ταυτότητας και των γυμνών φωτογραφιών της στο διαδίκτυο, ενημέρωση των γονέων της) επιχείρησε να την εξαναγκάσει να καταστεί αντικείμενο γενετήσιας εκμετάλλευσης, παρέχοντας ερωτικές υπηρεσίες σε πρόσωπα που αυτός θα της υποδείκνυε έναντι αμοιβής, την οποία αρχικά σκόπευε να καρπωθεί ο ίδιος στο σύνολο της, αργότερα δε και προκειμένου να κάμψει την άρνηση της Θ1 δελεάζοντας την, πρόσφερε σ' αυτήν το ήμισυ των μελλοντικών εισπράξεων. Και συνεπώς θα πρέπει να κριθεί ένοχος κατά το κατηγορητήριο όπως και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο". Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απόπειρας της σωματεμπορίας, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 42, 351 παρ.1 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις : 1] αναφέρεται στην αιτιολογία, ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο ο αναιρεσείων αποπειράθηκε να τελέσει την πράξη, συνιστάμενος στην πρόσληψη της παθούσης με τη χρήση απειλής και σωματικής βίας και δεν υπάρχει ασάφεια ως προς αυτόν 2]. Επίσης αναφέρεται ο επιδιωκόμενος περαιτέρω σκοπός, συνιστάμενος στην γενετήσια εκμετάλλευση της γυναίκας αυτής. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Π.Δ. σχετικοί λόγοι αναίρεσης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου ποινικών διατάξεων των άρθρων 42, 351 παρ.1 ΠΚ πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και καθό μέρος με αυτούς πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως απαράδεκτοι. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από επτά (7) Ιανουαρίου 2009 αίτηση (δήλωση) του ..., για αναίρεση της με αριθ. 454/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ