Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Κλοπή.
Περίληψη:
Κλοπή. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Απόρριψη αναίρεσης.
Αριθμός 16/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Παπαδάκη, για αναίρεση της με αριθμό 8348/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 164/2007.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 8348/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για κλοπή σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί 3ετία, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Στις 9-9-2002 ο εγκαλών ....., επιβιβάστηκε στο δημόσιας χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο (ταξί) με τα στοιχεία κυκλοφορίας ....., το οποίο οδηγούσε ο κατηγορούμενος X1, προκειμένου να μεταβεί στα γραφεία δισκογραφικής εταιρείας που βρισκόταν απέναντι από το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Όμως ο κατηγορούμενος προσπέρασε το σημείο όπου έπρεπε να αποβιβάσει τον εγκαλούντα και, παρά τις διαμαρτυρίες του, τον αποβίβασε βιαίως έξω από το νοσοκομείο "Σωτηρία". Όταν ο εγκαλών προσπάθησε να πάρει την τσάντα του, που βρισκόταν στο πίσω κάθισμα του ταξί, ο κατηγορούμενος, με μισάνοιχτη την πόρτα, ανέπτυξε ταχύτητα και εξαφανίστηκε. Έτσι αφαίρεσε από την κατοχή του εγκαλούντος την τσάντα του, που περιείχε δεκαπέντε βιβλία στα οποία είχε γραμμένα τραγούδια, με σκοπό να την ιδιοποιηθεί παράνομα. Ο εγκαλών συγκράτησε μόνο το αριθμητικό μέρος των στοιχείων κυκλοφορίας του ταξί και συγκεκριμένα τον αριθμό 6642, με βάση δε αυτόν, μετά την υποβολή της εγκλήσεως, αναζητήθηκε ο υπαίτιος οδηγός. Το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών με το Φ.23 5/64195/17596/11-11-2002 έγγραφο του και το συνημμένο σ' αυτό μηχανογραφημένο έγγραφο με την επικεφαλίδα "Εμφάνιση όλων των στοιχείων υπάρχουσας άδειας κυκλοφορίας", απάντησε στο Αστυνομικό Τμήμα Νέου Ψυχικού που διεξήγαγε τη σχετική έρευνα ότι με αυτό τον αριθμό υπήρχε ένα μόνο ταξί με τα στοιχεία κυκλοφορίας ....., μάρκας ....., το οποίο ανήκε στον κατηγορούμενο. Τον τελευταίο αναγνώρισε άλλωστε ο εγκαλών ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του παρόντος δικαστηρίου ως το δράστη της τελεσθείσης σε βάρος του αξιόποινης πράξεως. Και ναι μεν ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται τώρα ότι το πιο πάνω αυτοκίνητο ταξί, κατά το φερόμενο ως χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως που του αποδίδεται (9-9-2002) είχε αποσυρθεί της κυκλοφορίας μετά τη σχεδόν ολοσχερή καταστροφή του, εξαιτίας τροχαίου ατυχήματος, όμως ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται ως κατ' ουσίαν αβάσιμος από το προαναφερθέν έγγραφο του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών. Άλλωστε, τέτοιον ισχυρισμό δεν είχε προβάλει ο κατηγορούμενος ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπου, αντίθετα, ισχυρίστηκε ότι το ταξί του είχε πωληθεί στον ..... και για την απόδειξη του σχετικού ισχυρισμού του παρέδωσε στο δικαστήριο το 2907/13-11-2000 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Σωτηροπούλου. Το συμβόλαιο όμως εκείνο αφορούσε την πώληση στον ανωτέρω αγοραστή άλλου αυτοκινήτου ταξί, με τα στοιχεία κυκλοφορίας ....., μάρκας ..... και όχι του προαναφερθέντος αυτοκινήτου με τα στοιχεία κυκλοφορίας ....., μάρκας ...... Τούτο επισημάνθηκε στο σκεπτικό της εκκαλούμενης αποφάσεως και είχε ως συνέπεια τη μεταβολή των υπερασπιστικών ισχυρισμών του κατηγορουμένου κατά τ' ανωτέρω. Ο επίσης προβαλλόμενος ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι πολύ πριν από το φερόμενο στο κατηγορητήριο ως χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως που του αποδίδεται (9-9-2000) και συγκεκριμένα από την 1-2-2000 είχε συνταξιοδοτηθεί, αποδεικνυόμενος από το αναγνωσθέν Ν 7995/Α94/7-3-2000 έγγραφο του Ταμείου Συντάξεως Αυτοκινητιστών, καθώς και το γεγονός ότι αυτός στις 3-12-2000 υπέβαλε δήλωση διακοπής εργασιών στη Δ.Ο.Υ. Αγίου Δημητρίου (βλ. την επίσης αναγνωσθείσα 430/3-12-2000 βεβαίωση της πιο πάνω Δ.Ο.Υ.), δεν έχουν οποιαδήποτε έννομη επιρροή στην προκειμένη περίπτωση, αφού, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας .η συνταξιοδότηση και η δήλωση διακοπής εργασιών δεν συνεπάγονται χωρίς άλλο την πραγματική παύση της εργασίας. Η κρίση του δικαστηρίου για τα πιο πάνω δεν αναιρείται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο και ειδικότερα από τις αναγνωσθείσες δύο υπεύθυνες δηλώσεις των ....... και ..... με ημερομηνία 16-10-2006 και τη βεβαίωση του Παρέδρου του Δήμου Μεγανησίου Λευκάδας Σπύρου Κονιδάρη, με την ίδια ημερομηνία, σύμφωνα με τις οποίες ο κατηγορούμενος, τον Οκτώβριο του 2002, βρισκόταν στο ....... Οι ανωτέρω υπεύθυνες δηλώσεις και βεβαίωση δεν κρίνονται πειστικές, κυρίως διότι έρχονται σε αντίθεση με την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, ο οποίος αναγνώρισε χωρίς δισταγμό τον κατηγορούμενο αλλά και με την απολογία του ίδιου του κατηγορουμένου, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 17-10-2005, κατά την οποία αυτός είπε "δύο χρόνια ζω στην επαρχία", δηλαδή από το έτος 2003. Ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου και να κηρυχθεί αυτός ένοχος της αξιόποινης πράξεως της κλοπής, η οποία του αποδίδεται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό.
Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης της κλοπής, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην οικεία ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1α Π.Κ. Ειδικότερα: α) από το σκεπτικό σαφώς προκύπτει ότι, μαζί με όλα τα αποδεικτικά μέσα, η προσβαλλόμενη συνεκτίμησε και το περιεχόμενο του υπ' αριθ. Φ235/64195/17596/11.11.2002 εγγράφου του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών, β) δεν απαιτείτο ιδιαίτερη αιτιολόγηση του δόλου του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αφού αυτός (δόλος), ως υποκειμενικό στοιχείο του εγκλήματος, ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής, και γ) δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει στους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αφού, ως προς αυτούς, η αιτιολογία εμπεριέχεται από τα πράγματα στην κύρια αιτιολογία της αποφάσεως για την ενοχή του κατηγορουμένου. Οι λοιπές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, ενόψει του ότι, με αυτές, με την επίκληση του λόγου της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου και ειδικότερα πλήττεται ως εσφαλμένη η κρίση και εκτίμηση των εγγράφων και της κατάθεσης του εγκαλούντος. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, αναφορικά με το αίτημα του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, προκειμένου να προσκομισθούν νέες αποδείξεις και συγκεκριμένα για να προσκομίσει από το Υπουργείο Συγκοινωνιών έγγραφο ότι δεν κυκλοφορούσε το ταξί, διέλαβε στο σκεπτικό της τα ακόλουθα: Κατά την κρίση του δικαστηρίου υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη μόρφωση πλήρους δικανικής πεποιθήσεως επί της υποθέσεως και δεν συντρέχει νόμιμος λόγος να αναβληθεί η συζήτηση, προκειμένου να προσκομισθεί από τον κατηγορούμενο το έγγραφο το οποίο ισχυρίζεται ότι προτίθεται να προσκομίσει, ενόψει και του ότι, έχοντας κληθεί για την υποστήριξη της εφέσεώς του, μπορούσε να είχε ήδη μεριμνήσει να το προμηθευθεί.
Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης. Η απόρριψη του αιτήματος αναβολής, που υπέβαλε ο αναιρεσείων, έγινε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην παρεμπίπτουσα, περί τούτου, απόφαση του Εφετείου, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις είναι αβάσιμες. Μετά από αυτά, πρέπει ο μοναδικός, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθεί ως αβάσιμος και, κατ' επέκταση, η ένδικη αίτηση αναίρεσης, ο δε αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (Κ.Π.Δ. 583 παρ. 1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23.12.2006 αίτηση του X1, για αναίρεση της 8348/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2007.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ