Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1900 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Αίτηση αναιρέσεως κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Λόγοι αναιρέσεως: έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1900/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 405/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Απριλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 835/2008.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 357/2.7.08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Eισάγω στο Δικαστήριό σας, την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής:
Ι. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 1990/2007 βούλευμα παρέπεμψε στο ακροατήριο του αρμόδιου Δικαστηρίου τον κατηγορούμενο Χ1, για να δικαστεί ως υπαίτιος υπεξαίρεσης κατ'εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (βλ. βούλευμα).
ΙΙ. Κατά του βουλεύματος αυτού ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση, όμως το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 405/2008 βούλευμα, δέχθηκε τυπικά την έφεση, αλλά την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε το παραπεμπτικό πρωτόδικο βούλευμα (βλ. το 405/2008 βούλευμα).
ΙΙΙ. Το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών επιδόθηκε νομοτύπως στον κατηγορούμενο στις 28-3-2008 και στον αντίκλητο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Μπαρκώζη στις 7-5-2008 (βλ. αντίστοιχα αποδεικτικά επιδόσεως). Στις 7-4-2008 εμφανίσθηκε στην αρμόδια Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών ο δικηγόρος Σπυρίδων Μπακρώζης και δήλωσε ότι ως πληρεξούσιος του κατηγορουμένου Χ1, ασκεί για λογαριασμό αυτού αναίρεση κατά του 405/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και έτσι συντάχθηκε η 62/7-4-2008 έκθεση αναίρεσης στην οποία ως λόγος αναίρεσης προβάλλεται η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (βλ. έκθεση αναίρεσης). Η αναίρεση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ουσιαστικά, αφού ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως από διάδικο που είχε το σχετικό δικαίωμα, αφού παραπέμπεται για κακούργημα. IV. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικό ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί αυτό παρανόμως κατά το χρόνο που ευρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια του να εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Σε περίπτωση υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, που τελέσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 2721/1999 (3-6-1999), για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο 98 με το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999) (ΑΠ 113/2005).
V. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτό ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους κατέληξε το συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται και τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 484 τταρ.1 στοιχ.β' του ΚΠΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε στο βούλευμα υπάρχει, όταν το Συμβούλιο προσδίδει στη διάταξη αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτή, δεν υπάγει στην αληθινή έννοια της τα προκύψαντα από την ανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, το οποίο περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει αδύνατος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (βλ. ΑΠ 1880/2005). VI. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, με αποκλειστικά δικές του σκέψεις δέχθηκε τα εξής:
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που λήφθηκαν όλα υπόψη καθώς και την απολογία του κατηγορούμενου προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η μηνύτρια και ο κατηγορούμενος ασκούσαν νομίμως ο καθένας το επάγγελμα του ασφαλιστικού πράκτορα. Η εγκαλούσα διατηρούσε δικό της γραφείο στο ... . Ο κατηγορούμενος δεν διατηρούσε δικό του γραφείο, αλλά εργαζόταν σε γραφείο ασφαλιστικής εταιρίας και ελάμβανε προμήθειες ανάλογα με τα ασφαλιστικά συμβόλαια, που εισήγαγε στην εν λόγω ασφαλιστική εταιρία. Έτσι, πρότεινε στην εγκαλούσα να συνεργαστούν, πρόταση που δέχθηκε και η εγκαλούσα και τον Μάϊο του 2002 συνέστησαν άτυπη αφανή εταιρία με έδρα το γραφείο της μηνύτριας στο ... και επί της οδού ... και... με σκοπό την αύξηση παραγωγής συμβολαίων ασφαλίσεως κατά παντός κινδύνου φυσικών και νομικών προσώπων και την έκδοση ασφαλιστηρίων συμβολαίων διαφόρων συνεργαζομένων ασφαλιστικών εταιριών. Διαχειρίστρια της αφανούς αυτής εταιρίας ορίσθηκε η εγκαλούσα, αλλά "εν τοις πράγμασι" διαχειριστής αυτής ήταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος εισέπραττε τα ασφάλιστρα από τους πελάτες και των δυο (μηνύτριας και κατηγορουμένου) και είχε την υποχρέωση να τα αποδίδει στις ασφαλιστικές εταιρίες αμέσως μόλις ελάμβανε τα χρήματα από τους πελάτες. Η προμήθεια τους, δηλ. των δυο εταίρων, θα αποδίδονταν μετά την εκκαθάριση από τις ασφαλιστικές εταιρίες. Όμως στην κατοχή του κατηγορουμένου, με την παραπάνω ιδιότητα του ως "εν τοις πράγμασι διαχειριστή", περιήλθαν ασφάλιστρα από ασφαλιστικά συμβόλαια παραγωγής της εγκαλούσας Ψ1, η οποία είχε συμβληθεί με τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εταιρίες και είχε την υποχρέωση να μεσολαβεί για την κατάρτιση των ασφαλιστικών συμβάσεων να εισπράττει για λογαριασμό τους τα αντίστοιχα ασφάλιστρα και να τα αποδίδει στις ασφαλιστικές εταιρίες, μετά την αφαίρεση της συμφωνηθείσας προμήθειας. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από του Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τον Απρίλιο του 2004 ανέλαβε από το ταμείο του κοινού γραφείου που διατηρούσαν με την ανωτέρω στο ... και παρακράτησε τα κατωτέρω ποσά, που αποτελούν ασφάλιστρα και έπρεπε να αποδοθούν από την μηνύτρια στις αντιστοίχως κατωτέρω αναφερόμενες ασφαλιστικές εταιρίες: α) "Γ.Η. ΣΚΟΥΡΤΗΣ Α.Ε,Γ.Α.", 22.059,98 ευρώ, β) "Ευρωπαϊκή Πίστη Α.Ε,Γ.Α." (για ασφάλειες μέσω του συνεργάτη Σ1), 25.239,45 ευρώ, γ) "Εθνική Α.Ε.Γ.Α." (για συμβόλαια παραγωγής Απριλίου 2003 - Φεβρουαρίου 2004), 3.113,53 ευρώ, δ) "..." (για συμβόλαια παραγωγής Φεβρουαρίου 2003 - Φεβρουαρίου 2004), 290.000 ευρώ, ε) "..." (για ασφάλειες μέσω των συνεργατών Σ2, Σ3, Σ4, Σ5, Σ6, Σ7, Σ8, Σ9, Σ10, Σ11, ετών 2003 και 2004), 61.078,93 ευρώ, στ) "ΕΟΣ" (για ασφάλιστρα αποδοτέα μέσω του ασφαλιστικού γραφείου του Ν1), 105.880,69 ευρώ. Συνολικά, ο κατηγορούμενος παρακράτησε 507.372,58 ευρώ και ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό αυτό, που είχε περιέλθει, κατά τα ανωτέρω στην κατοχή του και είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, άνω των 73.000 ευρώ . Τα παραπάνω περιστατικά σαφώς κατατίθενται από την εγκαλούσα και τους μάρτυρες της, των οποίων οι καταθέσεις ενισχύονται και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Ο κατηγορούμενος αρνείται την ανωτέρω πράξη, ισχυριζόμενος ότι καθένας τους με την εγκαλούσα διαχειρίστηκε τα δικά του ασφαλιστικά συμβόλαια γεγονός που δεν προέκυψε από τα προεκτεθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Ενόψει των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις εναντίον του κατηγορούμενου για την παραπομπή του για να δικαστεί σε δημόσια συνεδρίαση για την πράξη της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος (άρθρα 26 § Ια, 27 § 1,98, 375 § 1 εδ. α, β ΠΙ, όπως το τελευταίο εδαφ. της παρ. 1 προστέθηκε με άρθρο 14 § 3α του Ν. 2721 Ι 1999) ενώπιον του αρμόδιου καθ' ύλη και κατά τόπο Τριμελούς Εφετείου(κακουργημάτων) Αθηνών (άρθρα 1 περ. ε', 111 § 1, 119 § 1 και 122 § 1 Κ.Π.Δ.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο, που επίσης έκρινε ότι υφίστανται αποχρώσες ενδείξεις εναντίον του κατηγορούμενου για την ως άνω πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και τον παρέπεμψε για να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συνεπώς τα ανάθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα είναι αβάσιμα.
Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, πρέπει η ένδικη έφεση του κατηγορούμενοι;, που παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ν' απορριφθεί κατ' ουσία, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
VII. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών έκρινε, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο για τις προαναφερθείσες πράξεις της κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος και κατόπιν αυτού απέρριψε την έφεση του ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε, ως άνω, το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν, αντικειμενικά και υποκειμενικά, τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις, καθώς και τα περιστατικά που προσδίδουν στην πράξη κακουργηματικό χαρακτήρα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά, χωρίς να έχει την υποχρέωση να προσδιορίζει τί ακριβώς προκύπτει από το καθένα και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο.
Συνεπώς ο εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.δ' του Κ.Π.Δ. λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος, οι δε λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει την νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερομένους στη διάταξη του άρθρου 484 Κ.Π.Δ., η εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Μετά ταύτα πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και ο αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ.).

Για τους λόγους αυτούς Προτείνω
Ι. Να απορριφθεί η 62/7-4-2008 αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο Χ1 δια του πληρεξουσίου του Σπυρίδων Μπακρώζη, κατά του 405/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
ΙΙ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντες.
Αθήνα 18 Ιουνίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Βασίλειος Μαρκής

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα, όπως ίσχυε, πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 14 παρ. 3 του Νόμου 2721/1999, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν πρόκειται για αντικείμενο, ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Νόμου 2721/1999 προστέθηκε στην παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου 375 εδάφιο, κατά το οποίο "αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών" και στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 375 εδάφιο, κατά το οποίο "αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγουμένου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τις 73.000 ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίσταση". Με τη νέα αυτή ρύθμιση, καθιερώθηκαν δύο μορφές κακουργηματικού χαρακτήρα της υπεξαιρέσεως (έναντι μίας του προηγούμενου δικαίου), η πρώτη όταν και μόνο η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και η δεύτερη όταν το συνολικό αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συντρέχει παράλληλα μία από τις αναφερόμενες πλέον περιοριστικώς έξι περιπτώσεις καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ενώ η συνδρομή στην τελευταία περίπτωση και συνολικής αξίας του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως μεγαλύτερης των 73.000 ευρώ, συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις προκύπτει επίσης ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό ολικά ή εν μέρει ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και, επί πλέον να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικές στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου, ή, ανεξαρτήτως αυτών, αν η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώσει το ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα στην περιουσία του, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, με την οποία εκδηλώνεται η πρόθεση του αυτή. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, υπαίτιος κακουργηματικής υπεξαιρέσεως καθίσταται και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί, όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νομικές, με την εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέως, την οποία μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο, είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται η προέλευση της εξουσίας αυτής και από τη δημιουργία μίας πραγματικής καταστάσεως από μόνη τη διενέργεια εκ μέρους του, ανάλογων πράξεων, οπότε πρόκειται για διαχειριστή "εν τοις πράγμασι". Επί εξακολουθητικής δε υπεξαιρέσεως, που τελέσθηκε μετά την 3η Ιουνίου 1999, έχει εφαρμογή η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 του Ποινικού Κώδικα, όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Νόμου 2721/1999 και ορίζει ότι η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος, που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό, στις περιπτώσεις δ' αυτές, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει απ' αυτό, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθ' όσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Πρέπει επίσης να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το βούλευμα, το οποίο αναιρεσιβάλλεται, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης δέχθηκε ανελέγκτως, με δικές του αποκλειστικά σκέψεις, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει κατ' είδος, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η μηνύτρια και ο κατηγορούμενος ασκούσαν νομίμως ο καθένας το επάγγελμα του ασφαλιστικού πράκτορα. Η εγκαλούσα διατηρούσε δικό της γραφείο στο .... Ο κατηγορούμενος δεν διατηρούσε δικό του γραφείο, αλλά εργαζόταν σε γραφείο ασφαλιστικής εταιρείας και ελάμβανε προμήθειες ανάλογα με τα ασφαλιστικά συμβόλαια, που εισήγαγε στην εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία. Έτσι, πρότεινε στην εγκαλούσα να συνεργαστούν, πρόταση που δέχτηκε και η εγκαλούσα και τον Μάιο του 2002 συνέστησαν άτυπη αφανή εταιρεία με έδρα το γραφείο της μηνύτριας στο .... και επί της οδού ... και... με σκοπό την αύξηση παραγωγής συμβολαίων ασφαλίσεως κατά παντός κινδύνου φυσικών και νομικών προσώπων και την έκδοση ασφαλιστηρίων συμβολαίων διαφόρων συνεργαζομένων ασφαλιστικών εταιριών. Διαχειρίστρια της αφανούς αυτής εταιρείας ορίσθηκε η εγκαλούσα, αλλά "εν τοις πράγμασι" διαχειριστής αυτής ήταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος εισέπραττε τα ασφάλιστρα από τους πελάτες και των δύο (μηνύτριας και κατηγορουμένου) και είχε την υποχρέωση να τα αποδίδει στις ασφαλιστικές εταιρείες αμέσως μόλις ελάμβανε τα χρήματα από τους πελάτες. Η προμήθεια τους, δηλ. των δύο εταίρων, θα αποδίδονταν μετά την εκκαθάριση από τις ασφαλιστικές εταιρείες. Όμως, στην κατοχή του κατηγορουμένου, με την παραπάνω ιδιότητα του ως "εν τοις πράγμασι διαχειριστή", περιήλθαν ασφάλιστρα από ασφαλιστικά συμβόλαια παραγωγής της εγκαλούσας Ψ1, η οποία είχε συμβληθεί με τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εταιρείες και είχε την υποχρέωση να μεσολαβεί για την κατάρτιση των ασφαλιστικών συμβάσεων, να εισπράττει για λογαριασμό τους τα αντίστοιχα ασφάλιστρα και να τα αποδίδει στις ασφαλιστικές εταιρείες, μετά την αφαίρεση της συμφωνηθείσας προμήθειας. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από του Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τον Απρίλιο του 2004 ανέλαβε από το ταμείο του κοινού γραφείου που διατηρούσαν με την ανωτέρω στο ... και παρακράτησε τα κατωτέρω ποσά, που αποτελούν ασφάλιστρα και έπρεπε να αποδοθούν από την μηνύτρια στις αντιστοίχως κατωτέρω αναφερόμενες ασφαλιστικές εταιρείες: α) "Γ. Η. ΣΚΟΥΡΤΗΣ ΑΕΓΑ", 22.059,98 ευρώ, β) "Ευρωπαϊκή Πίστη ΑΕΓΑ" (για ασφάλειες μέσω του συνεργάτη Σ1), 25.239,45 ευρώ, γ) "Εθνική ΑΕΓΑ (για συμβόλαια παραγωγής Απριλίου 2003 - Φεβρουαρίου 2004), 3.113,53 ευρώ, δ) "..." (για συμβόλαια παραγωγής Φεβρουαρίου 2003 - Φεβρουαρίου 2004) 290.000 ευρώ, ε) "..." (για ασφάλειες μέσω των συνεργατών Σ2, Σ3, Σ4, Σ5, Σ6, Σ7, Σ8, Σ9, Σ10, Σ11, ετών 2003 και 2004), 61.078,93 ευρώ, στ) "..." (για ασφάλιστρα αποδοτέα μέσω του ασφαλιστικού γραφείου του Ν1), 105.889,69 ευρώ. Συνολικά ο κατηγορούμενος παρακράτησε 507.372,58 ευρώ και ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό αυτό, που είχε περιέλθει, κατά τα ανωτέρω στην κατοχή του και είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, άνω των 73.000 ευρώ. Τα παραπάνω περιστατικά σαφώς κατατίθενται από την εγκαλούσα και τους μάρτυρες της, των οποίων οι καταθέσεις ενισχύονται και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Ο κατηγορούμενος αρνείται την ανωτέρω πράξη, ισχυριζόμενος ότι καθένας τους με την εγκαλούσα διαχειρίστηκε τα δικά του ασφαλιστικά συμβόλαια, γεγονός που δεν προέκυψε από τα προεκτεθέντα αποδεικτικά στοιχεία". Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ1 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) να δικαστεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, άνω των 73.000 ευρώ, κατ' εξακολούθηση και στη συνέχεια απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την έφεση κατά του 1990/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, για την οποία παραπέμφθηκε να δικασθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, χωρίς να έχει την υποχρέωση να προσδιορίζει τι ακριβώς προκύπτει από τον καθένα και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις σχετικές ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26, 27 και 375 παρ. 1 εδ. α' και β' του Ποινικού Κώδικα, τις οποίες το Συμβούλιο Εφετών ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εξηγεί ποιος εισέπραττε τα ασφάλιστρα, εάν τα ασφάλιστρα κατατέθηκαν στο ταμείο του κοινού γραφείου, ποιος τα κατέθεσε και κατά ποιο τρόπο τα αφαίρεσε ο αναιρεσείων από το ταμείο και τα ιδιοποιήθηκε, πώς η εγκαλούσα δεν αντιλήφθηκε επί δεκατέσσερις μήνες την εκ μέρους του ιδιοποίηση των ασφαλίστρων δεν κάνει μνεία για το ποιος παρελάμβανε τα ασφαλιστήρια συμβόλαια από τις ασφαλιστικές εταιρείες, δεν αναφέρει εάν οι αναγραφόμενοι συνεργάτες ήσαν δικοί του ή της εγκαλούσας και ποια ήταν η επαγγελματική σχέση του αναιρεσείοντος με τον αναφερόμενο στο βούλευμα Ν1, που με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
ΕΠΕΙΔΗ, κατ' ακολουθίαν των παραπάνω και ενόψει του ότι ο αναιρεσείων δεν επικαλείται άλλο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την 62/7.4.2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του 405/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου 2009.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή