Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Απόλυση υφ' όρο.
Περίληψη:
Συγχώνευση ποινών. Από τις διατάξεις των άρθρων 107, 108 και 109 του έκτου κεφαλαίου (ΙΙ) του ΠΚ, προκύπτει ότι προβλέπεται: 1) η ανάκληση της απόλυσης καταδίκου υπό όρο, πάντοτε με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, εφόσον ο κατάδικος που απολύθηκε δεν συμμορφώθηκε με τους όρους που του επιβλήθηκαν, και 2) η ‘άρση της απόλυσης’, που επέρχεται αυτοδικαίως. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η προβλεπόμενη αθροιστική έκτιση ολόκληρου του υπολοίπου της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει ο κατάδικος κατά το χρόνο της προσωρινής απόλυσης, έχει εφαρμογή και όταν η προσωρινή απόλυση ανακλήθηκε υπό τους όρους του άρθρου 107 ΠΚ. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 107, 108, 109 και 110 ΠΚ και υπέρβαση εξουσίας. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
Αριθμός 1661/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καχριμάνη, περί αναιρέσεως της 1/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 488/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠΔ, αν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη συρροή και κατά τη διάταξη της παρ. 3 εδ. τελευταίο του ίδιου άρθρου του Κώδικα, κατά της αποφάσεως με την οποία καθορίζεται συνολική ποινή, επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης στον κατηγορούμενο και τον Εισαγγελέα. Η αναίρεση είναι επιτρεπτή, για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και εκείνος της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθ. 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ.). Εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 107, 108 και 109 του έκτου κεφαλαίου (
ΙΙ) του ΠΚ, που αφορά την "απόλυση του καταδίκου υπό όρο", προκύπτει ότι στο κεφάλαιο αυτό του ποινικού κώδικα, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, αφενός, η ανάκληση της απόλυσης αυτής, η οποία μπορεί να γίνει μόνο μέσα στο χρονικό διάστημα του άρθρου 109 και, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 2, πάντοτε με απόφαση του δικαστικού συμβουλίου του τόπου έκτισης της ποινής και έχει ως αποκλειστικό λόγο (μετά το ν. 2207/94) το ότι ο κατάδικος που απολύθηκε δεν συμμορφώθηκε με τους όρους που του επιβλήθηκαν και αφετέρου, η "άρση της απόλυσης", που προβλέπεται στο άρθρο 108, και επέρχεται αυτοδικαίως χωρίς τη μεσολάβηση δικαστικής απόφασης από μόνο το γεγονός ότι ο κατάδικος που απολύθηκε, μέσα στο χρόνο της δοκιμασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 109 και είναι ίσος με το κατά την απόλυση υπολειπόμενο για την απότιση της ποινής χρονικό διάστημα σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο της τριετίας ή ίσο με τρία χρόνια αν το υπολειπόμενο χρονικό διάστημα είναι κατώτερο των τριών ετών, διέπραξε έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε οποτεδήποτε ποινή φυλάκισης ανώτερη από έξι μήνες. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η προβλεπόμενη αθροιστική έκτιση ολόκληρου του υπολοίπου της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει ο κατάδικος κατά το χρόνο της προσωρινής απόλυσης, έχει εφαρμογή και όταν η προσωρινή απόλυση ανακλήθηκε υπό τους όρους του άρθρου 107, ο δε κατάδικος διέπραξε το έγκλημα που συνεπάγεται την αυτοδίκαιη άρση της απόλυσης μέσα στο χρονικό διάστημα της δοκιμασίας και ενόσω δεν είχε ακόμη συλληφθεί για να εκτίσει μετά την ανάκληση το υπόλοιπο της ποινής του. Και τούτο, διότι από καμία διάταξη νόμου δεν τίθεται, ως προϋπόθεση (αρνητική), να μην έχει προηγουμένως ανακληθεί με απόφαση του δικαστικού συμβουλίου η απόλυση υπό όρο προκειμένου να επέλθουν τα αποτελέσματα που προβλέπει το άρθρο 108, αν ο κατάδικος μέσα στο χρονικό διάστημα του άρθρου αυτού διαπράξει έγκλημα από δόλο για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλάκισης ανώτερη από έξι μήνες. Ευλόγως δε, διότι, ενώ οι δύο θεσμοί, της ανάκλησης της απόλυσης υπό όρο και της αυτοδίκαιης άρσης της απόλυσης, επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τον επανεγκλεισμό στις φυλακές του κατάδικου για την έκτιση του υπολοίπου της ποινής του, η αυτοδίκαιη άρση για σοβαρό έγκλημα έχει ως συνέπεια, που δικαιολογεί την αυτόνομη λειτουργία της, την αθροιστική έκτιση του υπολοίπου της ποινής με τη νέα ποινή που σημαίνει ότι, η πρώτη δεν συγχωνεύεται με τη νέα ή άλλη μεταγενέστερη για πράξη που τέλεσε έως τη σύλληψή του. Έτσι η άρση της απόλυσης σύμφωνα με το άρθρο 108 δεν εμποδίζεται από το γεγονός ότι έως ότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για το νέο έγκλημα που τελέστηκε μέσα στο χρόνο του άρθρου 109, εξαιτίας της οποίας επέρχεται η άρση της προσωρινής απόλυσης, έχει ήδη ανακληθεί η απόφαση που τη χορήγησε. Η ανάκληση αυτή, που, ας σημειωθεί, έχει ως αποτέλεσμα, όπως και η αυτοδίκαιη άρση, να μην υπολογίζεται ως χρόνος έκτισης της ποινής το χρονικό διάστημα από την απόλυση έως τη σύλληψη του καταδίκου συνεπεία της ανάκλησης ή άρσης (άρθρ. 107 παρ. 2 και 108 ΠΚ), δεν καθιστά χωρίς αντικείμενο την αυτοδίκαιη άρση της απόλυσης κατά το άρθρο 108, διότι ο πρόδηλος σκοπός και η ουσία της διάταξης αυτής είναι να επιβάλει στον κατάδικο, για λόγους αντεγκληματικής πολιτικής, την κύρωση που δικαιολογείται από την βαρειά εκτροπή του, δηλαδή την αθροιστική έκτιση του κατά τον χρόνο της απόλυσης υπό όρο υπολοίπου της ποινής του, για μόνον το λόγο ότι μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπεται ως χρόνος δοκιμασίας του διέπραξε βαρύ έγκλημα από δόλο, που τιμωρήθηκε οποτεδήποτε με ποινή φυλάκισης ανώτερη από έξι μήνες. Η αντίθετη άποψη ότι μετά την ανάκληση της απόλυσης υπό όρο δεν μπορεί πια να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 108 ΠΚ για αυτοδίκαιη άρση της ανάκλησης και αθροιστική έκτιση του υπολοίπου της ποινής, όχι μόνο είναι αδικαιολόγητη και αντίθετη προς τον προφανή σκοπό του νομοθέτη, αλλά καταλήγει και στο εντελώς παράλογο αποτέλεσμα να αποφεύγει ο κατάδικος την αθροιστική έκτιση του υπολοίπου της ποινής του για μόνο το λόγο ότι έχει επιπλέον παραβεί και τους όρους της περί απολύσεως απόφασης, ώστε να ανακληθεί με απόφαση η απόλυσή του. Επομένως, για μεν το μέρος της ποινής που δεν είχε εκτιθεί κατά την απόλυση υπό όρο θα γίνει και στην παραπάνω περίπτωση αθροιστική έκτιση, ενώ για το τμήμα της ίδιας ποινής που είχε ήδη εκτιθεί κατά το χρόνο της απόλυσης του καταδίκου υπό όρο δεν μπορεί να γίνει καθορισμός συνολικής ποινής κατά το άρθρο 97 του ΠΚ, που ορίζει ότι η διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 (που αφορά την επιβολή μιας συνολικής ποινής σε περίπτωση περισσότερων στερητικών της ελευθερίας ποινών) εφαρμόζεται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή, και τούτο, διότι ακριβώς το τμήμα της ποινής πριν από την απόλυση υπό όρο έχει εκτιθεί κατά το χρόνο της νέας καταδίκης.
ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την προσβαλλόμενη 1/2008 απόφασή του, αφού, ερμηνεύοντας τις διατάξεις των άρθρων 105-109 του ΠΚ, κατέληξε στα αυτά κατά βάση συμπεράσματα, δέχτηκε στη συνέχεια τα εξής: "....Ο αιτών κατάδικος με το υπ' αριθ. 1621/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης απολύθηκε υπό τον όρο της ανάκλησης από τις φυλακές, όπου εξέτιε ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών και τεσσάρων (4) μηνών δυνάμει της υπ' αριθ. 32/2003 συγχωνευτικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Επίσης, με το υπ' αριθ. 1195/2005 βούλευμα του ίδιου ως άνω Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης απολύθηκε υπό τον όρο της ανάκλησης από τις φυλακές, όπου εξέτιε ποινή φυλάκισης τεσσάρων [4] ετών δυνάμει της υπ' αριθ. 786/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης Α' βαθμού. Με την υπ' αριθ. 346/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης Α' βαθμού ο αιτών καταδικάσθηκε τελεσίδικα σε στερητική της ελευθερίας ποινή κάθειρξης δέκα ετών για τις πράξεις της κατοχής, μεταφοράς και πώλησης ναρκωτικών ουσιών της αυτής ποσότητας [παρ. αρθρ. 5 παρ. 1β, ζ, 2, 8, 13 Ν. 1729/1987 όπως ίσχυε], τις οποίες τέλεσε την 3-2-2006, δηλαδή μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109 ΠΚ. Η καταδίκη αυτή έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα πιο πάνω, την αθροιστική έκτιση των προηγούμενων ποινών για τις οποίες ο αιτών έχει απολυθεί υπό όρο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι με το υπ' αριθ. 1173/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης έχει χωρήσει ανάκληση των υπό όρο απολύσεων, αφού αυτός για τις προηγούμενες ποινές συνέχισε να είναι εκτός φυλακών, δεν μπορεί δε να γίνει συνυπολογισμός ούτε για το εκτιθέν μέρος κατ' άρθρο 97 ΠΚ. Περαιτέρω, δεν είναι δυνατή η συγχώνευση της ποινής των έξι [6] μηνών, που επιβλήθηκε στον αιτούντα με την υπ' αριθ. 1939/2002 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, καθόσον αφορά την πράξη της απόδρασης κρατουμένου και εκτελείται ολόκληρη [αρθρ. 173 παρ. 1 ΠΚ]. Εξάλλου, από το υπ' αριθ. ..... έγγραφο της Δικαστικής Φυλακής Θεσσαλονίκης προκύπτει, ότι ο αιτών κρατείται μόνο με την υπ' αριθ. 346/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης" Κατά συνέπεια, η ένδικη αίτηση του αιτούντος για συγχώνευση ποινών είναι μη νόμιμη και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί....". Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε το αίτημα του αιτούντος αναιρεσείοντος για συγχώνευση των ποινών που του επιβλήθηκαν με τις παρακάτω αποφάσεις: 1)Της συνολικής ποινής κάθειρξης των δώδεκα (12) ετών και τεσσάρων μηνών και της συνολικής χρηματικής ποινής των 1.614 ευρώ, που το επιβλήθηκαν με την υπ' αριθ. 32/2003 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δυτ. Μακεδονίας (συγχωνευτική), 2) της ποινής κάθειρξης των δέκα (10) ετών και χρηματικής ποινής των 40.000 ευρώ, που του επιβλήθηκε με την υπ' αριθ. 346/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Θεσσαλονίκης και 3) της ποινής φυλάκισης των τεσσάρων (4) ετών, που του επιβλήθηκε με την υπ' αριθ. 786/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, 4) της ποινής φυλάκισης των έξι (6) μηνών, μετατρεπομένης προς 4,40 Ευρώ ημερησίως, που του επιβλήθηκε με την υπ' αριθ. 1939/2002 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας.
ΙΙΙ. Ο αιτών αναφέρει στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ότι με το 1173/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης ανακλήθηκε η απόλυση υπό όρο που του είχε χορηγηθεί βάσει των 1195/2005 και 1621/203 βουλευμάτων του ίδιου Συμβουλίου (διότι παραβίασε τους όρους που του είχαν τεθεί με τα βουλεύματα αυτά) και διέταξε τη σύλληψή του προκειμένου να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής που του είχε επιβληθεί με την 32/2003 συγχωνευτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας και με την 786/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Υποστηρίζει δε, ότι η αίτησή του για τη συγχώνευση των ποινών έπρεπε να γίνει δεκτή, διότι στην συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για ανάκληση υπό όρο απόλυσης και όχι για διάπραξη νέου εγκλήματος και νέα καταδίκη και ότι η άρση της υπό όρο απόλυσης και η επακολουθούσα αθροιστική έκτιση της ποινής, δεν εφαρμόζεται αν συμπέσει με το θεσμό της ανάκλησης της απόλυσης, καθώς επίσης ότι το τμήμα της προηγούμενης ποινής και η νέα ποινή που του επιβλήθηκε μπορούν να προσμετρηθούν για να καθοριστεί μια συνολική ποινή, αφού συντρέχει η προϋπόθεση της συνάντησης των συντρεχουσών ποινών κατά την εκτέλεση και το νέο αδίκημα πραγματοποιήθηκε μετά το γενεσιουργό γεγονός της ανάκλησης της απόλυσης. Οι αποδιδόμενες, με βάση τους ισχυρισμούς αυτούς, πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμες, σύμφωνα με όσα έγινα δεκτά πιο πάνω και το Πενταμελές Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές του, διέλαβε στην απόφασή του πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 107, 108, 109 και 110 του ΠΚ και 551 ΚΠΔ, ούτε υπερέβη την εξουσία του και οι αντίθετοι, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ, Ε' και Η του ΚΠΔ, λόγοι της αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 2/15-2-2008 έκθεση αναιρέσεως κατά της 1/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας του χ1 και ήδη κρατουμένου της Δικαστικής Φυλακής Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ