Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Παράβαση καθήκοντος.
Περίληψη:
Παράβαση καθήκοντος. Στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού και με παράλειψη του αρμόδιου υπαλλήλου (προϊσταμένου Γραφείου Πολεοδομίας). Καταδικαστική απόφαση. Αίτηση αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Απόρριψη του λόγου αυτού ως αβασίμου. Απόρριψη σχετικών αιτήσεων αναίρεσης ως αβασίμων.
Αριθμός 1388/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή- Εισηγητή, Χριστόφορο Κοσμίδη και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. Χ1 και 2. Χ2, κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Ράπτη, περί αναιρέσεως της 2035-2036/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 18 Φεβρουαρίου 2010 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 268/10.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι δύο κρινόμενες υπ' αρ. 6/18-2-2010 και 5/18-2-2010 αιτήσεις αναίρεσης του Χ1 και του Χ2, κατοίκων ..., κατά της υπ' αριθμ. 2035-2036/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι παραδεκτές και πρέπει συνεκδικαζόμενες, λόγω της μεταξύ τους συνάφεια, να εξετασθούν περαιτέρω.
Κατά το άρθρο 259 του ΠΚ, υπάλληλος που με υπόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτόν του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την προστασία του γενικότερου συμφέροντος της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της υπηρεσίας της, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, αυτουργός του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α' και 263 Α του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση, όχι απλού υπαλληλικού καθήκοντος, αλλά καθήκοντος της υπηρεσίας του υπαλλήλου, το οποίο καθορίζεται από το νόμο ή τη διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες, της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας, β) δόλος του δράστη, συνιστάμενος, αφενός μεν στη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας) της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας και αφετέρου, στη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να παραβεί το καθήκον του και γ) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλο παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, αδιαφόρου όντος, αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε ή όχι. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος της (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα, από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των υποθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η περίληψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Πατρών, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 2035-2036/2009 απόφασή του κήρυξε αμφότερους τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους ενόχους του αποδιδόμενου σ' αυτούς εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος. Για να στηρίζει την καταδικαστική του κρίση, διέλαβε ως αιτιολογία ότι, από την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο Δικαστήριο, από τα πρακτικά της πρωτόδικης δίκης, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και τις απολογίες των κατηγορουμένων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 κατά το χρονικό διάστημα από 26-4-2002 έως 28-3-20Θ3 ήταν προϊστάμενος τής Πολεοδομίας Μεσολογγίου και ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ήταν αναπληρωτής προϊστάμενος της ίδιας υπηρεσίας, προσέτι δε ο τελευταίος διετέλεσε και προϊστάμενος της υπηρεσίας αυτής από 29-3-2003 έως 28-5-2003. Η εγκαλούσα Μ άρχισε μαζί με τον σύζυγο της Τ να αναγείρει, με νόμιμη οικοδομική άδεια είχε εκδοθεί επ' ονόματι και των δύο, πενταόροφη οικοδομή σε οικόπεδο ιδιοκτησίας της επί της οδού ..., η οποία είναι όμορη με την προς τα δυτικά αυτής ιδιόκτητη οικοδομή της Ζ και την προς τα ανατολικά αυτής ιδιόκτητη οικοδομή της Β. Η εξ' αυτών Ζ, πρώην συνάδελφος των κατηγορουμένων και ήδη συνταξιοδοτηθείσα υπάλληλος του Πολεοδομικού Γραφείου Μεσολογγίου, διατηρεί στενή φιλική σχέση με τον δεύτερο εξ αυτών Π. Κατά τον Αύγουστο 2002 και ενώ είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες της κατασκευής του φέροντος οργανισμού της, το κτίσιμο των πλινθοδομών, τα επιχρίσματα και οι πλακοστρώσεις στην οικοδομή της εγκαλούσας, έγιναν καταγγελίες από τις ως άνω όμορες ιδιοκτήτριες προς το Πολεοδομικό Γραφείο Μεσολογγίου, με τον ισχυρισμό ότι οι οικοδομές τους υπέστησαν βλάβες οφειλόμενες στην κατασκευή της οικοδομής της Μ και συγκεκριμένα η πρώτη καταγγελία έγινε από την Β στις 12-8-2002 και η δεύτερη από την Ζ στις 30-8-2002. Ακολούθησε η διεξαγωγή αυτοψιών και στις δύο οικοδομές από τους αρμόδιους υπαλλήλους του Πολε-οδομικού Γραφείου όπου διαπιστώθηκαν: α) για την οικοδομή της Β μικρορηγματώσεις ακίνδυνες καθώς και η ύπαρξη υπογείου που δεν αναγράφεται στην οικοδομική άδεια και διαστάσεις διαφορετικές από την άδεια, συντάχθηκε δε προς τούτο η ... έκθεση αυτοψίας και β) για την οικοδομή της Ζ, ρωγμές σε φέροντα στοιχεία αυτής, που είχαν σαν αποτέλεσμα την άμεση διακοπή των εργασιών της νεοανεγειρόμενης οικοδομής της Μ (εγκαλούσας), κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2002 και την επιβολή προστίμου αυθαιρέτων κατασκευών σ' αυτήν (εγκαλούσα) με την 3007/2002 έκθεση αυτοψίας. Αμέσως μετά την κοινοποίηση της παραπάνω έκθεσης αυτοψίας υποβλήθηκε στην Πολεοδομία Μεσολογγίου η από 1-10-2002 αίτηση του Τ (συζύγου της εγκαλούσας) με την οποία, εκτός άλλων, ζήτησε να πληροφορηθεί εάν εν τω μεταξύ είχε αναζητηθεί και ανευρεθεί ο φάκελος της όμορης οικοδομής της Ζ, τον οποίο είχε αναζητήσει και κατά το παρελθόν, καθώς και πλήρη πολεοδομικό έλεγχο των ομόρων οικοδομών των καταγγελλουσών (Β και Ζ) προκειμένου να διακριβωθεί εάν οι βλάβες που παρατηρήθηκαν επ' αυτών είναι απόρροια δικών τους υπερβάσεων. Επί της αιτήσεως του αυτής έλαβε την ... απάντηση που υπογράφει ο πρώτος κατηγορούμενος, με την οποία όσον αφορά το ζήτημα της ανεύρεσης του φακέλου της οικοδομής Ζ τον παρέπεμπε στο ... προηγούμενο έγγραφό του, το οποίο επίσης τον παρέπεμπε σε προηγούμενη από 23-3-2001 υπηρεσιακή βεβαίωση, σύμφωνα με την οποία ο φάκελος της οικοδομής Ζ δεν είχε ανευρεθεί στην υπηρεσία τους, ενώ σχετικά με τον έλεγχο των ομόρων ιδιοκτησιών τον πληροφορούσαν ότι ο έλεγχος θα πραγματοποιηθεί όταν η Υπηρεσία θα έχει συγκεντρώσει τα απαραίτητα στοιχεία. Ακολούθησε δεύτερη καταγγελία - υπόμνημα από τον Τ προς το Πολεοδομικό Γραφείο Μεσολογγίου στις 20-11-2002 , για την οποία έλαβε την .. απάντηση που υπογράφει ο δεύτερος κατηγορούμενος Π, ότι "θα του κοινοποιηθούν οι εκθέσεις αυτοψίας για τυχόν πολεοδομικές παραβάσεις από τους ελέγχους που θα πραγματοποιήσει η Υπηρεσία στις όμορες οικοδομές, ιδιοκτησιών Ζ και Β". Και ενώ η καθ' ύλην αρμόδια υπηρεσία (Πολεοδομικό Γραφείο Μεσολογγίου) της οποίας προϊσταντο οι προαναφερθέντες δύο κατηγορούμενοι έδωσε την παραπάνω απάντηση στον σύζυγο της εγκαλούσας, ο τελευταίος, ενόψει του ότι είχαν διακοπεί οι εργασίες στην οικοδομή της συζύγου του για τον λόγο που προαναφέρθηκε και δεν διαφαινόταν πρόθεση άμεσου ελέγχου της νομιμότητας των οικοδομών Ζ και Β ώστε από τον ολοκληρωμένο έλεγχο και των τριών οικοδομών να προκύψει επακριβώς η αιτία της πρόκλησης των προαναφερθεισών βλαβών, προκάλεσε με δύο αιτήσεις του στις 4-10-2002 και στις 11-12-2002 προς το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (Τμήμα Νομού ...) την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από πραγματογνώμονες-πολιτικούς μηχανικούς που όρισε το ΤΕΕ. Από την διενεργηθείσα στις 2-2-2003 αυτοψία από τους ως άνω πραγματογνώμονες προέκυψε αφ' ενός μεν ότι οι παρατηρηθείσες ρηγματώσεις είναι ακίνδυνες και οι οικοδομές Β και Ζ δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο από την συνέχιση των εργασιών για την αποπεράτωση της οικοδομής Τ, αφ' ετέρου, όσον αφορά την νομιμότητα των οικοδομών Β και Ζ, διαπιστώθηκε ότι: α) στην μεν οικοδομή Β υπήρχαν διαφοροποιήσεις στις διαστάσεις σε σχέση με αυτές που αναγράφονταν στα εγκεκριμένα σχέδια καθώς και η ύπαρξη υπογείου το οποίο δεν αναφερόταν στην οικοδομική άδεια, όπως ήδη είχε διαπιστωθεί με την ... έκθεση αυτοψίας και β) στην δε οικοδομή Ζ η οποία έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο 210 τμ., το σύνολο των εμβαδών του ισογείου μετά τεσσάρων ορόφων ανέρχεται σε 499 τ.μ. και θα πρέπει να διεξαχθεί έλεγχος από την Υπηρεσία (εννοεί το Γραφείο Πολεοδομίας Μεσολογγίου), με εμβαδομέτρηση όλων των ορόφων ώστε να διαπιστωθεί αν το σύνολο της κατασκευής πληροί τους όρους δόμησης της περιοχής. Η παραπάνω διαπίστωση των πραγματογνωμόνων έγινε με βάση τα στοιχεία που τους παραδόθηκαν από τον Τ, δηλαδή φωτοαντίγραφα των περιγραφών ακινήτου ανά όροφο από το κτηματολόγιο και την ... άδεια νέας διώροφης οικοδομής μετά δώματος που είχε υποστεί δύο αναθεωρήσεις τα έτη 1994 και 1999 εκ των οποίων η πρώτη (1994) αναφερόταν σε αύξηση όγκου, διότι οι ίδιοι δεν μπόρεσαν να επισκεφθούν την οικοδομή στο σύνολό της παρά μόνο τον 2° και 3° όροφο αυτής. Η έκθεση αυτή πραγματογνωμοσύνης που συντάχθηκε τον Ιούλιο 2003 κατατέθηκε από τον σύζυγο της εγκαλούσας Τ στην Πολεοδομία Μεσολογγίου. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι ο συντελεστής δόμησης για την εν λόγω περιοχή ήταν 2, και το εμβαδόν του οικοπέδου ήταν 210 τμ., η καλυπτόμενη επιφάνεια δεν μπορούσε να υπερβαίνει τα 420 τμ., όμως σύμφωνα με την δήλωση της ιδιοκτήτριας στο κτηματολόγιο, η εν λόγω οικοδομή είχε 5 ορόφους και η καλυφθείσα επιφάνεια ανερχόταν σε 499 τ.μ., δηλαδή 79 τμ. περισσότερη από την επιτρεπόμενη με τον συντελεστή δόμησης, παρεκτός του ότι η υπέρβαση της άδειας ήταν οφθαλμοφανής από απλή θεώρηση της οικοδομής και ανάγνωση της οικοδομικής άδειας αφού σύμφωνα με την άδεια που αφορούσε διώροφη οικοδομή μετά δώματος, είχαν καλυφθεί συνολικά από το ισόγειο κατάστημα και έναν όροφο 288,98 τμ. και απέμεναν 132,02 τμ. για επιτρεπόμενη κάλυψη και αντί της διώροφης οικοδομής είχε ανεγερθεί πενταόροφη. Και ναι μεν είχε αναθεωρηθεί η άδεια το 1994 ως προς την αύξηση όγκου αυτής, ωστόσο η Ζ είχε καλύψει ανεπιτρέπτως επιφάνεια μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη από τον συντελεστή δόμησης, ανεγείροντας 2 εισέτι ορόφους, έχοντας μεν λάβει άδεια ως προς τον όγκο κάλυψης υπερβάλλοντας όμως την επιτρεπόμενη κάλυψη κατά 79 τμ., σύμφωνα με την δήλωση της ίδιας στο κτηματολόγιο. Όμως παρά τις διαπιστώσεις αυτές από τους διορισθέντες από το ΤΕΕ πραγματογνώμονες και τα επανειλημμένα αιτήματα της εγκαλούσας και του συζύγου της περί διενέργειας ελέγχου στην οικοδομή Ζ και σύνταξης έκθεσης αυτοψίας αυθαιρέτου και επιβολής προστίμου σε βάρος της τελευταίας, οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι ουδέποτε έδωσαν εντολή υπό την προαναφερθείσα υπαλληλική ιδιότητά τους στους υφισταμ-ένους τους για να διενεργήσουν έλεγχο. Αντιθέτως, έχοντας ως δικαιολογία την απώλεια του φακέλου της άδειας της οικοδομής της Ζ, χωρίς μάλιστα να ασχοληθούν επιμελώς και επιμόνως με την ανασύσταση του φακέλου αυτού με πρόσκληση της ιδιοκτήτριας για να προσκομίσει τα στοιχεία που είχε στην κατοχή της και απαιτούνταν για να ολοκληρωθεί ο φάκελος της οικοδομής της και εν τέλει να αναζητήσουν και ευθύνες στην υπηρεσία τους για την κατά περίεργο τρόπο απώλειά του, αρκούμενοι μόνο σε μία πρόσκληση της Ζ για ανασύσταση του φακέλου στις 16-12-2002 με το 3947 έγγραφο τους και μια εκ νέου υπενθύμιση αυτής μετά την πάροδο σχεδόν δύο ετών με το ... έγγραφό τους, παρέλειπαν δολίως, κατά το χρονικό διάστημα που αναφέρθηκε και υπό την προεκτεθείσα ιδιότητά τους, το καθήκον που είχαν από την υπηρεσία τους να εκδώσουν σχετική εντολή προς τους υφισταμένους τους για να διενεργήσουν έλεγχο στην εν λόγω οικοδομή και να συντάξουν έκθεση αυτοψίας αυθαιρέτου και επιβολής προστίμου, με μοναδικό σκοπό να προσπορίσουν παράνομοι όφελος στην Ζ, πρώην συνάδελφό τους και συνδεόμενη με στενό φιλικό δεσμό με τον δεύτερο κατηγορούμενο, ο οποίος μάλιστα είχε ασχοληθεί προσωπικά και λάβει μέρος και σε οικοδομικές εργασίες που διενεργούνταν στην στέγη αυτής. Το παράνομο όφελος που προσπόριζαν στην Ζ συνίστατο στην αποφυγή επιβολής προστίμου σε βάρος της ή άλλων νομίμων μέτρων προς κατεδάφιση των 2 αυθαιρέτων ορόφων της οικοδομής. Από τα παραπάνω στοιχεία που αποδείχθηκαν δεν προέκυψε καθ' οιονδήποτε τρόπο άμεση ζημία της εγκαλούσας που να δικαιολογεί την παράστασή της στην παρούσα υπόθεση ως πολιτικώς ενάγουσας προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην νομική σκέψη της αποφάσεως και γι' αυτό πρέπει να διαταχθεί η αποβολή της, περαιτέρω δε, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι (Χ1 και Χ2) για την παραπάνω πράξη τους της παράβασης καθήκοντος...".
Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε αμφοτέρους τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους για το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος και επέβαλε σε καθένα αναιρεσείοντα ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία (3) χρόνια.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 259 και 263 α ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων) από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης. Ειδικότερα οι αιτιάσεις αμφοτέρων των αναιρεσειόντων για τη μη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος που καταδικάσθηκαν, αφού η ιδιόκτητη οικοδομή της Ζ στο ..., όμορη της οικοδομής της μηνύτριας Μ, ενώ έγινε καθ' υπέρβαση της αρμόδιας οικοδομικής άδειας (...) και των δύο αναθεωρήσεων της κατά τα έτη 1994 και 1999, σε σχέση με το συντελεστή δόμησης, από το Γραφείο Πολεοδομίας Μεσολογγίου, όπου υπηρετούσαν οι αναιρεσείοντες και ενώ η ως άνω μηνύτρια ζητούσε τη διενέργεια ελέγχου προς διαπίστωση των παραβάσεων αυτών ενόψει του ότι και αυτής είχαν διακοπεί οι οικοδομικές εργασίες λόγω καταγγελιών προς την Πολεοδομία εκ μέρους της Β και της Ζ, ιδιοκτητριών ορόφων οικοδομών, με την επισήμανση ότι η δεύτερη καταγγέλουσα είναι πρώην συνάδελφος των αναιρεσειόντων και διατηρούσε στενή φιλική σχέση με το δεύτερο εξ αυτών (ΧΧ2), δεν ευσταθούν, καθόσον σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης οι αναιρεσεί-οντες με διάφορες αιτιολογίες εκάστοτε απέφευγαν τη διενέργεια του ελέγχου στην οικοδομή της Ζ, να συνάξουν έκθεση αυτοψίας αυθαίρετου (λόγω υπέρβασης της συνολικής επιφάνσεις που μπορούσε να καλύψει κτίζοντας στο οικόπεδό της κατά 79 τ.μ.) και επιβολής προστίμου, με μοναδικό σκοπό να προσπορίσουν παράνομο όφελος στην Ζ. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ μοναδικός λόγος αναίρεσης με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά το μέρος δε που με τον λόγο αυτόν πλήττεται η απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο που την εξέδωσε, είναι απαράδεκτος, καθόσον με τον τρόπο αυτό πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσία.
Μετά από όλα τα ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος παραδεκτός για αναίρεση, πρέπει να απορριφθούν αμφότερες οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 183 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 18 Φεβρουαρίου 2010 αιτήσεις: 1) Του Χ1 και 2) του Χ2, κατοίκων αμφοτέρων ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2035-2036/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών.
Απορρίπτει τις πιο πάνω αιτήσεις αναιρέσεως. Και
Καταδικάζει καθένα των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουλίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ