Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Νόμος επιεικέστερος, Συνέργεια, Εξακολουθούν έγκλημα.
Περίληψη:
Η διάταξη της § 3 του άρθρου 216 ΠΚ είναι επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, μετά από τροποποίησή της με το άρθρο 1 § 7 εδ. α΄ του Ν. 2408/1996 και συνεπώς εφαρμόζεται, κατ’ άρθρο 2 § 1 ΠΚ, και στις πράξεις που έχουν τελεσθεί πριν από την ισχύ του Ν. 2408/1996 (4.6.1996). Έννοια κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος. Η καθεμία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα διατηρεί την αυτοτέλεια της ως προς την παραγραφή και το χαρακτηρισμό της ως πλημμελήματος ή κακουργήματος. Για το χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση, η τελευταία μερικότερη πράξη η οποία τελέσθηκε πριν το Ν. 2721/1999, ως κακουργήματος ή πλημμελήματος λαμβάνεται υπόψη το όφελος που επιδιώχθηκε από καθεμία μερικότερη πράξη και όχι το άθροισμα του οφέλους ή της βλάβης που επιδιώχθηκε ή προκλήθηκε από το σύνολο των πράξεων. Αναιρείται καταδικαστική, για κακουργηματική κατ’ εξακολούθηση άμεση συνέργεια σε πλαστογραφία, απόφαση και παύει οριστικώς η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής διότι το επιδιωχθέν από κάθε μερικότερη πράξη όφελος, η τελευταία των οποίων φέρεται τελεσθείσα την 20.12.1991 δεν είναι μεγαλύτερο των 73.000 ευρώ. Αναιρεί και Π.Ο.Π.Δ.
Αριθμός 907/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σιδέρη, περί αναιρέσεως της 1451-1452/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παρέστη, και συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 333/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1, 2 και 3 του ΠΚ, όπως η παρ. 3 ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς της με τα άρθρα 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν. 2408/1996 και 14 παρ. 2 του Ν. 2721/1999, "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ.1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Για τον κακουργηματικό δηλαδή χαρακτήρα της πράξεως της πλαστογραφίας αρκούσε σκοπός οφέλους ή βλάβης εκ μέρους του υπαιτίου. Με το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν. 2408/1996 προστέθηκε, στο τέλος της παρ. 3 του ως άνω άρθρου, η φράση "εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσόν των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ)". Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, ως προδήλως επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, αφού εκτός από το σκοπό οφέλους ή βλάβης θεσπίζει και πρόσθετο στοιχείο του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξεως, και στις πράξεις που φέρονται ότι έχουν τελεσθεί προ της ισχύος του Ν. 2408/1996 (4.6.1996). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 98 ΠΚ, (όπως ίσχυε πριν την προσθήκη σ' αυτό δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999), "αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή, που έχει θεσπιστεί προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχειρίσεως του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή), όμως, το δικαστήριο μπορεί, αντί να καταγνώσει στον δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια της ποινής του οικείου εγκλήματος.
Συνεπώς, η καθεμία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα διατηρεί την αυτοτέλειά της ως προς την παραγραφή και το χαρακτηρισμό της ως πλημμελήματος ή κακουργήματος, αναλόγως του ποσού οφέλους ή βλάβης. Προκύπτει, επίσης, από την ίδια διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ, ότι στις περιπτώσεις που προσβάλλονται κατ' εξακολούθηση περιουσιακά έννομα αγαθά, κρίσιμο μέγεθος για τον προσδιορισμό της σχετικής αξίας (του οφέλους ή της ζημίας), ως ευτελούς ή ιδιαίτερα μεγάλης ή ανώτερης ορισμένου ποσού (75.000 ευρώ ή 15.000 ευρώ) κλπ είναι το αντικείμενο της καθεμιάς μερικότερης πράξεως και όχι το άθροισμα του αντικειμένου όλων των μερικότερων πράξεων. Τέλος, η προστεθείσα με την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 98 ΠΚ, καθώς και η γενομένη με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου τροποποίηση της παραγράφου 3 του άρθρου 216 ΠΚ, δεν μπορούν να εφαρμοσθούν και στα εγκλήματα της πλαστογραφίας της παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ που τελέστηκαν πριν από τις 3.6.1999, οπότε άρχισε να ισχύει ο Ν. 2721/1999, διότι είναι δυσμενέστερες για τον κατηγορούμενο από τις προηγούμενες (Ολ. ΑΠ 5/2002).
Εξάλλου, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι, όμως, πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β', 370 στοιχ. β' και 511 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003) του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής, και μετά την άσκηση της αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠοινΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος (Ολ. ΑΠ 7/2005). Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για άμεση συνέργεια κατ' εξακολούθηση σε πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, ποσού μεγαλυτέρου των 25.000.000 δρχ., πράξη που τέλεσε υπό τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α' και ε' ΠΚ, και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δύο ετών, ανασταλείσα. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών σκεπτικού και διατακτικού της ως άνω αποφάσεως, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για το ότι, στις 7.6.1989, 25.7.1989, 15.9.1989, 24.10.1989 (από παραδρομή μνημονευόμενη στο διατακτικό ως 24.12.1989), 16.2.1990 (από παραδρομή, ομοίως, μνημονευόμενη στο διατακτικό ως 16.2.1989), 28.6.1990 και 20.12.1991, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον Χ2 κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της κύριας πράξεως της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση με σκοπό τον πορισμό στον εαυτό του και σε άλλον παρανόμου περιουσιακού οφέλους άνω των 25.000.000 δρχ., δια βλάβης τρίτου. Συγκεκριμένα, με την ιδιότητα του Προϊσταμένου του τμήματος χορηγήσεων στο Υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης, η οποία του έδιδε το δικαίωμα να εκπροσωπεί την Τράπεζα στην κατάρτιση πιστωτικών συμβάσεων με πελάτες της, αφού συνήψε με την εδρεύουσα στη Θεσσαλονίκη εταιρεία "ΡΕΦΙΛΚΟΤΟΝ ΑΒΕΕ - ΕΤΟΙΜΑ ΕΝΔΥΜΑΤΑ", αντισυμβληθείσα με το νόμιμο εκπρόσωπό της Χ2, σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό ποσού 10.000.000 δρχ. στις 7.6.1989, καθώς και έξι συμβάσεις, κατά τους ως άνω από 25.7.1989 έως 21.12.1991 χρόνους, αυξητικές του ποσού της πιστώσεως σε 30.000.000, 35.000.000, 55.000.000, 61.000.000, 68.000.000 και 80.000.000 δρχ. αντιστοίχως, παρέδωσε συγχρόνως στον Χ2, ενόψει της καταρτίσεως εγγυητικών συμβάσεων, αντιστοίχων προς τις ως άνω συμβάσεις πιστώσεως (αρχική και αυξητικές), τα έντυπα των εγγυητικών αυτών συμβάσεων και του επέτρεψε να θέσει επ' αυτών, υπό την ένδειξη "ο δηλών εγγυητής", την υπογραφή της Ψ1, την οποία και έθεσε αυτός, με σκοπό να παραπλανήσει τους εκπροσώπους και υπαλλήλους της ανωτέρω Τράπεζας περί της ιδιότητας αυτής ως εγγυήτριας στις συμβάσεις αυτές αποδεχόμενος τις υπογραφές αυτές ως γνήσιες, μολονότι γνώριζε ότι ο Χ2 ενεργούσε χωρίς την εντολή ή συναίνεση της Ψ1 και εν αγνοία της και ότι ο αυτός (Χ2) προέβη στην πράξη του αυτή προκειμένου να προσπορίσει στην εταιρεία ΡΕΦΙΛΚΟΤΙΝ ΑΕΒΕ - ΕΤΟΙΜΑ ΕΝΔΥΜΑΤΑ παράνομο περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη ζημία της Ψ1, ίση προς το ποσόν κάθε συμβάσεως πιστώσεως, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό άμεση συνδρομή στον Χ2 κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της κύριας πράξεως της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση με σκοπό τον πορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους δια βλάβης της Ψ1.Δέχθηκε, ακόμη, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, απορρίπτοντας με παρεμπίπτουσα απόφασή του, η οποία συμπροσβάλλεται με την άιτηση αναιρέσεως, αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι η πράξη που φέρεται ότι τέλεσε έχει χαρακτήρα πλημμελήματος, το οποίο έχει παραγραφεί, ότι το ποσόν της ζημίας από την ανωτέρω πλαστογραφία είναι το άθροισμα της εκ της εγγυήσεως ευθύνης της Ψ1, δηλαδή το ποσόν των 80.000.000 δρχ.
Έτσι όμως, που έκρινε το Εφετείο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 216 ΠΚ, όπως ισχύει σήμερα, εφόσον το ποσόν του οφέλους που επιδιώχθηκε και αντιστοίχως της ζημίας τρίτου στη συγκεκριμένη κατ' εξακολούθηση πλαστογραφία, το οποίο και θα ληφθεί υπόψη για το χαρακτηρισμό του εν λόγω εγκλήματος ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν είναι αυτό του αθροίσματος των 80.000.000 δρχ., αλλ' είναι εκείνο της κάθε μερικότερης πράξεως πλαστογραφίας, το οποίο δεν είναι μεγαλύτερο των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ), καθόσον το ποσόν αυτό οφέλους και ζημίας της κάθε μερικότερης πράξεως είναι μόνον η διαφορά μεταξύ του ποσού της και του ποσού της αμέσως προηγούμενης μερικότερης πράξεως, κατά το οποίο προσαυξάνετο η εκ της κάθε μερικότερης πράξεως πλαστογραφίας ευθύνη της εγγυήτριας. Εφόσον δε, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, υπήρξε εγγύηση ισόποση προς το ποσόν κάθε μερικότερης συμβάσεως, άρα και εγγύηση για το ισόποσο της αρχικής συμβάσεως των 10.000.000 δρχ., το κατά τα ανωτέρω ποσόν οφέλους και ζημίας από την κάθε συγκεκριμένη μερικότερη πράξη πλαστογραφίας ανέρχεται, αντιστοίχως, σε 10.000.000, 20.000.000, 5.000.000, 20.000.000, 6.000.000, 7.000.000 και 12.000.000 δρχ., ήτοι είναι μικρότερο των 25.000.000 δραχμών. Ενόψει αυτών, όλες οι μερικότερες πράξεις της κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίας, για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, συνιστούν πλημμελήματα, το αξιόποινο των οποίων, εφόσον φέρονται τελεσθείσες στις 7.6.1989, 15.9.1989, 24.10.1989, 16.2.1990, 28.6.1990 και 20.12.1991, εξαλείφθηκε με παραγραφή, η οποία είχε συμπληρωθεί με την πάροδο οκταετίας έκτοτε, ήτοι πολύ πριν από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Όφειλε, επομένως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, ορθώς ερμηνεύοντας τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216, 111, 112 και 113 ΠΚ, να χαρακτηρίσει τις πράξεις αυτές ως πλημμελήματα και να παύσει οριστικώς την κατά του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη για όλες τις μερικότερες πράξεις. Είναι, επομένως, βάσιμος ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως της, νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσας, υπό κρίση αιτήσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για την ανωτέρω πλημμέλεια και πρέπει να γίνει δεκτός, συνακολούθως δε να γίνει δεκτή η εν λόγω αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τον αναιρεσείοντα και να παύσει οριστικά η κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1451-1452/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά το κεφάλαιό της που αφορά στον αναιρεσείοντα Χ1. Και
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος για άμεση συνέργεια κατ' εξακολούθηση σε πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση, που φέρεται τελεσθείσα με μερικότερες πράξεις στις 7.6.1989, 25.7.1989, 15.9.1989, 24.10.1989, 16.2.1990, 28.6.1990 και 20.12.1991, κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της αντίστοιχης κυρίας πράξεως, φερομένης ως τελεσθείσης από τον Χ2, σε βάρος της Ψ1. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ