Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα, Ακροάσεως έλλειψη, Πρόσθετοι λόγοι.
Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση. Δύο αυτοτελείς αιτήσεις αναιρέσεως και πρόσθετοι λόγοι. Δεν υπάρχει ακυρότητα από την παράλειψη στο ακροατήριο της απαγγελίας της κατηγορίας κατά την εκδίκαση της εφέσεως, διότι επί εφέσεως δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 343 ΚΠΔ. Δεν αποτελεί έλλειψη ακροάσεως η μη ανάγνωση εγγράφου που υπάρχει στη δικογραφία, αλλά δεν τηρήθηκε η ανάγνωση. Πλήρης και σαφής αιτιολογία τόσο ως προς την επί της κατηγορίας ενοχή όσο και ως προς την απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού για χορήγηση του ελαφρυντικού του πρότερου έντιμου βίου. Αβάσιμος επίσης και ο λόγος της αιτήσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει αναιρέσεις και πρόσθετους λόγους αίτηση.
Αριθμός 1486/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις
των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1)Χ1 και 2)Χ2, κατοίκων ..., που παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μελανίτη, για αναίρεση της 8606/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με συγκατηγορούμενη την Χ3 και
πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Κουκούτση. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 28 Ιανουαρίου 2010 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως και στους από 8 Απριλίου 2010 προσθέτους λόγους του Χ2, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 235/2010.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι από 28-1-2010, με ξεχωριστά δικόγραφα, που επιδόθηκαν στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (αριθμ.πρωτοκ.739 και 738/1-12-2010 αντίστοιχα), ασκηθείσες νομότυπα και εμπρόθεσμα, αιτήσεις αναιρέσεως των :1)Χ2 και 2)Χ1, καθώς και οι, από τον πρώτο αναιρεσείοντα, με το από 8-4-2010 δικόγραφο, που έχει κατατεθεί στις 9-4-2010 στο γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου πρόσθετοι λόγοι, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, τόσο οι αιτήσεις αναιρέσεως, όσο και οι πρόσθετοι λόγοι με την αίτηση του πρώτου αναιρεσείοντος. Από τη διάταξη του άρ. 229 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει όχι υπαίτιος της πράξης της ψευδούς καταμηνύσεως είναι εκείνος που εν γνώσει του καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του. Πα τη στοιχειοθέτηση της πράξης αυτής, απαιτείται η πράξη, που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να απέβλεπε με αυτήν στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της καταδικαστικής για ψευδή καταμήνυση απόφασης, πρέπει, εκτός άλλων, να εξειδικεύεται η καταμηνυθείσα πράξη, να αναφέρονται ο επιδιωκόμενος από το δράστη της ψευδούς καταμήνυσης σκοπός, και επί πλέον, δεδομένου ότι για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος απαιτείται ειδικός δόλος, δηλαδή γνώση του δράστη ότι η ανακοίνωση ή καταμήνυση είναι ψευδής, η απόφαση πρέπει να αιτιολογείται ειδικά με παράθεση των περιστατικών τα οποία δικαιολογούν τη γνώση αυτή αλλιώς είναι αναιρετέα με βάση τον προαναφερόμενο λόγο. Περαιτέρω από τη διάταξη του αρ.224 παρ.2 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) Ο μάρτυρας να εκθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής η οποία είναι αρμόδια για την ένορκη εξέταση του, β) τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του πιο πάνω εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα που κατέθεσε. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει, ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως προϋποθέτει είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ,' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, κατά τα ανωτέρω, επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Εξάλλου, για την ύπαρξη της άνω αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδήλωνε! ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 8606/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι, ο μεν πρώτος ψευδούς καταμηνύσεως, η δε δεύτερη: α)ψευδορκίας μάρτυρα και β)συκοφαντικής δυσφημήσεως και τους επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών στον πρώτο και συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών στη δεύτερη, η εκτέλεση των οποίων ανεστάλη για τρία (3) χρόνια. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2 και η σύζυγος του δεύτερη κατηγορουμένη, Χ1, κατοικούν στο ... στη οδό ..., ενώ στη διπλανή οικοδομή επί της οδού ..., διαμένουν στον ενιαίο 3° και 4° όροφο ο ιδιοκτήτης Ψ, και στον 2° όροφο ως μισθωτής ο μάρτυρας Ρ. Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2 στις 12.04.2002 υπέβαλε κατά του Ρ, την από 12.04.2002 μήνυση του, με την οποίαν τον κατηγορούσε ότι δηλητηρίασε ένα από τα σκυλιά του με φόλα που έβαλε σε μπιφτέκι και εν συνεχεία το έριξε στον κήπο του. Ο Ρ αθωώθηκε με την 106089/27.07.2002 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Στη δίκη αυτή κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης του ο Ψ. Με αφετηρία το ως άνω γεγονός, ο Χ2 έχει υποβάλει τόσο κατά του Ρ, όσον και κατά του νυν εγκαλούντα Ψ, σωρεία μηνύσεων για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση κλπ. Μεταξύ αυτών και την από 16.09.2002 μήνυση του για συκοφαντική δυσφήμηση, μετά μάλιστα από αναφορά παραπόνων στο Α.Τ. ... στις 4.9.2002. Με τη μήνυση του αυτή (16.09.2002) ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι ο νυν εγκαλών Ψ τέλεσε σε βάρος του την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης και συγεκριμένα ότι "έτσι, στις 03.09.2002, ημέρα Τρίτη, περί ώρα περίπου 19.00, ενώ ποτίζαμε τα φυτά μας, στον κήπο μας, δηλαδή είμεθα παρόντες εγώ, η μητέρα μου και η σύζυγος μου, ακούσαμε μια ανδρική φωνή, να έρχεται από την ταράτσα της οικίας του κ.Ψ, και η φωνή έλεγε επί λέξει "ρίξτε και από δω τίποτα". Σηκώσαμε τα κεφάλια μας, προς τα άνω, και είδαμε τον κ.Ψ γυμνό, να σκύβει προς εμάς, στο πεζούλι της ταράτσας της οικίας του, και να μας ομιλεί. Κατόπιν τούτου, τον ρώτησα -"τι εννοείτε κύριε"- και τότε ο κύριος Ψ μου είπε επί λέξει: "Να ρίξεις και στο ... (όνομα του σκύλου του κ.Ψ) καμία φόλα γιατί ζηλεύει". Ο κ. Ψ δηλαδή ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων, δηλαδή των προσώπων της οικογένειας του που άκουγαν, συκοφαντικό γεγονός, δηλαδή ότι "δήθεν με φόλα στο παρελθόν εγώ τελικά σκότωσα το σκυλί μου" και σκωπτικώς με προέτρεπε δια να δώσω και στο σκυλί του φόλα, διότι τάχα ζήλευε". Όπως προέκυψε από την κατάθεση του εγκαλούντος αλλά και του Ρ, ο οποίος ως προελέχθη, διαμένει στον 2° όροφο της οικοδομής ..., στις 3.9.2002 δεν εγένετο καυγάς και δεν ελέχθησαν οι ανωτέρω φράσεις στον πρώτο κατηγορούμενο. Εν τούτοις ο κατηγορούμενος, καίτοι γνώριζε ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη, καθώς και ότι την ημερομηνία αυτή δεν παρευρίσκετο και η μητέρα του στη οικία του στο ..., περιέλαβε τα αναφερόμενα ανωτέρω ψευδή γεγονότα στη μήνυση του και πέτυχε, πράγμα το οποίο και αποσκοπούσε, και εναντίον του νυν μηνυτού ασκήθηκε δίωξη για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Επί της μηνύσεως όμως του πρώτου κατηγορουμένου σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος έχει εκδοθεί η με αριθμό 3702/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών που αθώωσε αμετακλήτως τον πολιτικώς ενάγοντα για την εν λόγω πράξη. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η αναλήθεια αυτών που περιέλαβε ο κατηγορούμενος στην παραπάνω από 16.09.2002 μήνυση του είναι αποδεδειγμένη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 2 του Π.Κ., όλα δε τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον κατηγορούμενο είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθεια αυτών που κατήγγειλε και εν γνώσει του καταμήνυσε τον πολιτικώς ενάγοντα αναφέροντας γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, με σκοπό να προκαλέσει την ποινική καταδίωξη του γι' αυτή, και την καταδίκη του, ανεξαρτήτως αν το πέτυχε τελικά, καθόσον, ως προαναφέρθηκε, ο νυν μηνυτής για την εν λόγω πράξη αθωώθηκε. Από όλα αυτά που αποδείχθηκαν προκύπτει ότι η παραπάνω συμπεριφορά του πρώτον κατηγορουμένου πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, η οποία του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής, κατά το διατακτικό.
Περαιτέρω, από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι η δεύτερη κατηγορουμένη, Χ1, στις 19.01.2007 εξεταζόμενη ενόρκως από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, κατέθεσε εν γνώσει της ψευδώς ότι η τρίτη κατηγορουμένη (πεθερά της) στις 03.09.2002, ήταν παρούσα στο περιστατικό που ανέφερε ο πρώτος κατηγορούμενος στην ψευδή μήνυση του σε βάρος του νυν εγκαλούντος, ενώ το αληθές ήταν ότι η τρίτη κατηγορουμένη νοσηλευόταν από 28.08.2002 έως 04.09.2002 στο νοσοκομείο ..., διότι είχε υποβληθεί σε λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή. Το τελευταίο αυτό γεγονός προκύπτει από τις υπ' αριθ. 4810/13.7.2005 και 8112 ιατρικές βεβαιώσεις του ανωτέρω νοσοκομείου, οι οποίες αναγνώσθηκαν, απορριπτόμενου του αιτήματος του πρώτου και της τρίτης των κατηγορουμένων να μην αναγνωσθεί η υπ' αριθ. 4810/2005 ιατρική βεβαίωση του ... Νοσοκομείου, διότι δεν βρέθηκε τελικώς η Εισαγγελική Παραγγελία, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε η ανωτέρω βεβαίωση, καθόσον δεν ανευρέθη μεν στο αρχείο του ανωτέρω νοσοκομείου η Εισαγγελική Παραγγελία, πλην όμως από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι εδόθη Εισαγγελική Παραγγελία και συγκεκριμένα στο ίδιο το έγγραφο της ιατρικής βεβαιώσεως αναφέρεται ο αριθμός της εισαγγελικής παραγγελίας πρωτ. 32410/06.7.2005. Επίσης και ο μάρτυρας Ρ καταθέτει ότι τέσσερα χρόνια που διαμένει στην ως άνω οικοδομή δίπλα στην οικοδομή του κατηγορουμένου δεν έχει δει ποτέ την μητέρα του κατηγορουμένου (τρίτη κατηγορουμένη) και φυσικά ούτε κατά τον επίδικο χρόνο 03.09.2002, αφού ως προελέχθη αυτή νοσηλευόταν.
Επίσης, η δεύτερη κατηγορουμένη, κατά τον ανωτέρω αναφερόμενο χρόνο (19 01.2007; και τόπο (κατά τη συνεδρίαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών) ισχυρίσθηκε εν γνώσει της ψευδώς ότι ο εγκαλών πλαστογράφησε έγγραφο που αποδείκνυε ότι η πεθερά της νοσηλευόταν στις 03.09.2002 στο ... Νοσοκομείο και τον αποκάλεσε "αλβανό" και "μαφιόζο", τα ανωτέρω δε γεγονότα και φράσεις μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος και κατά την κοινή αντίληψη ενέχουν διαμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του εγκαλούντος, αλλά και καταφρόνηση γι' αυτόν, εν γνώσει της ότι δι' αυτών προσβάλλεται η τιμή και η υπόληψη του εγκαλούντος. Συγκεκριμένα διαρκούσης της διαδικασίας και πριν εκδοθούν οι αθωωτικές αποφάσεις 3700/19.01.2007 και 3702/19.01.2007, όταν ο δικηγόρος του νυν εγκαλούντος τότε κατηγορουμένου προσκόμισε το έγγραφο για την μητέρα του (πρώτου κατηγορουμένου) ότι νοσηλευόταν, η νυν δεύτερη κατηγορουμένη, που καθόταν στο ακροατήριο, άρχισε να φωνάζει ότι είναι πλαστό το έγγραφο και το πλαστογράφησε ο Ψ που είναι Αλβανός και μαφιόζος. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνει ο ίδιος ο εγκαλών, αλλά και ο μάρτυρας Ρ του οποίου η παρουσία στο Δικαστήριο, κατά την εκφορά των παραπάνω φράσεων στο χώρο της αίθουσας του Δικαστηρίου από μέρους της δεύτερης κατηγορουμένης, δεν αμφισβητείται, αφού ήταν και αυτός κατηγορούμενος για δύο μηνύσεις. Ο τελευταίος ρητά καταθέτει ότι "...την ημέρα του δικαστηρίου προσκόμισε ο δικηγόρος το έγγραφο για την μητέρα του (πρώτου κατηγορουμένου) ότι νοσηλευόταν και τότε η σύζυγος του κ. Χ2, άρχισε να φωνάζει ότι είναι πλαστό το έγγραφο και το πλαστογράφησε ο Ψ που είναι Αλβανός και μαφιόζος. Καθόταν στο ακροατήριο. "Αλβανός μαφιόζος" αποκτά άλλη διάσταση. Ήθελε να τον μειώσει. Τον κ. Ψ (άλλωστε και ο σύζυγος της) τον αναγράφει απαξιωτικά, "Ψ". Εξηγεί δε ο ίδιος ως άνω μάρτυρας γιατί δεν αναγράφεται το περιστατικό στα πρακτικά εκείνης της δίκης, λέγοντας ότι "...Η απόφαση η αθωωτική δεν είχε εκδοθεί ακόμα, όταν φώναξε η κα Χ1 της διαδικασίας το είπε αυτό η Κα Χ1. Δεν ζητήθηκε από κανέναν παράγοντα της δίκης να καταγραφεί στα πρακτικά της δίκης...", καθότι προφανώς ειπώθηκε στο ακροατήριο και όχι καθόν χρόνο εξεταζόταν η νυν κατήγορουμένη ως μάρτυρας. Αντιθέτως, η κατάθεση του μάρτυρα Μ1 περιέχει αντιφάσεις και ανακρίβειες του τύπου "... Εγώ ήμουν στο δικαστήριο ... Πιθανόν να είχα βγεί έξω από το δικαστήριο... την ώρα που ήμουν μέσα δεν άκουσα..." ή "...Τελικά δεν δόθηκε αναβολή... (και παρακάτω) ...Δεν ξέρω αν τελικά πήρε αναβολή... " ή "...η κ. Χ1 (κατηγορουμένη ήταν συμμαθήτρια με τη γυναίκα μου...Η γυναίκα μου γεννήθηκε το 1944..." (ας σημειωθεί ότι η δεύτερη κατηγορουμένη γεννήθηκε το 1948) και ως εκ τούτου δεν πείθει περί του αντιθέτου, καθότι πέραν του ότι αμφισβητείται και η παρουσία του ακόμη στο δικαστήριο στις 19.1.2007. Από όλα αυτά που αποδείχθηκαν προκύπτει ότι η παραπάνω συμπεριφορά της κατηγορουμένης πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, οι οποίες της αποδίδονται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη αυτών, κατά το διατακτικό. Περαιτέρω κατά την κρίση του δικαστηρίου 0α πρέπει να αναγνωρισθεί στις δεύτερη και τρίτη των κατηγορουμένων η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ, αφού προέκυψε ότι έζησαν έως το χρόνο που έλαβε χώρα το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή".
Στη συνέχεια, το άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχους τους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες, τον μεν πρώτο της πράξεως της ψευδούς καταμήνυσης, τη δε δεύτερη των πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης και ειδικότερα, του ότι: "Ο 1° κατηγορούμενος, στην Αθήνα, στις 16-9-2002, εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν. Ειδικότερα, με την από 16-9-2002 μήνυσή του ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, καταμήνυσε ψευδώς τον εγκαλούντα Ψ ότι, τέλεσε την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ειδικότερα, εξέθετε ότι: "Έτσι, στις 3-9-2002, ημέρα Τρίτη, περί ώρα 19:00, ενώ ποτίζαμε τα φυτά .μας, στον κήπο μας, δηλαδή είμεθα παρόντες εγώ, η μητέρα μου και η σύζυγος μου, ακούσαμε μια ανδρική φωνή, να έρχεται από την ταράτσα της οικίας του κ. Ψ, και η φωνή έλεγε επί λέξη "ρίξτε και από δω τίποτε!". Σηκώσαμε τα κεφάλια μας, προς τα άνω, και είδαμε τον κ. Ψ γυμνό, να σκύβει ·προς εμάς, στο πεζούλι της ταράτσας της οικίας του, και να μας ομιλεί. Κατόπιν τούτου, τον ρώτησα -"τι εννοείτε κύριε"- και τότε ο κύριος Ψ μου είπε επί λέξη: "Να ρίξεις και στο ... (το όνομα του σκύλου του κ. Ψ) καμιά φόλα γιατί ζηλεύει". Ο κύριος Ψ δηλαδή ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων, δηλαδή των προσώπων της οικογένειας του που άκουγαν, συκοφαντικό γεγονός, δηλαδή ότι "δήθεν με φόλα στο παρελθόν εγώ τελικά σκότωσα το σκυλί μου" και "σκωπτικώς με προέτρεπεν δια να δώσω και στο σκυλί του φόλα, διότι, τάχα, ζήλευε!". Η 2η των κατηγορουμένων, στην Αθήνα στις 19-1-2007, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα. Ειδικότερα: 1) Ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μαρτυράς ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα, ειδικότερα δε εξεταζόμενη ενόρκως ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, στις 19-1-2007, κατά την οποία ο μηνυτής Ψ ήταν κατηγορούμενος, κατέθεσε εν γνώσει της ψευδώς ότι: "Η μητέρα του (η συγκατηγορουμένη της Χ3) ήταν εκεί και απλώς καθότανε", ενώ το αληθές ήταν ότι η ανωτέρω δεν ήταν παρούσα στο συμβάν, διότι εκείνη την ημέρα νοσηλευόταν στο ... Γενικό Νοσοκομείο". Ήθελε δε και επεδίωκε να τελέσει την ανωτέρω πράξη. 2)Ενώπιον τρίτων ισχυρίσθηκε για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την υπόληψή του, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι ψευδές. Ειδικότερα, και ενώ ο εγκαλών μέσω του συνηγόρου του ενεχείρασε προς το δικαστήριο έγγραφο το οποίο αποδείκνυε ότι την ημερομηνία που φερόταν ως χρόνος τελέσεως της αξιοποίνου πράξεως η τρίτη κατηγορουμένη νοσηλευόταν, ισχυρίσθηκε ενώπιον των παρευρισκομένων στο ακροατήριο του ανωτέρω δικαστηρίου ότι ο εγκαλών πλαστογράφησε το έγγραφο, ότι είναι αλβανός και μαφιόζος, δηλαδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν στο μέγιστο βαθμό την υπόληψη του εγκαλούντος, γνωρίζοντας ότι αυτά είναι ψευδή. ".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε κάθε αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 224 παρ.2-1, 229 παρ.1 και 363-362 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 8606/2009 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας: 1)Ρ, 2)Μ1, 3)Μ3 και 4)Μ4, καθώς και την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, Ψ. Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση κάθε εγκλήματος για τα οποίοα αυτοί καταδικάστηκαν, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις κάθε αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα και των δύο αναιρεσειόντων, ότι: α)"στην αρχή της διαδικασίας, ο εισαγγελέας του Δικαστηρίου, λαμβάνοντας τον λόγο από τον πρόεδρο, παρέλειψε να απαγγείλει την κατηγορία και αρκέστηκε στην ανάπτυξη των εκθέσεων εφέσεων. Η παράλειψη αυτή του εισαγγελέα στοιχειοθετεί αναμφίβολα απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά την έννοια του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. β* ΚΠΔ, αλλά, σημειωτέον, απόλυτη ακυρότητα και κατά την έννοια του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠΔ, αφού λόγω της παραπάνω παράλειψης επλήγη καίρια υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου και συγκεκριμένα αυτό που προβλέπεται από το άρθρο 343 εδ. β' ΚΠΔ (παροχή από τον κατηγορούμενο γενικών πληροφοριών για την πράξη για την οποία κατηγορείται), καθόσον παρότι ζητήθηκαν εν προκειμένω από τους κατηγορουμένους οι γενικές αυτές πληροφορίες, δεν ήταν εφικτό να παρασχεθούν αφού. κατά παράβαση του νόμου, δεν είχε προαναγγελθεί η εναντίον τους κατηγορία". Όμως, η διάταξη της ΚΠΔ 343 εδ.α', σύμφωνα με την οποία "Μόλις (αρχίσει η διαδικασία).....ο εισαγγελέας απαγγέλει με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία", κατά την ΚΠΔ 502 παρ.1 εδ.δ', δεν περιλαμβάνεται στα άρθρα που εφαρμόζονται στην έφεση. και β)επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας διότι τόσον ο κατηγορούμενος, Χ2, κατέθεσε γραπτές ενστάσεις για το κύρος της υπ' αριθ. 4810/13-7-05 βεβαίωσης του ... που ελήφθη χωρίς απόφαση Δικαστηρίου ή Αρχής, δηλ. μέσω παραβίασης του ν. 2472/97, όσο και η συγκατηγορούμενη του, Χ3 κατέθεσε γραπτές ενστάσεις κατά του κύρους της υπ' αριθ. 4810/13-7-05 βεβαίωσης του ... επειδή η έκδοση της βεβαίωσης αντίκειται στο άρθρο 11 περ.3 του νόμου 2472/10-4-97 υπό τις περιστάσεις και του άρθρου 12 περ. 1, 2 και 5 του νομού αυτού, καθιστώντας παράνομη την χρήση αυτού. Αβάσιμα όμως και εδώ, διότι έλλειψη ακροάσεως αποτελεί η μη ανάγνωση εγγράφου που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο και ζητήθηκε η ανάγνωσή του και όχι η μη ανάγνωση εγγράφου, που υπάρχει στη δικογραφία και του οποίου δεν ζητήθηκε η ανάγνωση. Η αιτίαση του πρώτου αναιρεσείοντος ότι κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο συνέβη σχετική ακυρότητα, που δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ.1 εδ.Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι κατά το χρόνο της αιτιολογίας του, ζήτησε να αναγνωσθεί το βούλευμα 851/07 του Συμβουλίου Πλημ/κων Αθηνών, γιατί ήταν συναφές με την 3700/07 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που είχε ήδη αναγνωστεί και δεν το δέχθηκε το Δικαστήριο, στηρίζεται επί αναληθούς προϋποθέσεως, διότι όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο αυτό, τέτοιο αίτημα. Επίσης, η αιτίασή του για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι το Δελτίο Ποινικού του Μητρώου αναγνώστηκε πριν την απολογία του και την κήρυξη της ενοχής του, είναι αβάσιμη, διότι το Ποινικό Μητρώο, όπως προκύπτει από τα άνω πρακτικά, δεν έχει ληφθεί υπόψη προς κατάγνωση της ποινής, αλλά μόνο για την παροχή ελαφρυντικού, χωρίς η άνω ανάγνωση να παράγει οποιαδήποτε ακυρότητα. Τέλος, ο αυτός αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το άνω Δικαστήριο στην προσβαλλόμενη απόφασή του δεν διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την απόρριψη του ελαφρυντικού του άρθρου 84 ε.2α ΠΚ, που ζήτησε, διότι δεν εκθέτει αρνητικά περιστατικά, που να δικαιολογούν στο πρόσωπό του τη μη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου. Από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το δικάσαν Δικαστήριο, για την απορριπτική κρίση του, περιέλαβε την εξής κατά λέξη αιτιολογία: "ο ισχυρισμός περί συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως του πρότερου έντιμου βίου στο πρόσωπο του 1ου κατηγορουμένου, παραδεκτώς υποβλήθηκε, όμως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν αποδεικνύονται θετικά στοιχεία ικανά να χαρακτηρίσουν έντιμη την ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή του έως το χρόνο που έγινε η πράξη, έτσι ώστε η τέλεση της από αυτόν να εμφανίζεται ως περιστατικό μη αναμενόμενο, δεν αρκεί δε προς τούτο η αποφοίτηση του από την Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με "άριστα", ούτε το ότι έχει σύζυγο με εξαίρετο ήθος και θυγατέρα αριστούχο της Νομικής, αλλά και ούτε το ότι στο γάμο του, τελεσθέντα στην πόλη του .., είχε παρανύμφους άτομα επιφανή (καθηγητές πανεπιστημίου κλπ), ούτε επίσης το ότι έχει εκλεγεί μέλος διαφόρων επιτροπών, καθώς και του Πειθαρχικού Συμβουλίου του οδοντιατρικού Συλλόγου, λαμβανομένης υπόψη της αποδειχθείσας συμπεριφοράς του απέναντι στους γειτόνους του, με αποτέλεσμα μάλιστα ο μάρτυρας Ρ να αναγκαστεί να φύγει από τη μισθωμένη οικία, όπου διέμενε δίπλα στον κατηγορούμενο, λόγω των 25 μηνύσεων τις οποίες είχε υποβάλει εναντίον του κατηγορούμενος και για τις οποίες, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, "φυσικά αθωώθηκε". Επομένως, υπάρχει πλήρης και σαφής αιτιολογία του απορριπτικού του άνω ελαφρυντικού, ισχυρισμού του. Τέλος, ως αυτοτελής ισχυρισμός εμφανιζόμενος από τη δεύτερη αναιρεσείουσα στο δικόγραφο της αιτήσεώς της, ότι το Δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να αποφανθεί επι του βάσιμου και αληθούς ισχυρισμού της περί αοριστίας του κατηγορητηρίου σχετικά με την αποδιδόμενη σε αυτή κατηγορία της ψευδορκίας, αποτελεί άρνηση της κατηγορίας και δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει ειδικά σε αυτόν το Δικαστήριο.
Επομένως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως των κρινόμενων αιτήσεων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, καθώς και οι προβαλλόμενοι από τους αναιρεσείοντες από το αυτό άρθρο και παράγραφο, περ.Α' και Β' της απόλυτης και της σχετικής ακυρότητας της διαδικασίας, λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις στο σύνολο τους, καθώς και οι από τον πρώτο αναιρεσείοντα ασκηθέντες πρόσθετοι λόγοι και να καταδικαστεί κάθε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ583 παρ.1). Επίσης, πρέπει να καταδικαστούν αυτοί στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 28 Ιανουαρίου 2010 (υπ'αριθμ.πρωτ.739 και 738/1-2-2010) ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αιτήσεις, αντίστοιχα, των :1)Χ2 και 2)Χ1, αιτήσεις, καθώς και τους από 8-4-2010 με ξεχωριστό δικόγραφο από τον πρώτο (αναιρεσείοντα) ασκηθέντες, πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της με αριθμό 8606/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλ/των) Αθηνών. Και
Καταδικάζει κάθε αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαΐου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Σεπτεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ