Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1221 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Απάτη επί δικαστηρίου. Συκοφαντική δυσφήμηση. Λόγοι. Άτακτη τήρηση πρακτικών. Έλλειψη επιβαλλόμενης αιτιολογίας. Παράβαση άρθρου 20 του Συντάγματος περί ακροάσεων του κατηγορουμένου. Απορρίπτει αναίρεση.





Αριθμός 1221/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Παϊπέτη, περί αναιρέσεως της 4734/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Σταματάκη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18.7.2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1482/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Επειδή, όπως προκύπτει από το άρθρο 510 του ΚΠΔ, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως όταν τα πρακτικά της δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας έχουν ουσιώδεις παραλείψεις, ώστε να αλλοιώνεται η εικόνα των λεχθέντων στην ακροαματική διαδικασία.
Συνεπώς, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της ένδικης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλεται η αιτίαση, ότι δεν καταγράφηκε στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης σημαντικό τμήμα της κατάθεσης του μάρτυρα υπεράσπισης Γ1, με συνέπεια να επέλθει απόλυτη ακρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και να παραβιασθούν οι διατάξεις που αναφέρονται στη δημοσιότητα και προφορικότητα ως διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν.

ΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν περιέχονται σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της απόφασης με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός του είδους των, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά, ενώ η μη ορθή εκτίμησή τους δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης, εφόσον περί αυτών κρίνει κυριαρχικώς το Δικαστήριο της ουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 4734/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος μνημονεύονται, η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και τεσσάρων (4) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική, προς 4,40 ευρώ ημερησίως, για τις πράξεις της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας επί Δικαστηρίου και της συκοφαντικής δυσφήμισης, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Από όσα ανέφεραν εξεταζόμενοι στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (όπως προκύπτει από τα αναγνωσθέντα πρακτικά της εκκαλουμένης αποφάσεως αποφάσεως), ο πολιτικός ενάγων Ψ1 και ο μάρτυρας ......, η κατηγορουμένη αντιμετώπιζε, μαζί με το σύζυγό της......., οικονομικό πρόβλημα από χρήματα που όφειλαν από δάνειο σε τρίτο (......), που επέσπευδε αναγκαστική εκτέλεση, με βάση την 18185/1998 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε ακίνητο της κατηγορουμένης, ήτοι σε διαμέρισμα πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, επιφανείας 95 τ.μ. σε πολυκατοικία στη ...., επί των οδών .... και ........ Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του άνω ακινήτου έγινε στις 4.4.1999, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αναστασίας Λεονταρίδου, στη ...... και κατακυρώθηκε το διαμέρισμα στον πολιτικώς ενάγοντα Ψ1, υπερθεματιστή, που προσέφερε το μεγαλύτερο ποσό 66.110.000 δρχ., όπως προκύπτει από την ...... έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου της ως άνω συμβολαιογράφου. Ο εγκαλών - πολιτικώς ενάγων είχε λάβει μέρος στον πλειστηριασμό, μετά από συνεννόηση με την κατηγορουμένη, να επιτύχει αυτός να κατακυρωθεί το ακίνητο που εκπλειστηριάζονταν στο όνομά του και να καταβάλει το τίμημα και τα έξοδα πλειστηριασμού και μεταγραφής της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης και στη συνέχεια να αναμεταβίβαζε αυτός το διαμέρισμα στην κατηγορουμένη, όταν αυτή θα του πλήρωνε όσα αυτός θα είχε καταβάλει για να αποκτήσει κατά τον πλειστηριασμό το άνω ακίνητο. Μέχρι να καταβάλει η κατηγορουμένη στον εγκαλούντα - πολιτικώς ενάγοντα το απαιτούμενο ποσό, ο τελευταίος, που ήταν επιχειρηματίας, κάτοικος εξωτερικού, επέτρεπε στην κατηγορουμένη και το σύζυγό της να διαμένουν, χωρίς αντάλλαγμα, στο ως άνω διαμέρισμα, ενόψει του ότι είχε δοθεί ποσό 20.000.000 δρχ. εντός του έτους 1999 από την κατηγορουμένη στον εγκαλούντα, έναντι του ποσού ανταλλάγματος για την αναμεταβίβαση του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου από τον εγκαλούντα σ' αυτήν και του ότι είχε δεχθεί ο εγκαλών και είχε παραταθεί η εκ μέρους του παραχώρηση της χρήσεως του διαμερίσματος αυτού στην κατηγορουμένη μέχρι και τον Δεκέμβριο του έτους 2000. Κατά του εγκαλούντος, που υπολόγιζε ότι το οφειλόμενο σ' αυτόν από την κατηγορουμένη ποσό για την αναμεταβίβαση σ' εκείνην του άνω διαμερίσματος είχε ανέλθει, μαζί με τους τόκους σε 90.000.000 δρχ., η τελευταία, με αίτησή της από 22.12.2000, η οποία κατατέθηκε, στις 27.12.2000 στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησε, ως ασφαλιστικό μέτρο, να της επιτραπεί η συντηρητική κατάσχεση του ως άνω διαμερίσματος και κάθε άλλης κινητής ή ακίνητης περιουσίας του εγκαλούντος, μέχρι του ποσού των 300.000.000 δρχ., λόγω επικαλουμένης οφειλής του τελευταίου προς εκείνη, ποσού 74.200.000 δρχ., που ισχυρίσθηκε ότι του είχε καταβάλλει, για έξοδα του πλειστηριασμού, για πλειστηρίασμα, για συμβολαιογραφικά έξοδα και φόρο μεταβίβασης και για λοιπά έξοδα εκτέλεσης, καθώς και ποσού 78.750.000 δρχ., που ισχυρίσθηκε ότι σταδιακά του είχε δανείσει, εντός του διαστήματος από 20.10.98 έως 18.2.99, για να αγοράσει ο εγκαλών αυτοκίνητα, εργοστασίου RORCHE και MERCEDES. Ακόμη ζήτησε η κατηγορουμένη να εκδοθεί προσωρινή διαταγή, για να απαγορευθεί στον καθού εγκαλούντα οποιαδήποτε μεταβολή της νομικής ή πραγματικής καταστάσεως του άνω διαμερίσματος στη ....., αναγράφοντας στο δικόγραφο της αίτησης, δίπλα από τα στοιχεία διεύθυνσης του εγκαλούντος, το τηλέφωνο ..., που ήταν εσφαλμένο. Ο αριθμός του σταθερού τηλεφώνου, που χρησιμοποιούσε τότε ο εγκαλών, ήταν ..... και απέκρυψε η κατηγορουμένη, παρ' ότι αυτή και ο σύζυγός της εγνώριζαν τον πραγματικό αριθμό της σταθερής τηλεφωνικής παροχής της οικίας διαμονής του, λόγω των σχέσεών τους από πριν, καθώς και τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου....., με αποτέλεσμα να μην απαντάει το τηλέφωνο που αναγραφόταν στο δικόγραφο της αίτησης και στο οποίο, από τη γραμματέα του τμήματος ασφαλιστικών μέτρων του Πρωτοδικείου Αθηνών, έγινε κλήση προς τον εγκαλούντα και να μην καταστεί δυνατή η ειδοποίησή του, για να φροντίσει να παραστεί και να εκθέσει τις απόψεις του και να εκδοθεί προσωρινή διαταγή από το δικαστή υπηρεσίας, που απαγόρευε την μεταβολή της νομικής και πραγματικής κατάστασης της περιουσίας του εγκαλούντος μέχρι τη συζήτηση της ως άνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Ήταν ανακριβές το περιεχόμενο της άνω αιτήσεως, διότι δεν είχαν δυνατότητα να δανείσουν, η κατηγορουμένη και ο σύζυγός της, που αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα απέναντι στον τρίτο δανειστή που επέσπευδε αναγκαστικό πλειστηριασμό του άνω διαμερίσματός της, χρήματα στον Ψ1 και εάν είχε η τελευταία τα χρήματα που αναφέρει στην αίτηση ότι κατέβαλε στον εγκαλούντα για να της αναμεταβιβάσει το διαμέρισμα, δεν θα επέμενε αυτός να ζητάει την απόδοση όσων ο ίδιος είχε καταβάλει στην συμβολαιογράφο, για να κατακυρωθεί το διαμέρισμα στο όνομά του ως υπερθεματιστή. Μοναδικός σκοπός υποβολής της άνω αιτήσεως ήταν να επιτευχθεί, εν απουσία του καθού εγκαλούντος, από την κατηγορουμένη, η έκδοση της προσωρινής διαταγής από τον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σχετικά με την απαγόρευση μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης του εγκαλούντος, για να παραταθεί, με βάση αυτήν, μετά την πάροδο του χρονικού ορίου, που είχε τεθεί από τον εγκαλούντα, ο χρόνος παραμονής της κατηγορουμένης στο διαμέρισμα, στο οποίο εξακολουθούσε ανέξοδα να παραμένει. Σημειώνεται ότι, επί της παραπάνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, δεν αποδείχθηκε να εκδόθηκε απόφαση, αλλά ματαιώθηκε η συζήτησή της, εγκαταλειφθείσα από την κατηγορουμένη. Ήταν επίσης προσβλητικά για την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος τα όσα εξέθετε η κατηγορουμένη στην άνω αίτηση, γνώση της οποίας έλαβαν τρίτοι, όπως η γραμματέας του Δικαστηρίου όταν κατατέθηκε, ο δικαστικός επιμελητής που κοινοποίησε, στις 27.12.2000, την άνω αίτηση στην κατοικία του εγκαλούντος, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του τελευταίου, στον οποίο επιδόθηκε από αυτόν το κοινοποιηθέν δικόγραφο και ο δικαστής που κλήθηκε να δικάσει την αίτηση αυτή, διότι εμφανιζόταν, κατά τα εκτιθέμενα, ότι εκβίαζε ο εγκαλών, με αυθαίρετες και ανακριβείς κατά το μεγαλύτερο μέρος αξιώσεις, την κατηγορουμένη και το σύζυγό της, ότι θα τους απέβαλλε από το διαμέρισμα στο οποίο έμεναν, ενώ, κατά τις απόψεις της κατηγορουμένης, είχε καταβάλει στον εγκαλούντα κάθε ποσό που οφειλόταν για το παραπάνω διαμέρισμα και ακόμη ότι του είχε δανείσει αυτή επί πλέον χρήματα. Κατόπιν αυτών, που επιβεβαιώνονται από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και δεν αναιρούνται από όσα κατέθεσε ο εξετασθείς στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, ως μάρτυρας υπεράσπισης, Γ1, που αορίστως έκανε λόγο για την ύπαρξη και άλλων οικονομικών δοσοληψιών μεταξύ του συζύγου της κατηγορουμένης και του εγκαλούντος και όσα κατέθεσε προέρχονταν όχι από δική του αντίληψη, αλλά, όπως είπε, από πληροφορίες από την κατηγορουμένη και το περιβάλλον της, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη ότι με δόλο παρέστησε ψευδή γεγονότα στο δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για να παραπεισθεί και να δεχθεί την αίτησή της κατά το μέρος της προσωρινής διαταγής που εξέδωσε, στις 27.12.2000, απαγορεύοντας την νομική και πραγματική μεταβολή των περιουσιακών στοιχείων του εγκαλούντος και ακόμη η ίδια απέκρυψε τον πραγματικό αριθμό τηλεφώνου του εγκαλούντος, ως καθού, για να μην καταστεί δυνατή η ειδοποίησή του από τη γραμματεία του άνω δικαστηρίου και να μην παραστεί και εκθέσει τις απόψεις του πριν εκδοθεί αυτή η προσωρινή διαταγή. Επίσης η κατηγορουμένη, εν γνώσει της αναληθείας και με τη θέληση ισχυρισμού ψευδών γεγονότων και του ότι αυτά ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, διέλαβε, στην άνω αίτησή της αυτά τα περιστατικά, που προαναφέρθηκαν, σε σχέση με το διαμέρισμά της, που είχε εκπλειστηριασθεί και είχε αποκτήσει ως υπερθεματιστής ο εγκαλών και την, παρά την εξόφληση, κατά τους ισχυρισμούς της, όσων οφείλονταν, επιδίωξη από τον τελευταίο να της πληρώσει μεγαλύτερο χρηματικό ποσό, για να μη την αποβάλει από αυτό." Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της απάτης επί Δικαστηρίου και της συκοφαντικής δυσφήμησης, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 1β-1α, 363-362 του ΠΚ. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις, προκύπτει σαφέστατα από την προσβαλλομένη απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, αφού γίνεται λεπτομερής ανάλυση όλων αυτών των μέσων, το σκεπτικό δεν είναι απλή αντιγραφή του διατακτικού, αλλά διαλαμβάνονται σ' αυτό ιδιαίτερες σκέψεις, με τις οποίες αξιολογούνται τα εκ της διαδικασίας προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και επισημαίνεται συγχρόνως και ο δόλος της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, στην παραγωγή ευνοϊκών γι' αυτήν αποτελεσμάτων, με τις ανύπαρκτες και εν γνώσει της αναληθείας αυτών προβληθείσες, με την από 27.12.2000 αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αξιώσεις της. Ενόψει όλων αυτών, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' ΚΠοινΔ τρίτος και τέταρτος λόγοι της ένδικης αναίρεσης, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Τέλος, αναφορικά με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, σύμφωνα με τον οποίο παραβιάστηκε η, κατ' επιταγή του άρθρου 20 του Συντάγματος, αρχή της δικαστικής ακρόασης, με την ειδικότερη αιτίαση "ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της τις απόψεις της αναιρεσείουσας στην συνολική επεξεργασία του διαδικαστικού υλικού", πέραν της αοριστίας του, αφού δεν εξειδικεύεται ειδικότερα σε τι συνίσταται αυτή η παραβίαση, είναι ουσιαστικά αβάσιμος, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, έγινε συνολική αποτίμηση των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου το Εφετείο να σχηματίσει την εξανεχθείσα κρίση του, από δε τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, δεν προκύπτει ότι προβλήθηκε κάποιος ισχυρισμός και μάλιστα αυτοτελής, στον οποίο να μην απάντησε το Δικαστήριο που εξέδωσε την ως άνω απόφαση. Οι λοιπές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου επί της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (ΚΠΔ 583 παρ. 1 και ΚΠολΔ 176 και 183).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθ. 301/18 Ιουλίου 2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 4734/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαΐου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή