Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1698 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Μαστροπεία.




Περίληψη:
Μαστροπεία κατ’ επάγγελμα. Στοιχεία του αδικήματος. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων: της απόλυτης ακυρότητας, β) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και γ) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Δεν επιφέρει ακυρότητα η ανάγνωση αποσπασμάτων προανακριτικών μαρτυρικών καταθέσεων (άρθρο 357 παρ. 4 ΚΠΔ) προκειμένου να επισημανθούν αντιφάσεις, ούτε παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας από την ανάγνωσή της, αφού δεν υπήρξε συγκατηγορούμενη του αναιρεσείοντος, πέραν από το γεγονός, ότι δεν ήταν το μοναδικό αποδεικτικό μέσο. Δεν επήλθε επίσης ακυρότητα από το γεγονός ότι το Δικαστήριο ανέγνωσε την προανακριτική κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο δικαστήριο, δικαιολογημένα ήταν ανέφικτη. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1698/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθ. 57/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαϊου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παύλο Σαράκη, περί αναιρέσεως της 4540/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Αυγούστου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1416/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η παραβίαση του άρθρου 357 παρ. 4 ΚΠΔ, κατά την οποία, όταν ένας μάρτυρας εξετάζεται στο ακροατήριο, δεν διαβάζεται η κατάθεσή του που είχε δοθεί στην προδικασία, αλλά επιτρέπεται μόνο η ανάγνωση περικοπών της κατάθεσης για να υποβοηθήσει την μνήμη του μάρτυρα ή να επισημανθούν αντιφάσεις του, δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας, ούτε περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 παρ. 1 ΚΠΔ, ώστε να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. α' προβλεπόμενος αναιρετικός λόγος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 211Α του Κ.Π.Δ, μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Από η διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εισάγεται απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποιήσεως, για την καταδίκη του κατηγορουμένου, της μαρτυρικής καταθέσεως ή της απολογίας συγκατηγορουμένου, καθώς επίσης και των μαρτυρικών καταθέσεων άλλων προσώπων, τα οποία, ως μοναδική πηγή πληροφόρησής τους, έχουν τον συγκατηγορούμενο. Δεν παραβιάζεται, όμως, η ανωτέρω διάταξη, όταν το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν στηρίζεται αποκλειστικά στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου, αλλά, συνδυαστικά, τόσο στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου, όσο και στις καταθέσεις των άλλων μαρτύρων, καθώς και στα αναγνωσθέντα έγγραφα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, όχι μόνο στις αναγνωσθείσες ένορκες, από 25.2.2002, καταθέσεις των μαρτύρων Γ1 και Γ2, οι οποίοι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, ήταν συγκατηγορούμενοί του, αλλά και σε σειρά άλλων εγγράφων που αναγνώσθηκαν, καθώς και στην κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, ...... . Σημειώνεται, πρώτον ότι η αντίρρηση του αναιρεσείοντος, για την μη ανάγνωση της καταθέσεως της προανακριτικής καταθέσεως της Γ1, προβλήθηκε, το πρώτο μετά την όρκισή της και μόνο όταν ο Εισαγγελέας της έδρας, ζήτησε από το Δικαστήριο, την ανάγνωση περικοπών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 357 παρ.4 του Κ.Π.Δ, ώστε, από την ανάγνωση περικοπών αυτής, να μην επέρχεται οποιαδήποτε ακυρότητα, σε κάθε δε περίπτωση η Γ2 και η Γ1, δεν υπήρξαν συγκατηγορούμενες με τον ήδη αναιρεσείοντα. Αντίθετα, σε βάρος αυτών είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, για την πράξη της διευκόλυνσης αλλότριας ακολασίας και εισήχθησαν σε δίκη, σε πρώτο βαθμό κατά την αυτόφωρη διαδικασία, ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώ, ο αναιρεσείων εισήχθη σε δίκη σε πρώτο βαθμό ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και σε δεύτερο βαθμό, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου(Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις, περί απόλυτης ακυρότητας, ερειδόμενες, στις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 1 εδ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ, είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 365 παρ.1 εδ α του ΚΠΔ "στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος ( άρθρο 219 παρ.2), ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, ή ένορκη κατάθεση που δόθηκε στην προδικασία, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ακυρότητα της διαδικασίας από την οποία ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ, προκαλείται όταν, παρά την υποβολή της σχετικής αίτησης από τον κατηγορούμενο ή τον Εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ένορκη κατά την προδικασία κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη. Ακυρότητα της διαδικασίας προκαλείται, επίσης, αν ληφθεί υπόψη τέτοια κατάθεση, χωρίς να αναγνωσθεί ή ο κατηγορούμενος εναντιωθεί στην ανάγνωση της κατάθεσης του μάρτυρα και το δικαστήριο την αναγνώσει και τη λάβει υπόψη του, χωρίς να βεβαιώσει την αδυναμία εμφάνισής του, γιατί έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα, που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 εδ. δ' της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και το άρθρο 14 παρ.3 στοιχ. ε του "Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα" (ν.2462/1997), να εξετάζει τους μάρτυρες και δημιουργείται ακυρότητα από το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ' του Κ.Π.Δ. Δεν δημιουργείται, όμως, καμία ακυρότητα, όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση, αναγνώσει και λάβει υπόψη του ένορκη κατάθεση μάρτυρα κατά την προδικασία, εφόσον βεβαιώσει στην απόφασή του την αδυναμία εμφάνισης του μάρτυρα, έστω και αν ο μάρτυρας εναντιωθεί σχετικά. Η εναντίωση αυτή αποτελεί περιστατικό, το οποίο εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 334 παρ.2 Κ.Π.Δ, και μπορεί να μη λαμβάνεται υπόψη , αν εμποδίζει τη εξακρίβωση της αλήθειας . Τούτο ισχύει , ιδίως, όταν ο μάρτυρας έχει αποβιώσει, ή είναι αδύνατη ή σχετικά δυσχερής η ανεύρεσή του ή η εμφάνισή του στο ακροατήριο και η κατάθεση αυτού που λήφθηκε στην προδικασία, είναι εντελώς αναγκαία για την ανακάλυψη της αλήθειας. Διαφορετικά, η εναντίωση του κατηγορουμένου ως προς την ανάγνωση τέτοιας κατάθεσης, αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 6 και 18 της ΕΣΔΑ, διότι απολήγει στην παρεμπόδιση διεξαγωγής δίκαιης και ουσιαστικής δίκης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, τούτο ανέγνωσε και έλαβε υπόψη του για την περί ενοχής κρίση του αναιρεσείοντος, την από 25-2-2002 ένορκη κατάθεση του απολιπόμενου μάρτυρα αστυνομικού ......, παρά την εναντίωση του κατηγορούμενου, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι δεν είναι ανέφικτη η παρουσία του, και σε κάθε περίπτωση, υπέβαλε αίτημα αναβολής της προόδου της δίκης, προκειμένου να διαταχθεί η εκ νέου κλήτευσή του. Το Δικαστήριο, προέβη στην ανάγνωση της καταθέσεώς του και απέρριψε τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, με την ακόλουθη αιτιολογία: " Κατά τη διάταξη του άρθρου 365 παρ.1 εδ.α του Κ.Π.Δ, στις περιπτώσεις, που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται Κατά συνέπεια, εφόσον το Δικαστήριο δέχθηκε, αφενός μεν, ότι η κλήτευση και η εμφάνιση του πιο πάνω μάρτυρα στο Δικαστήριο ήταν αδύνατη, αφετέρου δε, θεώρησε την κατάθεση αυτού εντελώς αναγκαία για την εξακρίβωση τη αλήθειας, και ότι δεν συντρέχει λόγος αναβολής της δίκης, προκειμένου να κλητευθεί εκ νέου ο παραπάνω μάρτυρας, δεν δημιουργείται, σύμφωνα και με την πιο πάνω σκέψη, καμία ακυρότητα από την ανάγνωση των πιο πάνω καταθέσεων που δόθηκαν κατά την προδικασία. Οι αιτιάσεις, επομένως, του αναιρεσείοντος ότι σε καμία περίπτωση δεν ήταν επιτρεπτή η ανάγνωση της κατάθεσής του αυτής, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Κατά το άρθρο 349 παρ.3 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 2 του ν. 3064/2002, όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει σε πορνεία γυναίκες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δέκα οκτώ μηνών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η προαγωγή σε πορνεία συνίσταται στην παρακίνηση με οποιονδήποτε τρόπο, γυναίκας που δεν έχει ακόμη εκπορνευτεί, να παρέχει κατά συνήθεια σαρκικές ηδονές σε αόριστο αριθμό προσώπων αντί χρημάτων ή άλλης αμοιβής, χωρίς να απαιτείται και το άμεμπτο των ηθών της ή ανηλικότητά της. Δράστης ενεργεί κατ' επάγγελμα, σύμφωνα με το άρθρο 13 εδ.στ του ΠΚ, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει οργανώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος που αρκεί να προέρχεται από μία μόνο γυναίκα, ανήλικη ή ενήλικη , έστω και μία φορά. Κερδοσκοπία υπάρχει όταν ο δράστης αποβλέπει σε πορισμό εισοδήματος, έστω και μία φορά, και δεν είναι αναγκαίο να πορισθεί πράγματι το κέρδος. Είναι δυνατή η τέλεση του εγκλήματος αυτού κατ' επάγγελμα ή και κερδοσκοπία συγχρόνως. Δεν απαιτείται δε απόδειξη και η αναφορά στην απόφαση του συγκεκριμένου προσώπου, το οποίο έναντι αμοιβής, παρέσχε τη σαρκική ηδονή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από, κοινού αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο από κοινού νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος , δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρία πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη.
Εξ' άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί , με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξ' άλλου, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του , δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Αρχές του έτους 2002, περιήλθε, ανωνύμως, μέσω τηλεφώνου, πληροφορία στο Β Α/Τα Περιστερίου, ότι στην οδό....στην περιοχή του ...., υφίσταται γραφείο προώθησης με σκοπό την πορνεία Στη συνέχεια, το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, για την πράξη της μαστροπείας, κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση, χωρίς τη συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2ε του Π.Κ, ήτοι της καλής συμπεριφοράς επί μεγάλο χρόνο μετά την τέλεση της πράξεως, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης τριάντα (30) μηνών, που μετατράπηκε σε χρηματική, προς 4,40 ευρώ την ημέρα, επιπρόσθετα και, σε χρηματική ποινή από 3.000 ευρώ. Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε γι' αυτό και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους το υπήγαγε στην παραπάνω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 349 παρ.3 του Π.Κ, που εφαρμόστηκε, την οποία, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές.
Ειδικότερα, αναφέρονται για το ανωτέρω έγκλημα τα απαιτούμενα για τη στοιχειοθέτηση της υπόστασής του στοιχεία, [αντικειμενικά και υποκειμενικά], ως εξής: Περιέχονται τα περιστατικά εκείνα, σύμφωνα με τα οποία ο κατηγορούμενος στο επίδικο χρονικό διάστημα, διατηρούσε αρχικά σε διαμέρισμα της περιοχής .... και αργότερα σε διαμέρισμα του 5ου ορόφου, κείμενο σε πολυόροφη οικοδομή, στη συμβολή των οδών .... και ...., διατηρούσε γραφείο με πολυάριθμο υπηρετικό και υπαλληλικό προσωπικό, εφοδιασμένο με ένα μεγάλο αριθμό κινητών τηλεφώνων, 28 περίπου τον αριθμό. Επίσης, αιτιολογείται ότι ο αναιρεσείων με τη συνδρομή μιας γυναίκας, με το όνομα ...., αγνώστων λοιπών στοιχείων, αλλά και με μικρές αγγελίες ή με συστάσεις τρίτων αγνώστων προσώπων, και με τη συνδρομή των οργάνων του οδηγών ή τηλεφωνητριών, ερχόταν σε επαφή με άγνωστες αλλοδαπές κατ' εξοχή γυναίκες, τις οποίες προωθούσε με συνεχείς προτροπές και παραινέσεις, να παρέχουν τις σαρκικές τους ηδονές, σε άγνωστο αριθμό αρρένων προσώπων, αν και ο ίδιος γνώριζε ότι οι γυναίκες αυτές δεν ήσαν πόρνες. Ειδικότερα, αιτιολογείται ότι ο αναιρεσείων, ο οποίος διατηρούσε και πελατολόγιο, με τη συνδρομή των υπαλλήλων του, οδηγών και τηλεφωνητριών, που ενεργούσαν σύμφωνα με τις εντολές και τις υποδείξεις του, συμφωνούσε με τους άνδρες τόσο την αμοιβή που ο καθένας απ' αυτούς θα κατέβαλε για την ερωτική συνάντηση που θα πραγματοποιούσε, με την γυναίκα που θα συνευρίσκονταν, αλλά και σε ποιο σημείο θα γινόταν η καθεμία συνάντηση αυτή, ενώ, ακόμη ο ίδιος ο αναιρεσείων επιμελείτο, για την επιλογή της συντρόφου και καθόριζε την αμοιβή, η οποία ανερχόταν κατά περίπτωση σε 75 ευρώ, από τα οποία ο ίδιος αποκόμιζε 54 ευρώ, ενώ απέδιδε στην γυναίκα το υπόλοιπο από 21 ευρώ. Επιπρόσθετα, αιτιολογείται η παραδοχή σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων, με την προώθηση μεγάλου αριθμού γυναικών, που δεν ήσαν προηγουμένως πόρνες, μεταξύ των οποίων και η ....., απέβλεπε στον πορισμό εισοδήματος, που, άλλωστε, ήταν και ο πρωταρχικός του σκοπός, αφού είχε φροντίσει να έχει δημιουργήσει την κατάλληλη υποδομή. Μετά από αυτά, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε' του Κ.Π.Δ, σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και ειδικότερα, για το ότι δε γίνεται ιδιαίτερη μνεία και αναφορά κατ' είδος των αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη, είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά και αφού, δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, ως αβάσιμη και να καταδικασθεί, ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 του Κ.Π.Δ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό 313 από 2-8-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 4540/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Ιουνίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή