Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 562 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Επίδοση, Κλητήριο θέσπισμα, Ψευδορκία μάρτυρα, Ακυρότητα σχετική.




Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία Μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση. Ακυρότητα επιδόσεως κλήσεως -κλητηρίου θεσπίσματος. Α) Η τυχόν ακυρότητα της επιδόσεως της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, ως διαδικαστικής πράξεως, που κατ' ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικασθεί ερήμην, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με ειδικό λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως και όχι το πρώτον με σχετική ένσταση κατά την ακροαματική διαδικασία ή και με λόγο αναιρέσεως, σε περίπτωση που η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν υπόκειται σε έφεση. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο εφέσεως, καλύπτεται, με επακόλουθο η επίδοση της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κύρια διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. (Βλ. ΑΠ 1335/2009, ΑΠ 1910/2008). Απορριπτέος ο 1ος Λόγος αναιρέσεως (510 παρ.1 Δ ΚΠΔ), διότι η ένσταση ακυρότητας επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος ήταν απαράδεκτη και δεν απαιτείται κατά νόμο αιτιολόγηση απαράδεκτων ενστάσεων και ισχυρισμών. Β) Αβάσιμος ο 2ος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την ενοχή. Το αιτιολογικό δεν αποτελεί απλή και πλήρη αντιγραφή του διατακτικού και περιέχει εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και επί πλέον πραγματικά περιστατικά αναλυτικά και με πληρότητα, που στηρίζουν πλήρως το καταδικαστικό πόρισμα του Δικαστηρίου.




ΑΡΙΘΜΟΣ 562/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Τσούλο, περί αναιρέσεως της 1019/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.

Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Οκτωβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1535/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 170 παρ.1 του ΚΠοινΔ, "η ακυρότητα μιας πράξης ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά στο νόμο". Κατά το άρθρο 173 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, "από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνεται αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο" και κατά το επόμενο άρθρο 174 παρ. 1, "ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται", κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, "αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η πρόταση της απόλυτης ακυρότητας για πράξεις της προδικασίας πρέπει να γίνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτεται, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη της ακυρότητας αυτής είναι το δικαστικό συμβούλιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οπότε αυτό απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υποθέσεως. Επίσης, κατά το άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠοινΔ, "η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου και του αστικώς υπευθύνου και του καταλόγου των μαρτύρων, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους και της πολιτικής αγωγής, καθώς και η ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο 166 παρ.3 καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της ..". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι και σε περίπτωση άκυρης επιδόσεως της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, αρχίζει η κυρία διαδικασία και ως εκ τούτου αναστέλλεται η παραγραφή από της ημέρας της επιδόσεως. Αυτό όμως, εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει κατά την έναρξη της πρωτοβαθμίου δίκης, την ακυρότητα αυτή, εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, οπότε καλύπτεται η ακυρότητα και η επίδοση θεωρείται πλέον έγκυρη και απ' αυτή αρχίζει η κύρια διαδικασία. Αν δε ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικασθεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα της επιδόσεως της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξεως, που κατ' ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με ειδικό λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως και όχι το πρώτον με σχετική ένσταση κατά την ακροαματική διαδικασία ή και με λόγο αναιρέσεως, σε περίπτωση που η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν υπόκειται σε έφεση. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο εφέσεως, καλύπτεται, με επακόλουθο η επίδοση της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κύρια διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Η απορρίπτουσα την σχετική ένσταση του κατηγορουμένου απόφαση, δηλαδή, περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, ούσα προπαρασκευαστική, πρέπει, κατ' άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αν όμως η προβολή της ενστάσεως αυτής περί ακυρότητας της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος δε γίνει με ειδικό λόγο εφέσεως στην έκθεση εφέσεως, τότε η ένσταση αυτή που προβάλλεται στο εφετείο το πρώτον, είναι απαράδεκτη και δεν απαιτείται αιτιολόγηση απαράδεκτων ενστάσεων και ισχυρισμών.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, με την 2470/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, η οποία εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό με απόντα τον ήδη αναιρεσείοντα, αυτός καταδικάστηκε, για τις πλημμεληματικές πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημίσεως, τελεσθείσες την 29-3-2004. Κατά της αποφάσεως αυτής, ο αναιρεσείων άσκησε την με αριθμό εκθ. ... έφεση, ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα, στο δικόγραφο της οποίας όμως, όπως από αυτή προκύπτει, ο αναιρεσείων εκθέτει ότι ασκεί έφεση κατά της 2470/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου βόλου, γιατί "δεν εκτιμήθηκαν σωστά από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τα πραγματικά περιστατικά και τα έγγραφα της δικογραφίας", ήτοι δεν πρόβαλε με ειδικό λόγο εφέσεως ακυρότητα της επιδόσεως προς αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος. Κατά την εκδίκαση της εφέσεως αυτής ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, που έγινε στις 25-6-2009, ο αναιρεσείων, δια της εκπροσωπούσας αυτόν, απουσιάζοντα, συνηγόρου του, πρόβαλε, για πρώτη φορά, τον ισχυρισμό της άκυρης επιδόσεως προς αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος, τον οποίο ανάπτυξε και προφορικά, το περιεχόμενο του οποίου έχει συνοπτικά, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της 1019/2009 προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως εξής: " ...Το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλήθηκα να εμφανισθώ ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση, μου επιδόθηκε την 11-12-2006 ακύρως σε μη δηλωθείσα από εμένα διεύθυνση, ενώ κατά την προδικασία ενώπιον του Πταισματοδίκη Χαλανδρίου, είχα δηλώσει κατ'άρθρο 273 ΚΠΔ άλλη ορισμένη διεύθυνση επί της οδού ... και ουδέποτε είχα δηλώσει εν συνεχεία, αλλαγή διεύθυνσης, ζητώ να κηρυχθεί άκυρη η προδικασία και η μέχρι σήμερα κύρια διαδικασία και να διαταχθεί η νόμιμη επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος". Το Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με το εξής αιτιολογικό:
"Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προέκυψαν τα κατωτέρω: Σύμφωνα με το από 11/12/2006 αποδεικτικό επιδόσεως κλητηρίου θεσπίσματος του Αρχιφύλακα του Α.Τ...., το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα επιδόθηκε στον σύνοικο αδελφό του προσφεύγοντος Χ2 του Αθανασίου, στις 11/12/2006, στην οδό ..., διεύθυνση την οποία, όπως και ο ίδιος ομολογεί στην ένσταση του είχε δηλώσει αρχικά ως κατοικία του. Ακολούθησε, επιπρόσθετα, και άλλη επίδοση του ίδιου κλητηρίου θεσπίσματος, σε προγενεστέρως δηλωθείσα διεύθυνση του στο ..., και συγκεκριμένα στις 28/11/2006 στην εκεί οδό ..., όπου, επειδή δεν ανευρέθη ο ίδιος προσωπικά ούτε κανένα άλλο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 155 παρ. 2 ΚΠΔ, ο επιδώσας υπάλληλος ενήργησε θυροκόλληση με την παρουσία μάρτυρα ετέρου αστυνομικού οργάνου του Α.Τ. .... Κατά τη δικάσιμο της 31/01/2007 η υπόθεση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο (την 18/05/2007) με την υπ' αριθ. 323/31.01.2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, λόγω σημαντικών αιτίων στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, δηλ του εκκαλούντος, κατ' άρθρον 349 ΚΠΔ, η οποία (απόφαση) ανακοινώθηκε στον αδελφό του Χ2 (τον ίδιο, στον οποίο είχε γίνει η επίδοση στα ...), ο οποίος ως άγγελος υπέβαλε το σχετικό αίτημα για λογαριασμό του κατηγορουμένου, και η περί αναβολής απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου επείχε, κατ' άρθρον 349 παρ. 2 ΚΠΔ, θέση κλητεύσεώς του. Κατά την δικάσιμο της 18/05/2007, ο μη εμφανισθείς στο ως άνω Δικαστήριο συνήγορος υπεράσπισης (του απόντος και πάλιν κατηγορουμένου-εκκαλούντος) ..., με την από 1 7/05/2007 έγγραφη αίτηση του που με fax, βεβαίωσε ότι κατά την ίδια δικάσιμο παρίσταται σε δικαστήριο, και συγκεκριμένα στο Α' Τριμελές Εφετείο Αθηνών και ζήτησε την αναβολή της υπόθεσης λόγω κωλύματος του, κατόπιν αιτήματος που θα υποβαλλόταν νομίμως από τον πελάτη του, πράγμα που τελικά ο τελευταίος δεν έπραξε γιατί ήταν απών. Έτσι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, κατά την δικάσιμο 18/05/2007, νομίμως απέρριψε το αίτημα αναβολής που υποβλήθηκε με την παραπάνω έγγραφη βεβαίωση, και τελικά κατά την ώρα εκδίκασης της υπόθεσης, αυτή αναβλήθηκε με την υπ' αριθ. 1342/2007 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου σε ρητή δικάσιμο, την 12/11/2007, λόγω παρελεύσεως του ωραρίου του γραμματέα της έδρας και αδυναμίας νόμιμης σύνθεσης. Για την τελευταία δικάσιμο ο κατηγορούμενος κλητεύθηκε στη νέα διεύθυνση του ... με θυροκόλληση, σύμφωνα με το από ... αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών .... Η διεύθυνση αυτή δηλώθηκε από τον ίδιο κατηγορούμενο προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βόλου με το από 16.5.2007 έγγραφο του, με το οποίο ζήτησε όλες πλέον οι κοινοποιήσεις να γίνονται στη νέα του διεύθυνση, όπως και έγινε. Ωστόσο, ο εκκαλών - κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο της 12.11.2007, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, και γι' αυτό δικάστηκε ερήμην. Σύμφωνα λοιπόν με τα προαναφερόμενα, η ένσταση του κατηγορουμένου - εκκαλούντος ότι η κλήτευση του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν άκυρη, προβαλλόμενη για πρώτη φορά στο παρόν δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη".
Ενόψει των προεκτεθέντων και των ανωτέρω παραδοχών, η τυχόν ακυρότητα της επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, που στον πρώτο βαθμό καταδικάσθηκε ερήμην και για πρώτη φορά αυτός πρόβαλε με τον ως άνω τρόπο, δηλαδή χωρίς λόγο εφέσεως, καλύφθηκε και η στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προβολή της ακυρότητας εκ μέρους του αναιρεσείοντος ήταν απαράδεκτη και δεν όφειλε το Δικαστήριο να απαντήσει αιτιολογημένα σε απαραδέκτως υποβληθέντα ισχυρισμό. Όμως παρά ταύτα, εκ περισσού το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την ανωτέρω επαρκή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί ακυρότητας της επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος και ακυρότητας εντεύθεν της κύριας διαδικασίας ως αβάσιμο. Συνακόλουθα ορθά το Δικαστήριο δεν απάγγειλε ακυρότητα της διαδικασίας και ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει χωριστά από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όμως, από το δικαστήριο της ουσίας, και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1019/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφημίσεως και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως 5 μηνών. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, προκύπτουσα από το συνδυασμό του σκεπτικού και του διατακτικού της, δέχθηκε το Εφετείο ότι από τα μνημονευόμενα, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα εξής:
"Ο κατηγορούμενος είχε εμπλακεί την 17-5-1999 ως οδηγός σε ένα τροχαίο ατύχημα με υλικές ζημιές, στα πλαίσια του οποίου ο εγκαλών ..., ανθυπαστυνόμος τότε της ΕΛ.ΑΣ., άσκησε καθήκοντα προανακριτικού υπαλλήλου. Συγκεκριμένα υπέβαλε τον κατηγορούμενο σε αλκοολομέτρηση για να διαπιστωθεί αν υπήρχε οινόπνευμα στο αίμα του. Πράγματι βρέθηκε αλκοόλ 1,20 κ.εκ./λίτρο αίματος. Στις 17.55 άρχισε να συντάσσει τη σχετική έκθεση. Διαπίστωσε τότε, κατά την εκτύπωση του αλκοολομέτρου, ότι είχε αποτυπωθεί η χειμερινή ώρα, δηλαδή μία ώρα πίσω, διότι δεν είχε γίνει ακόμη ηλεκτρονικά η αλλαγή της ώρας στη συσκευή. Γι' αυτό έκανε τη διόρθωση στη σωστή ώρα χειρόγραφα, πράγμα που γνωστοποίησε στον κατηγορούμενο. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος παραποίησε τα γεγονότα αυτά και πέντε περίπου έτη αργότερα (την 29.3.2004) κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βόλου την από 29.3.2004 έγκλησή του, με την οποία καταμήνυσε τον προαναφερόμενο εγκαλούντα ότι στις 17.5.1999 είχε νοθεύσει εκ προθέσεως το ανωτέρω έγγραφο της αλκοολομέτρησης. Συγκεκριμένα, τον καταμήνυσε ότι: "... ο εν λόγω ανθυπαστυνόμος βεβαίωσε ψευδώς ότι η εν λόγω εξέταση έλαβε χώρα στις 17.55 και στις 18.16 της 17.5.1999, νοθεύοντας τις εν λόγω εκθέσεις, με πρόθεση, που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι εάν εκτελούσε το καθήκον του σωστά και παρείχε αληθή βεβαίωση θα έπρεπε να μην είχε "διορθώσει" τις εν λόγω ώρες αλλά να είχε πιστοποιήσει με την εν λόγω έκθεση την αληθινή ώρα διενέργειας της εξετάσεως, μην επεμβαίνοντας εις την εκτύπωση του αλκοολομέτρου ώστε εξ αυτού του γεγονότος να προκύψει η αθωότης μου ή αντίστοιχα η ενοχή μου ...". Επίσης, πρόσθετε ότι η μέθη του προϋπήρχε μεν της μετρήσεως, αλλά όχι και του ατυχήματος διότι, όπως ισχυρίστηκε "αρκετές ώρες μετά την παρέλευση του προαναφερθέντος τροχαίου, είχα ήδη καταναλώσει στο Τμήμα Τροχαίας Βόλου, δηλαδή μετά το τροχαίο ατύχημα και προ της εξετάσεως μου, αρκετές μπύρες, που μου έφερε η μνηστή μου για να πιω... ". Η μήνυση του αυτή ήταν καθ' ολοκληρίαν ψευδής και έγινε χάριν υποστηρίξεως των συμφερόντων που εξαρτούσε τις δίκες του τροχαίου ατυχήματος, αφού, αν υπήρχε όντως μέθη αυτού κατά την οδήγηση, δυσχερής θα ήταν η θέση του τόσο από ποινική άποψη, όσο και από άποψη ασφαλιστικής καταστάσεως. Μάλιστα, ο κατηγορούμενης προέβη στην εν λόγω καταγγελία με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του εγκαλούντος για νόθευσης εγγράφου, τελώντας σαφώς εν γνώσει του ψεύδους του, διότι καθώς ήδη την 17.5.1999, που είχε γίνει η μέτρηση από τον εγκαλούντα, του είχε γνωστοποιηθεί την ίδια στιγμή ότι θα γίνει χειρόγραφη διόρθωση της ώρας εξέτασης στις σχετικές χαρτοταινίες της ηλεκτρονικής συσκευής αλκοολομέτρου λόγω αλλαγής της ώρας από χειμερινή σε θερινή.
Ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος ότι η προαναφερόμενη αλκοολομέτρηση ως πράξη της προδικασίας είναι άκυρη διότι δεν έγινε με την παρουσία δύο αστυνομικών οργάνων. Όμως η ακυρότητα αυτή, ανεξάρτητα από το βάσιμο ή μη του προβαλλόμενου λόγου, επειδή έλαβε χώρα κατά την προδικασία, έπρεπε να προταθεί με προσφυγή στο αρμόδιο Συμβούλιο Πλημελειοδικών, αλλιώς θεραπεύεται (ΑΠ 44/2005 ΠοινΧρ 2005 σελ. 831). Άλλωστε, η ακυρότητα αυτή συναρτάται με την ποινική τροχαία δίκη που αφορά στο αυτοκινητικό ατύχημα, στα πλαίσια της οποίας λήφθηκε, και όχι τη μεταγενέστερη υπό κρίση κατηγορία της ψευδούς καταμηνύσεως, για την οποία αρκεί η απόδοση στον εγκαλούντα της κατηγορίας ότι τέλεσε νόθευση πάνω στο επίμαχο έγγραφο. Πρέπει λοιπόν ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός του να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος κατά την υποβολή της προαναφερόμενης μήνυσης του εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Βόλου, όπου κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα. Συγκεκριμένα επιβεβαίωσε ενόρκως όλα όσα ειδικότερα αναφέρονται ανωτέρω. Παράλληλα, με την κατάθεση της μηνύσεως αυτής ισχυρίσθηκε τόσο ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βόλου, όσο και των υπαλλήλων της Γραμματείας της Εισαγγελίας που παρέλαβαν τη μήνυση για τον εγκαλούντα όλα όσα πιο πάνω ως ψευδές περιεχόμενο της μηνύσεως του. Όπως ήδη σημειώθηκε τα προσβληθέντα γεγονότα ήταν ψευδή και φυσικά ως αξιόποινα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, ως αστυνομικού υπαλλήλου. Πρέπει λοιπόν ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των αποδιδόμενων σ' αυτόν πράξεων, όπως στο διατακτικό, αλλά να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του".
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο Λάρισας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 224 παρ.1,2, 229 παρ.1, 362, 363 και 368 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ερμήνευσε και εφήρμοσε, και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές, ώστε να στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα και σε σχέση με τις μερικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, το αιτιολογικό δεν αποτελεί απλή και πλήρη αντιγραφή του διατακτικού, αλλά περιέχει εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και επί πλέον πραγματικά περιστατικά αναλυτικά και με πληρότητα, που στηρίζουν πλήρως το καταδικαστικό πόρισμα του Δικαστηρίου, ενώ δεν ήταν αναγκαία ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός ή αναφορά των επί μέρους αποδεικτικών μέσων ούτε από ποιά εξ αυτών προέκυψε η κάθε παραδοχή. Το γεγονός ότι στα περισσότερα σημεία του το αιτιολογικό είναι ταυτόσημο με το διατακτικό, δεν στερεί από την προσβαλλομένη απόφαση την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, αντίθετος προς τα ανωτέρω, δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως ως αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 17-10- 2009 αίτηση του Χ, περί αναιρέσεως της 1019/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Μαρτίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή