Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1865 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση με χρήση. Ηθική αυτουργία στην πλαστογραφία με χρήση. Απόρριψη λόγων αίτησης αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 216, 217 ΠΚ.




Αριθμός 1865/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Βασίλειο Φράγγο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις (δύο) αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Σ. Σ.-Α. Χ. του Σ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μάρκο και 2. Δ. Σ. του Κ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Βλαχόπουλο, περί αναιρέσεως της 464/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Γεώργιο Καρακώστα.
Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 17 Μαΐου 2010 και 19 Μαΐου 2010 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 895/2010.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου οι από 17-5-2010 και 19-5-2010 αιτήσεις αναιρέσεως των Σ. Σ.-Α. Χ. του Σ. και Δ. Σ. του Κ., αντίστοιχα, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ' αριθμ. 464/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών και οι οποίες, ως συναφείς, πρέπει να συνεκδικασθούν.
Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τον άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, η δε χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας αυτού δια μεταβολής του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες μπορεί να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο, που μπορεί να χρησιμεύσει συνήθως για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αντικείμενο του εν λόγω εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού μπορεί να είναι δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο (άρθρο 13 εδ. γ' ΠΚ), που ανήκει στην κατηγορία των πιστοποιητικών ή μαρτυρικών, όπως είναι μεταξύ άλλων και βεβαιώσεις σπουδών ή πιστοποιητικά που αναφέρονται στην οικογενειακή κατάσταση, την υγεία, τα προσόντα ή τις ιδιότητες προσώπων, πρέπει δε ο σκοπός του δράστη να στοχεύει στο να διευκολύνει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ή μαρτυρικού την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού ή άλλου, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια αυτός ή άλλος σχετικά με τις συγκεκριμένες βιοτικές ανάγκες, χωρίς, όμως, εντεύθεν να βλάπτεται άλλος ευθέως στις έννομες σχέσεις του, και όχι στο να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οπότε έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 περ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση και παραγωγή της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιαδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητος και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινείται ο φυσικός αυτουργός, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός εάν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού.
Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 464/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι, σε δεύτερο βαθμό, ο μεν πρώτος για πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση με χρήση, ο δε δεύτερος για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία με χρήση. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε το Εφετείο, ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο πρώτος κατηγορούμενος Σ. Χ., καθηγητής Εφαρμογών του Τμήματος Επιχειρηματικού Σχεδιασμού και Πληροφοριακών Συστημάτων του ΤΕΙ Πάτρας, κατά τον επίμαχο χρόνο (2002) εκτελούσε χρέη Προϊσταμένου του Τμήματος αυτού. Ο δεύτερος κατηγορούμενος, Δ. Σ., στρατιωτικός στο επάγγελμα, απόφοιτος της σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών Τρικάλων εκδήλωσε ενδιαφέρον κατά το ακαδημαϊκό έτος 2002-2003 να συμμετάσχει στη διαδικασία κατάταξης για εισαγωγή ως πτυχιούχος της ως άνω σχολής, που θεωρείται ανωτέρα, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και συγκεκριμένα στην προαναφερόμενη σχολή Επιχειρηματικού Σχεδιασμού και Πληροφοριακών Συστημάτων του ΤΕΙ Πάτρας, σύμφωνα με σχετικό δικαίωμα που είχε παρασχεθεί με το νόμο 2913/2001 και το ν. 1966/1991, σε πτυχιούχους ανωτέρων σχολών. Ο κατηγορούμενος αυτός, επειδή διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις με τον πρώτο κατηγορούμενο, προϊστάμενο του Τμήματος του ΤΕΙ Πάτρας που επιθυμούσε να εισαχθεί, απευθύνθηκε σε αυτόν προκειμένου να τον βοηθήσει. Εκεί ο πρώτος κατηγορούμενος τον ενημέρωσε ότι οι πτυχιούχοι άλλων σχολών θα κατατάσσονταν σε ποσοστό 4% επί του αριθμού των εισακτέων και ως τρόπος επιλογής με απόφαση του Τμήματος της Σχολής είχε ορισθεί να γίνει με βάση το βαθμό του πτυχίου. Έτσι ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος κατά τα ανωτέρω είχε τα υπόλοιπα τυπικά προσόντα, προσκόμισε και επέδειξε στον πρώτο κατηγορούμενο φίλο του, το πτυχίο του και επειδή δεν προέκυπτε από αυτό η βαθμολογία του, αναλυτική κατάσταση με ημερομηνία 13-3-2002 που υπέγραφε ο αν/χης πεζικού Α. Β., στην οποία αναφερόταν αναλυτικά η βαθμολογία του κατά τη διετή φοίτηση του στη σχολή υπαξιωματικών, από το μέσο όρο της οποίας έβγαινε ο βαθμός του πτυχίου του, υπολογιζόμενος σε 15,78 που αντιστοιχεί με την αναγωγή του στην αντίστοιχη κλίμακα βαθμολογίας του ΤΕΙ σε βαθμό 7,89. Οπότε η προσοχή των δύο κατηγορουμένων επικεντρώθηκε στο κρίσισμο κριτήριο, εάν ο ως άνω βαθμός 7,89 (λίαν καλώς) ήταν αρκετός για την εισαγωγή του δευτέρου κατηγορουμένου στη σχολή. Εκ των προτέρων δεν μπορούσε να είναι γνωστός ο αριθμός των υποψηφίων που θα προσέρχονταν της συγκεκριμένης κατηγορίας αποφοίτων άλλων σχολών και ο ανταγωνισμός που θα υπήρχε μεταξύ τους αναφορικά με το ύψος της βαθμολογίας. Έτσι ήταν επισφαλές να πει κανείς ότι η ως άνω βαθμολογία του κατηγορουμένου 7,89 εξασφάλιζε σε κάθε περίπτωση την εισαγωγή του στη σχολή. Τότε οι κατηγορούμενοι σκέφθηκαν πώς να αλλοιώσουν τη βαθμολογία και να εμφανίσουν βαθμολογία υψηλότερη που να εξασφαλίζει την εισαγωγή του δευτέρου κατηγορουμένου στη σχολή. Σημειωτέον ο πρώτος κατηγορούμενος προϊστάμενος του τμήματος διέθετε το μηχανισμό προς τούτο, γιατί, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων είχε στην κατοχή του σφραγίδα Τμήματος του ΤΕΙ Πατρών που ήδη είχε περιέλθει σε αχρησία, με την οποία, όπως αναφέρεται παρακάτω, είχε καταρτίσει ή είχε επικυρώσει και άλλα έγγραφα που αφορούσαν τον ίδιο ή το συγγενικό του περιβάλλον, πράγμα που προφανώς έκανε γνωστό στο δεύτερο κατηγορούμενο φίλο του. Κατόπιν αυτού με τις συνεχείς προτροπές του δευτέρου κατηγορουμένου φίλου του που ζητούσε επιμόνως την υποστήριξή του για να εξασφαλίσει την εισαγωγή του στη σχολή, ο πρώτος κατηγορούμενος έλαβε την απόφαση και στις 7-10-2002, ημέρα υποβολής από το δεύτερο κατηγορούμενο υποψήφιο της υπ' αριθμ. 3.190/7-10-2002 αίτηση του για κατάταξη κατάρτισε πλαστό έγγραφο. Ειδικότερα ο πρώτος κατηγορούμενος με πρόθεση κατάρτισε το ως άνω έντυπο αναλυτικής βαθμολογίας δια αναπαραγωγής με τη μέθοδο της σάρωσης με ηλεκτρονικό υπολογιστή από το πρωτότυπο και αλλοίωσε ηλεκτρονικά στοιχεία του γνησίου εγγράφου, στο οποίο αναγραφόταν η πραγματική βαθμολογία του συγκατηγορουμένου του Δ. Σ., την οποία διαφοροποίησε στα επιμέρους μαθήματα, όπως αναλυτικά αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας, κατά τρόπο ώστε να εμφανίζεται η βαθμολογία αποφοίτησης του από τη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών υψηλότερη από την πραγματική και συγκεκριμένα σε 17,5 που αντιστοιχεί σε 8,45, με βάση την οποία βαθμολογία κατετάγη και εισήχθη δεύτερος στη σχολή, σύμφωνα με τον περιεχόμενο πίνακα κατάταξης στο υπ' αριθμ. 3/12-11-2002 πρακτικό Γενικής Συνέλευσης του Τμήματος. Αντίθετα ο πραγματικός μέσος όρος βαθμού αποφοίτησης του ως άνω κατηγορουμένου ήταν 15,78 που αντιστοιχεί σε 7,89. Το έγγραφο αναλυτικής βαθμολογίας που κατάρτισε ο πρώτος κατηγορούμενος, σύμφωνα με τη φερόμενη στο έγγραφο αυτό σφραγίδα είναι ακριβές φωτοαντίγραφο από το πρωτότυπο που επέδειξε ο δεύτερος κατηγορούμενος Δ. Σ. στις 7-10-2002, φέρει στρογγυλή σφραγίδα του Τμήματος Διοικητικών Υποθέσεων του ΤΕΙ Πάτρας, η οποία σφραγίδα δεν ίσχυε πλέον, διότι κατά τον Οργανισμό του ΤΕΙ που δημοσιεύθηκε το έτος 2002 (ΠΔ 354/2002 ΦΕΚ 298/2002) και τέθηκε σε ισχύ το έτος 2003, το Τμήμα Διοικητικών Υποθέσεων μετονομάσθηκε σε Τμήμα Προσωπικού. Επίσης το ίδιο έγγραφο έφερε υπογραφή κάτω από την ένδειξη της σφραγίδας "Η Γραμματέας Τμήματος" κατ' απομίμηση της υπογραφής δήθεν γραμματέας Τμήματος, χωρίς το όνομα του υπογράφοντος που υποχρεωτικά έπρεπε να αναγράφεται για να προκύπτει ποιος ενέργησε την επικύρωση. Με βάση τα ανωτέρω το ως άνω έγγραφο ήταν πλαστό καθόσον η ανωτέρω βαθμολογία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική βαθμολογία αποφοίτησης του Δ. Σ., αλλά είχε παραποιηθεί κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, η σφραγίδα που βρισκόταν στην κατοχή του κατηγορουμένου και χρησιμοποίησε δεν ίσχυε πλέον, η δε φερόμενη υπογραφή Γραμματέως Τμήματος που είχε τεθεί κάτω από τη σφραγίδα, δεν συνιστά γνήσια υπογραφή Γραμματέα Τμήματος ούτε συνοδευόταν από την υποχρεωτική αναγραφή των στοιχείων εκείνου που ενέργησε την επικύρωση. Σημειωτέον ότι από την αντιπαραβολή της αναλυτικής βαθμολογίας του Δ. Σ. από την ως άνω Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών που αναζήτησε το ΤΕΙ Πατρών κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, με το πλαστό έγγραφο αναλυτικής βαθμολογίας που προσκόμισε ο κατηγορούμενος αυτός με την αίτηση του για την κατάταξη του στο ΤΕΙ Πάτρας προκύπτει παραποίηση της βαθμολογίας σε 21 μαθήματα. Με βάση αυτά ο πρώτος κατηγορούμενος προέβη σε κατάρτιση του ως άνω πλαστού εγγράφου με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους και καθηγητές του ΤΕΙ Πατρών και να διευκολύνει το στρατιωτικό Δ. Σ., με τον οποίο διατηρούσε οικογενειακές φιλικές σχέσεις, ώστε αυτός με τη χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου που εμφάνιζε την βαθμολογία του αποφοίτησης από τη σχολή μόνιμων υπαξιωματικών υψηλότερη της πραγματικής, γεγονός δηλαδή που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και να επιτύχει την εισαγωγή του με το σύστημα κατάταξης πτυχιούχων στο τμήμα Επιχειρηματικού σχεδιασμού και Πληροφοριακών Συστημάτων του ΤΕΙ Πατρών (βλ. από 21-3-2006 πρακτικό Επιτροπής Ελέγχου Σπουδαστικών Θεμάτων του ως άνω Τμήματος ΤΕΙ Πατρών). Περαιτέρω σύμφωνα με το 3/12-11-2002 πρακτικό Γενικής Συνέλευσης του ΤΕΙ Πάτρας ως άνω Τμήμα, κατ' αυτή μεταξύ των άλλων αποφασίσθηκε και η κατάταξη των υποψηφίων πτυχιούχων του έτους 2002-2003 που εισηγήθηκε ο πρώτος κατηγορούμενος προϊστάμενος του ίδιου τμήματος με βάση το βαθμό του πτυχίου καθώς και τις αιτήσεις των υποψηφίων, σύμφωνα με προηγούμενη απόφαση του Τμήματος (ν.1865/1989, ν.1966/1991, ΣΤ5) 53/2001 ΥΠ ΑΠ ΦΕΚ 1484/31-10-2001 και με δεδομένο ότι ο αριθμός των εισακτέων της κατηγορίας αυτής δεν μπορούσε να υπερβεί το 4% του συνόλου αποφασίσθηκε να εισαχθούν με βάση τον βαθμό του πτυχίου οι 11 πρώτοι, στην οποία διαδικασία ο δεύτερος κατηγορούμενος κατετάγη στη δεύτερη θέση με βαθμό πτυχίου 8,45. Δηλαδή ελήφθη υπόψη το πλαστό ως άνω έγγραφο με την παραποιημένη βαθμολογία.
Συνεπώς αποκλείεται η περίπτωση το πλαστό αυτό έγγραφο να τέθηκε εκ των υστέρων στο φάκελο της αίτησης του δευτέρου κατηγορουμένου με αποκλειστικό σκοπό να τον βλάψει. Επίσης το πλαστό αυτό έγγραφο έλαβε υπόψη του ο πρώτος κατηγορούμενος που εισηγήθηκε την υπόθεση, ο οποίος αφού είχε προσωπικό ενδιαφέρον για την περίπτωση του δεύτερου κατηγορούμενου υποψηφίου φίλου του, ασφαλώς και γνώριζε την πραγματική βαθμολογία του πτυχίου αυτού. Έτσι, εάν πράγματι δεν είχε ανάμειξη στην πλαστογραφία του εγγράφου αυτού, όπως αβασίμως υποστηρίζει, ακόμη και αν δεν αντιλαμβανόταν την παρατυπία που υπήρχε στον ως άνω τρόπο επικύρωσης του εγγράφου (αναλυτικής βαθμολογίας) σε κάθε περίπτωση θα αντιλαμβανόταν την αλλοίωση που είχε γίνει στο ίδιο έγγραφο ως προς το ύψος της βαθμολογίας από 7,89 που ήταν η πραγματική και γνώριζε σε 8,45 που είχε παραποιηθεί αυτή. Αντίθετα αποσιώπησε το γεγονός, πράγμα που υποδηλώνει τη συμμετοχή του σε αυτό και προχώρησε σε κατάταξη του φίλου του με βάση την παραποιημένη βαθμολογία (8,45), στην οποία ενέργεια οι λοιποί καθηγητές μέλη της Γενικής Συνέλευσης εμπιστεύθηκαν αυτόν. Επίσης τα ως άνω επιβεβαιώνονται και από τον τρόπο κατάρτισης του πλαστού αυτού εγγράφου με τη χρήση της ως άνω σε αχρησία σφραγίδας, την οποία ο ίδιος πρώτος κατηγορούμενος είχε χρησιμοποιήσει και σε άλλες περιπτώσεις, όπως για τη σύναψη των παρακάτω πλαστών βεβαιώσεων αποδοχών, την επικύρωση εγγράφων δικαιολογητικών την 12-5-2004 της κουμπάρας του Ε. Μ. (ΔΑΤ τίτλους σπουδών) για τη συμμετοχή της σε διαγωνισμό του ΑΣΕΠ για την πρόσληψη της στο ίδιο ως άνω Τμήμα του ΤΕΙ Πάτρας σε θέση διοικητικής γραμματειακής υποστήριξης. Επίσης με την ίδια σφραγίδα φέρεται να έχει σφραγισθεί έγγραφο που περιέχεται στο φάκελο του κ. Σ. Χ. (γιου του πρώτου κατηγορουμένου) ως υποψηφίου ΕΕΠ του ίδιου Τμήματος για το ακαδημαϊκό έτος 2005-2006. Ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι ότι το ως άνω πλαστό έγγραφο αναλυτικής βαθμολογίας σε ουδέν παραπλάνησε και ουδεμία έννομη συνέπεια είχε γιατί ακόμη και με την πραγματική βαθμολογία του 7,89 ο δεύτερος κατηγορούμενος θα εισαγόταν στο ΤΕΙ Πάτρας και μάλιστα στην έκτη θέση. Ο ισχυρισμός αυτός αλυσιτελώς κατ' αρχήν προβάλλεται γιατί για τη θεμελίωση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, όπως αυτό προβλέπεται από το άρθρο 216 ΠΚ, αρκεί η δυνατότητα το έγγραφο να έχει πρόσφορο προς απόδειξη και να μπορεί να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, αδιάφορο αν επιτεύχθηκε η παραπλάνηση (ΑΠ 867/2006 ΠΧρον ΝΖ'244). Σε κάθε δε περίπτωση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν ήταν σίγουρη η εισαγωγή του δευτέρου κατηγορουμένου με την προαναφερόμενη βαθμολογία, ώστε η διόρθωση της βαθμολογίας προς τα πάνω εξασφάλιζε αυτή. Επίσης ισχυρίζεται ο δεύτερος κατηγορούμενος ότι είχε βγει τρίτος στη σχολή του, είχε βαθμό 7,5 και γνώριζε ότι σε κάθε περίπτωση θα κατατασσόταν με τον ως άνω βαθμό του ως υποψήφιος απόφοιτος της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών, ώστε δεν υπήρχε λόγος για να πλαστογραφήσει τη βαθμολογία του. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος, γιατί στην προκειμένη περίπτωση η κατάταξη δεν αφορούσε μόνο αποφοίτους στρατιωτικών σχολών, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 του ν.2913/2001, αλλά περιλαμβάνει αποφοίτους όλων των σχολών (ν. 1966/1991), όπως άλλωστε προκύπτει από τον πίνακα κατάταξης, οπότε ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να γνωρίζει τη βαθμολογία αυτών. Σημειωτέον ουδείς λόγος υπήρχε ο δεύτερος κατηγορούμενος να επικυρώσει το έγγραφο αναλυτικής βαθμολογίας του, αφού αυτό έλαβε σε πρωτότυπο από την ως άνω σχολή του για να το υποβάλει με την αίτηση του προς κατάταξη. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην ως άνω πράξη πλαστογραφίας του πρώτου κατηγορουμένου. Ειδικότερα ο δεύτερος κατηγορούμενος, ενώ διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις με τον πρώτο κατηγορούμενο, με υποδείξεις, προτροπές και πειθώ προκάλεσε σε αυτόν την απόφαση να προβεί σε πλαστογραφία εγγράφου που μπορούσε να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Έτσι, αφού παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο γνήσιο αντίγραφο της ως άνω από 13-3-2002 κατάστασης αναλυτικής βαθμολογίας του στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών, έπεισε αυτόν να προβεί σε κατάρτιση του προαναφερόμενου επικυρωμένου ακριβούς φωτοαντιγράφου αυτής με παραποιημένη τη βαθμολογία των επί μέρους μαθημάτων, ώστε να εμφανίζεται με βαθμό 8,45 αντί του αληθούς 7,89, προκειμένου να υποβάλει το δικαιολογητικό αυτό ως επικυρωμένο αντίγραφο της αναλυτικής βαθμολογίας για την εισαγωγή του στο Τμήμα Επιχειρηματικού Σχεδιασμού και Πληροφοριακών Συστημάτων, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμοδίους για την παραλαβή των δικαιολογητικών υπαλλήλους της Γραμματείας του ως άνω ΤΕΙ Πατρών καθώς και τους καθηγητές μέλη της ΓΣ του ως άνω Τμήματος του ΤΕΙ ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων στο πρόσωπο του για να επιτύχει την εισαγωγή του ως φοιτητής στο συγκεκριμένο Τμήμα ΤΕΙ με το σύστημα της κατάταξης και κριτήριο τον ως άνω υψηλό βαθμό αποφοίτησης. Ήταν δε το έγγραφο αυτό πρόσφορο προς απόδειξη προκειμένου με τη χρήση του να παραπλανήσει τους ανωτέρω ως προς το ύψος της πραγματικής βαθμολογίας του, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Περαιτέρω ο ίδιος δεύτερος κατηγορούμενος έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου αναλυτικής βαθμολογίας, το οποίο προσκόμισε και κατέθεσε με το πτυχίο του και τα υπόλοιπα έγγραφα δικαιολογητικά ως δικαιολογητικό συνημμένο στην αριθμ. 3190/7-10-2002 αίτησή του για κατάταξη στη Γραμματεία του Τμήματος Επιχειρηματικού Σχεδιασμού του ΤΕΙ Πατρών, προκειμένου να επιτύχει την εισαγωγή του στη σχολή αυτή με τη μέθοδο της κατάταξης αν και γνώριζε ότι ήταν πλαστό, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους της Γραμματείας του ΤΕΙ Πάτρας και τους καθηγητές μέλη της Γενικής Συνέλευσης του ανωτέρω Τμήματος ΤΕΙ ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του των προϋποθέσεων για την εισαγωγή του στη σχολή αναφορικά με το ύψος της βαθμολογίας του, όπου τελικά κατετάγη και εισήχθη δεύτερος σύμφωνα με την 3/12-11-2002 απόφαση Γενικής Συνέλευσης με βαθμό 8,45 αντί του αληθούς 7,89 και επελέγη ως σπουδαστής μεταξύ των 11 συνολικά επιτυχόντων. Επομένως στοιχειοθετείται σε βάρος του η πράξη της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της, πλαστογραφίας του πρώτου κατηγορουμένου με την επιβαρυντική περίσταση της χρήσης του πλαστού εγγράφου αυτού, για την οποία πράξη πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Πρέπει να σημειωθεί ότι η πράξη δεν φέρει το χαρακτήρα της πλαστογραφίας πιστοποιητικού που προβλέπεται από το άρθρο 217 ΠΚ, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο δεύτερος κατηγορούμενος. Και τούτο γιατί η πλαστογράφηση και η χρήση του πλαστού εγγράφου κατάστασης αναλυτικής βαθμολογίας δεν είχε αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της άμεσης συντήρησης την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο του ιδίου του δράστη, αφού έγινε προς παραπλάνηση των ως άνω αρμοδίων οργάνων του ΤΕΙ Πάτρας και να επιτύχει ο κατηγορούμενος την εισαγωγή του στο ως άνω Τμήμα ΤΕΙ ως φοιτητής όπως και χρησιμοποιήθηκε, μπορούσε δε αντικειμενικά να βλάψει τρίτον που θα αποκλειόταν από την εισαγωγή του στο ΤΕΙ. Επομένως ο ως άνω ισχυρισμός του δευτέρου κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος καθηγητής του ΤΕΙ Πάτρας καθώς και η σύζυγος του Α. Γ. επίσης καθηγήτρια του ιδίου ΤΕΙ αμείβονταν εκτός από τις τακτικές αποδοχές τους ως καθηγητές και από τον Ειδικό Λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Προγράμματος ΕΠΕΑΕΚ II, για τις οποίες αποδοχές ελάμβαναν ιδιαίτερες βεβαιώσεις αποδοχών για την υποβολή φορολογικής δήλωσης. Έτσι ο κατηγορούμενος για την υποβολή κοινής φορολογικής δήλωσης του ιδίου και της ως άνω συζύγου του έλαβε από το ανωτέρω εκπαιδευτικό ίδρυμα βεβαιώσεις ετήσιων αποδοχών για το οικονομικό έτος 2003 για τον ίδιο και τη σύζυγο του επί των οποίων αναγραφόταν δια θέσεως σφραγίδας η φράση "εκτός από την παρούσα βεβαίωση τακτικών αποδοχών χορηγήθηκε μια ακόμη βεβαίωση" και του χορηγήθηκαν επίσης βεβαιώσεις προσθέτων αποδοχών από τον ανωτέρω Ειδικό Λογαριασμό που όφειλε να τις επισυνάψει στην κοινή φορολογική δήλωση. Αντί αυτού όμως αυτός κατάρτισε δύο πλαστά έγγραφα, φερόμενα ως βεβαιώσεις ετησίων αποδοχών με ημερομηνία επίδοσης 31-1-2003, στα οποία αναγράφονταν τα εισοδήματα του ιδίου και της συζύγου του αντίστοιχα από την απασχόληση τους ως καθηγητών του ΤΕΙ, πλην όμως απάλειψε τη φράση περί υπάρξεως και εκδόσεως δεύτερης βεβαιώσεως για τα χρήματα που έλαβαν από τον Ειδικό Λογαριασμό και έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του βεβαιούντος Γ. Λ., Γενικού Γραμματέα του ΤΕΙ ως εκκαθαριστή αποδοχών, την ίδια ανωτέρω στρογγυλή σφραγίδα ΤΕΙ ΠΑΤΡΩΝ Τμήμα Διοικητικών Υποθέσεων που είχε στην κατοχή του και χρησιμοποίησε και στα ανωτέρω υπόλοιπα έγγραφα.
Συνεπώς τα έγγραφα αυτά- βεβαιώσεις αποδοχών ήταν πλαστά. Αυτά δε έπραξε προκειμένου να παραπλανήσει με τη χρήση των εγγράφων αυτών τα αρμόδια όργανα του Δημοσίου ως προς το ακριβές ύψος των εισοδημάτων τους και να αποκρύψει για τον εαυτό του και τη σύζυγο του μέρος του φορολογητέου εισοδήματος και να επιτύχει ελάττωση του οφειλομένου φόρου εισοδήματος. Ακολούθως έκανε χρήση των ανωτέρω βεβαιώσεων τις οποίες επισύναψε και προσκόμισε στις 28-5-2003 κατά την υποβολή της κοινής φορολογικής δήλωσης της Γ' Δ.Ο.Υ. Πατρών. Σημειωτέον μετά την αποκάλυψη της πράξεως αυτής επιβλήθηκαν στον πρώτο κατηγορούμενο υψηλά πρόστιμα, ο δε ισχυρισμός του ότι από την πράξη αυτή της πλαστογραφίας και της χρήσης πλαστού εγγράφου ουδεμία ωφέλεια είχε, γιατί ήδη είχε παρακρατηθεί ο οφειλόμενος φόρος, κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμος". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πατρών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από το άρθρο 93 §3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκαν οι κατηγορούμενοι αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 §1α, 98 και 216 §§ 1,2 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παρεβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως του Σ. Χ. πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ η προβαλλόμενη απ' αυτόν αντίθεση των επισημαινομένων αποδεικτικών μέσων με τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αποφάσεως δεν αποτελεί αναιρετική πλημμέλεια, αλλά καταλήγει σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου (ή εσφαλμένη), γεγονός που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Περαιτέρω, αφού το Τριμελές Εφετείο δέχθηκε ότι "η πλαστογράφηση και η χρήση του πλαστού εγγράφου κατάστασης αναλυτικής βαθμολογίας δεν είχε αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της άμεσης συντήρησης την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο του ιδίου του δράστη, αφού έγινε προς παραπλάνηση των ως άνω αρμοδίων οργάνων του ΤΕΙ Πάτρας και να επιτύχει ο κατηγορούμενος την εισαγωγή του στο ως άνω τμήμα ΤΕΙ ως φοιτητής όπως και χρησιμοποιήθηκε, μπορούσε αντικειμενικά να βλάψει τρίτον που θα αποκλειόταν από την εισαγωγή του στο ΤΕΙ." και ότι η πράξη του δευτέρου κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος Δ. Σ. δεν φέρει τον χαρακτήρα της ηθικής αυτουργίας στην πλαστογραφία πιστοποιητικού που προβλέπεται από το άρθρο 217 ΠΚ, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 216 και 217 ΠΚ και με πλήρη αιτιολογία απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του άνω κατηγορουμένου, ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 217 ΠΚ. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ. δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Δ. Σ., περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των άρθρων 216 και 217 ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα ποινής. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους. Ως ελαφρυντική περίσταση, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, θεωρείται μεταξύ άλλων (υπό α') "το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος Δ. Σ., πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, κατέθεσε δια των συνηγόρων του έγγραφο υπόμνημα, στο οποίο μεταξύ άλλων, διαλαμβάνοντο και τα εξής "Πρότερος έντιμος βίος (84 §2α ΠΚ) Μέχρι τη διάπραξη του αδικήματος για το οποίο κατηγορούμαι ουδέποτε απασχόλησα τις Αρχές ή τα Δικαστήρια και διάγω έντιμη, ατομική, επαγγελματική, οικογενειακή και γενικά έντιμη ζωή". Τον ισχυρισμό αυτό, που έτσι όπως προβλήθηκε είναι τελείως αόριστος, ουδόλως ανέπτυξαν προφορικά οι συνήγοροί του ή ο ίδιος μετά την πρόταση του Εισαγγελέως περί ενοχής του ούτε μετά την κήρυξη αυτού ως ενόχου. Ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν υπείχε υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτόν, στον οποίο εκ περισσού απήντησε. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του άνω κατηγορουμένου Δ. Σ., εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως του Δ. Σ., υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η εκτίμηση της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, η οποία, όμως, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, γι' αυτό ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος κανενός λόγου των αιτήσεων αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν οι ένδικες αιτήσεις και να καταδικασθεί έκαστος αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 Κ.Ποιν.Δ.) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ. και 22 ν.3693/1957).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 17-5-2010 και 19-5-2010 αιτήσεις αναιρέσεως των Σ. Σ.-Α. Χ. του Σ. και Δ. Σ. του Κ., αντίστοιχα, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 464/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ, τον καθένα, και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, εκ τριακοσίων (300) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 1 Δεκεμβρίου 2010.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή