Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1533 / 2010    (Β, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Παραγραφή, Κλητήριο θέσπισμα, Ακυρότητα σχετική.




Περίληψη:
Καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση? αίτηση αναίρεσης της καταδικαστικής για τον αναιρεσείοντα απόφασης, με λόγους από το άρθρ. 510 § 1 στοιχ. Β΄, Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ ως ακολούθως: 1) Επίκληση σχετικής ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος (άρθρ. 170 § 1, 321 §§ 1 & 4 ΚΠΔ). 2) Παράβαση των ουσιαστικών διατάξεων για την παραγραφή (αφετηρία της παραγραφής προκειμένου για καθυστερούμενα προς το Δημόσιο χρέη). 3) Έλλειψη αιτιολογίας ως προς τη σύνδεση του αναιρεσείοντος με τα καθυστερούμενα προς το Δημόσιο εταιρικά χρέη και αντιφατική αιτιολογία ως προς το χρόνο τέλεσης των μερικότερων πράξεών του. Αυτεπάγγελτα εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας (άρθρ. 510 § 1 στοιχ. Η΄ ΚΠΔ), που κατέστησε δυσμενέστερη τη θέση του αναιρεσείοντος μετά την καταδίκη του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για καθυστερούμενα προς το Δημόσιο χρέη, ως προς τα οποία όμως είχε ανασταλεί με την πρωτόδικη απόφαση η ποινική διαδικασία. Αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης για τους λόγους από το άρθρ. 510 § 1 στοιχ. Δ΄ και Η΄ ΚΠΔ και απόρριψη των λοιπών λόγων.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1533/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Δημητρούλα Υφαντή, Αικατερίνη Κατσαβριά, Δημήτριο Κράνη- Εισηγητή, Βασίλειο Φράγγο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιο Κολιοκώστα και τον Γραμματέα Χρήστο Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λιβανό, περί αναιρέσεως της 246/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χίου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαΐου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 668/2010.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά τη διάταξη του άρθρ.321§1 ΚΠΔ, το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, και τον ακριβή καθορισμό της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξης, καθώς και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, η τήρηση δε της διατύπωσης αυτής επιβάλλεται, κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, με ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Η ακυρότητα όμως αυτή καλύπτε-ται κατά το αρθρ. 174§2 ΚΠΔ, αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στη δίκη και δεν προβάλλει αντιρρήσεις, διαφορετικά ως σχετική ακυρότητα (αρθρ. 170§1 ΚΠΔ), η οποία δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι έγκαιρα προτάθηκε από τον κατηγορούμενο πριν από την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το αρθρ. 510§1 στοιχ . Β' ΚΠΔ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κλητεύθηκε απευθείας στο ακροατήριο του ΜονΠλημΧίου για να δικασθεί ως υπαίτιος της παράβασης του αρθρ. 25§§1περ.γ',2,3 και 7 ν.1882/1990, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το αρθρ. 23§1 ν. 2523/1997 και τροποποιήθηκε με το αρθρ. 34§§1 και 2 ν. 3220/2004. Προς το σκοπό αυτό του επιδόθηκε στις 6.3.2009 το από 17.2.2009 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χίου, σύμφωνα με το οποίο κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι στη ... κατά το χρονικό διάστημα από 30.9.2002 μέχρι 31.7.2006, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, παραβίασε την οριζόμενη από τις κείμενες διατάξεις προθε-σμία των τεσσάρων μηνών για καταβολή των βεβαιω-μένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες χρεών του προς το Δημόσιο και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε στο Δημόσιο ατομικά χρέη συνολικού ύψους (συμπεριλαμβανομένων και των νομίμων προσαυξήσεων) 1.126.353,07 ευρώ, τα οποία είναι βεβαιωμένα στη Δ.Ο.Υ. ... και των οποίων τα ειδικότερα προσδιοριστικά στοιχεία (αριθμός και ημερομηνία βεβαίωσης, οικονομικό έτος και είδος φόρου, ανάλυση του ποσού, το απαιτητό μέρος για κάθε ένα και σε σύνολο, ο τρόπος πληρωμής, ο αριθμός των ληξιπρόθεσμων δόσεων και οι ημερομηνίες λήξης της πρώτης και της τελευταίας δόσης) εμφαίνονται αναλυτικά στον επισυναπτόμενο πίνακα χρεών, που συνέταξε η άνω Δ.Ο.Υ. Στον πίνακα αυτόν, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του κλητηρίου θεσπίσματος, ο κατηγο-ρούμενος, αντίθετα με όσα στη αρχή του κλητηρίου θεσπίσματος αναφέρονται, δεν εμφανίζεται ως οφειλέτης του Δημοσίου για ατομικά χρέη του, αλλά ως διαχειριστής, χωρίς άλλη διευκρίνιση και σύνδεση της διαχείρισης του με συγκεκριμένη επιχειρηματική δραστηριότητα του. Η έλλειψη αυτή συνεπάγεται κατά τον κατηγορούμενο ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού τον αποστερεί από τη δυνατότητα να κατανοήσει και να αποκρούσει την εναντίον του κατηγορία, γι' αυτό και με την έναρξη της διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ο συνήγορος του πρόβαλε την ακόλουθη ένσταση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του δικαστηρίου: "Το κλητήριο θέσπισμα δεν περιγράφει τις πράξεις, τις οφειλές που οφείλονται συγκεκριμένα. Πρόκειται για τρεις εταιρείες των οποίων εκπρόσωπος είναι ο κατηγο-ρούμενος. Το κατηγορητήριο είναι εντελώς αόριστο, δεν λέει τι αφορούν οι χρεώσεις της Δ.Ο.Υ., ποια εταιρεία , ποιο πλοίο αφορούν και ειδικότερα την επωνυμία και τα λοιπά στοιχεία της εταιρείας. Κατά μείζονα λόγο για τη μια εταιρεία έχει γίνει ρύθμιση χρεών. Με μια απλή ανάγνωση του πίνακα χρεών δεν μπορεί κανείς να αντιληφθεί τι αφορούν οι χρεώσεις, ποια εταιρεία και για ποιο λόγο (αιτία)". Η ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος απορρίφθηκε με παρεμπίπτουσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ταυτάριθμη με την υπ' αριθ. 1901/2009 οριστική απόφαση του, επειδή κρίθηκε ότι οι επισημαινόμενες ελλείψεις δεν είναι ουσιώδεις και δύνανται να καλυφθούν κατά την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο. Η παραπάνω ένσταση προβλήθηκε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο από τον κατηγορούμενο, ο οποίος για την απόρριψη της διατύπωσε και σχετικό παράπονο στην με αριθμό 79/7.7.2009 έφεση του κατά της πρωτόδικης απόφασης, όμως με την ίδια αιτιολογία απορρίφθηκε και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με παρεμπίπτουσα απόφαση του, ταυτάριθμη και συμπροσβαλλόμενη (αρθρ. 506§4 ΚΠΔ) με την αναιρεσιβαλλόμενη οριστική απόφαση του. Σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του ν.1882/1990 θεσπίζεται η ποινική ευθύνη των διαχειριστών εν γένει των εταιρειών για την καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. και στα Τελωνεία χρεών τους προς το Δημόσιο, τα ν.π.δ.δ. και τις επιχειρήσεις και οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Επομένως για να διασφαλίζεται το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου θα πρέπει στο κλητήριο θέσπισμα, που αφορά παράβαση του αρθρ. 25 ν. 1882/1990, να διευκρινίζεται όχι μόνον το είδος (η κατηγορία) του κρίσιμου χρέους, αλλά και η φύση του ως χρέους ατομικού του κατηγορουμένου ή εταιρείας υπό τη διαχείριση του και ανάλογα να προσδιορίζεται και η οφειλέτρια εταιρεία (πρβλ. ΑΠ 1053/2008). Κατά τα προεκτεθέντα, στο κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο, τα χρέη που τον αφορούν χαρακτηρίζονται μεν αρχικά ως ατομικά του, όμως στη συνέχεια σαφώς διευκρι-νίζεται με τον επισυναπτόμενο πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ ..., ότι αυτός ευθύνεται ποινικά ως διαχειριστής. Δεν αντιστοι-χίζεται βέβαια η διαχείριση του με συγκεκριμένη επιχείρηση, όμως η σύνδεση αυτή έμμεσα, αλλά με σαφήνεια , συνάγεται από τον παραπάνω πίνακα χρεών, αφού σ' αυτόν και σε αντιστοιχία με τη διαχειριστική ιδιότητα του κατηγορουμένου αναφέρεται ο ΑΦΜ των επί μέρους εταιρειών, που αυτός διαχειρίζεται και εκπροσωπεί και οι οποίες είναι έτσι ευχερώς προσδιορίσιμες, ενώ αναφέρεται και το είδος των ταμειακά βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εταιρικών χρεών.
Συνεπώς τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην συμπροσβαλλόμενη ως άνω παρεμπίπτουσα απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δεν κήρυξε άκυρο το κλητήριο θέσπισμα που αφορά τον αναίρεσείοντα κατηγορούμενο και απέρριψε τη σχετική ένσταση του, είναι αβάσιμα και πρέπει έτσι να απορριφθεί ο λόγος αυτός της αναίρεσης από το αρθρ. 510§1στοιχ.Β' ΚΠΔ, αφού κατά τα λοιπά είναι απαράδεκτα τα ενισχυτικά της ένστασης του περαιτέρω στοιχεία , που επικαλέσθηκε αυτός για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
2. Με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης ισχυρίζεται, κατ' εκτίμηση, ο αναιρεσείων ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις σχετικές με την παραγραφή ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, απέρριψε με την αυτή ως άνω παρεμπίπτουσα απόφαση του, ταυτάριθμη και συμπροσβαλλόμενη με την οριστική απόφαση του, τη σχετική ένσταση του, που είχε προτείνει και πρωτοδίκως, μολονότι το αποδιδόμενο σ' αυτόν κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι πλημμεληματικού χαρακτήρα και οι μερικότερες πράξεις που το συναπαρτίζουν ανάγονται οπωσδήποτε σε χρόνο προγενέστερο της πενταετίας σε σχέση με την επίδοση σ' αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος, οπότε κατά τα αρθρ. 111§§1και3 , 112 και 113§1 ΠΚ το αξιόποινο τους εξαλείφθηκε στο σύνολο τους με τη συμπλήρωση της πενταετούς παραγραφής πριν από την έναρξη της κύριας διαδικασίας, που σηματοδότησε η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος. Όμως ως αφετηρία του χρόνου παραγραφής των μερικότερων πράξεων του ο αναιρεσείων θεωρεί εσφαλμένα το χρόνο που τα χρέη των εκπροσω-πούμενων από αυτόν εταιρειών, για την καθυστέρηση καταβολής των οποίων κατηγορείται, έπρεπε να έχουν καταβληθεί από τις ίδιες τις εταιρείες, ενώ όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με την τροποποιημένη με το αρθρ. 34§2 ν.3220/2004 διάταξη του αρθρ. 25§7 ν.1882/1990, όπως είχε αντικατασταθεί με το αρθρ. 23§1 ν.2523/1997, ως αφετηρία παραγραφής των πράξεων του αναιρεσείοντος ισχύει η συμπλήρωση τετράμηνης καθυστέρησης στην καταβολή των ως άνω εταιρικών χρεών, αφότου τα χρέη αυτά, για τα οποία κατηγορείται, βεβαιώθηκαν ταμειακά και κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά το αρθρ. 5§2 ν.δ. 356/1974 περί Κ.Ε.Δ.Ε. (πρβλ. ΑΠ 2180/2009). Επομένως ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στην πλημμέλεια του αρθρ. 510§1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
3.Η έλλειψη από την απόφαση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που απαιτείται κατά τα αρθρ. 93§3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το αρθρ. 510§1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, έχει δε η καταδικαστική απόφαση την αναγκαία αυτή ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τόσο τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, όσο και οι αποδείξεις από τις οποίες προκύπτουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη (ΑΠ 126/2009). Μάλιστα για την επάρκεια της αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλο-συμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, αφού αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση ειδικότερα με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα από την απόφαση ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους υπόψη και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Η βεβαιότητα αυτή υπάρχει και όταν τα αποδεικτικά μέσα αναφέρονται στην απόφαση μόνον γενικώς κατά την κατηγορία και το είδος τους (λ.χ. μάρτυρες, έγγραφα κλπ...), αρκεί έτσι να καλύπτεται το σύνολο των αποδεικτικών μέσων. Αντίθετα δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά σε κάθε αποδεικτικό μέσο και ανάλυση του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται με την απόφαση ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα υπόλοιπα (ΑΠ 356/2009). Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθρ. 25§§1,2και3 ν. 1882/1990, στο μέτρο που ως ευμενέστερες ισχύουν όπως είχαν πριν από την τροποποίηση τους με το αρθρ. 34 ν. 3220/2004, κρίσιμα στοιχεία για τη συγκρότηση του αντίστοιχου εγκλήματος της καθυστέρησης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να περιέχονται στην καταδικαστική απόφαση για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, είναι: 1) η αρχή που βεβαίωσε το χρέος και τα στοιχεία της βεβαίωσης, 2) το ύψος και το είδος του χρέους με απαραίτητη τη διάκριση μεταξύ ατομικών και εταιρικών χρεών, 3) ο τρόπος πληρωμής του χρέους, εφάπαξ ή σε δόσεις, και ο ακριβής χρόνος καταβολής του εφάπαξ ποσού ή αναλόγως της κάθε δόσης, δηλαδή ο χρόνος που το χρέος ως εφάπαξ ποσό ή οι δόσεις του κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και 4) η συμπλήρωση του χρόνου καθυστέρησης στην καταβολή του χρέους, που διαφοροποιείται αναλόγως αν το χρέος είναι καταβλητέο εφάπαξ ή σε δόσεις και ήδη μετά την τροποποίηση της προηγούμενης ρύθμισης με το αρθρ. -34§1 ν. 3220/2004 ορίσθηκε σε τέσσερις μήνες ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του χρέους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλ-λόμενη οριστική απόφαση, το ΤριμΠλημΧίου που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε ότι "από όλη την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν νόμιμα, από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος υπεράσπισης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την υπόλοιπη διαδικασία αποδείχθηκε και το δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις αποδιδόμενες σε αυτόν με το κατηγορητήριο αξιόποινες πράξεις που αφορούν τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, που αναφέρονται στον πίνακα χρεών του κατηγορητηρίου με α/α 4,5,6,7,8,9,10,14, 15,16,17,18,19,20,21,22, γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών, διότι αποδεικνύεται ειδικότερα ότι στη ... κατά το χρονικό διάστημα από 30.9.2002 μέχρι 31.7.2006, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, παραβίασε την σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προθεσμία των τεσσάρων μηνών για καταβολή των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες χρεών του προς το Δημόσιο και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε στο Δημόσιο ατομικά χρέη συνολικού ύψους (συμπεριλαμβανομένων και των νομίμων προσαυξήσεων) 1.126.353,07 ευρώ, τα οποία είναι βεβαιωμένα στη Δ.Ο.Υ. ... και των οποίων τα ειδικότερα προσδιοριστικά στοιχεία (αριθμός και ημερομηνία βεβαίωσης, οικονομικό έτος και είδος φόρου, ανάλυση του ποσού, το απαιτητό μέρος για κάθε ένα και σε σύνολο, ο τρόπος πληρωμής, ο αριθμός των ληξιπρόθεσμων δόσεων και οι ημερομηνίες λήξης της πρώτης και της τελευταίας δόσης) εμφαίνονται αναλυτικά στον παρακάτω πίνακα χρεών, που συνέταξε η άνω Δ.Ο.Υ. και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης ως εξής...". Το αιτιολογικό αυτό της προσβαλλόμενης οριστικής απόφασης, που είναι ίδιο και με το διατακτικό της, αποτελεί στην ουσία απλή επανάληψη όσων διαλαμβάνονται στο κλητήριο θέσπισμα και καλύπτουν τα τυπικά μόνο στοιχεία της κατηγορίας, όπως αυτή συμπληρώνεται και με τον ενσωματωμένο στο κλητήριο θεσπισμα και στην απόφαση πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. Χίου. Έτσι όμως η αιτιολογία της προσβαλλόμενης οριστικής απόφασης, με την οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος για το παραπάνω έγκλημα της καθυστέ-ρησης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και καταδικάσθηκε τελικώς σε φυλάκιση δέκα μηνών με τη συνδρομή στο πρόσωπο του της ελαφρυντικής περίστασης του αρθρ. 84§2β ΠΚ, δεν είναι η αναγκαία, κατά τα προεκτεθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτεί το Σύνταγμα και ο ΚΠΔ, αλλά αντίθετα αυτή είναι ασαφής , ελλιπής και αντιφα-τική, αφού ο κατηγορούμενος, αν και καταδικάσθηκε ως διαχειριστής εταιρειών για καθυστέρηση καταβολής βεβαιω-μένων στη Δ.Ο.Υ. Χίου ληξιπρόθεσμων και εφάπαξ πληρωτέων χρεών , τα οποία από παραδρομή στην αρχή του αιτιολογικού και του διατακτικού της απόφασης χαρακτηρίζονται ως ατομικά του χρέη και όχι ως εταιρικά, εντούτοις στη συνέχεια δεν διευκρινίζεται στην απόφαση το είδος και το θεμέλιο της διαχείρισης του σε συσχέτιση και σύνδεση με συγκεκριμένη εταιρεία, της οποίας απλώς αναφέρεται ο ΑΦΜ, ενώ αντιφατικά ως χρόνος τέλεσης των επί μέρους πράξεων του, που συναπαρτίζουν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα του της καθυστέρησης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, αναφέρεται το διάστημα από 30.9.2002 μέχρι 31.7.2006, μολονότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στον ενσωματωμένο στην απόφαση πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. Χίου, τα χρέη του πίνακα με α/α 4,5,6,7,8,14,15,16,17,18,19,20,21 και 22, κατέστησαν ληξιπρόθεσμα μεταξύ 30.3.2004 και 31.7.2006, οπότε ο χρόνος τέλεσης της αντίστοιχης μερικότερης πράξης του μεταφέρεται στο χρόνο συμπλήρωσης της τετράμηνης έκτοτε καθυστέρησης στην πληρωμή κάθε μερικότερου χρέους, στα οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, υπερβαίνοντας την εξουσία του και καθιστώντας δυσμενέστερη τη θέση του κατηγορουμένου, κακώς συμπεριέλαβε και τα χρέη του πίνακα με α/α 9και 10, αφού ως προς τα χρέη αυτά, νια τα οποία δεν ασκήθηκε έφεση και τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα σε μεταγενέστερο διάστημα, δηλαδή στις 28.2.2007 και 31.1.2007 αντίστοιχα, ανεστάλει με την πρωτόδικη οριστική απόφαση η ποινική διαδικασία, επειδή ρυθμίστηκαν να καταβληθούν σε δόσεις. Επομένως κατά παραδοχή ως βάσιμων τόσο του τρίτου λόγου της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το αρθρ. 510§1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, δηλαδή η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης, όσο και του αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενου κατά το αρθρ. 5.11 ΚΠΔ λόγου αναίρεσης από το αρθρ. 510§1 στοιχ. Η'ΚΠΔ για υπέρβαση εξουσίας από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλ-λόμενη οριστική απόφαση, η κατά της οποίας αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε παραδεκτά (αρθρ. 504§§1 και 4, 505, 507§1 509§1 ΚΠΔ). Ακολούθως πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο αυτό δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη ήδη απόφαση, συντιθέμενο όμως από δικαστές άλλους από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως (αρθρ. 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 246/2010 οριστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χίου Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο αυτό ως άνω δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Σεπτεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Σεπτεμβρίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή