Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Πόθεν έσχες, Εισαγγελικής πρότασης γνωστοποίηση.
Περίληψη:
Βούλευμα παραπεμπτικό για μη υποβολή δηλώσεων πόθεν έσχες 2004 & 2005 από Δ/ντή ΔΟΥ. 1) Απορριπτέος ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, για το λόγο ότι δεν παρέμεινε η δικογραφία στην Εισαγγελία επί 10ήμερο από την ειδοποίηση του κατηγορουμένου να λάβει γνώση της Εισαγγελικής Προτάσεως: α) ως αόριστος, διότι δεν καθορίζεται στην αίτηση αναίρεσης πότε και πού υπέβαλε σχετική αίτηση να λάβει γνώση ο κατηγορούμενος, ώστε να κριθεί από τον Άρειο Πάγο, η πάροδος ή μη της 10ήμερης προθεσμίας του άρθρου 308 § 2 του ΚΠΔ, και β) ως αβάσιμος, διότι υπήρχε κίνδυνος παραγραφής, αφού η πρώτη πράξη φέρεται τελεσθείσα στις 24-8-2004, ο δε κατηγορούμενος έλαβε γνώση της Εισαγγελικής προτάσεως, η δε άνω διάταξη του άρθρου 308 εξαιρεί την τήρηση της προθεσμίας αυτής στις περιπτώσεις κινδύνου παραγραφής. 2) Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου λόγοι αναιρέσεως. Η εκπρόθεσμη δε υποβολή της άνω δηλώσεως, κατά τις παραπάνω εφαρμοσθείσες διατάξεις νόμου, δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως, ούτε αποκλείει τον καταλογισμό αυτής στον υπαίτιο (ΑΠ 1638/2009, 1749/2005). 3) Αναιρεί το βούλευμα για την πρώτη πλημμεληματική πράξη που τελέσθηκε 24-8-2004, γιατί ήδη συμπληρώθηκε πενταετία και ΠΟΠΔ.
Αριθμός 2311/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή και Ιωάννη Παπαδόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1416/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Ιουλίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1106/2009. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, με αριθμό 258/31-7-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ' αριθμό 1416/2009 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών τον Χ για να δικαστεί ως υπαίτιος τελέσεως μη υποβολής, από πρόθεση, δήλωσης υπηρεσιακής κατάστασης - άρθρα 1, 2 ν. 3213/2003 - κατ' εξακολούθηση - 98 ΠΚ - με χρόνο τέλεσης 24/8/2004 και 30-6-2005. Συγκεκριμένα, το άνω συμβούλιο, το οποίο ως αποκλειστικά αρμόδιο να αποφανθεί επί της ουσίας της υπόθεσης μετά το πέρας της ενεργηθείσης από τον Εφέτη ανακριτή κυρίας ανάκρισης, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 3213/2003, δέχθηκε, με επιτρεπτή καθ' ολοκληρίαν παραπομπή στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, ότι "Στην υπό κρίση υπόθεση, από το συλλεγέν από την διεξαχθείσα κυρία ανάκριση αποδεικτικό υλικό και ιδιαίτερα, από τα έγγραφα, που υπάρχουν στην δικογραφία σε συνδυασμό και με την απολογία και το απολογητικό υπόμνημα του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Χ, κατά τα έτη 2004 και 2005, διετέλεσε Προϊστάμενος της ΔΟΥ .... Λόγω της ιδιότητός του δε αυτής, είχε υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 20 και 21 του Ν. 2343/95, υποβολής στην οικεία Διεύθυνση Διοικητικού ή Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών, στην οποία ανήκε, ως προς την υπηρεσιακή του κατάσταση, δηλώσεως, αφορώσης την περιουσιακή του κατάσταση, για τα ανωτέρω έτη, περιέχουσα σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 του Ν. 3213/2003, λεπτομερώς, τα υφιστάμενα, κατά το χρόνο της υποβολής της περιουσιακά στοιχεία και ιδίως, α) έσοδα, από κάθε πηγή, β) τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σ' αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους, γ) τις μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους, δ) τις καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα, ε) τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσεως οχήματα, στ) η συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση, προκειμένου η Διεύθυνση αυτή, να την διαβιβάσει ακολούθως προς έλεγχο στην αρμόδια Υπηρεσία Οικονομικής Επιθεώρησης. Με αφορμή τηλεοπτική εκπομπή, σχετικά και με υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και σε εκτέλεση της υπ' αριθμ. 1092658/5449/ΔΕΥ-Α5142/Φ 5055/18-10-07 εντολής της Δ/νσης Επιθ/σης Υπηρεσιών (Τμήμα Α') της Γενικής Δ/νσης Οικον. Επιθ/σης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, ο Οικονομικός Επιθεωρητής ... διεξήγαγε έρευνα-ΕΔΕ. Από τη διεξαχθείσα έρευνα- ΕΔΕ αυτή, περί των αποτελεσμάτων της οποίας ο ως άνω Οικονομικός Επιθεωρητής συνέταξε την από 30/3/2008 (υπ' αριθμ. πρωτ. ΕΜΠ 392/1-4-2008) πορισματική αναφορά του, προέκυψε, ότι ο κατηγορούμενος Χ, ο οποίος κατά τα έτη 2001 έως και 2005 κατείχε θέσεις Προϊσταμένου Διεύθυνσης και ειδικώτερα, κατά τα έτη 2004 και 2005, κατείχε θέση Προϊσταμένου της ΔΟΥ ..., και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 20 του Ν.2343/95, ώφειλε να υποβάλλει δήλωση περιουσιακής κατάστασης, σύμφωνα με το υπ' αριθμ. πρωτ. ΕΜΠ 297/10-11-2005 έγγραφο της Δ/νσης Ανατολικής Αττικής, δεν εξεπλήρωσε τη νόμιμη αυτή υποχρέωση του, υποβαλών αυτές, τελικώς, εκπρόθεσμα, κατόπιν σχετικού αιτήματος της Δ/νσης Οικονομικής Επιθεωρήσεως Ανατολικής Αττικής. Δηλαδή, ο ανωτέρω κατηγορούμενος Χ, τυγχάνοντας, κατά τα έτη 2004 και 2005, Προϊστάμενος της ΔΟΥ ..., και, λόγω της ιδιότητος του αυτής, τυγχάνοντας υπόχρεος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 2 του Ν.2343/95, προς υποβολή στην οικεία Δ/νση Διοικητικού ή Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών, στην οποία ανήκε, ως προς την υπηρεσιακή του κατάσταση, δηλώσεως περιέχουσας, σύμφωνα με το άρθρο 2§Ι του Ν.3213/2003, λεπτομερώς, τα υφιστάμενα, κατά το χρόνο της υποβολής της περιουσιακά του στοιχεία, για τα έτη 2004 και 2005, προκειμένου η Δ/νση αυτή, να την διαβιβάσει, ακολούθως, προς έλεγχο, στην αρμόδια Υπηρεσία της Οικονομικής Επιθεώρησης καίτοι εγνώριζε καλώς την υποχρέωση του αυτή, από πρόθεση, παρέλειψε να υποβάλει στην ως άνω αρμόδια υπηρεσία, όπως είχε νόμιμη υποχρέωση, δήλωση της περιουσιακής του καταστάσεως, με το προβλεπόμενο από το νόμο περιεχόμενο, για τα έτη 2004 και 2005, εντός των ορισμένων προθεσμιών και δη μέχρι την 24/8/2004 (που είχε ορισθεί ειδικά για το έτος 2004) και την 30/6/2005, αντίστοιχα. Ο κατηγορούμενος αρνείται, την αποδιδομένη σ' αυτόν πράξη, ισχυριζόμενος ότι υπέβαλε τις από το νόμο απαιτούμενες δηλώσεις περιουσιακής του καταστάσεως, προσάγοντας και επικαλούμενος α) το ΕΜΠ 308/29-11-2005 έγγραφο της Δ/νσης Οικονομικής Επιθεώρησης Ανατολικής Αττικής της Γενικής Δ/νσης Οικ/κης, Επιθ/ρησης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο απευθύνεται στο Γραφείο Προϊσταμένου της Οικον. Επιθ/ρησης Περιφ. Ηπείρου της Γεν. Δ/νσης Οικον. Επιθ/σης του Υπ. Οικονομίας και Οικονομικών, στο οποίο αναγράφεται "...σας διαβιβάζουμε το γ' σχετικό ( δηλαδή, το αριθμ. πρωτ. 14418/18-11-2005 έγγραφο της ΙΗ1 ΔΟΥ Αθηνών) με τα συνημμένα του (δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης ετών 2003 και 2004 κλπ) του κου Χ, για τις περαιτέρω δικές σας ενέργειες" (προς απόδειξη του ισχυρισμού του, ότι υπέβαλε δήλωση περιουσιακής καταστάσεως, για το έτος 2004) και β) αντίγραφο της υπ' αυτού κατατεθείσας δήλωσης περιουσιακής καταστάσεως, με αναγραφομένη ημερομηνία υποβολής 30/6/2006 (προς απόδειξη του ισχυρισμού του, ότι υπέβαλε δήλωση περιουσιακής καταστάσεως, για το έτος 2005). Επί των ως άνω ισχυρισμών του κατηγορουμένου, λεκτέα τα ακόλουθα: α) Στο ως άνω το υπ' αριθμ. πρωτ. ΕΜΠ 308/29-11-2005 έγγραφο της Δ/νσης Οικονομικής Επιθεώρησης Ανατολικής δεν αναγράφεται η ημερομηνία υποβολής της δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως και β) στην προσκομιζόμενη από τον κατηγορούμενο από 30/6/2006 δήλωση περιουσιακής καταστάσεως, η ημερομηνία 30/6/2006 έχει αναγραφεί από τον ίδιο (υποβαλλόντα), προσέτι δε, φέρει αριθμό ΕΜΠ πρωτοκόλλου της Δ/νσης Οικον. Επιθ/σης Αθηνών 622/6-7-2006, δηλαδή, φέρεται ότι, κατατέθηκε μετά την υπό του νόμου οριζόμενη προθεσμία προς υποβολή της. γ- Κατόπιν τούτων, σαφώς προκύπτει ότι, ο ανωτέρω κατηγορούμενος, καίτοι υπόχρεος, ως Προϊστάμενος της ΔΟΥ ..., δεν υπέβαλε για τα έτη 2004 και 2005, εντός των υπό του νόμου οριζομένων αντιστοίχων προθεσμιών, την από το νόμο απαιτούμενη δήλωση της περιουσιακής του καταστάσεως, εκ δε της επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως του αυτής προκύπτει, ότι τέλεσε την πράξη του αυτή εκ προθέσεως, καθ' όσον, ως Προϊστάμενος ΔΥΟ, εγνώριζε καλώς και είχε πλήρη ικανότητα να διακρίνει άμεσα την πραγματική έννοια των διατάξεων των άρθρων 1,2 και 4§3 του Ν. 3213/2003 και του άρθρου 2§20 Ν.2343/95, ότι, δηλαδή, κατ1 έτος, ανεξαρτήτως της μεταβολής ή μη της περιουσιακής του καταστάσεως, είχε την υποχρέωση να υποβάλει σχετική δήλωση, αφού διέθετε τις προς τούτο απαιτούμενες ικανότητες, δηλαδή, αντίληψη, εμπειρία και γνώσεις. Επομένως, πλήρως στοιχειοθετείται, σε βάρος του ανωτέρω κατηγορουμένου, η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω διωκομένου εγκλήματος, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί αυτού είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν". Κατόπιν αυτών "
Παραπέμπει τον Χ, στο ακροατήριο του αρμοδίου κατά τόπο και καθ' ύλη Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, για να δικασθεί, ως υπαίτιος του ότι: Στην ... κατά τους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, από πρόθεση, με περισσότερες από μια πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, τέλεσε την αξιόποινη πράξη της μη υποβολής δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως (ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ), για τα έτη 2004 και 2005, όπως είχε υποχρέωση εκ του νόμου. Συγκεκριμένα, ενώ κατείχε, κατά τα έτη 2004 και 2005, τον βαθμό του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ..., και ως εκ της ιδιότητος του αυτής είχε νόμιμη υποχρέωση, σύμφωνα το άρθρο 2 παρ. 20 του Ν. 2345/1995, προς υποβολή στην αρμόδια αρχή-υπηρεσία και δη, στην οικεία Διεύθυνση Διοικητικού ή Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών, στην οποία ανήκε, ως προς την υπηρεσιακή του κατάσταση, της προβλεπομένης από τα άρθρα 1 και 2 του Ν. 3213/2003 δηλώσεως, περί της περιουσιακής του καταστάσεως (ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ), για τα έτη 2004 και 2005, η οποία να περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο της υποβολής της περιουσιακά του στοιχεία, (δηλαδή α) τα έσοδα, από κάθε πηγή, β) τα ακίνητα καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους, γ) τις μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους, δ) τις καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα, ε) τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα, στ) τη συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση), προκειμένου, η ανωτέρω υπηρεσία να διαβιβάσει τη δήλωση αυτή, για έλεγχο, στην αρμόδια υπηρεσία της Οικονομικής Επιθεώρησης, αυτός (κατηγορούμενος), από πρόθεση, παρέλειψε την νόμιμη αυτή υποχρέωση του, ήτοι, δεν υπέβαλε, για τα έτη 2004 και 2005, την ως άνω από του νόμου προβλεπομένη δήλωση της περιουσιακής του καταστάσεως, εντός των υπό του νόμου προβλεπομένων προθεσμιών, δηλαδή, μέχρι την 24/8/2004 (για το έτος 2004) και την 30/6/2005 (για το έτος 2005)-" Το άνω βούλευμα επιδόθηκε στον ανωτέρω στις 10-7-2009 και κατ' αυτού άσκησε αυτός δια πληρεξουσίου, με βάση την από 20-7-2009 εξουσιοδότηση αυτού, στην οποία βεβαιούται το γνήσιο της υπογραφής του από δικηγόρο, στις 20-7-2009 ενώπιον του γραμματέα του τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών την υπ' αριθμό 150/2009 αίτηση αναίρεσης - στηριζομένη τυπικά στο άρθρο 5 του άνω νόμου - προβάλλων ως λόγο αναίρεσης: α) Απόλυτη ακυρότητα - 484 § 1 στοιχ. α ΚΠΔ, ήτοι διότι "ενώ ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά ο αντίκλητος δικηγόρος του Δ. Γκούσκος να λάβει γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέα τη Δευτέρα 6 Ιουνίου [προφανώς Ιουλίου] 2009, κι αφού αυθημερόν έλαβε την ανωτέρω πρόταση, την επομένη κιόλας ημέρα, δηλαδή στις 7-7-2009 το Σάββατο φέρεται να συνεδριάζει και μετά διήμερο (9-7-2009) εκδίδει το προβαλλόμενο" - ήτοι διότι δεν τηρήθηκε η 10 ήμερη προθεσμία του άρθρου 308 § 2 εδ. τελ. 2 ΚΠΔ. β) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ήτοι διότι "παρέλειψε πλήρως να αιτιολογήσει, ως ώφειλε από πιο αποδεικτικό μέσο, προέκυψε με βεβαιότητα ύπαρξη άμεσου δόλου εκ μέρους του. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζει από ποια πραγματικά περιστατικά συνήγαγε την ύπαρξη άμεσου δόλου, εκ ποίων αποδείξεων επείσθη γι' αυτό, πώς τις εκτίμησε και βάσει ποίων σκέψεων και συλλογισμών έκρινε την υπαγωγή των αποδειχθέντων γεγονότων σε ορισμένη ουσιαστική ποινική διάταξη (αρ. 27 ΠΚ) και όχι σ' άλλη, δηλαδή εκείνη της αμέλειας". γ) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. "Η κλήση του προς απολογία...αφορά στο αδίκημα της μη υποβολής δηλώσεως "πόθεν έσχες" - ...δεν κατηγορήθηκε, ούτε απολογήθηκε για εκπρόθεσμη υποβολή της. Η διάταξη του άρθρου 4 του ανωτέρω νόμου, που καθιερώνει ποινικές κυρώσεις, θεσπίζει αξιόποινη πράξη τη μη υποβολή της.....όχι και για εκείνον που υπέβαλε εκπροθέσμως κατ' έξι ημέρες..." - ήτοι διότι η εκπρόθεσμη υποβολή της άνω δήλωσης είναι μη αξιόποινη.
ΙΙ) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 4 § 3 του ν. 3213/2003 ο ελεγχόμενος, δηλ. ο υπόχρεος προς δήλωση της περιουσιακής του κατάστασης κατά το άρθρο1 § 1 του άνω νόμου - σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του ν. 2344/95 [που ισχύει εν προκειμένω] - "που παραλείπει να υποβάλλει την κατά τα άρθρα 1 και 2 δήλωση [ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία] τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή...Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια επιβάλλεται φυλάκιση έξι (6) μηνών έως δύο (2) ετών" [αντίστοιχη η παλαιά διάταξη του άρθρου 27 § 3 ν. 2429/96 σε συνδυασμό με το άρθρο 24 § 2α ιδίου νόμου]. Από την άνω διάταξη σαφώς προκύπτει ότι η πράξη συνίσταται στην μη υποβολή της οφειλομένης δήλωσης της περιουσιακής κατάστασης μέσα στην οριζομένη από το άρθρο 1 § 1 του αυτού νόμου προθεσμία, [που δεν έχει αντικατασταθεί ή τροποποιηθεί στο σημείο αυτό από το άρθρο 13 ν. 3242/2004], εξ ου και ο καθορισμός αυτής, και συνεπώς δεν αίρεται ο αξιόποινος χαρακτήρας της άνω παραλείψεως με την αναδρομική, (=εκπρόθεσμη) δήλωση [βλ. και 1638/2009, ΑΠ 1749/2005, πρ. βλ. ΑΠ 1132/2000 κ.α]. Η άποψη αυτή είναι αυτονόητη αφού ο νόμος ορίζει προθεσμία υποβολής της άνω δήλωσης, αφετέρου η εκπρόθεσμη υποβολή, εάν δεν δικαιολογείται το εκπρόθεσμο από λόγους ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, σημαίνει μη υποβολή. Η αντίθετη άποψη θα εξαρτούσε την υποβολή της ρηθείσης δήλωσης μέσα στη νόμιμη προθεσμία από τη θέληση του υποχρέου. Εξ άλλου από την αυτή ως άνω διάταξη, σαφώς προκύπτει ότι αυτή δεν απαιτεί για την στοιχειοθέτηση της οριζομένης παράβασης άμεσο δόλο, τοσούτο μάλλον όταν ορίζει ρητά ότι αρκεί και αμέλεια [πρβλ. και άρθρα 12,27 ΠΚ]. Όπως είναι γνωστόν η ύπαρξη του δόλου, όταν δεν πρόκειται για άμεσο ή ενδεχόμενο, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του υπό κρίση εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί τούτου (δόλου) αιτιολογία στην κυρία αιτιολογία για την παραπομπή. Άλλο βέβαια είναι το θέμα της μη ύπαρξης δόλου - όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων - πράγμα όμως που δεν ελέγχεται αναιρετικά αφού ανάγεται σε κρίση περί τα πράγματα-βλ. και ΑΠ 1638/2009. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 308 § 2 όπως το τελ. ειδ. αντικ. με το άρθρο 20 §, 2 ν. 3160/2003-ΚΠοιν.Δ. οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον Εισαγγελέα και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση, η δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο αλλά παραμένει στην γραμματεία της Εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής. Από την άνω διάταξη συνάγεται σαφώς ότι πρέπει να υποβληθεί νόμιμα και νομότυπα σχετικό αίτημα του διαδίκου για την γνώση της Εισαγγελικής πρότασης έτσι ώστε να υπάρχει η υποχρέωση ειδοποίησης αυτού και υποχρέωση παραμονής της δικογραφίας επί 10ήμερο στη γραμματεία και εφόσον στην τελευταία περίπτωση δεν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής. Έτσι, ναι μεν η παράβαση της άνω διάταξης συνεπάγεται ακυρότητα όταν ο αιτών είναι ο κατηγορούμενος αφού ανάγεται στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του [βλ. άρθρο 171 § 1 ΚΠΔ και ΑΠ 2116/2005, ΑΠ 2556/2003 κ.α.], πλην όμως πρέπει προς τούτο να αναφέρεται ρητά στην έκθεση αναίρεσης με ποιο τρόπο και πότε υπεβλήθη η σχετική αίτηση, άλλως ο σχετικός λόγος είναι αόριστος [βλ. ΑΠ 1742/1985] - γιατί δεν μπορεί να κριθεί - ελεγχθεί ο σχετικός λόγος, δηλ. η τήρηση της ως άνω διάταξης. Εξ άλλου, όπως ελέχθη, όταν υφίσταται ο κίνδυνος παραγραφής δεν υπάρχει η υποχρέωση παραμονής για 10 ημέρες στη γραμματεία° τούτο το κρίνει ο Εισαγγελέας, πράγμα που το γνωστοποιεί με την άμεση υποβολή της πρότασης στο συμβούλιο σε συνδυασμό με το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος. Τέλος, εφόσον ο κατηγορούμενος έλαβε γνώση της εισαγγελικής πρότασης δεν υπάρχει υποχρέωση παραμονής της δικογραφίας για 10 ημέρες στη γραμματεία, αφού ικανοποιήθηκε ο σκοπός του νόμου - βλ. ΑΠ 1762/2006, ΑΠ 362/2006, ΑΠ 1262/2008, ΑΠ 2556/2003 κ.α. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 § 3 Συντ. και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο εφετών αναφέρεται εν μέρει ή και εξ ολοκλήρου στην ενσωματωθείσα στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού αυτή αποτελεί μέρος του βουλεύματος, όταν σε αυτήν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται εν όλω ή εν μέρει και η κρίση του συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 1638/2009, ΑΠ 1151/2006). Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όχι μόνο όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση στις διατάξεις που εφάρμοσε αλλά και όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, ήτοι όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό με το διατακτικό, το οποίο ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1638/2009 κ.α.) Για την ύπαρξη της ως άνω αιτιολογίας δεν απαιτείται να αναφέρεται από ποιό συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο ή από ποιά συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή του βουλεύματος [βλ. ΑΠ 2/2003 ολ. ΑΠ 1141/2008, ΑΠ 1561/2007, ΑΠ 1468/2007 κ.α.]. Από τα παραπάνω συνάγεται σαφώς ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ορθά δε ερμήνευσε τη σχετική ουσιαστική ποινική διάταξη, ούτε περιέχει την αναφερόμενη ακυρότητα. Έτσι οι σχετικοί λόγοι είναι αβάσιμοι - απαράδεκτοι. Ειδικότερα δε ο πρώτος λόγος είναι αφενός αόριστος, αφού δεν ορίζεται πότε και που υπεβλήθη η σχετική αίτηση του αναιρεσείοντος, αφ ετέρου αβάσιμος αφού δεν υπήρχε υποχρέωση παραμονής της δικογραφίας στη γραμματεία - αφού υπήρχε κίνδυνος παραγραφής [η μερικότερη πράξη τελέσθηκε 24-8-2004] και διότι ήδη ο αναιρεσείων, όπως ο ίδιος αναφέρει, έλαβε γνώση της Εισαγγελικής πρότασης. Ο δεύτερος λόγος είναι αβάσιμος αφού δεν απαιτείται να αναφέρεται από ποιο αποδεικτικό μέσο προέκυψε ο δόλος του σε σχέση με την αναφορά άμεσου δόλου, ο άνω λόγος είναι κατά το σχετικό σκέλος απαράδεκτος αφού ο νόμος δεν απαιτεί εδώ άμεσο δόλο. Εξ άλλου η ύπαρξη του δόλου πλήρως αιτιολογείται με τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, η εκτίμηση των οποίων δεν ελέγχεται αναιρετικά. Επίσης ο τρίτος λόγος είναι αφενός απαράδεκτος διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και δη διότι δέχεται ότι πρόκειται για δύο πράξεις, ενώ πρόκειται μόνο για μία και ειδικότερα γι' αυτή που παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων, αφ ετέρου αβάσιμος - όπως ελέχθη. Περιττόν είναι να σημειωθεί ότι εάν το συμβούλιο του Αρείου Πάγου συνέλθει μετά της 24-8-2009, η πρώτη μερικότερη πράξη έχει ήδη παραγραφεί και πρέπει να παύσει οριστικά γι' αυτή η ποινική δίωξη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 150/2009 αίτηση αναίρεσης του Χ κατά του υπ' αριθμ. 1416/2009 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, να καταδικαστεί αυτός στα δικαστικά έξοδα. Aθήνα 29 -7 - 2009
Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του ν.3213/2003, " 1. Δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων τους και των ανηλίκων τέκνων τους υποβάλλουν: α, β, γ. . . 2. Η δήλωση της παρ. 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την ορκωμοσία ή την ανάληψη των καθηκόντων τους. . .Επίσης η δήλωση αυτή υποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης της δραστηριότητας ή τη διατήρηση της ιδιότητας των υποχρέων και για τρία χρόνια μετά από την απώλεια ή τη λήξη της, το αργότερο την 30η Ιουνίου κάθε έτους". Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.Ια και 2α, β του ιδίου νόμου, " η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. Ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται ιδίως: Ι) τα έσοδα από κάθε πηγή,
ΙΙ) τα ακίνητα...κατά τα τρία τελευταία οικονομικά έτη πριν από την αρχική υποβολή της δήλωσης και κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για τις μετέπειτα υποβαλλόμενες δηλώσεις....III) τις μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους IV) τις καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα ε) τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα πάσης φύσεως οχήματα, στ) τη συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση, οι δηλώσεις .. συντάσσονται σε ειδικό έντυπο..". Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.3 του αυτού νόμου, " ελεγχόμενος που παραλείπει να υποβάλλει την κατά τα άρθρα 1 και 2 δήλωση ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. . Αν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έξι (6) μηνών έως δύο (2) ετών". Κατά τις διατάξεις του άρθρου 2, 19, 20, 21 του ν. 2343/1995, οι ισχύουσες διατάξεις περί υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, από τα πρόσωπα που ορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 1738/1987, εφαρμόζονται και για τους οικονομικούς επιθεωρητές του Υπουργείου Οικονομικών, ως και για τους υπαλλήλους.. και τους προϊσταμένους αυτοτελών οργανικών μονάδων και υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών.. οι προϊστάμενοι και οι αναπληρωτές προϊστάμενοι υποβάλλουν τις σχετικές δηλώσεις στην οικεία Διεύθυνση Διοικητικού ή Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών, στην οποίαν ανήκουν, ως προς την υπηρεσιακή τους κατάσταση. Οι παραπάνω διευθύνσεις διαβιβάζουν τις δηλώσεις αυτές για έλεγχο, στην αρμόδια υπηρεσία της Οικονομικής Επιθεώρησης..". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται σαφώς, ότι οι υπόχρεοι δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως υποχρεούνται να υποβάλλουν αυτή κάθε έτος, εντός ορισμένης προθεσμίας, (η οποία προ του ως άνω νόμου 3213/2003 συνδεότανε με την χρονολογία υποβολής της ετήσιας φορολογικής δήλωσης, στη συνέχεια δε τέθηκε το αργότερο η πιο πάνω προθεσμία της 30ης Ιουνίου κάθε έτους), η παράλειψη της οποίας (υποβολής) εντός αυτής έχει ως συνέπεια να θεμελιώνεται σε βάρος του υποχρέου η παράβαση της διάταξη της παραγρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 2429/1999, μετά δε την 31.12.2003 της παραγρ. 3 του άρθρου 4 ν. 3213/2003. Η τυχόν εκπρόθεσμη υποβολή από τον υπόχρεο της δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως δεν έχει ως συνέπεια την άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, ή τον αποκλεισμό του καταλογισμού της πράξεως αυτής στον υπαίτιο, αφού κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στο νόμο. Μπορεί, όμως, να ληφθεί υπόψη η ενέργεια αυτή κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή και εξ ολοκλήρου στην ενσωματωθείσα στο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, αφού αυτή αποτελεί μέρος του βουλεύματος, εφόσον σε αυτήν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται εν όλω ή εν μέρει και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 1416/2009 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση του συλλεγέντος από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση αποδεικτικού υλικού και δη των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα και απολογία κατηγορουμένου), δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι προέκυψαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : "Ο κατηγορούμενος Χ, κατά τα έτη 2004 και 2005 διετέλεσε Προϊστάμενος της ΔΟΥ .... Λόγω της ιδιότητός του δε αυτής, είχε υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 20 και 21 του Ν. 2343/95, υποβολής στην οικεία Διεύθυνση Διοικητικού ή Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών, στην οποία ανήκε, ως προς την υπηρεσιακή του κατάσταση, δηλώσεως, αφορώσης την περιουσιακή του κατάσταση, για τα ανωτέρω έτη, περιέχουσα σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 του Ν. 3213/2003, λεπτομερώς, τα υφιστάμενα, κατά το χρόνο της υποβολής της περιουσιακά του στοιχεία και ιδίως, α) τα έσοδα, από κάθε πηγή, β) τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σ' αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους, γ) τις μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους, δ) τις καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα, ε) τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσεως οχήματα, στ) η συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση, προκειμένου η Διεύθυνση αυτή, να την διαβιβάσει ακολούθως προς έλεγχο στην αρμόδια Υπηρεσία Οικονομικής Επιθεώρησης. Με αφορμή τηλεοπτική εκπομπή, σχετικά και με υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και σε εκτέλεση της υπ' αριθμ. 1092658/5449/ΔΕΥ-Α5142/Φ 5055/18-10-07 εντολής της Δ/νσης Επιθ/σης Υπηρεσιών (Τμήμα Α') της Γενικής Δ/νσης Οικον. Επιθ/σης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, ο Οικονομικός Επιθεωρητής .... διεξήγαγε έρευνα-ΕΔΕ. Από τη διεξαχθείσα έρευνα- ΕΔΕ αυτή, περί των αποτελεσμάτων της οποίας ο ως άνω Οικονομικός Επιθεωρητής συνέταξε την από 30/3/2008 (υπ' αριθμ. πρωτ. ΕΜΠ 392/1-4-2008) πορισματική αναφορά του, προέκυψε, ότι ο κατηγορούμενος Χ, ο οποίος κατά τα έτη 2001 έως και 2005 κατείχε θέσεις Προϊσταμένου Διεύθυνσης και ειδικότερα, κατά τα έτη 2004 και 2005, κατείχε θέση Προϊσταμένου της ΔΟΥ ..., και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 20 του Ν.2343/95, ώφειλε να υποβάλλει δήλωση περιουσιακής κατάστασης, σύμφωνα με το υπ' αριθμ. πρωτ. ΕΜΠ 297/10-11-2005 έγγραφο της Δ/νσης Ανατολικής Αττικής, δεν εξεπλήρωσε τη νόμιμη αυτή υποχρέωσή του, υποβαλών αυτές, τελικώς, εκπρόθεσμα, κατόπιν σχετικού αιτήματος της Δ/νσης Οικονομικής Επιθεωρήσεως Ανατολικής Αττικής. Δηλαδή, ο ανωτέρω κατηγορούμενος Χ, τυγχάνοντας, κατά τα έτη 2004 και 2005, Προϊστάμενος της ΔΟΥ ..., και, λόγω της ιδιότητος του αυτής, τυγχάνοντας υπόχρεος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 2 του Ν.2343/95, προς υποβολή στην οικεία Δ/νση Διοικητικού ή Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών, στην οποία ανήκε, ως προς την υπηρεσιακή του κατάσταση, δηλώσεως περιέχουσας, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 του Ν.3213/2003, λεπτομερώς, τα υφιστάμενα, κατά το χρόνο της υποβολής της περιουσιακά του στοιχεία, για τα έτη 2004 και 2005, προκειμένου η Δ/νση αυτή, να την διαβιβάσει, ακολούθως, προς έλεγχο, στην αρμόδια Υπηρεσία της Οικονομικής Επιθεώρησης, καίτοι εγνώριζε καλώς την υποχρέωσή του αυτή, από πρόθεση παρέλειψε να υποβάλει στην ως άνω αρμόδια υπηρεσία, όπως είχε νόμιμη υποχρέωση, δήλωση της περιουσιακής του καταστάσεως, με το προβλεπόμενο από το νόμο περιεχόμενο, για τα έτη 2004 και 2005, εντός των ωρισμένων προθεσμιών και δη μέχρι την 24/8/2004 (που είχε ορισθεί ειδικά για το έτος 2004) και την 30/6/2005, αντίστοιχα. IV.- Ο κατηγορούμενος αρνείται, την αποδιδομένη σ' αυτόν πράξη, ισχυριζόμενος ότι υπέβαλε τις από το νόμο απαιτούμενες δηλώσεις περιουσιακής του καταστάσεως, προσάγοντας και επικαλούμενος α) το ΕΜΠ 308/29-11-2005 έγγραφο της Δ/νσης Οικονομικής Επιθεώρησης Ανατολικής Αττικής της Γενικής Δ/νσης Οικ/κης, Επιθ/ρησης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο απευθύνεται στο Γραφείο Προϊσταμένου της Οικον. Επιθ/ρησης Περιφ. Ηπείρου της Γεν. Δ/νσης Οικον. Επιθ/σης του Υπ. Οικονομίας και Οικονομικών, στο οποίο αναγράφεται "...σας διαβιβάζουμε το γ' σχετικό (δηλαδή, το αριθμ. πρωτ. 14418/18-11-2005 έγγραφο της ΙΗ' ΔΟΥ Αθηνών) με τα συνημμένα του (δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης ετών 2003 και 2004 κλπ) του Κου Χ, για τις περαιτέρω δικές σας ενέργειες" (προς απόδειξη του ισχυρισμού του, ότι υπέβαλε δήλωση περιουσιακής καταστάσεως, για το έτος 2004) και β) αντίγραφο της υπ' αυτού κατατεθείσας δήλωσης περιουσιακής καταστάσεως, με αναγραφομένη ημερομηνία υποβολής 30/6/2006 (προς απόδειξη του ισχυρισμού του, ότι υπέβαλε δήλωση περιουσιακής καταστάσεως, για το έτος 2005). Επί των ως άνω ισχυρισμών του κατηγορουμένου, λεκτέα τα ακόλουθα: η α) Στο ως άνω το υπ'αριθμ.πρωτ. ΕΜΠ 308/29-11-2005 έγγραφο της Δ/νσης Οικονομικής Επιθεώρησης Ανατολικής δεν αναγράφεται η ημερομηνία υποβολής της δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως και β) στην προσκομιζόμενη από τον κατηγορούμενο από 30/6/2006 δήλωση περιουσιακής καταστάσεως, η ημερομηνία 30/6/2006 έχει αναγραφεί από τον ίδιο (υποβαλόντα), προσέτι δε, φέρει αριθμό ΕΜΠ πρωτοκόλλου της Δ/νσης Οικον. Επιθ/σης Αθηνών 622/6-7-2006, δηλαδή, φέρεται ότι, κατατέθηκε μετά την υπό του νόμου οριζόμενη προθεσμία προς υποβολή της. V.- Κατόπιν τούτων, σαφώς προκύπτει ότι, σ ανωτέρω κατηγορούμενος, καίτοι υπόχρεος, ως Προϊστάμενος της ΔΟΥ ..., δεν υπέβαλε για τα έτη 2004 και 2005, εντός των υπό του νόμου οριζομένων αντιστοίχων προθεσμιών, την από το νόμο απαιτούμενη δήλωση της περιουσιακής του καταστάσεως, εκ δε της επανειλημμένης τελέσεως της πράξεώς του αυτής προκύπτει, ότι τέλεσε την πράξη του αυτή εκ προθέσεως, καθ' όσον, ως Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ, εγνώριζε καλώς και είχε πλήρη ικανότητα να διακρίνει άμεσα την πραγματική έννοια των διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 4 § 3 του Ν. 3213/2003 και του άρθρου 2 § 20 Ν.2343/95, ότι, δηλαδή, κατ' έτος, ανεξαρτήτως της μεταβολής ή μη της περιουσιακής του καταστάσεως, είχε την υποχρέωση να υποβάλει σχετική δήλωση, αφού διέθετε τις προς τούτο απαιτούμενες ικανότητες, δηλαδή, αντίληψη, εμπειρία και γνώσεις. Επομένως, πλήρως στοιχειοθετείται, σε βάρος του ανωτέρω κατηγορουμένου, η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω διωκομένου εγκλήματος, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί αυτού είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν. VI.- Επειδή, κατ' ακολουθίαν όλων όσων προανεφέρθησαν, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, οι οποίες δύνανται να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία, σε βάρος του παραπάνω κατηγορουμένου, για την ως άνω αξιόποινη πράξη, γι' αυτό και πρέπει, το Συμβούλιό Σας, σύμφωνα με τα άρθρα 119 § 1, 122, 309 § 1 περ.ε', 313, 316, 318, 319 ΚΠΔ και άρθρο 5 §§ 1 εδ. β' και 2 Ν.3213/2003, ν' αποφανθεί, την παραπομπή αυτού στο ακροατήριο του αρμοδίου κατά τόπο και καθ' ύλη Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, για να δικασθείς για την παραπάνω πράξη, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 1, 5, 12, 13εδ.α 14, 16, 17, 18, 26 § 1 εδ.α 27, 51, 53, 57, 61, 63, 64, 65, 79, 80, 82, 98 § 1 Ποιν.Κώδικα και άρθρα 1, 2 παρ.1 (όπως συμπλ. με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3327/2005), 3, 4 παρ.3, 5, 9 παρ. 5 (όπως η παραγρ. 5 προστεθ. με το άρθρο 13 παρ.4β' του Ν.3242/2004) του Νόμου 3213/2003, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 25 παρ.1, 2 και 3, 28 του Ν. 2429/1996 και προς το άρθρο 2 παρ. 19, 20 και 21 του Ν. 2343/1995]". Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, που παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, κατ' άρθρο 5 παρ. 1β, 2 του ν. 3213/2003, για να δικασθεί για το πλημμέλημα, της μη υποβολής δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως (πόθεν έσχες), για τα έτη 2004 και 2005, περιέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτό, με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, για το οποίο παραπέμπεται ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 13 εδ. α, 26 παρ. 1 α, 27, 98 ΠΚ, 1. 2 παρ.1, 3, 4 παρ.3, 5, 9, παρ.5, όπως συμπληρ. με άρθρα 13 παρ. 4 β του ν. 3242/2004 και 4 παρ.1 ν. 3327/2005, σε συνδ. με τα άρθρα 25 παρ.1 ,2, 3 και 28 του ν. 2429/1996 και το άρθρο 2 παρ.19, 20 και 21 του ν. 2343/1995, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα, ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις του κατηγορουμένου, α) αιτιολογείται η τέλεση του εγκλήματος της μη υποβολής δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως για τα έτη 2004 και 2005 που του αποδίδεται, και δεν παραπέμπεται για εκπρόθεσμη υποβολή της άνω δηλώσεως όπως αιτιάται, η εκπρόθεσμη δε υποβολή της άνω δηλώσεως, κατά τις παραπάνω εφαρμοσθείσες διατάξεις νόμου, δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως, ούτε αποκλείει τον καταλογισμό αυτής στον υπαίτιο, β) αιτιολογείται επαρκώς η συνδρομή του δόλου του κατηγορουμένου Διευθυντή τότε της Δ.Ο.Υ ..., γ) εξατομικεύονται κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις τα στοιχεία του άνω εγκλήματος.
Συνεπώς, οι συναφείς από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β, δ του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής κοινωνικής διατάξεως, είναι αβάσιμοι. Απόλυτη ακυρότητα κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1δ του ΚΠοινΔ, που δημιουργεί τον από το άρθρο 484 παρ. 1 α ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση, υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλει ο νόμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ.2 , όπως αντικ. με το άρθρο 20 παρ.2 του ν. 3160/2003, " οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον Εισαγγελέα και πριν καταρτιστεί η πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο Εισαγγελέας οφείλει σ'αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και να λάβει γνώση της προτάσεώς του, μέσα σε 24 ώρες.. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά, οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα της Εισαγγελίας που επισυνάπτεται στη δικογραφία. Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα 10 ημερών από την ειδοποίηση, η δικογραφία δεν εισάγεται στο Συμβούλιο, αλλά παραμένει στη γραμματεία της Εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η δικογραφία δεν εισάγεται στο Συμβούλιο και παραμένει στη γραμματεία της Εισαγγελίας, όταν έχει υποβληθεί σαφής και ορισμένη αίτηση, με υπόμνημα ή έστω και προφορικά προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα, του κατηγορουμένου να λάβει γνώση της σχετικής Εισαγγελικής προτάσεως, πριν περάσουν 10 ημέρες από της ειδοποιήσεως του κατηγορουμένου ή του αντικλήτου δικηγόρου του, να προσέλθει και να λάβει γνώση, ακόμη και αν λάβει γνώση νωρίτερα, πριν παρέλθουν 10 ημέρες, για να έχει στη διάθεσή του τον αναγκαίο χρόνο για να μελετήσει την πρόταση και ενδεχομένως να την αντικρούσει με υπόμνημα, παραβίαση δε της προθεσμίας αυτής επάγεται απόλυτη ακυρότητα, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής. Στην προκειμένη περίπτωση, στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο αυτής εκθέτει ότι " ενώ ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά ο αντίκλητος δικηγόρος του να λάβει γνώση της Εισαγγελικής προτάσεως προς το Συμβούλιο, στις 6-6-20099 (το ορθόν είναι στις 6-7-2009) και αφού αυθημερόν έλαβε γνώση της ανωτέρω προτάσεως, την επομένη ημέρα, στις 7-7-2009, το Συμβούλιο φέρεται να συνεδριάζει και μετά δύο ημέρες στις 9-7-2009 εκδίδει το προσβαλλόμενο βούλευμά του, και έτσι επήλθεν απόλυτη ακυρότητα, γιατί δεν τηρήθηκε η προθεσμία των 10 ημερών, που θάπρεπε να παραμείνει η δικογραφία στην Εισαγγελία για να την αντικρούσει , από της άνω ειδοποιήσεώς του, παραβιασθέντος έτσι του δικαιώματός του ακροάσεως, της αρχής της ισότητας και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ". Ο παραπάνω πρώτος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, καθόσον, ενόψει του χρόνου τελέσεως του πρώτου αποδιδομένου στον αναιρεσείοντα πλημμελήματος στις 24-8-2004 και του δευτέρου στις 30-6-2005, υπήρχε σαφής κίνδυνος παραγραφής από την καθυστέρηση, η οποία και επήλθεν ήδη (κατά τα παρακάτω) για το πρώτο πλημμέλημα και επομένως δεν ήταν απαραίτητο κατά το νόμο να τηρηθεί η παραπάνω 10ήμερη προθεσμία και από τη μη τήρηση της οποίας ουδέν υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου, ούτε η αρχή της ισότητας, ούτε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ παραβιάστηκε.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ., όπως το τελευταίο ισχύει, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται, για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ωσότου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όμως όχι πέρα των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδάφ. β', 370 στοιχ. β' και 511 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον 'Αρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας την συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, και περιέχεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509, ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 του ΚΠοινΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, από τις αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα, σε βαθμό πλημμελήματος, δύο αξιόποινες πράξεις της μη υποβολής δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως (πόθεν έσχες), για τα έτη 2004 και 2005, για τις οποίες παραπέμπεται και φέρεται ότι τέλεσε κατ' εξακολούθηση στις 24-8-2004 και στις 30-6-2005, η πρώτη που φέρεται ότι τελέσθηκε στις 24-8-2004, ενόψει του ότι παρήλθε μέχρι σήμερα χρόνος που υπερβαίνει την πενταετία από της ως άνω τελέσεώς της, υπέκυψε σε παραγραφή. Επομένως, αφού υπάρχουν κατά τα παραπάνω παραδεκτοί λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να παύσει οριστικά, για το εν λόγω πρώτο πλημμέλημα, η ασκηθείσα ποινική δίωξη, λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 περ.β του ΚΠοινΔ., αφού να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο βούλευμα, ως προς τη διάταξή του που παραπέμπει τον αναιρεσείοντα για το παραπάνω παραγραφέν ως άνω πλημμέλημα και να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει κατά το σκεπτικό το με αριθ. 1416/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Παύει οριστικά την κατά του κατηγορουμένου Χ ασκηθείσα ποινική δίωξη, για το ότι στην Αθήνα, στις 24-8-2004, τέλεσε την αξιόποινη πράξη της μη υποβολής δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως, για το έτος 2004, ενώ κατείχε τη θέση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ ... και εκ της ιδιότητάς του αυτής, είχε νόμιμη υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 20 του ν. 2345/1995, προς υποβολή στην αρμόδια υπηρεσία της Διευθύνσεως Διοικητικού και Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών, στην οποία ανήκε, της προβλεπόμενης από τα άρθρα 1 και 2 του ν. 3213/2003 δηλώσεως, περί της περιουσιακής του καταστάσεως ( Πόθεν Έσχες). Και.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, τη με αριθ. εκθ.150/20-7-2009 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως του 1416/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ