Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Συναυτουργία, Παράνομη κατακράτηση.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για παράνομη κατακράτηση από κοινού. Παράνομη κατακράτηση. Έννοια. Στοιχεία (ΑΠ 956/2009, ΑΠ 396/2008). Αδιάφορη η διάρκειά της, εφόσον δεν υπήρξε καταδίκη με την επιβαρυντική περίπτωση του τελευταίου εδαφίου άρθρου 325. Δεν απαιτείται άμεσος δόλος. Από κοινού τέλεση. Πότε. Δεν απαιτείται να εξειδικεύονται οι ενέργειες των συναυτουργών. Αιτιολογία ειδική και εμπεριστατωμένη. Πότε. Εσφαλμένη ερμηνεία - εφαρμογή. Μη παράθεση άρθρου ποινικού νόμου που τιμωρεί την πράξη δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 221/2009). Αβάσιμοι λόγοι. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 466/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άγγελο Νεστορίδη, περί αναιρέσεως της 18/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 652/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 325 ΠΚ προκύπτει ότι, για τον απαρτισμό της εννοίας του προβλεπόμενου από αυτήν διαρκούς εγκλήματος της κοινής παράνομης κατακρατήσεως, απαιτείται, αντικειμενικώς, παράνομη αποστέρηση της ελευθερίας κινήσεως του παθόντος, έστω και για ελάχιστο χρόνο, χωρίς τη συναίνεσή του, η οποία πραγματώνεται, είτε με την κατακράτηση του παθόντος σε περίκλειστο χώρο, από τον οποίο εμποδίζεται ή άλλως πως αδυνατεί να εξέλθει, είτε με την καθ' οιονδήποτε τρόπο στέρηση της ελευθερίας κινήσεως αυτού στο χώρο, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των περιστατικών που πραγματώνουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή της παράνομης αποστέρησης της ελευθερίας κινήσεως του παθόντος. Εξάλλου, το έγκλημα της παράνομης κατακράτησης μπορεί να τελεσθεί και από περισσότερους του ενός κατά συναυτουργία, σύμφωνα με το άρθρο 45 ΠΚ. Όρος της συναυτουργίας, κατά την έννοια του νόμου, είναι η γνώση του συναυτουργού για την πρόθεση του άλλου να τελέσει την πράξη και η θέληση να συμπράξει με αυτόν (κοινός δόλος). Αρκεί δε στην καταδικαστική απόφαση να αναφέρεται ότι οι δράστες της παράνομης κατακράτησης ενήργησαν με κοινό δόλο, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και να εξειδικεύονται οι επί μέρους υλικές ενέργειες του καθενός από αυτούς για την από κοινού πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αρκεί δηλαδή να αναφέρεται ότι από κοινού περιόρισαν καθοιονδήποτε τρόπο κάποιον σε περίκλειστο χώρο αποστερώντας του την ελευθερία κινήσεων, χωρίς ειδικότερη εξειδίκευση για τον κάθε ένα συναυτουργό, των ενεργειών του για την πραγμάτωση της πράξεως και δεν δημιουργείται έλλειψη νόμιμης βάσης από τη μη εξειδίκευση αυτή. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Στην κρινόμενη περίπτωση όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Θράκης, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα ως άνω πράξη: "Ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη της παράνομης κατακράτησης σε βάρος της αλλοδαπής Κ, υπηκόρου της .... Ειδικότερα κατακράτησε αυτήν στις ... κατά το από 12-7-2002 έως 30-7-2002 χρονικό διάστημα στην οικία του Ψ, ο οποίος είναι πατριός του. Η ανωτέρω παθούσα είχε εισέλθει στις 11-7-2002 στην Ελλάδα μαζί με άλλες τρεις αλλοδαπές γυναίκες, διαπλέοντας το ποταμό ... με βάρκα και κατά την είσοδό της ανέμενε αυτήν και τις άλλες γυναίκες ο κατηγορούμενος. Στη συνέχεια η ανωτέρω παθούσα αλλοδαπή οδηγήθηκε από τον κατηγορούμενο στην οικεία του Ψ, όπου αυτοί από κοινού ενεργούντες με την Θ (μητέρα του κατηγορουμένου) με πρόθεση την κατακράτησαν στην οικεία εκείνη κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα. Κατά το διάστημα της κράτησης χωρίς τη θέλησή της αυτή δεν μπορούσε ν' απομακρυνθεί από το χώρο της οικίας, εωσότου στις 30-7-2002 κατόρθωσε ν' απομακρυνθεί από αυτήν, πηδώντας από τον εξώστη (μπαλκόνι) της οικίας και να καταφύγει στο Αστυνομικό Τμήμα της ..., όπου και ζήτησε βοήθεια από τους αστυνομικούς του Τμήματος αυτού". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο της ανωτέρω πράξεως και, αφού του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ, του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, την οποία και ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα τον κήρυξε ένοχο του ότι: "Στις ..., κατά το χρονικό διάστημα από 12-7-2002 έως 30-1-2002, από κοινού με τους γονείς του Ψ και Θ, κατακράτησε άλλον χωρίς τη θέλησή του και του στέρησε την ελευθερία της κίνησής του. Συγκεκριμένα, κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα, στον προαναφερόμενο τόπο, από κοινού με τους γονείς του Ψ και Θ, κατακράτησε χωρίς τη θέληση της, μέσα στην οικία του στις ..., Κ την υπήκοο ..., απαγορεύοντας σ' αυτήν την έξοδο από την οικία και στερώντας της κάθε ελευθερία κίνησης". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 325 ΠΚ σε συνδυασμό με 45 του ίδιου κώδικα, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δέχθηκε συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος και δεν χρειαζόταν, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρει η απόφαση, κατά ποιο τρόπο της στέρησαν ο αναιρεσείων, η μήτηρ και ο πατριός του, μετά των οποίων ενήργησε από κοινού, την ελευθερία κινήσεως, αφού γίνεται δεκτό ότι την κατακράτησαν, παρά την θέλησή της, μη επιτρέποντάς την να εξέλθει εξ αυτής, στην οικία του κατονομαζόμενου πατριού του, όπου και αυτός διέμενε, γι αυτό και στο διατακτικό την αναφέρει ως οικία του, χωρίς εκ του λόγου αυτού να προκαλείται ασάφεια ή αντίφαση, αφού σαφώς προκύπτει από τον συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, ότι πρόκειται για την κειμένη στις ... οικία του Ψ (πατριού του). Περαιτέρω, ως προς την από κοινού, τέλεση δεν χρειαζόταν να εξειδικεύονται οι επί μέρους πράξεις των συναυτουργών, αρκεί η παραδοχή ότι ενήργησαν από κοινού, δηλαδή με κοινό δόλο και δεν ήταν απαραίτητο προς τούτο να αναφέρεται πως και πότε λήφθηκε η κοινή απόφαση, αρκεί ότι γίνεται δεκτό ότι η παθούσα δεν μπορούσε να εξέλθει από την οικία, ούτε να απομακρυνθεί απ αυτή, παραδοχή η οποία εμπεριέχει επιτήρησή της σε 24ωρη βάση, από όλους τους συναυτουργούς, καθόσον ο αναιρεσείων μόνος δεν θα μπορούσε να το κάνει, τελικά δε κατόρθωσε να διαλάθει της προσοχής τους και να διαφύγει πηδώντας από την βεράντα και να καταγγείλει το γεγονός στις αστυνομικές αρχές. Η απόφαση αναφέρει ότι ο περιορισμός εντός της οικίας της παθούσης και η με τον τρόπο αυτό στέρηση της ελευθερίας κινήσεως της εξακολούθησε καθόλο το προσδιοριζόμενο χρονικό διάστημα και δεν ήταν απαραίτητο να χαρακτηρίζεται ως μικρό ή μεγάλο, διότι δεν καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων για επί μακρό χρονικό διάστημα παράνομη κατακράτηση, για την οποία προβλέπεται επαυξημένη ποινή. Περαιτέρω δεν χρειαζόταν να αιτιολογείται ειδικώς ο δόλος του αναιρεσείοντος, αφού, όπως λέχθηκε, η διάταξη δεν απαιτεί πρόσθετα στοιχεία για την στοιχειοθέτηση υποκειμενικώς της πράξεως (υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση), όπως εσφαλμένα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, ούτε δέχθηκε η προσβαλλομένη τέλεση από ενδεχόμενο δόλο για να απαιτείται αιτιολόγησή του. Η γνώση του αναιρεσείοντος, περί του παράνομου χαρακτήρα της πράξεως του, ενυπάρχει στις παραδοχές της αποφάσεως και ειδικότερα στον, παρά την θέληση της παθούσης, περιορισμό της, από αυτόν και τους συναυτουργούς του, εντός της οικίας και στην στέρηση της ελεύθερης κατά βούληση κινήσεώς της και της δυνατότητας να εξέλθει από αυτή, πράγμα το οποίο δεν είναι νόμιμο όπως προκύπτει και από την παραδοχή ότι τελικά εξήλθε από την οικία κατά τρόπο που έθεσε σε κίνδυνο και την σωματική της ακεραιότητα. Περαιτέρω η μη παράθεση στην οικεία θέση της προσβαλλομένης αποφάσεως (σελ. 16) της διατάξεως του άρθρου 27 ΠΚ, που αναφέρεται στον δόλο, αλλά της διατάξεως του άρθρου 28 που δίδει την έννοια της αμέλειας, δεν δημιουργεί ασάφεια, αφού, από τον συνδυασμό σκεπτικού διατακτικού, καθίσταται σαφές ότι το Δικαστήριο δέχθηκε τέλεση της πράξεως της παράνομης κατακράτησης της παθούσης που προβλέπεται και τιμωρείται από την διάταξη του άρθρου 325 ΠΚ μόνον όταν τελείται από δόλο και όχι και από αμέλεια. Επίσης η μη παράθεση στην αυτή ως άνω θέση της ως άνω διατάξεως του άρθρου 325 ΠΚ, που προβλέπει και τιμωρεί την πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, μετά την τροποποίηση του άρθρου 510 παρ 1 Η' ΚΠΔ με το άρθρο 50 παρ. 4 Ν. 3160/2003 και την τροποποίηση του άρθρου 518 του ίδιου Κώδικα με την παραγ. 9 της αυτής ως άνω διατάξεως, δεν αποτελεί πλέον λόγο αναιρέσεως, η δε σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος τυγχάνει απαράδεκτη. Κατ ακολουθία τούτων αβάσιμα πλήττει ο αναιρεσείων την εκκαλουμένη για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, ως και εκ πλαγίου παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων, με τους πρώτους και δεύτερο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠΔ, λόγους αναιρέσεως, αντίστοιχα. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες.
Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση (δήλωση) πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 13-4-2009 αίτηση (δήλωση) του Χ, για αναίρεση της με αριθμ. 18/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Θράκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 4 Μαρτίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ