Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1278 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Κλητήριο θέσπισμα, Ακυρότητα σχετική.




Περίληψη:
Παράβαση της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο. Στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού ενόψει της ισχύος διαφόρων φορολογικών νόμων. Παραδεκτό ποινικής δίωξης για το ως άνω έγκλημα. Δεν χρειάζεται η μηνυτήρια αναφορά προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα να υποβάλλεται με άλλα έγγραφα που βεβαιώνουν τα χρέη. Πότε καλύπτεται η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος. Αίτηση αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, υπέρβαση εξουσίας και σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Απόρριψη όλων των λόγων αυτών ως αβασίμων.




Αριθμός 1278/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Χριστόφορο Κοσμίδη και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Καρακώστα, περί αναιρέσεως της ΒΤ6818/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημ/κείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιανουαρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 142/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο 25 παρ.1 του ν.1882/1990, θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του μεγέθους του χρέους. Ειδικότερα προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις έναρξης της ποινικής ευθύνης, ήτοι εκείνη της μη καταβολής του χρέους που η εξόφληση του έχει ρυθμισθεί με δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσης και εκείνης της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας, κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Επακολούθησε η αντικατάσταση του άρθρου 25 του ν.1882/1990 με το άρθρο 23 του ν.2523/1997. Με την αντικατάσταση αυτή, αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και, αφετέρου, αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής. Τέλος, το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004. Με τη νέα αυτή αντικατάσταση : 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξης του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι, επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους, για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Κατά διατάξεις του Ν. 2523/1997 (αρ. 23 παρ.1), το έγκλημα της καθυστέρησης καταβολής βεβαιωμένου χρέους, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους (και δύο (2) τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει το 1.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους) και τα (2.000.000) δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά β) έξι και τεσσάρων τουλάχιστον μηνών αντίστοιχα, εφ' όσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερβαίνουν τα (2.000.000) και (3.000.000) δρχ., γ) ενός έτους και έξι μηνών τουλάχιστον αντίστοιχα, εφ' όσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερβαίνουν τα 3.000.000 και 4.500.000 δρχ. Κατά το άρθρο 34 (αύξηση ορίου ληξιπροθέσμων χρεών για ποινική δίωξη οφειλετών) του Ν. 3220/2004, που η ισχύς του άρχισε από 1-1-2004,που αντικατέστησε την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κλπ. για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κλπ. προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) Ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες και συνεπώς για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογές τους εφαρμόζονται, εφόσον είναι ευμενέστερες, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης οι προγενέστερες διατάξεις που Ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσης τους. Επομένως, εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την ισχύ του Ν. 2523/1997 και αφορούσαν μη καταβολή χρεών μικρότερων εκείνων, που ορίζονται κατά περίπτωση με το νόμο αυτό, πρέπει να κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, κρίσιμα στοιχεία, για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την ισχύ του Ν. 2523/1997, για τη συγκρότηση του εγκλήματος της καθυστέρησης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, είναι : 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος αυτού, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος που έπρεπε να καταβληθεί, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει κατ' ανάγκη με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ως χρόνο βεβαίωσης των χρεών ο νόμος εννοεί αυτόν που ορίζεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του ποσού και του είδους της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος παρ.3 και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας Ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 περ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά επίσης και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, που δίκασε ως εφετείο, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. ΒΤ 6818/2009 απόφασή του, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε όπως προκύπτει από τα σκεπτικό της σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής που αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής: "Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή, προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται, ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους, και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως, κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το είδος του οφειλομένου χρέους και το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής.
Με την άνω διάταξη προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής ευθύνης από τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, ήτοι αυτή της μη καταβολής του χρέους που η εξόφληση του έχει ρυθμιστεί σε δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσεως και εκείνη της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Έτσι για την καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές απαιτούνται διαφορετικά στοιχεία για τη συγκρότηση της αντίστοιχης αξιόποινης πράξεως. Με το όρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997 που αντικατέστησε το ως άνω άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 και, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού, το οποίο, όταν οφείλεται, καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και έτσι οι πράξεις που προηγουμένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέγκλητες, αν το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής δεν υπερβαίνει το όριο του 1.000.000 δρχ. προκειμένου για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα 2.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά.
Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του Ν. 2.523/1997 εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος (χρόνος) δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόμος ως βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται στην καταδικαστική απόφαση, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, αν πρόκειται για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή αν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, αφού για την καθεμία από τις ως άνω δύο κατηγορίες, αφενός μεν προβλέπεται διαφορετικό ύψος ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής του χρέους, αφετέρου δε απειλείται διαφορετικό πλαίσιο ποινής. Τέλος, με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Με το ανωτέρω άρθρο 34 του Ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού: 1) Το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς τον χρόνο διάπραξης του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση εξοφλήσεως ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και, συνεπώς, για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης, πρέπει να εφαρμοστούν, ως ευμενέστερες γι' αυτούς, οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεως τους. Αντίθετα όταν το χρέος ή τα περισσότερα χρέη είναι καταβλητέα εφάπαξ και αφορούν πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, υπερβαίνει δετό καθένα από αυτό το τασσόμενο με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2.523/1997, κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη (1.000.000 δρχ. προκειμένου περί παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων και 2.000.000 δρχ. προκειμένου περί λοιπών φόρων και χρεών γενικά), ενώ συγχρόνως υπερβαίνουν τα ίδια χρέη συνολικά το ποσό των 10.000 ευρώ, είναι οι διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004 ευμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και τυγχάνουν εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, καθόσον αυξάνεται με αυτές το όριο της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη στο ποσό των 10.000 ευρώ και ορίζεται ως χρόνος ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του η παρέλευση τετραμήνου και όχι διμήνου από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία πρέπει να καταβληθεί το χρέος, ενώ συγχρόνως αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17, 18, 19 και 21 παρ. 2 του Ν. 2523/1997, με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι περί των ιδιωνύμων εγκλημάτων της φοροδιαφυγής που προβλέπονται από αυτές τις διατάξεις και αναφέρονται περιοριστικά και μόνο στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και τέλος στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19), από την έναρξη της ισχύος αυτού, επιβάλλεται ως αναγκαίος όρος για την νομότυπη δίωξη των υπ' αυτών και μόνο διατάξεων προβλεπομένων εγκλημάτων φοροδιαφυγής, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της διαπιστωθείσης φορολογικής του παράβασης, η προηγούμενη επί της προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης. Η έλλειψη δε της προϋπόθεσης αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής δίωξης και καθιστά αυτή σε περίπτωση άσκησης της απαράδεκτη. Η εν λόγω προϋπόθεση δεν απαιτείται προκειμένου περί των εγκλημάτων, τα οποία συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες του και συνεπώς, για την δίωξη αυτών δεν απαιτείται προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης, αλλά ούτε σε περιπτώσεις άσκησης προσφυγής από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επί της προσφυγής του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου απόφαση. Για τους ίδιους λόγους, στην περίπτωση παραβίασης της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, δεν εφαρμόζεται ούτε η παρ. 4 του άρθρου 21 του Ν. 2523/1997, σύμφωνα με την οποία, για την άσκηση της ποινικής δίωξης, η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, πρέπει, να συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξης του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στις φορολογικές παραβάσεις των άρθρων 17, 18 και 19 του νόμου αυτού, όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 23 του ως άνω νόμου, ΑΠ 179/2009 και 337/2008).
Ο κατηγορούμενος είναι ο μοναδικός εταίρος και διαχειριστής της Μονοπρόσωπης ΕΠΕ "ΠΟΛΥΕΚΔΟΣΕΙΣ - ΔΙΑΦΗΜΙΖΕΙΣ COSMOS LINK" με τον διακριτικό τίτλο "COSMOS LINK ΕΠΕ". Υπό την ιδιότητα του αυτή κατά το χρονικό διάστημα από 29-2-2004 έως 28-8-2006 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου αδικήματος καθυστέρησε να καταβάλει βεβαιωμένα στις αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες χρέη προς το Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, επιχειρήσεις και οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους. Ειδικότερα σε βάρος του κατηγορουμένου βεβαιώθηκαν από την Γ' ΔΟΥ Πειραιά τα ακόλουθα χρέη 1) με την 5643/1-10-2003 βεβαίωση της βεβαιώθηκε ποσό 880 ευρώ ως ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο για πρόστιμο ΚΒΣ -οριστική βεβαίωση και ποσό 430,32 ευρώ ως συνεισπραττόμενα, οικονομικού έτους 2003, τα οποία ορίστηκαν πληρωτέα σε τρεις μηνιαίες δόσεις λήξεως η πρώτη την 31-10-2003 και η τελευταία την 31-12-2003, 2) με την 5643/1-10-2003 βεβαίωση βεβαιώθηκε ποσό 1760 ευρώ ως ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο για την ίδια ως και άνω αιτία και ποσό 821,05 ευρώ ως συνεισπραττόμενα, οικονομικού έτους 2003, τα οποία ορίστηκαν πληρωτέα σε έξι μηνιαίες δόσεις ημερομηνίας λήξεως η πρώτη την 31-10-2003 και την 31-3-2003 η τελευταία, 3) με την 12/5-1-2004 βεβαίωση βεβαιώθηκε ποσό 451.943 ευρώ ως ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο για την ίδια και πάλι αιτία όπως και άνω και ποσό 183.714,82 ευρώ ως συνεισπραττόμενα, οικονομικού έτους 1999, τα οποία ορίστηκαν πληρωτέα σε έξι μηνιαίες δόσεις ημερομηνίας λήξεως η πρώτη την 27-2-2004 και την 30-7-2004 η τελευταία, 4) με την 5986/16-11-2004 βεβαίωση βεβαιώθηκε ποσό 30,33 ευρώ ως ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο για έξοδα διοικητικής εκτέλεσης και ποσό 8,19 ευρώ ως συνεισπραττόμενα, οικονομικού έτους 2004, τα οποία ορίστηκαν πληρωτέα εφάπαξ την 31-12-2004, 5) με την 1370/9-3-2006 βεβαίωση βεβαιώθηκε ποσό 37.027,42,00 ευρώ ως ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο για οριστική βεβαίωση εισοδήματος και ποσό 2.777,05 ευρώ ως συνεισπραττόμενα, οικονομικού έτους 1999, κατέστησαν δε απαιτητό σε έξι μηνιαίες δόσεις λήξεως η πρώτη την 28-4-2006 και την 29-9-2006 η τελευταία, 6) με την 1370/9-3-2006 βεβαίωση βεβαιώθηκε σε βάρος του κατηγορουμένου ποσό 94.339,95 ευρώ ως ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο για οριστική βεβαίωση εισοδήματος και ποσό 7.075,50 ευρώ ως συνεισπραττόμενα, οικονομικού έτους 2000 τα οποία ορίστηκαν πληρωτέα σε 6 μηνιαίες δόσεις λήξεως η πρώτη την 28-4-2006 και η τελευταία την 29-9-2006, 7) με την ίδια ως και άνω (1370/9-3-2006) βεβαίωση, βεβαιώθηκε ποσό 18.546,74 ευρώ ως ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο για οριστική βεβαίωση εισοδήματος και ποσό 1.391,01 ευρώ ως συνεισπραττόμενα, οικονομικού έτους 2001, καταβλητέο σε έξι μηνιαίες δόσεις λήξεως η πρώτη την 28-4-2006 και η τελευταία την 31-5-2006, 8) με την 1487/14-3-2006 βεβαίωση βεβαιώθηκε ποσό 277.583,49 ευρώ ως ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο για οριστική βεβαίωση ΦΠΑ και ποσό 26.370,44 ευρώ ως συνεισπραττόμενα, οίκον έτους 1999 τα οποία ορίστηκαν πληρωτέα σε δύο μηνιαίες δόσεις λήξεως η πρώτη την 28-4-2006 και η τελευταία την 31-5-2006, 9) με την 1487/14-3-2006 βεβαίωση βεβαιώθηκε ποσό 72.451,18 ευρώ ως ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο για ΦΠΑ -οριστική βεβαίωση και ποσό 6.882,86 ευρώ ως συνεισπραττόμενα, οικονομικού έτους 2000 τα οποία ορίστηκαν πληρωτέα σε δύο μηνιαίες δόσεις λήξεως η πρώτη την 28-4-2006 και η τελευταία την 30-5-2006, 10) με την 1487/14-3-2006 βεβαίωση βεβαιώθηκε ποσό 131.533,05 ευρώ ως ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο για ΦΠΑ - οριστική βεβαίωση και ποσό 12.837,97 ευρώ ως συνεισπραττόμενα, οικονομικού έτους 1998 τα οποία ορίστηκαν πληρωτέα σε δύο μηνιαίες δόσεις λήξεως η πρώτη την 28-4-2006 και η τελευταία την 31-5-2006, 11) με την 1510/16-3-2006 βεβαίωση βεβαιώθηκε ποσό 122.025 ευρώ ως ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο και 11.982,25 ευρώ ως συνεισπραττόμενα που αφορούσαν πρόστιμο ΦΠΑ οικονομικού έτους 1999 πληρωτέα σε δύο μηνιαίες δόσεις λήξεως η πρώτη την 28-4-2006 και η τελευταία την 31-5-2006, 12) με την 1871/31-3-2006 βεβαίωση βεβαιώθηκε ποσό 2.640 ευρώ ως ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο και 261,36 ευρώ ως συνεισπραττόμενα που αφορούσαν πρόστιμο ΚΒΣ -οριστική βεβαίωση οικονομικού έτους 2000 και τα οποία ορίστηκαν πληρωτέα σε έξι μηνιαίες δόσεις λήξεως η πρώτη την 28-4-2006 και η τελευταία την 29-9-2006, τέλος 13) με την 1871/31-3-2006 βεβαίωση
βεβαιώθηκε ποσό 1.760 ευρώ ως ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο και 183,05 ευρώ ως συνεισπραττόμενα που αφορούσαν οριστική βεβαίωση προστίμου ΚΒΣ οικονομικού έτους 2005 τα οποία ορίστηκαν πληρωτέα σε πέντε μηνιαίες δόσεις λήξεως αντίστοιχα την 28-4-2006 και την 31-8-2006. Συνολικά 1.467.256,03 ευρώ έναντι των οποίων ο κατηγορούμενος δεν έχει καταβάλλει κανένα ποσό, για αυτό, για τη μη καταβολή των παραπάνω χρεών συντάχθηκε από τον προϊστάμενο της Γ' Δ.Ο.Υ. Πειραιά ο 2/2007 πίνακας χρεών, ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κατηγορητηρίου και εμπεριέχεται στο διατακτικό της αποφάσεως, όπου και είναι γραμμένες όλες οι ανωτέρω με αριθμούς 1-13 καταχωρίσεις. Ωστόσο η εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 όπως ίσχυε σήμερα μετά την τροποπ. με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, θα είχε ως αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος και για μη καταβολή των ποσών με α/α 1, 2 και 4 του πίνακα χρεών προς το Δημόσιο συνολικού ύψους 3.929,89 ευρώ. Εφαρμόζοντας σύμφωνα με το άρθρο 2 Π.Κ., ως ευμενέστερη, τη διάταξη του άρθρ. 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 όπως ίσχυε κατά το χρόνο μη καταβολής των επί μέρους χρεών, δηλαδή όπως είχε αντικ. με άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997, σε συνδυασμό με άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 2948/2001, η μη καταβολή των άνω επί μέρους χρεών, με α/α 1, 2 και 4 του πίνακα χρεών τα οποία ανήκουν στην κατηγορία παρακρατούμενοι φόροι, δεν είναι αξιόποινη, αφού τα ποσά των κονδυλίων αυτών υπολείπονται του ποσού του 1.000.000 δρχ. και ήδη 3.000 ευρώ που ήταν το όριο θεμελίωσης ποινικής ευθύνης για μη καταβολή προς το Δημόσιο των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, με συνέπεια να πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί αθώος για τα επιμέρους αυτά χρέη και να κηρυχθεί ένοχος κατ' εξακολούθηση για από πρόθεση μη καταβολή στο Δημόσιο των υπόλοιπων με α/α 3 και 5 έως 13 χρέη του 2/2007 πίνακα χρεών συνολικού ποσού 1.463.326,14 ευρώ αφού καθυστέρησε την καταβολή τους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών από τότε που κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά. Περαιτέρω ο ισχυρισμός του α) περί πτωχεύσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθώς από τα προσκομισθέντα από τον ίδιο αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι η Μονοπρόσωπη ΕΠΕ που εκπροσωπεί νόμιμα δεν έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως αλλά μόνο ο ίδιος ως φυσικό πρόσωπο, τα δε ληξιπρόθεσμα και μη καταβληθέντα άνω χρέη είναι χρέη από τη δραστηριότητα της ΕΠΕ και όχι του ίδιου ατομικά β) περί απαιτούμενης οριστικοποίησης της φορολογικής εγγραφής ή τελεσίδικης κρίσης επί τυχόν ασκηθείσας είναι ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις όπως και ο ισχυρισμός του ότι απαιτείται για την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσια οικονομικής υπηρεσίας να συνοδεύεται αυτήν από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξης του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής". Κατ' ακουλουθίαν του αιτιολογικού αυτού, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, το οποίο δίκασε ως εφετείο, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. ΒΤ 1818/2009 απόφασή του κήρυξε τον κατηγορούμενο -αναιρεσείοντα αθώο μεν για τα υπ' αρ. 1, 2 και 4 χρέη του σχετικού πίνακα χρεών, συνολικού ποσού 3.299.85 ευρώ, ένοχο δε για τα λοιπά προς το Δημόσιο βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα χρέη του, συνολικού ποσού 1.463.326,14 ευρώ (άρθρα 26 παρ. 1, 27 και 98 ΠΚ, 28 παρ. 1 περ. γ και 2 περ. β του ν. 1882/1990), όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τις μερικότερες πράξεις που καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, αφού εκθέτει σ' αυτόν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Επισημαίνεται ότι στους πίνακες χρεών που συνέταξε η Γ' ΔΟΥ Πειραιά κα αναφέρονται λεπτομερώς στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως και κατά τη γενόμενη στο πιο πάνω σκεπτικό ρητή αναφορά στο διατακτικό και σκεπτικό αποτελούν ενιαίο σύνολο, διαλαμβάνονται όλα τα αναφερόμενα στην πιο πάνω σκέψη κρίσιμα στοιχεία, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Εξάλλου η περιεχόμενη στον υπό το στοιχ. Β' λόγο της κρινόμενης αναίρεσης περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω μη προσδιορισμού για τα χρέη που οφείλονταν από αυτόν προς το δημόσιο : 1) πόσα από αυτά κανονίστηκε να καταβληθούν σε δόσεις, 2) ποίο το ποσό της κάθε μίας δόσης και πότε κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και 3) ποίο ποσό ήταν καταβλητέο εφάπαξ και πότε έληξε η καταβολή του, είναι αβάσιμη, αφού όπως προκύπτει από τα αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό και ιδιαίτερα από τους διαλαμβανόμενους στο διατακτικό πίνακες χρεών, αναφέρονται λεπτομερών οι επί μέρους οφειλές του αναιρεσείοντος και ειδικότερα η αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών, το ύψος αυτών, ο τρόπος πληρωμής τους (εφάπαξ ή με δόσεις), ο ακριβής χρόνος καταβολής τους κλπ. επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. δ και ε του ΚΠΔ λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Περαιτέρω ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, διότι το Δικαστήριο προέβη στην καταδίκη του παρά το ότι η μηνυτήρια σε βάρος του αναφορά ήταν ελλιπής, λόγω του ότι δεν συνοδευόταν : α) από επικυρωμένο απόγραφο της οικείας εκθέσεως φορολογικού ελέγχου, β) από επικυρωμένο αντίγραφο των καταλογιστικών πράξεων των ενδίκων φόρων και γ) επικυρωμένο αντίγραφο των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής και εντεύθεν η ασκηθείσα ποινική δίωξη ήταν απαράδεκτη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη για κάποια από τα εγκλήματα των άρθρων 17 έως 19 του ν. 2523/1997, οπότε θα απαιτείτο η συνυποβολή μαζί με την μηνυτήρια αναφορά και των ως άνω εγγράφων, αλλά για την παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 (καθυστέρηση καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο) για την οποία δεν προβλέπεται η συνυποβολή μαζί με τη μηνυτήρια αναφορά τέτοιων εγγράφων (Βλ. ΑΠ 5/2009), όπως ορθά έκρινε και ως προς το ζήτημα αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση.
Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1, 174 παρ. 2 και 321 παρ. 1 στοιχ. δ και ε και 4 του ΚΠΔ προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του Εισαγγελέα. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη, εμφανισθεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Εφόσον η εν λόγο ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος έφεσης καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β ΚΠΔ (ΑΠ 313/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. ΒΤ 6818/2009 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς σε συνδυασμό με την υπ' αριθμ. 402/819-2-2009 έφεση του αναιρεσείοντος, που άσκησε κατά της υπ' αριθμ. ΑΜ 5751/2008 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που επιτρεπτώς επισκοπείται, προκειμένου να ερευνηθεί το παραδεκτό του ν λόγω (τέταρτου) λόγου αναιρέσεως, ο τελευταίος που στον πρώτο βαθμό δικάσθηκε ερήμην, ουδεμία αιτίαση προβάλλει με το δικόγραφο της ως άνω εφέσεως του όσο αφορά την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος που επιδόθηκε σ' αυτόν και μόνο κατά τη συζήτηση της εφέσεώς του το πρώτον ο εκπροσωπών αυτόν λόγω της απουσίας του και πάλι πληρεξούσιος δικηγόρος του πρόβαλε εγγράφως και μόνο τέτοιο ισχυρισμό-ένσταση (Βλ. 5η σελίδα των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης), χωρίς να τον αναπτύξει και προφορικά.
Συνεπώς η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος λόγω των από το άρθρο 321 παρ. 1 περ. δ και ε του ΚΠΔ αναφερομένων ελλείψεών του, αφού δεν προτάθηκε έγκαιρα και έγκυρα καλύφθηκε και ορθά το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο συνέχισε τη διαδικασία, απορρίπτοντας σιωπηρά τον ως άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β ΚΠΔ τέταρτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης για σχετική ακυρότητα η οποία προκλήθηκε στο ακροατήριο, από την επικαλούμενη ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά από όλα τα ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4 Ιανουαρίου 2010 αίτηση ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. ΒΤ 6818/2009 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2010.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή