Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2165 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Διαθήκη.




Περίληψη:
Κύρος ιδιόγραφης διαθήκης. Αποκλήρωση συζύγου διαθέτιδος λόγω υπάρξεως βάσιμου λόγου διαζυγίου αναγόμενου σε υπαιτιότητα του συζύγου. Αβάσιμοι οι λόγοι από τους αρ. 8, 11, 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (Επικυρώνει ΕφΑθ 5460/2012).





Αριθμός 2165/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Σ. Λ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ν. Κ. του Ε., κατοίκου ... και 2) Κ. συζ. Η. Α., το γένος Ε. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Φραγκούλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/3/2001 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8424/2001, 6852/2008 μη οριστικές, 780/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5460/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από την 6/2/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 2/8/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568 παρ. 4 και 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν ο αναιρεσείων που απουσιάζει κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως έχει κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως σ' αυτήν από τον αναιρεσίβλητο που επισπεύδει τη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, ο αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερομένη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από την υπ' αριθμ. 4054/14-2-2014 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Χ. Μ., την οποία οι αναιρεσίβλητοι προσκομίζουν και επικαλούνται, οι τελευταίοι έχουν καλέσει τον αναιρεσείοντα, νόμιμα και εμπρόθεσμα, να παραστεί στη συζήτηση της υποθέσεως κατά την ορισθείσα με επιμέλειά τους ως ανωτέρω δικάσιμο, με επίδοση της σχετικής κλήσης κάτωθι του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, με την πράξη ορισμού της ειρημένης δικασίμου και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της αιτήσεως παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 1721 του ΑΚ η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν, κατά δε τα άρθρα 1842 και 1843 του ίδιου ΑΚ ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον σύζυγό του αν κατά τον χρόνο του θανάτου του είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αναγόμενου σε υπαιτιότητα του συζύγου του, ο λόγος δε της αποκλήρωσης πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης και να αναφέρεται σ' αυτήν. Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα δικαίου, ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται επίσης όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη προταθέντα ουσιώδη ισχυρισμό, όπως είναι και ο λόγος εφέσεως, και τον απορρίπτει για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. Τέλος, και ο αναιρετικός λόγος από τον αρ. 11 περ. γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμος όταν από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι α) η επίδικη από 15-6-2000 ιδιόγραφη διαθήκη της συζύγου του αναιρεσείοντος, η οποία απεβίωσε την 14-11-2000, ήταν έγκυρη, αφού είχε γραφεί εξ ολοκλήρου με το χέρι της διαθέτιδας, και είχε χρονολογηθεί και υπογραφεί από αυτήν, η οποία (διαθέτιδα) είχε συνείδηση των πράξεών της κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης και δεν βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που να περιόριζε τη λειτουργία της βούλησής της, και ότι β) η περιεχόμενη στην ανωτέρω διαθήκη αποκλήρωση του αναιρεσείοντος εκ μέρους της συζύγου του ήταν επίσης έγκυρη, αφού η διαθέτιδα κατά τον χρόνο του θανάτου της είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο που συνάγεται σε υπαιτιότητα του συζύγου της- αναιρεσείοντος, ο οποίος αδιαφορούσε πλήρως γι' αυτήν, ακόμη και κατά το διάστημα της ασθενείας της (καρκίνος), την εξύβριζε με τις αναφερόμενες προσβλητικές λέξεις και την απειλούσε ότι "θα την μακελέψει" αν τυχόν ζητούσε διαζύγιο, από τη συμπεριφορά δε αυτή του αναιρεσείοντος οι μεταξύ τους σχέσεις είχαν κλονιστεί τόσο ισχυρά, ώστε η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να είναι αφόρητη για τη διαθέτιδα (λόγος διαζυγίου από το άρθρο 1439 παρ. 1 του ΑΚ). Και βάσει των παροχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος, με την οποία ο τελευταίος ζητούσε να αναγνωρισθεί άκυρη η επίδικη διαθήκη και η περιεχόμενη σ' αυτήν ως άνω αποκλήρωσή του. Υπό τις προαναφερθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες (και) ως προς το ουσιώδες ζήτημα της εγκυρότητας της αποκλήρωσης του αναιρεσείοντος που περιέχεται στην επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων. Από την ίδια δε απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και τον δεύτερο λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, με τον οποίο ο αναιρεσείων ισχυριζόταν ότι η διαθέτιδα επηρεάστηκε, λόγω και της ασθενείας της, στην εξειδίκευση και στη διαμόρφωση της βούλησής της (περιεχόμενο διαθήκης) από τρίτο πρόσωπο. Επομένως τα αντίθετα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει με τον δεύτερο, μέρος πρώτο και δεύτερο, αντίστοιχα, από τους αρ. 19 και 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα. Τέλος, από την αναφορά στην αναιρεσιβαλλόμενη ότι τα περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο αποδείχθηκαν από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου (καταθέσεις μαρτύρων κ.λ.π., τα οποία και αναλύει ο αναιρεσείων) και τα οποία είχε προσκομίσει και επικαλεστεί ο αναιρεσείων, και τα αντίθετα που ο τελευταίος υποστηρίζει με τους πρώτο, όπως εκτιμάται, και τρίτον από τον αρ. 11γ'του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους του αναιρετηρίου είναι αβάσιμα ενώ απαραδέκτως κατά τα λοιπά στρέφεται ο αναιρεσείων με τους ίδιους λόγους, κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου που εξήχθη από τις αποδείξεις (αρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (αρθ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (αρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 6-2-2013 αίτηση του Σ. Λ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5460/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 18 Νοεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, 3 Δεκεμβρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή