Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2269 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας επάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο, Δικαστηρίου σύνθεση.




Περίληψη:
Αναίρεση κατ' αποφάσεως η οποία απέρριψε την έφεση ως εκπρόθεσμη. Η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως εκπρόθεσμη, για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει τον χρόνο επιδόσεως στον εκκαλούντα της εφεσιβαλλόμενης αποφάσεως από εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως είναι και η επίδοση ως ¨άγνωστης διαμονής¨, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος, είχε ¨γνωστή διαμονή. Επίσης πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανώτερης βίας, από την οποία ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια όμως της οποίας δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής. Η αναπλήρωση τακτικού δικαστή από ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη δεν αποκλείεται σε περίπτωση που και επί δικαστηρίων στα οποία διενεργείται κλήρωση, δεν είναι δυνατή για οποιοδήποτε λόγο η συγκρότηση των ποινικών συνθέσεων των δικαστηρίων αυτών από τον αριθμό των υπηρετούντων σ' αυτό δικαστών, να τεθούν στην κληρωτίδα και κληρωθούν και ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες υπηρετούντες στην περιφέρεια του δικαστηρίου. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 2269/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννου Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, για αναίρεση της 1233/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Μαρτίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 486/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 5 τού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το δικαστήριο των πλημμελειοδικών αποτελείται από τρεις τακτικούς δικαστές. Επιτρέπεται η αναπλήρωση ενός μόνο δικαστή από πάρεδρο στο πρωτοδικείο, από πταισματοδίκη ή από ειρηνοδίκη, όταν για οποιοδήποτε λόγο είναι αδύνατη αυτή η σύνθεση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 στοιχ. γ' και άρθρο 5 παρ. 1 στοιχ. δ' και παρ. 2 τού Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών λειτουργών (ν. 1756/1988), το τριμελές πλημμελειοδικείο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες. Αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, αναπληρώνονται κατ' αρχαιότητα ένας πρωτοδίκης από πάρεδρο ή ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη της περιφέρειας του. Περαιτέρω, στο κεφάλαιο Β' του άρθρου 17 § 1 του ίδιου ν. 1756/1988, όπως ισχύει, ορίζεται: "Σε όσα πρωτοδικεία και εφετεία προβλέπεται οργανικός αριθμός (15) τουλάχιστον δικαστών και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση", κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 17, "Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ' αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα στα πρωτοδικεία α) όλων των προέδρων πρωτοδικών β) των αρχαιοτέρων πρωτοδικών... γ) όλων των υπολοίπων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, των τριμελών πλημμελειοδικείων και δικαστές των μονομελών πλημμελειοδικείων, δ) των παρέδρων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται μόνο αριστερά μέλη στις συνθέσεις τριμελών πλημμελειοδικείων. Κατά δε την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου 17, "Με την ίδια διαδικασία ορίζονται οι αναπληρωματικοί δικαστές και εισαγγελείς και οι συμπάρεδροι δικαστές και δεύτεροι εισαγγελείς. Κατά τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου 17 παρ. 7 περ. β', όπου δεν διενεργείται κλήρωση, ο δικαστής και ο εισαγγελέας που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, αν εμφανισθεί ανυπέρβλητη δυσχέρεια για την κατάρτιση της σύνθεσης του δικαστηρίου, με αιτιολογημένη πράξη του αντικαθιστά ή ορίζει τους δικαστές ή τον εισαγγελέα, αντιστοίχως. Τέλος, κατά την παράγραφο 10 του ίδιου άρθρου 17, η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι και στα δικαστήρια των οποίων οι ποινικές συνθέσεις καταρτίζονται με κλήρωση, δεν είναι δυνατή η μετά την κλήρωση αναπλήρωση μέλους τής συνθέσεως από άλλο δικαστή με πράξη του διευθύνοντος το δικαστήριο, παρά μόνο από δικαστή ο οποίος περιελήφθη στον πίνακα που καταρτίζεται και κληρώνεται ως αναπληρωτής. Από τις διατάξεις όμως αυτές δεν αποκλείεται, σύμφωνα με τα παραλλήλως ισχύοντα άρθρα 5 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 5 παρ.1 εδ. δ' τού ν. 1756/1988, σε περίπτωση που και επί δικαστηρίων στα οποία διενεργείται κλήρωση, δεν είναι δυνατή για οποιοδήποτε λόγο η συγκρότηση των ποινικών συνθέσεων των δικαστηρίων αυτών από τον αριθμό των υπηρετούντων σ' αυτό δικαστών, να τεθούν στην κληρωτίδα και κληρωθούν και ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες υπηρετούντες στην περιφέρεια του δικαστηρίου, ύστερα από πράξη του διευθύνοντος το δικαστήριο, η οποία θα μνημονεύει την αδυναμία συγκροτήσεως των συνθέσεων. Στη τελευταία περίπτωση, όταν δηλαδή στη σύνθεση του δικαστηρίου λαμβάνει μέρος ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης, τού οποίου το όνομα είχε τεθεί στην κληρωτίδα και κληρώθηκε, δεν απαιτείται στην απόφαση του δικαστηρίου να αναφέρεται η πράξη του διευθύνοντος το δικαστήριο, βάσει της οποίας συμπεριελήφθη το όνομα τούτου στην κληρωτίδα, αφού από τη γενόμενη κλήρωση δεν στερείται ο κατηγορούμενος του φυσικού του δικαστή, το όνομα του οποίου μπορούσε να πληροφορηθεί από τα πρακτικά της κληρώσεως, τα οποία αναρτώνται στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου, να προβάλει δε πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας τυχόν ακυρότητες από τη μη τήρηση των παραπάνω διατάξεων. Σε κάθε περίπτωση, εάν στη σύνθεση του δικαστηρίου συμμετάσχει κάποιος από τους παραπάνω δικαστές, τυχόν αναφορά στην απόφαση πράξεως του διευθύνοντος το δικαστήριο, δεν γίνεται με την έννοια ότι με αυτή ορίζεται ο ως άνω δικαστής ως μέλος της συνθέσεως του δικαστηρίου, αλλά με την πρόδηλη έννοια ότι, λόγω αδυναμίας συγκροτήσεως του δικαστηρίου, με την πράξη αυτή ο Ειρηνοδίκης ή Πταισματοδίκης περιελήφθη στον πίνακα δικαστών από τον οποίο διενεργήθηκε η κλήρωση και κληρώθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, με σχετικό λόγο αναιρέσεως, που προβάλλεται με το υπόμνημα, ως λαμβανόμενον υπόψη και αυτεπαγγέλτως, ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλομένη 1233/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, που δίκασε κατ' έφεση, για απόλυτη ακυρότητα λόγω μη νόμιμης συνθέσεως του δικαστηρίου, ήτοι για λόγο προβλεπόμενο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με την αιτίαση ότι στην σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, μετείχε η Ειρηνοδίκης Χρυσή Παπαδοπούλου, με τη μνεία ότι κωλύονται οι τακτικοί δικαστές χωρίς να μνημονεύεται η σχετική πράξη του Διευθύνοντος το Δικαστήριο για την ως άνω αναπλήρωση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος γιατί στο Πρωτοδικείο Πατρών, όπου υπηρετούν περισσότεροι από δεκαπέντε δικαστές γίνεται κλήρωση των δικαστών που συγκροτούν κατά μήνα τα ποινικά Δικαστήρια, όπως δε προκύπτει από τη με αριθμό πρωτοκόλλου 3178/2009 υπηρεσιακή βεβαίωση της Προϊσταμένης τής Διευθύνσεως της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Πατρών, στην κλήρωση για τη συγκρότηση των ποινικών δικαστηρίων για τον μήνα Μάρτιο του έτους 2007 συμμετείχαν και ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες της περιφέρειας ντου Πρωτοδικείου Πατρών, όπως δε προκύπτει από τα 2/12.2.2007 πρακτικά συνεδριάσεως του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών με αντικείμενο την "κλήρωση των δικαστών και των εισαγγελέων που θα συγκροτήσουν τα ποινικά δικαστήρια για τον μήνα Μάρτιο του έτους 2007" κληρώθηκε η ως άνω ειρηνοδίκης Χρυσή Παπαδοπούλου ως αριστερό μέλος του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, ως εκ περισσού δε και πλεοναστικώς γίνεται μνεία στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι συμμετέχει επειδή κωλύονται οι τακτικοί δικαστές.. Σε κάθε πάντως περίπτωση, τυχόν ακυρότητα καλύφθηκε, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της παραπάνω προσβαλλομένης αποφάσεως, ο αναιρεσείων δεν πρόβαλε πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ακυρότητα όσον αφορά την σύνθεση του δικαστηρίου. Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ., όπως η πρώτη παράγραφος αντικαταστάθηκε με το άρθρο 38 του ν. 3160/2003 το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και λόγω της εκπρόθεσμης ασκήσεως του. Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, είναι επιτρεπτή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής αιτιολογία της, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Εξάλλου, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρέπει να διαλαμβάνει, τον χρόνο επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως και εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως (ΟλΑΠ 6/94 και 4/95). Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση "ως άγνωστης διαμονής", χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών -κατηγορούμενος, είχε "γνωστή διαμονή". Επίσης πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανώτερης βίας, από την οποία ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της, στην έννοια όμως της οποίας (ανώτερης βίας), δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επιδόσεως, ως άγνωστης διαμονής και εντεύθεν μη γνώση εκ μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης αποφάσεως, διότι στην περίπτωση αυτή, ο τελευταίος μάχεται κατά του κύρους της επιδόσεως και δεν επικαλείται λόγο ανώτερης βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης ασκήσεως της εφέσεως του. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και η Αστυνομική Αρχή. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη 1233/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως της, η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 9147/1998 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, με την οποία αυτός είχε καταδικασθεί για φοροδιαφυγή σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, η οποία μετατράπηκε προς 1500 δραχμές ημερησίως. Από την σχετική από 15 Νοεμβρίου 2006 έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, για την έρευνα του παραδεκτού και του βάσιμου τού λόγου τής αναιρέσεως, ο εκκαλών, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως του, εκθέτει επί λέξει τα ακόλουθα: "Η έφεση του αυτή ασκείται εμπρόθεσμα, καθόσον έλαβε γνώση αυτής της απόφασης μόλις την 9.11.2006, όπου συνελήφθη με βάση αυτή από το Α.Τ. Κηφισιάς, της οποίας (απόφασης) ουδέποτε είχε λάβει γνώση πριν από την ημερομηνία αυτή, διότι ουδέποτε του κοινοποιήθηκε ή του παρεδόθη το κλητήριο θέσπισμα για να παρουσιασθεί κατά την εκδίκαση της ως άνω κατηγορίας εις βάρος του ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, φέρεται δε να έχει επιδοθεί στην επί της ..., κατοικία, στην οποία διέμενε μέχρι του έτους 1991, έκτοτε δε συνεχώς και μέχρι σήμερα διαμένει επί της ..., μετά της οικογενείας του, αποτελούμενης από τη σύζυγο του, ... και τη θυγατέρα του ..., σε κατοικία ιδιοκτησίας τής θυγατρός του και ουδέποτε επίσης του κοινοποιήθηκε η ως άνω πρωτόδικος απόφαση ή έλαβε γνώση αυτής, ώστε να ασκήσει τα ένδικα μέσα και ως εκ τούτου, μη έχοντας γνώση του πρωτόδικου δικαστηρίου, όσο και της αποφάσεως που εκδόθηκε δεν κατέστη δυνατό και από λόγους πέραν της δικής μου θελήσεως και σε κάθε περίπτωση από λόγους ανωτέρας βίας να ασκήσει ενωρίτερα τα ένδικα μέσα, περαιτέρω δε δεν γνώριζε ότι είχε ασκηθεί σε βάρος του δίωξη για τα αδικήματα αυτά, ώστε μα υποχρεούται να δηλώσει την αλλαγή της διεύθυνσης της κατοικίας του". Προέβαλε, δηλαδή, με την έφεση ακυρότητα της επιδόσεως ως αγνώστου διαμονής, ανέφερε δε όλως αορίστως και λόγους ανωτέρας βίας για τους οποίους απώλεσε την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως, στους οποίους δεν εμπίπτει, όπως προαναφέρθηκε και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής. Η προσβαλλόμενη απόφαση στην αιτιολογία της αναφέρει τόσο τη χρονολογία επιδόσεως της εκκαλουμένης ως άνω ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών ως άγνωστης διαμονής, στην τελευταία γνωστή κατοικία του, το όργανο που ενήργησε την επίδοση και τον χρόνο ασκήσεως της εφέσεως, (15-15-2006), δηλαδή μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεως της. Ειδικότερα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών δέχθηκε τα ακόλουθα: "Από όλη τη σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, όσα υποστήριξε ο κατηγορούμενος και απ' όλη τη συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η εκκαλούμενη καταδικαστική υπ' αριθμ. 9147/1998 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής στις 6 Μαΐου 1999 στο Δήμο ..., αφού αυτός δεν ανευρέθηκε στον τελευταίο γνωστό στην εισαγγελική αρχή τόπο της κατοικίας του επί της ..., που αναφέρεται στην 13397/123/25.5.1998 αίτηση ποινικής δίωξης του Προϊσταμένου Β' ΔΟΥ Πατρών, όπου και αναζητήθηκε όπως αποδεικνύεται από το από ... αποδεικτικό επίδοσης απόφασης της επιμελήτριας δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών .... Η επίδοση αυτή της εκκαλουμένης απόφασης στον κατηγορούμενο ήταν καθόλα έγκυρη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 ΚΠΔ με συνέπεια η ασκηθείσα στις 15.11.2006 έφεση αυτού, δηλαδή μετά πάροδο έξι και πλέον ετών από την επίδοση της εκκαλουμένης, να είναι εκπρόθεσμη και συνακόλουθα απαράδεκτη. Ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι κακώς έγινε η επίδοση της εκκαλουμένης σ' αυτόν ως αγνώστου διαμονής επί της ως άνω οδού, όπου αναζητήθηκε, αφού από το έτος 1991 και μετά διαμένει επί της ... Η διεύθυνση όμως αυτή δεν ήταν γνωστή στην εισαγγελική αρχή, που έκανε την επίδοση της εκκαλουμένης ούτε είχε δηλωθεί στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 273 ΚΠΔ. Επομένως η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη". Η αιτιολογία αυτή της αποφάσεως του Δικαστηρίου, που απέρριψε την έφεση ως εκπρόθεσμη, είναι η απαιτουμένη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σ' αυτήν όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητα της, εκτείνεται δηλαδή στην εγκυρότητα της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, ως άγνωστης διαμονής και διαλαμβάνει τον χρόνο της επιδόσεως, το αποδεικτικό από το οποίο αυτή προκύπτει και τον χρόνο ασκήσεως της εφέσεως, αναφέρεται δε και στα έγγραφα της δικογραφίας τα οποία έλαβε υπόψη για τον σχηματισμό της παραπάνω κρίσεως του. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο, η ελλιπής δηλαδή αιτιολογία της αποφάσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΕΠΕΙΔΗ, κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Απορρίπτει την από 11 Μαρτίου 2008 αίτηση του Χ, κατοίκου ... για αναίρεση της 1233/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220 €).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιουνίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Νοεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή